Περίληψη
Το χορηγικό μνημείο του Νικίου έχει τη μορφή δωρικού ναΐσκου, εξάστυλου πρόστυλου σε κάτοψη με βαθύ πρόναο και είναι το μεγαλύτερο του είδους του στην Αθήνα. Οικοδομημένο την ίδια χρονιά με το μνημείο του Θρασύλλου, το 320/319 π.Χ., βρίσκεται δυτικά του Διονυσιακού Θεάτρου στο ανατολικό άκρο της Στοάς του Ευμένους. Εκεί έστεκε μέχρι και το μέσον του 3ου αι. μ.Χ. οπότε αποσυναρμολογήθηκε προσεκτικά, προκειμένου το οικοδομικό του υλικό να επαναχρησιμοποιηθεί για την οχύρωση της δυτικής πρόσβασης της Ακρόπολης. Τούτο συνέβη, κατά ορισμένους ερευνητές στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού εν αναμονή βαρβαρικών επιθέσεων και κατ’ άλλους μετά το 267 μ.Χ. ύστερα από την καταστροφή της Αθήνας από την επιδρομή των Ερούλων. Στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας εξετάζεται η αρχιτεκτονική του χορηγικού μνημείου του Νικίου. Η συστηματική εξέταση των διαθέσιμων αρχιτεκτονικών μελών οδήγησε σε αποσαφήνιση άγνωστων έως τώρα πτυχών της αρχικής μορφής του, όπως το ακριβές ύψος των τοίχων και των κιόνων ...
Το χορηγικό μνημείο του Νικίου έχει τη μορφή δωρικού ναΐσκου, εξάστυλου πρόστυλου σε κάτοψη με βαθύ πρόναο και είναι το μεγαλύτερο του είδους του στην Αθήνα. Οικοδομημένο την ίδια χρονιά με το μνημείο του Θρασύλλου, το 320/319 π.Χ., βρίσκεται δυτικά του Διονυσιακού Θεάτρου στο ανατολικό άκρο της Στοάς του Ευμένους. Εκεί έστεκε μέχρι και το μέσον του 3ου αι. μ.Χ. οπότε αποσυναρμολογήθηκε προσεκτικά, προκειμένου το οικοδομικό του υλικό να επαναχρησιμοποιηθεί για την οχύρωση της δυτικής πρόσβασης της Ακρόπολης. Τούτο συνέβη, κατά ορισμένους ερευνητές στα χρόνια του αυτοκράτορα Βαλεριανού εν αναμονή βαρβαρικών επιθέσεων και κατ’ άλλους μετά το 267 μ.Χ. ύστερα από την καταστροφή της Αθήνας από την επιδρομή των Ερούλων. Στο πρώτο μέρος της παρούσας εργασίας εξετάζεται η αρχιτεκτονική του χορηγικού μνημείου του Νικίου. Η συστηματική εξέταση των διαθέσιμων αρχιτεκτονικών μελών οδήγησε σε αποσαφήνιση άγνωστων έως τώρα πτυχών της αρχικής μορφής του, όπως το ακριβές ύψος των τοίχων και των κιόνων, η καθ’ ύψος δομή των τοίχων παραστάδων του σηκού και η μορφή του θυραίου τοίχου, ο οποίος διέθετε σύνθετο τριπλό άνοιγμα, πιθανόν με πεσσούς. Παράλληλα εξετάστηκαν θέματα συγκριτικής ανάλυσης, όπως η τυπολογία των εξάστυλων πρόστυλων κτηρίων, οι αρχιτεκτονικές μορφές –οι οποίες έχουν ως πρότυπο τα Μνησίκλεια Προπύλαια–, οι οικοδομικές πρακτικές, καθώς και το μετρητικό σύστημα που εφαρμόστηκε στον σχεδιασμό.Στο δεύτερο μέρος της διατριβής εξετάζεται η υστερορρωμαϊκή πύλη της Ακρόπολης με έμφαση στη διερεύνηση του τρόπου οικοδόμησής της με επανάχρηση αρχιτεκτονικών μελών από το χορηγικό μνημείο, από όπου προκύπτουν εκτός των άλλων νέα στοιχεία για την αρχική μορφή των πλευρικών πύργων. Επίσης γίνεται απόπειρα ερμηνείας του πλεονάζοντος αρχιτεκτονικού υλικού από το μνημείο του Νικίου –που βρέθηκε διάσπαρτο στη δυτική και βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης–, προτείνοντας τρεις εναλλακτικές θεωρίες, οι οποίες έχουν ως επίκεντρο την υπόθεση ενός φιλόδοξου αρχιτεκτονικού σχεδίου για τη δυτική οχύρωση της Ακρόπολης, το οποίο τελικά δεν πραγματοποιήθηκε. Παράλληλα αναπτύσσονται θέματα που αφορούν σε μια πολύ ειδική περιπτωσιολογία του ευρύτατου φαινομένου της ανακύκλωσης λίθων στην αρχιτεκτονική, η οποία αφορά στα αποκαλούμενα «περιπλανώμενα» κτήρια. Πρόκειται για την πρακτική της διάλυσης, μεταφοράς και εκ νέου συναρμολόγησης κτηρίων, με τη χρήση κατάλληλης σήμανσης των λίθων, που γνώρισε ιδιαίτερη άνθηση στην Αττική και σε άλλες περιοχές μεταξύ 1ου αι. π.Χ. και 2ου αι. μ.Χ. Ωστόσο η περίπτωση της διάλυσης του μνημείου του Νικίου για την οικοδόμηση της υστερορρωμαϊκής πύλης, όπως επίσης και η επισκευή της εσωτερικής κιονοστοιχίας του σηκού του Παρθενώνα, φανερώνουν ότι η συγκεκριμένη πρακτική και η σχετική τεχνογνωσία γνώρισαν συνέχεια έως τα τέλη του 3ου αι. μ.Χ. Με βάση σχετικές ενδείξεις δεν αποκλείεται το ενδεχόμενο να υπήρξαν και άλλα σημεία στον υστερορρωμαϊκό περίβολο της Αθήνας, όπου να εφαρμόστηκαν ανάλογες μέθοδοι επανάχρησης οικοδομικού υλικού για την κατασκευή απαιτητικών τμημάτων, όπως η ανωδομή πύργων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The choragic monument of Nicias is a Doric hexastyle prostyle temple-like building with deep pronaos and it is the largest of its kind in Athens. It has been erected in 320/319 BC –the same year as the choragic monument of Thrasyllus– and it is situated west of the Theater of Dionysus at the eastern edge of the stoa of Eumenes. The monument stood there until the middle of the 3rd century AD when it was dismantled carefully in order for its building material to be reused for the construction of the Late Roman fortification on the west slope of the Acropolis. This event took place according to some scholars during the reign of Emperor Valerian as a preparation of the city’s defenses against barbaric invasion and according to others after the devastating sack of Athens by the Heruli in 267 AD.The first part of this thesis deals with the architecture of the choragic monument of Nicias. The examination of the available architectural members has shed light to unknown aspects of the building’ ...
The choragic monument of Nicias is a Doric hexastyle prostyle temple-like building with deep pronaos and it is the largest of its kind in Athens. It has been erected in 320/319 BC –the same year as the choragic monument of Thrasyllus– and it is situated west of the Theater of Dionysus at the eastern edge of the stoa of Eumenes. The monument stood there until the middle of the 3rd century AD when it was dismantled carefully in order for its building material to be reused for the construction of the Late Roman fortification on the west slope of the Acropolis. This event took place according to some scholars during the reign of Emperor Valerian as a preparation of the city’s defenses against barbaric invasion and according to others after the devastating sack of Athens by the Heruli in 267 AD.The first part of this thesis deals with the architecture of the choragic monument of Nicias. The examination of the available architectural members has shed light to unknown aspects of the building’s design, such as the exact height of columns and walls, the structure of the pilaster walls in the pronaos and the layout of the entrance wall to the sekos, which consisted of a composite opening with three spans, probably divided by rectangular pillars. As part of the comparative analysis a number of topics have been discussed, such as the typology of hexastyle prostyle buildings, the architectural and decorative elements –which follow as a model the corresponding forms of Propylaia of Mnesikles–, the structural methods implemented during construction and the metric system which has been used in the architectural design.The second part of the thesis focuses on the Late Roman Gate at the west access of the Acropolis, with emphasis given on how the architectural members from the monument of Nicias had been reused for building the fortification. This study has brought to light among others new evidence concerning the original form of the two towers flanking the gate. Another issue that was dealt with is the abundance of architectural members from the Nicias monument scattered around the vicinity of the Late Roman Gate. As an explanation three possible theories were put forward, all of which assume the existence of an ambitious, intricate plan for the Late Roman fortification of the western access to the acropolis, that was eventually not implemented.Another topic that is discussed is a special case of stone recycling in architecture, the so called “wandering” structures. It is the practice of carefully dismantling buildings, transporting their architectural members and reassembling them into a new location with the aid of masons’ marks (letters of the Greek alphabet) which were carved on the stones before their removal as labels of their original sequence per course. The cases of “wandering” structures in Athens date between the 1st century BC and the 2nd century AD. However the instance of the monument of Nicias, which supplied the construction of the Late Roman Gate of the Acropolis with building material and also the extant repair of the interior of the Parthenon, using members from colonnades of two stoas, point to the persistence of this practice until the end of the 3rd century AD. There are indications that a similar practice was followed in the case of the Late Roman fortifications of Athens, specifically on the superstructure of its towers.
περισσότερα