Περίληψη
Αντικείμενο της διατριβής είναι η διερεύνηση θεμάτων οχυρωματικής αρχιτεκτονικής και εξέλιξης του αμυντικού συστήματος στη Θεσσαλία από τον 3ο μέχρι και τον 14ο αιώνα. Η προσέγγιση του θέματος γίνεται μέσω της διεξοδικής έρευνας τριών οχυρώσεων στο όρος Μαυροβούνι της Λάρισας, στο πλαίσιο της συνολικής θεώρησης και συγκριτικής εξέτασης των βυζαντινών οχυρώσεων του θεσσαλικού χώρου. Η διατριβή διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος επιχειρείται η γενική επισκόπηση των οχυρώσεων και η διάταξή τους στο οδικό δίκτυο, κύριο και δευτερεύον, στο δεύτερο η ειδική εστίαση στις τρεις οχυρώσεις του Μαυροβουνίου: το Καστρί, την Έλαφο και τη Σκήτη, ενώ στο τρίτο αναλύονται τα τυπολογικά, μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των θεσσαλικών οχυρώσεων στο σύνολό τους. Τα τρία κάστρα συνιστούν οχυρώσεις διαφορετικού αρχιτεκτονικού χαρακτήρα, ο οποίος καθορίστηκε από τη θέση και τη λειτουργία τους. Το οδικό και οικιστικό δίκτυο που αναπτύχθηκε στις παρυφές του Μαυροβουνίου και κυρίως στα δ ...
Αντικείμενο της διατριβής είναι η διερεύνηση θεμάτων οχυρωματικής αρχιτεκτονικής και εξέλιξης του αμυντικού συστήματος στη Θεσσαλία από τον 3ο μέχρι και τον 14ο αιώνα. Η προσέγγιση του θέματος γίνεται μέσω της διεξοδικής έρευνας τριών οχυρώσεων στο όρος Μαυροβούνι της Λάρισας, στο πλαίσιο της συνολικής θεώρησης και συγκριτικής εξέτασης των βυζαντινών οχυρώσεων του θεσσαλικού χώρου. Η διατριβή διαρθρώνεται σε τρία μέρη. Στο πρώτο μέρος επιχειρείται η γενική επισκόπηση των οχυρώσεων και η διάταξή τους στο οδικό δίκτυο, κύριο και δευτερεύον, στο δεύτερο η ειδική εστίαση στις τρεις οχυρώσεις του Μαυροβουνίου: το Καστρί, την Έλαφο και τη Σκήτη, ενώ στο τρίτο αναλύονται τα τυπολογικά, μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των θεσσαλικών οχυρώσεων στο σύνολό τους. Τα τρία κάστρα συνιστούν οχυρώσεις διαφορετικού αρχιτεκτονικού χαρακτήρα, ο οποίος καθορίστηκε από τη θέση και τη λειτουργία τους. Το οδικό και οικιστικό δίκτυο που αναπτύχθηκε στις παρυφές του Μαυροβουνίου και κυρίως στα δυτικά, όπου η λίμνη Βοιβηίδα-Κάρλα, συνιστούν ένα ιδιαίτερο γεωγραφικό πλαίσιο στο οποίο ιδρύθηκαν, λειτούργησαν και εγκαταλείφθηκαν τα τρία κάστρα. Το Καστρί, λόγω της επίκαιρης θέσης του πάνω στον παραλίμνιο οδικό άξονα σύνδεσης της Λάρισας με τα λιμάνια του Παγασητικού, αποτέλεσε τo μεγαλύτερο κέντρο της περιοχής, πράγμα που δικαιώνει την ταύτισή του με το Κερκίνεον, η οχύρωση του οποίου επισκευάστηκε από τον Ιουστινιανό. Η ίδρυσή του χρονολογείται στα τέλη του 5ου ή στις αρχές του 6ου αιώνα, χρονολόγηση που δικαιολογείται και από την αυξημένη οικονομική και εμπορική δραστηριότητα της παραλίμνιας ζώνης, στην οποία θα πρέπει να συνεκτιμηθεί η λειτουργία των λατομείων του Καστρίου και του Ομορφοχωρίου. Εκτεταμένη επισκευή της οχύρωσης στα τέλη του 10ου με αρχές του 11ου αιώνα, μετά το τέλος των βουλγαρικών πολέμων, συμπίπτει με την ανάδειξη του Καστρίου σε επισκοπική έδρα, ενώ η εξέλιξη της αρχιτεκτονικής μορφής της οχύρωσης και η διαμόρφωση του χώρου της ακρόπολης τεκμηριώνεται από τις συχνές αναφορές του Καστρίου στις πηγές από το 1325 έως και το 1380. Η οχύρωση της Ελάφου, σε φύσει οχυρό και αθέατο πλάτωμα των δυτικών υπωρειών του Μαυροβουνίου αποτελούσε κατά τους υστερορωμαϊκούς πιθανότατα χρόνους οχυρωμένο καταφύγιο που προοριζόταν για την προστασία των ατείχιστων παραλίμνιων οικισμών. Τέλος, η οχύρωση στη Σκήτη, σε φύσει οχυρό πλάτωμα που εξασφάλιζε τον έλεγχο των θαλάσσιων και χερσαίων επικοινωνιών σε μεγάλη ακτίνα, οφείλει την ίδρυσή της στη μετακίνηση του οικισμού από την αρχαία πόλη-λιμάνι στο «Κάστρο Σκιαθά» προς τα ενδότερα, εξαιτίας της ανασφάλειας που θα επικρατούσε στην παράκτια ζώνη από τα μέσα του 3ου αιώνα και μετά. Η ιστορία της είναι αλληλένδετη με τη λειτουργία του λιμανιού. Η ανέγερσή της χρονολογείται στο β΄ μισό του 3ου αιώνα ή στις αρχές του 4ου, ενώ η ανακαίνισή της συμπίπτει χρονικά με τη νορμανδική εισβολή στα τέλη του 11ου αιώνα και τη λειτουργία του λιμανιού κατά τον 12ο αιώνα. H συνολική θεώρηση που επιχειρήθηκε μέσα από τη γενική επισκόπηση εξήντα επτά θεσσαλικών οχυρώσεων και την αναλυτική έρευνα των τριών κάστρων του Μαυροβουνίου, ανέδειξε ομάδες με κοινά τυπολογικά, μορφολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά. Η τυπολογική κατάταξη έγινε με κριτήριο την έκταση του τειχισμένου χώρου, βάσει του οποίου διακρίθηκαν πέντε ομάδες οχυρώσεων: α) πολύ μεγάλες, άνω των 20 εκταρίων, όπου εντάσσονται οχυρώσεις πόλεων που εγκαταλείφθηκαν πριν συρρικνωθούν, β) μεγάλες, κάτω των 20 εκταρίων, όπου κατατάσσονται οχυρώσεις συρρικνωμένων αστικών κέντρων ή πόλεων που ιδρύθηκαν σε νέα ασφαλέστερη θέση, γ) μεσαίες, κάτω των 5 εκταρίων, όπου πόλεις-κάστρα και καταφύγια, δ) μικρές, κάτω των 2 εκταρίων, όπου εντάσσεται μεγάλος αριθμός οικισμών σε φύσει οχυρά υψώματα και ε) μικύλες, κάτω των 0,5 εκταρίων, όπου τα παράκτια οχυρά του Πηλίου, φρούρια και τειχισμένα σύνολα. Τα μορφολογικά τους χαρακτηριστικά αποτελούν συνάρτηση της θέσης τους. Στη Θεσσαλία προτιμήθηκαν ως επί το πλείστον φύσει οχυροί λόφοι και αντερείσματα, ενώ λιγότερες είναι οι πεδινές παραποτάμιες ή οι παράκτιες θέσεις. Τα σχήματα των οχυρώσεων είναι εν γένει ακανόνιστα, προσαρμοσμένα στο φυσικό ανάγλυφο. Οι οχυρώσεις, ανάλογα με τη διάρθρωση του τειχισμένου χώρου, διακρίνονται σε: α) ενιαίας τειχισμένης έκτασης, όπου εντάσσονται πόλεις που δεν κατοικούνταν μετά τον 7ο και 8ο αιώνα, οικισμοί σε υψώματα, καταφύγια, φρούρια και παράκτια οχυρά, β) διμερούς διάρθρωσης, με την ακρόπολη στο πιο απόκρημνο σημείο, όπου συρρικνωμένα αστικά κέντρα που επιβίωσαν και πόλεις-κάστρα σε φύσει οχυρά υψώματα και γ) τριμερούς διάρθρωσης με ισχυρό διάμεσο τείχος, όπου πόλεις-κάστρα με σημαίνοντα στρατιωτικό και διοικητικό ρόλο. Η διάρθρωση του χώρου της ακρόπολης είναι ενιαία, διμερής με ακροπύργιο, τριμερής με εγκάρσιο τείχος και ακροπύργιο ή πολυμερής με εγκάρσιο τείχος και δύο ακροπύργια. Αναπόσπαστο τμήμα της ακρόπολης είναι ο ακρόπυργος, ο οποίος είναι είτε ανεξάρτητος τετράπλευρος, είτε ενταγμένος στο ακροπύργιο είτε στον περίβολο των τειχών. Ως προς τα βασικά μέρη της οχύρωσης, διαπιστώνεται η απουσία τάφρου πλην της Δημητριάδας-Βόλου και μάλιστα με κτιστά τοιχώματα. Ελάχιστες οχυρώσεις διαθέτουν πλήρες προτείχισμα. Οι πύργοι είναι στην πλειονότητά τους τετράπλευροι, τριγωνικοί και ημικυκλικοί, ενώ ελάχιστοι είναι οι κυκλικοί. Διαθέτουν στην πλειονότητά τους εσωτερικό ωφέλιμο χώρο, ωστόσο δεν λείπουν οι συμπαγείς και οι ανοιχτοί στο πίσω μέρος. Όσον αφορά στις πύλες, διαπιστώθηκαν έξι τύποι: I. Απλό άνοιγμα σε εσοχή ή καμπή του τείχους, II. Μεταξύ παράλληλων σκελών που σχηματίζουν διάδρομο, III. Σε επαφή με πύργο, IV. Πύλη-πύργος, V. Μεταξύ δύο πύργων και VI. Πύλη με «κλωβό». Ως προς τα κατασκευαστικά χαρακτηριστικά, η ανάλυσή τους επικεντρώθηκε στην προέλευση του δομικού υλικού, στα συστήματα δόμησης και στα επιμέρους κατασκευαστικά χαρακτηριστικά, όπως ενισχυτικές αντηρίδες, εσωτερικές ξυλοδεσιές, οπές στερέωσης ικριωμάτων. Τέλος, ως προς την υδροδότηση των οχυρώσεων, διαπιστώθηκε μεγάλη ποικιλία δεξαμενών (ελεύθερες, λαξευτές ή με κτιστά τοιχώματα, κτιστές εφαπτόμενες στο τείχος και ενσωματωμένες ή διαμορφωμένες στην κατώτατη στάθμη ακρόπυργων ή πύργων), ενώ διερευνήθηκε το ιδιόμορφο σύστημα υδροδότησης του Καστρίου από πηγή στα ριζά του λόφου που προστατευόταν από πύργο, ο οποίος θα συνδεόταν με τον περίβολο μέσω ισχυρού βραχίονα, εξυπηρετώντας στην ακίνδυνη πρόσβαση των κατοίκων σε νερό σε περιόδους πολιορκίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The focus of this dissertation is the study of three fortified sites on Mount Mavrovouni, Larisa, Greece, within the context of the fortifications in Thessaly dating from the third to the fourteenth century AD. The dissertation comprises three parts. The first part is a gazetteer of the fortifications that are known to date, which are presented alongside both the main and secondary road network of late Roman and Byzantine Thessaly. The second part is the study of the three fortifications of Mount Mavrovouni, namely the Kastri, Elafos and Skiti castles. The third part scrutinizes the typological, morphological and structural characteristics of the byzantine Thessalian fortifications as a whole. The three castles under study display different characteristics, which are determined by their location and function. The network of roads and settlements that has been established on the outer limits of Mount Mavrovouni and especially in the western part, where Lake Voeveis-Karla laid, constitut ...
The focus of this dissertation is the study of three fortified sites on Mount Mavrovouni, Larisa, Greece, within the context of the fortifications in Thessaly dating from the third to the fourteenth century AD. The dissertation comprises three parts. The first part is a gazetteer of the fortifications that are known to date, which are presented alongside both the main and secondary road network of late Roman and Byzantine Thessaly. The second part is the study of the three fortifications of Mount Mavrovouni, namely the Kastri, Elafos and Skiti castles. The third part scrutinizes the typological, morphological and structural characteristics of the byzantine Thessalian fortifications as a whole. The three castles under study display different characteristics, which are determined by their location and function. The network of roads and settlements that has been established on the outer limits of Mount Mavrovouni and especially in the western part, where Lake Voeveis-Karla laid, constituted a specific geographical context in which the three castles have been erected and functioned. Kastri, due to its location on the lakeside road which connected Larissa, the capital city of Thessaly, with the city-ports of the Pagasetikos Gulf, was the largest center of the region, which justifies its identification with Kerkineon, th fortification of which was repaired by Emperor Justinian. The castle was founded in the late-fifth or the early-sixth century, a date that corresponds to the augmented commercial activities and the economic expansion of the lakeside zone, in which the operation of the quarries of Kastri and Omorfochori should also be taken into account. Extensive repairs dating from the end of the tenth or the beginning of the eleventh century, after the end of the wars against the Bulgars, coincide with the ascension of Kastri at the rank of episcopal see. The reinforcement of the fortification and the delimitation of the acropolis are documented by the many mentions of Kastri in written sources between 1325 and 1380. The fortification of Elafos, set on an almost invisible plateau in the western foothills of Mount Mavrovouni, was probably erected during the Late Roman period and used as a fortified shelter for the protection of the defenseless agrarian settlements in immediate proximity with Karla Lake. Finally, the fortification in Skiti, a naturally fortified plateau that ensured control of all communications by land and see over a wide radius, owes its foundation to the gradual movement of the inhabitants from the ancient port-city at Skiathà locality from the middle of the third century onwards. The history of the Skiti fortification is interrelated with the operation of this port: its construction can be dated to the second half of the third century or at the beginning of the fourth, while its repairs coincide with the Norman invasion in Thessaly at the end of the eleventh century and the function of the port during the twelfth century. The overview of the sixty-seven known fortifications in late Roman and Byzantine Thessaly, as well as the detailed study of the castles on Mount Mavrovouni, have allowed us to distinguish several groups of fortifications with common typological, morphological and constructional characteristics. The typological classification of the Thessalian castles is based on the size of the intra muros area: a) outsized fortified sites, i.e. with intramural area over 20h, b) large sites, between 20h and 5h, c) medium-sized sites, cities and shelters between 5h and 2h, d) small fortifications erected mostly on hilltops covering between 2h and 0.5h and e) undersized forts, covering less than 0.5h, like the coastal fortresses of Mount Pelion.The morphological characteristics of the Thessalian fortifications depend greatly on the shape of the landscape, i.e. the natural relief or the formation of the soil across time. Hills with steep slopes or escarpments prevail in number; plain or coastal sites are considerably fewer and their most vulnerable parts are often reinforced. The shapes of the fortifications are generally irregular, adapted to the relief. Three variations can be discerned, according to the internal organization of the walled area: a) a fortified area with a plain rampart, which includes settlements on hilltops, shelters, fortresses and coastal forts that were abandoned after the seventh or the eighth century or occasionally used in later periods, b) a bipartite walled area (with a lower city on the slope and an acropolis on the summit of the hill), which includes mostly cities and c) a three-part fortification (with a lower and a median city and an acropolis on top, separated by strong intermediate walls), which comprises castle-cities with major military and administrative roles during the late Byzantine period. An integral part of the acropolis is the keep, which is either independent or integrated into the acropolis precinct. Hence, the acropolis can be one and only, bipartite with a keep, tripartite with a transverse wall and a keep, or multipartite. As regards the key parts of the fortifications, the absence of a moat is ascertained for all Thessalian city-walls, except for Demetrias-Volos. Only the city-walls of Kastri and Larissa have a distinct proteichisma (outer wall). The ramparts are fortified with towers, mostly rectangular in plan, but there are also triangular and semicircular, while only a few are circular. As far as gates are concerned, six types can be determined: I. Gates with an axial door-opening in a recess or twist of the wall, II. Overlap gateways, III. Gates adjacent to a tower, IV. Tower-gates, V. Gates between two towers, and VI. Cage-gates (gates with a court and consecutive entrances for repeated control). As for the characteristics of the masonry, their analysis focuses on the sources of the building materials, the types of the masonry and the specific structural characteristics, such as the buttresses, the wooden reinforcement ties, and the scaffolding mounting holes. Finally, regarding the fortifications’ water supply, a wide variety of cisterns are found (free rock-hewn or with built walls, adjacent or integrated to the rampart, or forming the lower part of the towers). The peculiar water supply system at Kastri, where a water source is still in use on the foot of the hill, was protected by a square tower. A thick and tall wall probably linked the tower with the rampart, helping the safe access of the inhabitants to the water tank during sieges.
περισσότερα