Περίληψη
Η παρούσα διατριβή συμβάλλει στη ουσιαστικότερη κατανόηση των πολιτικο–οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στα Βαλκάνια κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, εστιάζοντας στη μελέτη της σημαντικής επαρχίας Θεσσαλίας (provincia Thessalia) κατά την περίοδο από τον 3ο μέχρι και το τέλος του 7ου αι. μ.Χ. Η εργασία συγκροτείται σε τρεις τόμους: στον πρώτο (243 σ. με 615 βιβλιογραφικές αναφορές και 996 υποσημειώσεις) γίνεται η ανάπτυξη του θέματος, στο δεύτερο (160 σ.) περιλαμβάνονται 8 συμπληρωματικές μελέτες (επίμετρα) και 28 πίνακες, ενώ στον τρίτο περιέχεται εκτεταμένο εποπτικό υλικό (ένας χάρτης, 217 πίνακες με σχέδια και φωτογραφίες και ένας αναδιπλούμενος πίνακας με κατόψεις 15 παλαιοχριστιανικών ναών υπό την ίδια κλίμακα). Ο πρώτος τόμος διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο καθορίζονται τα γεωγραφικά και χρονολογικά όρια της μελέτης, η θεματολογία και η μέθοδος εργασίας. Σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, η επαρχία Θεσσαλίας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα περιελάμβανε ένα μεγάλο μέρος της ...
Η παρούσα διατριβή συμβάλλει στη ουσιαστικότερη κατανόηση των πολιτικο–οικονομικών και κοινωνικών συνθηκών στα Βαλκάνια κατά την Ύστερη Αρχαιότητα, εστιάζοντας στη μελέτη της σημαντικής επαρχίας Θεσσαλίας (provincia Thessalia) κατά την περίοδο από τον 3ο μέχρι και το τέλος του 7ου αι. μ.Χ. Η εργασία συγκροτείται σε τρεις τόμους: στον πρώτο (243 σ. με 615 βιβλιογραφικές αναφορές και 996 υποσημειώσεις) γίνεται η ανάπτυξη του θέματος, στο δεύτερο (160 σ.) περιλαμβάνονται 8 συμπληρωματικές μελέτες (επίμετρα) και 28 πίνακες, ενώ στον τρίτο περιέχεται εκτεταμένο εποπτικό υλικό (ένας χάρτης, 217 πίνακες με σχέδια και φωτογραφίες και ένας αναδιπλούμενος πίνακας με κατόψεις 15 παλαιοχριστιανικών ναών υπό την ίδια κλίμακα). Ο πρώτος τόμος διαρθρώνεται σε πέντε κεφάλαια. Στο πρώτο κεφάλαιο καθορίζονται τα γεωγραφικά και χρονολογικά όρια της μελέτης, η θεματολογία και η μέθοδος εργασίας. Σύμφωνα με τις γραπτές πηγές, η επαρχία Θεσσαλίας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα περιελάμβανε ένα μεγάλο μέρος της δυτικής Μακεδονίας στα βόρεια, ενώ στα νότια εκτεινόταν μέχρι τις Θερμοπύλες. Ο γεωγραφικά περιορισμένος χώρος της επαρχίας Θεσσαλίας επιλέχθηκε ώστε να προβληθούν καλύτερα οι τοπικές ιδιομορφίες και ο καθοριστικός τους ρόλος στη βαθμιαία μεταβολή των θεσμών της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Τα χρονολογικά πλαίσια της μελέτης ορίζονται από τον 3ο αι. (έναρξη βαρβαρικών επιθέσεων στη Θεσσαλία) μέχρι και τα τέλη του 7ου αι. (οπότε μαρτυρείται για πρώτη φορά το θέμα Ελλάδος, στο οποίο εντάχθηκε η πρώην επαρχία Θεσσαλίας), έτσι ώστε να καλυφθεί ολόκληρη η περίοδος μετάβασης από τη ρωμαϊκή στη μεσαιωνική εποχή, περίοδο που η διεθνής έρευνα αποκαλεί Ύστερη Αρχαιότητα, και να μην επικεντρωθεί η μελέτη (ως συνήθως) στους πιο ευήμερους και περισσότερο γνωστούς αιώνες της περιόδου (5ος και 6ος αι.) ή στους λεγόμενους "σκοτεινούς αιώνες" (7ος και 8ος αι.). Η πρωτοτυπία και ουσιαστική συνεισφορά της μελέτης έγκειται στο ότι για πρώτη φορά συγκεντρώνεται μεθοδικά και αξιοποιείται ουσιαστικά όλο το πλούσιο αρχαιολογικό υλικό της Ύστερης Αρχαιότητας που έχει έρθει στο φως κατά τη διάρκεια συστηματικών ή σωστικών ανασκαφών και επιφανειακών ερευνών στον υπό εξέταση χώρο. Η μαρτυρία αυτών των σημαντικών δεδομένων συνδυάζεται επιπλέον με τις πληροφορίες των γραπτών πηγών (βυζαντινά χρονικά, βίοι αγίων, περιηγητικά κείμενα) δημιουργώντας ένα αξιόπιστο ερμηνευτικό πλαίσιο μέσα από το οποίο προσεγγίζονται δύο κομβικά ζητήματα για τη μελέτη της Ύστερης Αρχαιότητας: ο μετασχηματισμός των αστικών κέντρων και η τοπική οικονομία. Στο δεύτερο κεφάλαιο παρουσιάζονται η διοικητική δομή (πολιτική, στρατιωτική, εκκλησιαστική) της επαρχίας Θεσσαλίας, το κλίμα και η μορφολογία του εδάφους, οι βασικοί άξονες επικοινωνίας, αλλά και οι φυσικές (σεισμοί, παλίρροιες) και άλλες καταστροφές (επιδημίες, βαρβαρικές επιδρομές) που επηρέασαν την περιοχή κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζονται λεπτομερώς δώδεκα αστικά κέντρα (Λάρισα, Δημητριάδα, Θεσσαλικές Θήβες, Εχίνος, Λαμία, Υπάτη, Μητρόπολη, Τρίκκη, Γόμφοι, Καισάρεια, Διοκλητιανούπολη και Φάρσαλος), τα οποία οι πηγές της εποχής (Συνέκδημος του Ιεροκλή, Περί κτισμάτων του Προκοπίου) χαρακτηρίζουν ως "Θεσσαλικές πόλεις". Με εξαίρεση τη Λάρισα, πρωτεύουσα της επαρχίας, όλες οι άλλες πόλεις αποτελούν πρόσφορα παραδείγματα για τη μελέτη αστικών κέντρων στα οποία εξέλειπαν οικονομικά και άλλα πλεονεκτήματα άρρηκτα συνδεδεμένα με τη σημαντική θέση τους στο διοικητικό ιστό της αυτοκρατορίας. Μετά από μία σύντομη αναφορά στις συνθήκες και τον τρόπο ίδρυσης της κάθε πόλης, ώστε να φανεί ο βαθμός εξάρτησής της από προηγούμενα μοντέλα αστικού σχεδιασμού, ακολουθεί η περιγραφή της κατά την Ύστερη Αρχαιότητα σε ό,τι αφορά τις οχυρώσεις, την αστική υποδομή, τη δημόσια και ιδιωτική αρχιτεκτονική και τα νεκροταφεία, με έμφαση στο πρόβλημα των ενταφιασμών intra muros. Ο διάκοσμος των κτηρίων (γλυπτική, ψηφιδωτά, τοιχογραφίες) εξετάζεται εφόσον προσδιορίζει τη χρονολογία των οικοδομικών τους φάσεων. Πολύ περισσότερο, ωστόσο, ενδιαφέρει η θέση των κτηρίων στον πολεοδομικό ιστό της πόλης, η λειτουργία τους και οι τυχόν αλλαγές που υπέστησαν στη χρήση ή στο σχέδιό τους (εγκατάλειψη, λιθολόγηση, υποδιαίρεση ευρύχωρων αιθουσών για τη δημιουργία περισσότερων οικιστικών μονάδων), οι οποίες είναι πιθανόν να παραπέμπουν σε αλλαγές της κοινωνικο–οικονομικής ζωής του αστικού πληθυσμού. Σε όποιες περιπτώσεις είναι εφικτό, μελετάται επιπλέον (με την επικουρία και των τοπωνυμίων) εάν, σε ποιό βαθμό και πως, ορισμένες από αυτές τις πόλεις επιβίωσαν της ταραχώδους περιόδου των σλαβικών επιδρομών. Το τέταρτο κεφάλαιο αναφέρεται στην οικονομία της Θεσσαλίας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Εξετάζονται οι εντόπιες πλουτοπαραγωγικές πηγές, όπως η γεωργο–κτηνοτροφική παραγωγή με έμφαση στα παραδοσιακά μεσογειακά προϊόντα (σιτάρι, λάδι, κρασί) αλλά και η ιχθυοτροφία, η μελισσοκομία, η δασοκομία και η τοπική θήρα, οι βιοτεχνικές εγκαταστάσεις (αλυκές, βιοτεχνίες παραγωγής ψηφιδωτών και γυαλιού, εκμετάλλευση λατομείων), καθώς και το εμπόριο που διεξαγόταν στα δύο λιμάνια της Θεσσαλίας στο Αιγαίο, τη Δημητριάδα και τις Θήβες. Οι ελάχιστες γραπτές μαρτυρίες που έχουμε για την οικονομία της Θεσσαλίας συμπληρώνονται από άλλες πηγές που πιστοποιούν τις παραγωγικές και εξαγωγικές δυνατότητες της περιοχής πριν και μετά την Ύστερη Αρχαιότητα, μία μεθοδολογική προσέγγιση που δικαιολογείται από το γεγονός ότι ο τρόπος παραγωγής των προαναφερθέντων προϊόντων παρέμεινε ουσιαστικά αναλλοίωτος σε όλη τη λεκάνη της Μεσογείου κατά την προβιομηχανική εποχή. Ιδιαίτερα σημαντικές προσθήκες, ωστόσο, στην εικόνα που προκύπτει για την οικονομία της Θεσσαλίας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα αποτελούν τα αρχαιολογικά κατάλοιπα βιοτεχνικών εγκαταστάσεων στη περιοχή (τόμος 2: επίμετρο 5), τα πορίσματα από τη μελέτη των νομισματικών και επιγραφικών ευρημάτων (τόμος 2: επίμετρα 3–4 και πίνακες 2–5), αλλά και ο εντοπισμός εκτός Θεσσαλίας προϊόντων με σίγουρη ή πιθανή θεσσαλική προέλευση, όπως ο περίφημος πράσινος θεσσαλικός λίθος ή verde antico (τόμος 2: επίμετρο 6 και πίνακες 6–11) και ο ''υστερορωμαϊκός αμφορέας 2'' (τόμος 2: επίμετρο 7 και πίνακες 12–26). Όλα τα παραπάνω καταδεικνύουν ότι αν και η Θεσσαλία είχε εμπορικές επαφές με πολλές περιοχές της ανατολικής Μεσογείου, οι κύριοι εμπορικοί εταίροι της βρίσκονταν στο βόρειο και βορειοανατολικό Αιγαίο.Στο πέμπτο και τελευταίο κεφάλαιο που συγκεντρώνει τα συμπεράσματα της διατριβής, διαπιστώνεται ότι παρά την άνιση αρχαιολογική έρευνα στις δώδεκα υπό εξέταση θεσσαλικές πόλεις (συστηματικές ή σωστικές ανασκαφές με ποικίλη εδαφική και χρονική έκταση), η συγκέντρωση και συνολική θεώρηση των υφιστάμενων αρχαιολογικών δεδομένων, που πραγματοποιείται στη μελέτη αυτή για πρώτη φορά, επιτρέπει την εξαγωγή σημαντικών συμπερασμάτων σε ό,τι αφορά την εξέλιξη των πόλεων και την οικονομία της Θεσσαλίας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Τα αστικά κέντρα της επαρχίας Θεσσαλίας μπορούν να χωριστούν σε τρεις κατηγορίες: πόλεις-λιμάνια (Δημητριάδα, Θήβες), παράκτιες πόλεις (Λαμία, Εχίνος) και μεσόγειες πόλεις. Ανάμεσά τους, μόνο οι Θήβες και η Διοκλητιανούπολη αποτελούν δημιουργήματα της Ύστερης Αρχαιότητας. Σε όσες περιπτώσεις το επιτρέπουν τα αρχαιολογικά δεδομένα (Λάρισα, Δημητριάδα) διαπιστώνεται μείωση της εντός των τειχών έκτασης των πόλεων κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Κάποια από τα πολεοδομικά χαρακτηριστικά του ελληνιστικού-ρωμαϊκού παρελθόντος των πόλεων (ιπποδάμειο σύστημα, τμήματα του δικτύου ύδρευσης-αποχέτευσης, λουτρά) επιβιώνουν, ενώ άλλα υποχωρούν (π.χ. τα θέατρα στη Λάρισα και τη Δημητριάδα παύουν να λειτουργούν στα μέσα του 4ου αι.). Η επίδραση της νέας θρησκείας αποκαλύπτεται από το πλήθος των εκκλησιαστικών κτηρίων που έχουν έρθει στο φως σε όλες τις πόλεις, αλλά ιδιαίτερα στο λιμάνι των Θηβών (εννιά βασιλικές, τέσσερα βαπτιστήρια, επισκοπικό μέγαρο). Σε καμία περίπτωση (προς το παρόν) δε διαπιστώνεται μετατροπή αρχαίου σε χριστιανικό ναό (όπως π.χ. συμβαίνει στην Αθήνα ή την Αφροδισιάδα), ενώ τα αρχαιολογικά δεδομένα υποδεικνύουν ότι στη Λάρισα τουλάχιστον θα πρέπει να υπήρχε σημαντική κοινότητα εθνικών ακόμα και στα τέλη του 5ου αι. Οι επιγραφικές μαρτυρίες πιστοποιούν επίσης την ύπαρξη εβραϊκών κοινοτήτων σε κάποιες θεσσαλικές πόλεις (Λάρισα, Θήβες, Υπάτη), χωρίς να έχει εντοπιστεί μέχρι σήμερα κάποια συναγωγή. Όλες οι θεσσαλικές πόλεις είχαν τείχη που θα πρέπει να επισκευάσθηκαν αρκετές φορές ύστερα από τις φθορές που τους προκάλεσαν οι φυσικές καταστροφές (σεισμοί) και κυρίως οι βαρβαρικές επιδρομές που από το τελευταίο τέταρτο του 5ου αι. και μετά γίνονται ολοένα και πιο απειλητικές. Την περίοδο αυτή μάλιστα, και συγκεκριμένα μετά το 483 (αποχώρηση των Οστρογότθων από τη Θεσσαλία), θα πρέπει να τοποθετηθεί μία σημαντική επισκευή στα τείχη της Λάρισας, αλλά και η ανέγερση του κάστρου της Ιωλκού στην ευρύτερη περιοχή της Δημητριάδας. Η αξιοπιστία της μαρτυρίας του Προκοπίου σχετικά με την επισκευή των τειχών των θεσσαλικών πόλεων επί Ιουστινιανού δεν μπορεί να εξακριβωθεί σε όλες τις περιπτώσεις, αλλά φαίνεται να ισχύει στην περίπτωση της Λάρισας, του κάστρου της Ιωλκού ("Δημητριάδα"), των Θηβών και της Διοκλητιανούπολης (την οποία, σύμφωνα με την παρούσα έρευνα, είναι πολύ πιθανό να είχε επισκεφθεί ο ίδιος ο Προκόπιος). Το ιστορικό πλαίσιο φαίνεται να δικαιολογεί επίσης και την απουσία της Λαμίας από τον κατάλογο του Προκοπίου ως της μόνης θεσσαλικής πόλης που τα τείχη της δεν ανανεώθηκαν επί Ιουστινιανού, καθώς αυτό το έργο θα πρέπει πράγματι να παραγκωνίστηκε από την κατασκευή της πολύ πιό σημαντικής οχύρωσης των γειτονικών Θερμοπυλών. Η συνολική εξέταση και των πιο πρόσφατων αρχαιολογικών δεδομένων που έλαβε υπόψη της η παρούσα μελέτη, υποδηλώνει ένα διαφορετικό βαθμό οικονομικής ανάπτυξης των δώδεκα θεσσαλικών πόλεων. Η πρωτεύουσα της επαρχίας (Λάρισα) και τα δύο λιμάνια της (Δημητριάδα, Θήβες) παρουσιάζουν άφθονο αρχαιολογικό υλικό σε όλη τη διάρκεια του 6ου αι., το οποίο στη συνέχεια φθίνει και στη περίπτωση των Θηβών φαίνεται να σταματά μετά τα μέσα περίπου του 7ου αι. Πράγματι, ενώ η Λάρισα και η Δημητριάδα φαίνεται να επιβιώνουν των ''σκοτεινών αιώνων'', οι Θήβες απουσιάζουν από τις φιλολογικές και αρχαιολογικές μαρτυρίες μετά το τέλος της βασιλείας του Ηρακλείου. Οι παράκτιες θεσσαλικές πόλεις (Εχίνος, Λαμία) πρέπει να υπέστησαν σοβαρές καταστροφές ήδη στις αρχές του 5ου αι. (τα νομισματικά ευρήματα σταματούν στον 4ο αι.). Από τις μεσόγειες πόλεις, η Υπάτη, η Τρίκκη και η Διοκλητιανούπολη παρουσιάζουν κάποια οικοδομική δραστηριότητα μόνο κατά τη διάρκεια του 5ου αι., ενώ οι ελάχιστες διαθέσιμες πληροφορίες για τις υπόλοιπες θεσσαλικές πόλεις (Καισάρεια, Γόμφοι, Φάρσαλα) δεν μας επιτρέπουν να εκφράσουμε βέβαια συμπεράσματα σχετικά με το επίπεδο ευημερίας τους κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Οι δύο θεσσαλικές πόλεις (Λάρισα, Δημητριάδα) που αποδεδειγμένα επιβίωσαν της ταραχώδους περιόδου των ''σκοτεινών αιώνων'' το κατάφεραν διότι πληρούσαν, σύμφωνα με τα πορίσματα αυτής της έρευνας, τους ακόλουθους όρους (σε σειρά σπουδαιότητας): είχαν σημαντική διοικητική θέση, έπαιζαν σπουδαίο ρόλο στην οικονομία της περιοχής, ήταν εύκολα προσβάσιμες από το βυζαντινό στρατό/στόλο και, τέλος, κατείχαν μία καλά οχυρωμένη και κατάλληλα επανδρωμένη θέση. Η Λάρισα, π.χ., ως πρωτεύουσα της επαρχίας, ήταν τοποθετημένη στο κέντρο του οδικού δικτύου και της εύφορης θεσσαλικής πεδιάδας, σε απόσταση 60 χλμ. περίπου από το λιμάνι της Δημητριάδας. Η σχετικά ευάλωτη άμυνα της πόλης βελτιώθηκε αισθητά, όταν στα τέλη περίπου του 5ου αι., το μήκος των τειχών της μειώθηκε, γεγονός που επέτρεψε τη συσπείρωση των στρατιωτικών της δυνάμεων για την αποτελεσματικότερη φύλαξή τους. Οι πόλεις-λιμάνια της Δημητριάδας και των Θηβών ήταν εξίσου σπουδαίες για την οικονομία της Θεσσαλίας. Η ευημερία και των δύο αυτών λιμανιών, που βρίσκονταν τόσο κοντά το ένα στο άλλο, μπορούσε να εξασφαλιστεί μόνο σε σχετικά ειρηνικές περιόδους και με έναν ιδιαίτερα υψηλό όγκο εμπορικών συναλλαγών που δικαιολογούσε την ύπαρξη και των δύο. Τέτοιες συνθήκες φαίνεται ότι επικρατούσαν μέχρι και το τέλος του 6ου αι. Ὸταν, λόγω κυρίως των βαρβαρικών επιδρομών, αυτή η έντονη εμπορική κίνηση μειώθηκε, εξέλειψε ταυτόχρονα και η ανάγκη διατήρησης δύο λιμανιών στον Παγασητικό κόλπο. Σε αυτή τη χρονική στιγμή η Δημητριάδα πήρε το προβάδισμα, επειδή κατείχε (ήδη από το τέλος του 5ου αι., όπως υποστηρίζει η παρούσα μελέτη) μία καλύτερα οχυρωμένη θέση (κάστρο Ιωλκού), σε αντίθεση με τις Θήβες που παρέμειναν στην παράκτια και ιδιαίτερα ευάλωτη σε εχθρικές επιθέσεις θέση τους.Θα πρέπει λοιπόν να υποθέσουμε ότι το λιμάνι της Δημητριάδας ήταν αυτό στο οποίο έφτασε η αντιπροσωπεία των Θεσσαλονικέων το 677 για να αγοράσει τρόφιμα από τους Βελεγεζήτες Σλάβους, οι οποίοι κατοικούσαν ''εἰς τὰ τῶν Θηβῶν καὶ Δημητριάδος μέρη''. Πιθανότατα από το ίδιο λιμάνι να έφευγαν και οι ποσότητες σιταριού που παράγονταν στην περιοχή του Σπερχειού, όπου, όπως υποστηρίζει η παρούσα διατριβή (τόμος 1, σ. 103-112), θα πρέπει να ιδρύθηκε από τον αυτοκράτορα Κώνσταντα τον Β' ή τους άμεσους διαδόχους του σιτωνία για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα επισιτισμού των κατοίκων της Κωνσταντινούπολης, όταν λίγο πριν τα μέσα του 7ου αι. η Πόλη σταμάτησε να δέχεται τα τεράστια φορτία του αιγυπτιακού σίτου. Στην πρωτοκαθεδρία της Αιγύπτου μέχρι και τις αρχές του 7ου αι. σε ό,τι αφορά τον επισιτισμό της Κωνσταντινούπολης θα πρέπει εξάλλου να οφείλεται και η σχετική σιωπή των πηγών σχετικά με τις (αναμφίβολες) παραγωγικές και εξαγωγικές δυνατότητες της Θεσσαλίας κατά την Ύστερη Αρχαιότητα. Είναι αξιοσημείωτο ότι οι αναφορές των βυζαντινών πηγών (Θαύματα αγίου Δημητρίου, Μιχαήλ Χωνιάτης) στην εύφορη θεσσαλική γη πυκνώνουν αισθητά μετά το 646, όταν η Αίγυπτος περνά οριστικά στους Άραβες. Στον επίλογο της διατριβής υπογραμμίζεται ότι τα συμπεράσματα της παρούσας μελέτης μπορούν να αποτελέσουν βασικό υπόβαθρο για την ανάληψη συγκεκριμένων ερευνητικών δράσεων στο μέλλον, όπως η ολοκληρωμένη και έγκαιρη δημοσίευση όλων των ανασκαφικών αποτελεσμάτων, ένα καλά οργανωμένο ερευνητικό πρόγραμμα για την καταγραφή και μελέτη των αγροτικών οικισμών της επαρχίας και η εφαρμογή φυσικο–χημικών μεθόδων στη μελέτη της εκμετάλλευσης των λατομείων και της παραγωγής κεραμεικών στο χώρο της Θεσσαλίας, οι οποίες θα διαφωτίσουν περαιτέρω τη σημασία και τη θέση της επαρχίας Θεσσαλίας στον ευρύτερο διοικητικό μηχανισμό και την οικονομία της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This thesis aspires to contribute to a better understanding of the socio-economic and political conditions prevailing in the Balkans during Late Antiquity by examining closely the important Aegean province of Thessaly (provincia Thessalia) from the mid-3rd until the end of the 7th c. A.D. The main discussion of this topic, contained in the first volume of the thesis (243 p., with 615 references to other works and 996 footnotes), is supported by 8 complementary studies (appendices) and 28 tables presented in the second volume (160 p.) and by extensive illustrations in the third volume (one map, 217 plates with plans and photos and a folded map showing the plans of 15 early Christian churches, all drawn at the same scale). The main text in the first volume is divided into five chapters. The first chapter defines the geographical and chronological boundaries of the study, the main research themes and the working methods. According to late antique sources, provincia Thessalia included a gr ...
This thesis aspires to contribute to a better understanding of the socio-economic and political conditions prevailing in the Balkans during Late Antiquity by examining closely the important Aegean province of Thessaly (provincia Thessalia) from the mid-3rd until the end of the 7th c. A.D. The main discussion of this topic, contained in the first volume of the thesis (243 p., with 615 references to other works and 996 footnotes), is supported by 8 complementary studies (appendices) and 28 tables presented in the second volume (160 p.) and by extensive illustrations in the third volume (one map, 217 plates with plans and photos and a folded map showing the plans of 15 early Christian churches, all drawn at the same scale). The main text in the first volume is divided into five chapters. The first chapter defines the geographical and chronological boundaries of the study, the main research themes and the working methods. According to late antique sources, provincia Thessalia included a great part of western Macedonia to the north and extended as far as the Pass of Thermopylai to the south. The thesis concentrates on the limited geographical area of the province of Thessaly in order to bring forward the regional peculiarities, which are so important in the study of changing institutions within the Roman Empire. The chronological limits of the study expand from the 3rd c. (the beginning of barbarian incursions into Thessaly) to the end of the 7th c. (the first recorded mention of the theme of Hellas, which included the former provincia Thessalia), covering thus the whole period of transition from the Roman to the Medieval world that is termed by international scholarship "Late Antiquity" rather than focusing (as in many cases) on the more prosperous 5th and 6th c. or the so-called "Dark Ages". The main contribution of the present study is that, for the first time, it brings together and systematically exploits all the rich late antique remains that have come to light within the province of Thessaly in the course of systematic or rescue excavations and field research. Furthermore, all this important material is presented within an interpretative framework, which interconnects with historiography (byzantine chronicles, vitae of saints, travellers' memoires), in order to examine within Thessaly two key issues in late antique studies: the transformation of urban centres and the nature of the regional economy.The second chapter presents the administrative structure (political, military, ecclesiastical) of the late antique province of Thessaly, the climate and the geomorphology, the communication network, as well as the main natural (earthquakes, tides, plague) and other catastrophes (barbarian incursions) that befell the province during Late Antiquity. The third chapter scrutinises twelve late antique urban centres (Larisa, Demetrias, Thessalian Thebes, Echinos, Lamia, Hypata, Metropolis, Trikke, Gomphoi, Kaisareia, Diocletianoupolis, and Pharsala), which contemporary sources (the Synekdemos of Hierokles and Procopius’s Buildings) define as ‘Thessalian cities’. Aside from Larisa, the capital, eleven of these cities provide case studies of late antique urban centres that lacked financial or other advantages emanating from their important administrative status. After a brief discussion of the circumstances relating to its foundation, which reveal the extent of each city's dependence on earlier urban designing, there follows a detailed description of the late antique fabric of each city relating to its defences, infrastructure, public and domestic architecture, and its cemeteries with an emphasis on the question of intra-mural burials. The decoration of buildings (sculpture, mosaics and frescoes) is taken into consideration only if it helps define their building history. Of greater interest to this study, however, is the location of these buildings within the town plan and possible alterations in their function and design (abandonment, spoliation, subdivision of large rooms to create more living units), which may indicate changes in the socio-economic life of the urban population. At the end of each sub-chapter dedicated to one of the twelve cities, the questions of whether or not, to what extent, and how the city under discussion survived the turbulent period of the Slavic invasions are examined (with the additional aid of toponyms). The fourth chapter concentrates on the economy of late antique Thessaly. The study takes account of the local resources, such as agriculture and stock-raising with an emphasis on traditional Mediterranean products (wheat, olive oil, wine), as well as pisci- and apiculture, forestry and game, manufacturing installations (salt ponds, mosaic and glass production, quarries), and the amount and type of trade channelled through Thessaly’s two major ports on the Aegean Sea, Thebes and Demetrias. The limited written sources for the economy of late antique Thessaly are complemented by information that confirms Thessaly's potential in producing and exporting goods before and after Late Antiquity, a methodological approach well justified by the fact that the products and their cultivation and manufacturing methods remained virtually unchanged in the Mediterranean basin throughout the pre-industrial era. The emerging picture on the economy of late antique Thessaly is further illucidated by the archaeological remains of late antique manufacturing installations in the area (vol. 2: appendix 5) and the detection of identifiable products of certain or possible Thessalian origin outside the province’s borders, such as the renowned green Thessalian stone or verde antico (vol. 2: appendix 6 and tables 6-11) and the Late Roman Amphora 2 (vol. 2: appendix 7 and tables 12-26). This approach, together with the study of inscriptions and the identification of mints on the coins excavated in its two ports (vol. 2: appendix 3-4 and tables 2-5), reveal that Thessaly’s economic interests lay within the Eastern Mediterranean, while its main trading partners were located in the north and northeastern Aegean provinces. In the fifth (and final) chapter, which brings together the main conclusions of the whole study, it is ascertained that despite the unequal archaeological investigation in the twelve Thessalian cities under investigation (the extent and duration of the systematic or rescue excavations vary significantly from site to site), the overview of all the archaeological material available at present, that is undertaken here for the first time, allows a number of important conclusions to be drawn about the transformation of urban centers and the economy of Thessaly during Late Antiquity. The Thessalian cities may be divided into three categories: port-cities (Demetrias, Thebes), coastal cities (Echinos, Lamia), and inland cities. Among them, only Thebes and Diocletianoupolis are new (or almost new) foundations. In those cases, where the available archaeological data allow such observations (Larisa, Demetrias), it becomes clear that the intra-mural extent of the cities decreases during Late Antiquity. Some of the town-planning characteristics of their Graeco-Roman past (Hippodamian planning, part of the water and sewage system, baths) survive in certain cities, but others disappear (e.g. the theatres at Larisa and Demetrias do not function after the middle of the 4th c.). The impact of the new religion becomes clear in the increasing number of ecclesiastical buildings that have been excavated, especially in the port-city of Thebes (nine basilicas, four baptisteries and the bishop's palace). At present, there is no explicit evidence in Thessaly for the transformation of a pagan temple into a church (as observed in Athens or Carian Aphrodisias), while the archaeological evidence indicates that in Larisa, at least, there existed a considerable community of pagans as late as the end of the 5th c. The epigraphic record testifies also to the presence of Jews in some Thessalian cities (Larisa, Thebes, Hypata), although no remains of a synagogue have been revealed so far. All of the Thessalian cities had walls that must have been repaired repeatedly, if one takes into account the damages they suffered after natural catastrophes (earthquakes) and, above all, the repeated barbarian incursions, which became more intense in Thessaly from the last quarter of the 5th c. onwards. This study proposes that it is during this period and, more specifically, after 483 (the retreat of the Ostrogoths from Thessaly) that important repair work was undertaken on the walls of Larisa and that the castle of Iolkos in the wider area of Demetrias was built. Procopius' testimony that the walls of the Thessalian cities were renovated under Justinian cannot be put to the test in all cases, but it seems to be valid for Larisa, the castle of Iolkos ("Demetrias"), Thebes, and Diocletianoupolis (the latter, as argued in this thesis, was even visited by Procopius himself). The general historical background seems also to justify the absence of Lamia from Procopius' catalogue, as the only Thessalian city whose walls were not renovated under Justinian; we may easily imagine how superfluous repair works on the battered walls of this city must have looked, especially after the construction of the far more important and mighty defences of the nearby Pass of Thermopylai. The overview of the most recent archaeological evidence undertaken in this study shows a varying degree of prosperity in the Thessalian cities. The capital of the province (Larisa) and its two ports (Demetrias, Thebes) present a rich archaeological record throughout the 6th c., which gradually diminishes in the course of the 7th c., while in the case of Thebes everything comes to a standstill after the middle of the 7th c. Indeed, while Larisa and Demetrias seem to survive the "Dark Ages", the city of Thebes disappears from the literary and archaeological record after the end of Heraclius' reign. The coastal Thessalian cities (Echinos, Lamia) must have faced considerable difficulties as early as the beginning of the 5th c. (their numismatic finds are not dated beyond the 4th c.). Among the inland cities, Hypate, Trikke, and Diocletianoupolis exhibit limited building activity during the 5th c., while our information on the other Thessalian cities (Kaisareia, Gomphoi, Pharsalos) does not allow at present any conclusions on their level of prosperity and fate during Late Antiquity. The two Thessalian cities (Larisa, Demetrias) that survived the turbulent "Dark Ages" managed to do so on account of the following reasons (in order of importance): they had an important administrative position, they played a key-role in the economy of the region, they were easily accessible by the Byzantine army/fleet and finally, they occupied a well defended and suitably manned site. Larisa, for example, as the capital of the province, was placed in the centre of the communications network and the fertile Thessalian plain, at a distance of 60 km from the port of Demetrias. Its vulnerable location was improved significantly when, towards the end of the 5th c., the length of its walls was reduced, allowing thus a better use of its manpower for a more effective defence. The two port-cities of Thessaly, Demetrias and Thebes, were equally important for the region's economy. The prosperity of these neighbouring ports presupposed peaceful conditions and a fairly high amount of transactions that would justify the existence of them both. Such conditions prevailed more or less until the end of the 6th c. when, owing to the barbarian incursions, this intense trade decreased and as a result the presence of two ports on the Pagasetic gulf became superfluous. At this moment Demetrias took precedence over Thebes, as it was located (already from the end of the 5th c., as argued in the present thesis) on a much better defended location (castle of Iolkos), contrary to Thebes, which lay virtually unprotected on the coastal plain. Subsequently, it must have been the port of Demetrias where the convoy of the Thessalonians arrived in 677, hoping to buy foodstuff from the Belegezites Slavs, who lived "in the area of Thebes and Demetrias". The same port may have been the export point of wheat produced in the sitonia which (as argued in vol. 1, p. 103-112) may have been set up by Constans II and/or his immediate successors in the valley of the Spercheios river, in order to face the pressing food demands of Constantinople especially after the 640s, when the capital could no longer rely on large supplies of Egyptian wheat. It is, indeed, the primacy of Egypt as the main wheat supplier for Constantinople that explains the relative silence of the sources in what concerns the indisputable potential of Thessaly in the production and exportation of goods during Late Antiquity. It is worth noting that the references in Byzantine sources (Miracles of St. Demetrios, Michael Choniates) to the fertile land of Thessaly become far more numerous after 646 when Egypt was irrevocably lost to the Arabs. In the concluding paragraphs of this thesis it is underlined that the results of this study offer an essential background for promising future research. Indeed, the full and timely publication of all excavation results, a well orchestrated research programme for the registration and study of the Thessalian countryside settlements, and the application of scientific methods in the study of quarries, sculpture, and the production of ceramics within Thessally can refine significantly our knowledge of the importance of provincia Thessalia in the administrative mechanism and the trade networks of the Eastern Roman Empire.
περισσότερα