Περίληψη
Η παρουσιαζόμενη διατριβή συνεισφέρει στο νεο-εμφανιζόμενο πεδίο των αστικών κυβερνοχωρικών σπουδών και της εικονικής γεωγραφίας. Πιο συγκεκριμένα, αφορά τη μελέτη της σχέσης κυβερνοχώρου και πόλης, και ιδιαίτερα την ανάπτυξη και λειτουργία εικονικών πόλεων στον ‘παγκόσμιο ιστό’ (World Wide Web ή Web). Η διατριβή, δηλαδή, προσπαθεί να εξετάσει και κατανοήσει το φαινόμενο ‘εικονική πόλη’ μέσω δύο βασικών αξόνων εργασίας: πρώτον, μέσω της ανάπτυξης μιας θεωρητικής προσέγγισης της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ κυβερνοχώρου και πόλης, και τη θεμελίωση ενός θεωρητικού πλαισίου το οποίο βασίζεται στον συνδυασμό και ολοκλήρωση καινούργιων μελετών και θεωρητικών αναλύσεων πάνω στην Εικονική Γεωγραφία (Virtual Geography) και τον Αστικό Κυβερνοχωρικό Σχεδιασμό (Urban Cyberspace Planning). Δεύτερον, η διατριβή εξετάζει την εγκυρότητα αυτής της θεωρητικής προσέγγισης και των συνεπαγόμενων ερευνητικών υποθέσεων μέσω εμπειρικής έρευνας τόσο σε δια-αστικό Ευρωπαϊκό επίπεδο (130 εικονικές πόλεις της Ευρωπα ...
Η παρουσιαζόμενη διατριβή συνεισφέρει στο νεο-εμφανιζόμενο πεδίο των αστικών κυβερνοχωρικών σπουδών και της εικονικής γεωγραφίας. Πιο συγκεκριμένα, αφορά τη μελέτη της σχέσης κυβερνοχώρου και πόλης, και ιδιαίτερα την ανάπτυξη και λειτουργία εικονικών πόλεων στον ‘παγκόσμιο ιστό’ (World Wide Web ή Web). Η διατριβή, δηλαδή, προσπαθεί να εξετάσει και κατανοήσει το φαινόμενο ‘εικονική πόλη’ μέσω δύο βασικών αξόνων εργασίας: πρώτον, μέσω της ανάπτυξης μιας θεωρητικής προσέγγισης της αμφίδρομης σχέσης μεταξύ κυβερνοχώρου και πόλης, και τη θεμελίωση ενός θεωρητικού πλαισίου το οποίο βασίζεται στον συνδυασμό και ολοκλήρωση καινούργιων μελετών και θεωρητικών αναλύσεων πάνω στην Εικονική Γεωγραφία (Virtual Geography) και τον Αστικό Κυβερνοχωρικό Σχεδιασμό (Urban Cyberspace Planning). Δεύτερον, η διατριβή εξετάζει την εγκυρότητα αυτής της θεωρητικής προσέγγισης και των συνεπαγόμενων ερευνητικών υποθέσεων μέσω εμπειρικής έρευνας τόσο σε δια-αστικό Ευρωπαϊκό επίπεδο (130 εικονικές πόλεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης), όσο και σε ενδο-αστικό επίπεδο (πόλη του Manchester, UK). Με βάση τα συνολικά ερευνητικά συμπεράσματα και τη διασταύρωση τους με τη θεωρητική προσέγγιση, η διατριβή καταλήγει να προτείνει ένα πρωταρχικό πλαίσιο ‘σχεδιασμού για την εικονική πόλη’ (Virtual City Planning) που αποτελείται από επτά γενικές κατευθυντήριες γραμμές. Η παρακάτω σύντομη επισκόπηση της διδακτορικής διατριβής βασίζεται στην παρουσίαση των βασικών σημείων της συνολικής εργασίας και των ερευνητικών αποτελεσμάτων.Ο κυβερνοχώρος (cyberspace), όρος που ανήκει στον cyberpunk Αμερικανό συγγραφέα William Gibson, αποτελεί ένα ζωντανό εικονικό χώρο που στηρίζεται στην τηλεπικοινωνιακή δικτυακή υποδομή και έχει αποκτήσει υπόσταση κυρίως μέσω της αλματώδους ανάπτυξης του Internet και του Web. Ο κυβερνοχώρος ορίζεται ως ‘ζωντανός εικονικός χώρος’ γιατί παρ’ ότι είναι προσβάσιμος και λειτουργεί μόνο στις επιφάνειες διεπαφής (οθόνες) την ίδια στιγμή αφορά ανταλλαγή και εύρεση πληροφοριών όπως επίσης διάφορες μορφές ανθρώπινης επικοινωνίας και κοινωνικό-οικονομικής και πολιτιστικής συναλλαγής σε πραγματικό χωρο-χρόνο. Επομένως η ανάπτυξη του κυβερνοχώρου ως ένα εικονικό χωρικό σύστημα βασίζεται σε δύο βασικές, μεταμοντέρνες, έννοιες: την ‘πραγματική εικονικότητα’ (real virtuality - Castells, 1996) και την ‘χωρική μεταφορά’ (place-metaphor - Adams, 1998). Η έννοια ‘πραγματική εικονικότητα’ – αντί για ‘εικονική πραγματικότητα’ - αποκτά νόημα από τη στιγμή που οι αλληλεπιδράσεις που λαμβάνουν χώρα στον κυβερνοχώρο αφορούν πραγματικές καταστάσεις και έχουν άμεση σχέση ή και επηρεάζουν τον φυσικό χώρο, την φυσική εγγύτητα και κίνηση (π.χ. online εκτέλεση αγορών και εκπαιδευτικών προγραμμάτων). Η έννοια ‘χωρική μεταφορά’ βασίζεται στα παραπάνω και προτείνει την σύλληψη και μελέτη του κυβερνοχώρου ως ένα νέο χωρικό σύστημα το οποίο αντικατοπτρίζει τον φυσικό χώρο. Οπότε θα πρέπει να το αντιμετωπίσουμε όχι ως ένα τεχνητό φαινόμενο, ή ως ‘αντικείμενο λατρείας’, αλλά ως μία σοβαρή και ουσιαστική πρόκληση για τις σύγχρονες χωρικές και αστικές μελέτες. Επομένως αυτό που προτείνεται είναι πως αντί να προφητεύουμε το μέλλον της ‘εικονικής πραγματικότητας’ προτιμότερο είναι να ασχοληθούμε με την πραγματική υπόσταση του κυβερνοχώρου, τις χωρικές του εκφράσεις και εκδηλώσεις.Κάτω από αυτό το πρίσμα οι χωρικές προσεγγίσεις του κυβερνοχώρου που διαβλέπουν, αισιόδοξα ή απαισιόδοξα, το ‘τέλος της γεωγραφίας’, την ‘αστική διάλυση’ και την ‘παγκόσμια εικονική κοινότητα’ θεωρούνται απλοϊκές, ανεπαρκείς και αποπροσανατολιστικές. Συγκεντρώνοντας και αναλύοντας ένα μεγάλο αριθμό κυβερνοχωρικών ερευνών, η διατριβή επιχειρηματολογεί με βάση πραγματικά στοιχεία πως ο κυβερνοχώρος είναι ένα χωρικό σύστημα μιας και η δικτυακή τοπολογία του Internet είναι χωρικά εξαρτώμενη και εκφραζόμενη. Η ανάπτυξη του είναι στην ουσία καθοριζόμενη από τη γεωγραφία της οικονομικής και τεχνολογικής ανάπτυξης. Ταυτόχρονα, οι συνεχείς καινοτομίες του κυβερνοχώρου ασκούν σημαντική επιρροή στην γεωγραφία της καπιταλιστικής οικονομίας. Επίσης, ο κυβερνοχώρος είναι ουσιαστικά ένα αστικό φαινόμενο. Δεν προκαλεί την ‘διάλυση των πόλεων’ αλλά είναι αλληλοσυνδεόμενος με το φαινόμενο της αστικοποίησης και τον ρόλο των πόλεων στο πλαίσιο της διεθνοποιημένης οικονομίας. Βασίζεται σε μία αστική κομβικότητα/ πυκνότητα αφού οι πόλεις συγκεντρώνουν τους κεντρικούς διανομείς και κόμβους του Internet, όπως επίσης την συντριπτική πλειοψηφία των συνδεόμενων υπολογιστών, φορέων και προσώπων που διαθέτουν ιστοσελίδες και φυσικά τους χρήστες. Δεν πρόκειται όμως για ένα εξισορροπημένο γεωγραφικά φαινόμενο. Ένα επιλεκτικό γκρουπ αστικών μητροπολιτικών περιφερειών, γνωστές ως ‘παγκόσμιες πόλεις (global cities) όπως Νέα Υόρκη, Λος Άντζελες, Λονδίνο και Ζυρίχη, και ιδιαίτερα οι κεντρικές και επιχειρηματικές τους περιοχές οδηγούν την ανάπτυξη του Κυβερνοχώρου σε παγκόσμια κλίμακα. Από την άλλη η αστική κομβικότητα/ πυκνότητα του Κυβερνοχώρου δεν αφορά ισόρροπα όλες τις περιοχές και τους κατοίκους των πόλεων. Η χωρική αποτύπωση της ανάπτυξης και χρήσης του Internet στις πόλεις, ακόμη και στις πιο τεχνολογικά ανεπτυγμένες, χαρακτηρίζεται από ακριβείς κοινωνικές ανισότητες και γεωγραφικές διαιρέσεις, αντανακλώντας πραγματικές και αντίστοιχες ανισότητες και διαιρέσεις και τελικά αποτελεί απόδειξη του λεγόμενου ‘ψηφιακού χάσματος’ (digital divide) σε τοπικό, αστικό, επίπεδο.Από την άλλη πλευρά, η αλματώδης ανάπτυξη του κυβερνοχώρου μέσω του Internet/Web τη δεκαετία του 1990 και η δυνατότητα να αποτελέσει ένα νέο παγκόσμιο χώρο κοινωνικών, οικονομικών και πολιτικών συναλλαγών, έχει προκαλέσει το ειδικό ενδιαφέρον εθνικών και υπερ-εθνικών κυβερνήσεων για την λεγόμενη ‘κοινωνία της πληροφορίας’. Στην Ευρωπαϊκή Ένωση έκδηλο είναι το ενδιαφέρον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη προώθηση σχετικών πολιτικών και προγραμμάτων. Από την πλευρά των αστικών μελετών το πιο ενδιαφέρον σημείο των Ευρωπαϊκών πολιτικών για την ‘κοινωνία της πληροφορίας’ αφορά στο ότι οι πόλεις αποτελούν το βασικό χωρικό επίπεδο εφαρμογής τους. Επίσης, σε αντίθεση με ότι συνέβαινε τα προηγούμενα χρόνια, αυξανόμενο είναι πλέον το ενδιαφέρον των τοπικών αρχών για το πως το Internet/Web θα μπορούσε να εμπλακεί στον αστικό σχεδιασμό και σε πολιτικές αστικής ανάπτυξης. Με βάση μια εκτενή ανασκόπηση της εμπειρίας των Ευρωπαϊκών πόλεων η διατριβή εντόπισε τέσσερις βασικές κατηγορίες αστικών πολιτικών στις εφαρμογές των οποίων εμπλέκεται το Internet/Web: α) οικονομική ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα – πολιτικές για την ‘πληροφοριακή και δημιουργική πόλη’, β) κοινωνική συνοχή και ανάπτυξη – πολιτικές για την ‘ανάπτυξη τοπικής εικονικής κοινότητας και την αντιμετώπιση του ψηφιακού χάσματος’, γ) αστική κυβέρνηση, διαχείριση και χωροταξία – πολιτικές για τον ‘εκσυγχρονισμό και την δημοκρατικοποίηση των δημοσίων υπηρεσιών και της πολιτικής διαδικασίας’, δ) ολοκληρωμένη και στρατηγική προσέγγιση – πολιτικές που περικλείουν και τις τρεις παραπάνω κατηγορίες με βάση ένα στρατηγικό πολιτικό και χωροταξικό σχεδιασμό εμπλοκής του κυβερνοχώρου στην υπόθεση ‘τοπική ανάπτυξη’.Ο συνδυασμός των παραπάνω γεωγραφικών/ χωρικών και πολιτικών προσεγγίσεων και αναλύσεων της αλληλεπιδραστικής σχέσης πόλης-κυβερνοχώρου αποτυπώνεται θεωρητικά στην ολοκλήρωση της Εικονικής Γεωγραφίας (Virtual Geography - Batty, 1997) με την προσέγγιση του Αστικού Κυβερνοχωρικού Σχεδιασμού (Urban Cyberspace Planning – Graham, 1999). Η Εικονική Γεωγραφία αντιλαμβάνεται τον κυβερνοχώρο ως ένα χωρικό σύστημα άρρηκτα και αμφίδρομα συνδεδεμένο με πραγματικά χωρικά συστήματα και ιδιαίτερα τις πόλεις. Έτσι περιλαμβάνει την γεωγραφία και του πραγματικών και των εικονικών τόπων. Πρόκειται δηλαδή για την γεωγραφία της ‘πραγματικής εικονικότητας’. Θεωρεί την διατήρηση της γεωγραφίας και των στοιχείων της (άνθρωποι, χώρος-χρόνος, δραστηριότητες κλπ.) ως το θεμελιώδες πλαίσιο πάνω στο οποίο θα πρέπει να βασίζονται οι αστικές κυβερνοχωρικές μελέτες και γενικότερα οι μελέτες της ‘κοινωνίας της πληροφορίας’, ώστε να αποφεύγονται αποπροσανατολιστικές ουτοπικές ή ντετερμινιστικές προσεγγίσεις και ανεπαρκείς γενικεύσεις. Η προσέγγιση του Αστικού Κυβερνοχωρικού Σχεδιασμού (ΑΣΧ) βασίζεται σε μια ευρεία θεωρητική σύνθεση πολιτικής οικονομίας, κοινωνικού κονστρουκτιβισμού και στοιχείων μεταμοντέρνων θεωρήσεων που έχει αναπτυχθεί από τους Graham και Marvin στο βιβλίο Telecommunications and the City (Graham and Marvin, 1996). Η προσέγγιση του ΑΣΧ περικλείεται στο πλαίσιο της Εικονικής Γεωγραφίας εστιάζοντας στην τοπική, κλίμακα μελέτης της σχέσης κυβερνοχώρου-πόλης, λαμβάνοντας παράλληλα υπόψη τις επιπτώσεις και εξαρτήσεις από πολιτικές, οικονομικές και τεχνολογικές διεργασίες και αναπτύξεις σε περιφερειακή, εθνική και διεθνή κλίμακα. Δίνει έμφαση στη διερεύνηση του ποιος, πώς και γιατί πρωταγωνιστεί ή παρεμβαίνει στη ανάπτυξη αστικών εικονικών τόπων και ποιος, πώς και γιατί τους χρησιμοποιεί. Η προσέγγιση του ΑΣΧ είναι ιδιαίτερα κρίσιμη για το εφαρμογή του γενικότερου πλαισίου της Εικονικής Γεωγραφίας διότι τονίζει την ανάγκη διερεύνησης του πεδίου που αφορά στην εμπλοκή του κυβερνοχώρου και των τοπικών, αστικών, εφαρμογών του σε καινοτόμες πολιτικές αστικής ανάπτυξης και χωροταξικού σχεδιασμού.Ίσως το πιο ιδιαίτερα ενδιαφέρον, από αυτή την άποψη, φαινόμενο, για την σύγχρονη χωροταξία/ πολεοδομία αποτελεί η εμφάνιση και ραγδαία ανάπτυξη των εικονικών πόλεων στο Web (π.χ. www.amsterdam.nl, www.manchester.com). Οι εικονικές πόλεις αντιπροσωπεύουν πραγματικές πόλεις στον κυβερνοχώρο λειτουργώντας ως οι ψηφιακές, εικονικές, αναλογίες τους. Μεταξύ εικονικών και πραγματικών πόλεων βρίσκεται η χρήση του Internet για ενημέρωση, συναλλαγές και επικοινωνία. Αποτελούν κατ’ αρχήν μια νέα μέθοδο διεθνούς προβολής της τοπικότητας, με την οποία οι τοπικές αρχές, κοινότητες και φορείς δημιουργούν εισόδους και εξόδους από την παγκόσμιο δίκτυο του Internet. Κατ’ αυτόν τον τρόπο η έρευνα σχετικά με την ανάπτυξη και την λειτουργία των εικονικών πόλεων αποκτά ιδιαίτερη βαρύτητα για την μελέτη των σύγχρονων πόλεων στο διεθνοποιημένο περιβάλλον. Άλλωστε, περισσότερες από 1200 Ευρωπαϊκές πόλεις αντιπροσωπεύονται από τις εικονικές τους εκδόσεις στο Web, οι οποίες έχουν αναπτυχθεί από δημόσιες ή ιδιωτικές πρωτοβουλίες, ή και ως αποτέλεσμα ευρείας συνεργασίας μεταξύ τοπικών φορέων. Παρά το γεγονός όμως της συχνής αναφοράς των εικονικών πόλεων σε πολιτικά προγράμματα, δημοσιογραφικές και ακαδημαϊκές αναλύσεις, σε απαισιόδοξες ή αισιόδοξες εικασίες για το μέλλον των πόλεων, υπάρχει μια εμφανής απουσία εμπειρικής έρευνας και αποδείξεων, οπότε και πειστικών επιχειρημάτων, σχετικά με το φαινόμενο ‘ανάπτυξη και λειτουργία εικονικών πόλεων’.Έτσι η διατριβή εξειδικεύει την προηγούμενα παρουσιαζόμενη θεωρητική προσέγγιση της σχέσης κυβερνοχώρου-πόλης, θεωρώντας τις εικονικές πόλεις ως κυβερνο-χωρικό φαινόμενο και έκφραση της πραγματικής εικονικότητας σε αστικό επίπεδο, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στην διαδικασία ανάπτυξης και λειτουργίας, καθώς και στο ρόλο και τελικά την επιρροή αστικών, δημόσιων, πολιτικών πρωτοβουλιών. Υπό αυτή την έννοια, η διατριβή θέτει ως βασικό στόχο να διερευνήσει το φαινόμενο μέσα από τρία βασικά ερωτήματα: α) ποιά είναι τα βασικά λειτουργικά χαρακτηριστικά των εικονικών πόλεων; και επομένως, ποιοί είναι οι βασικοί τύποι εικονικής πόλης; β) πώς η ανάπτυξη και λειτουργία των εικονικών πόλεων εμπλέκεται στην αστική πολιτική και σχεδιασμό; γ) τελικά πως χαρακτηρίζεται η μέχρι τώρα σχέση μεταξύ εικονικής και πραγματικής πόλης; ποιές είναι οι βασικές αντιφάσεις; μπορούμε να μιλάμε για την προοπτική ‘σχεδιασμός για την εικονική πόλη’; Προκειμένου να απαντήσει τα παραπάνω ερευνητικά ερωτήματα η έρευνα βασίστηκε σε δύο επίπεδα. Πρώτον, εξέτασε ένα δείγμα 130 εικονικών πόλεων της Ε.Ε. χρησιμοποιώντας δύο τεχνικές: ερωτηματολόγια στους υπεύθυνους διαχειριστές (Webmasters) και εξέταση της αρχιτεκτονικής, των περιεχομένων και των υπηρεσιών που προσφέρονται από τις εικονικές πόλεις. Δεύτερον, εξέτασε το φαινόμενο ‘ανάπτυξη και λειτουργία της εικονικής πόλης’ στο πλαίσιο της πόλης του Manchester, UK, για τη περίοδο 1989-2000 και εστιάζοντας την έρευνα στην διαπλοκή, το ρόλο και την αποτελεσματικότητα της αστικής πολιτικής και των αντίστοιχων εφαρμογών της. Οι τεχνικές που χρησιμοποιήθηκαν εδώ είναι η σύνταξη ημι-ανοιχτών συνεντεύξεων με 35 άτομα, η ανάλυση σχετικών εργασιών, εκθέσεων κλπ, και η ανάλυση της παρουσίας της πόλης στο Web.Βασιζόμενη στα συνολικά ευρήματα της έρευνας, η διατριβή σε γενικές γραμμές επιχειρηματολογεί πως εικονικές και πραγματικές πόλεις είναι αλληλοσυνδεόμενα συστήματα ενώ η αστική πολιτική παίζει σημαντικό αλλά όχι αποκλειστικό ρόλο σε αυτή τη σχέση. Οι δημοτικές αρχές μοιράζονται τον κυρίαρχο ρόλο στην ανάπτυξη εικονικών πόλεων με τοπικές επιχειρήσεις, κυρίως παροχής υπηρεσιών Internet, ενημέρωσης (τύπος, ράδιο κλπ) και τουρισμού, ενώ σημαντικός είναι ο ρόλος των πανεπιστήμιων. Ο ρόλος της Ε.Ε. θεωρείται επίσης κρίσιμος σε ότι αφορά κυρίως στην παροχή οικονομικών επιχορηγήσεων μέσω προγραμμάτων και λιγότερο σε σχέση με την δυνατότητα δια-δικτύωσης και συνεργασίας μεταξύ πόλεων. Οι βασικοί τύποι ψηφιακών πόλεων στην Ε.Ε. είναι: On-line μπροσούρες (ο φτωχότερος τύπος), On-line οδηγοί πόλεων, Ψηφιακά Δημαρχεία (αποτέλεσμα πρωτοβουλίας των τοπικών αρχών οι οποίες βασικά παρέχουν πληροφορίες για την δραστηριότητα και διάρθρωση των τμημάτων και υπηρεσιών του δήμου), Αστικά Πληροφοριακά Δίκτυα (αναπτυσσόμενα από τη συνεργασία διαφορετικών φορέων στοχεύοντας στην εμβάθυνση των συμμετοχικών διαδικασιών σε ότι αφορά τη ζωή της πόλης μέσω της δημιουργίας τοπικής on-line κοινότητας εώς και την προώθηση της ‘ψηφιακής δημοκρατίας), Ολοκληρωμένες) Εικονικές Πόλεις (στις περισσότερες των περιπτώσεων αποτελούν προϊόν τοπικών συνεργασιών και στην ουσία ολοκληρώνουν στα περιεχόμενά τους τις προηγούμενες κατηγορίες, π.χ Bologna-Iperbole, Amsterdam-DDS, Helsinki-Virtual Arena, Milan CP, Torino-STP, Bristol Digital City, Antwerp-DMA). Επιπλέον, η άνιση ‘εικονική αστική ανάπτυξη’ που παρατηρείται συνδέεται άμεσα με τις αντίστοιχη άνιση χωρική ανάπτυξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Η υπάρχουσα διαφορά μεταξύ πόλεων που είναι κέντρα έρευνας και τεχνολογίας με σύγχρονη τηλεπικοινωνιακή υποδομή, κατάλληλο πολιτικό πλαίσιο προώθησης της ‘κοινωνίας της πληροφορίας’ και σχετικά υψηλό βαθμό on-line κατοίκων, και πόλεων που δεν διαθέτουν τα παραπάνω πλεονεκτήματα καθορίζουν και την εξέλιξη των ανισοτήτων μεταξύ των ψηφιακών αναλογιών τους. Ενδεικτικά, οι Σκανδιναβικές χώρες και η Ολλανδία εμφανίζουν την καλύτερη επίδοση ενώ Ελλάδα και Πορτογαλία την χειρότερη. Στην περίπτωση του Manchester ανάλογα ευρήματα υπογραμμίζουν τον αποκλεισμό ή την απουσία ορισμένων περιοχών που παρουσιάζουν τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας, συγκεντρώνουν πολλούς μετανάστες, παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά εγκληματικότητας και δεν περιλαμβάνονται στο διαφημιζόμενο προφίλ της πόλης. Όπως γενικά συμβαίνει με τον κυβερνοχώρο, η ανάπτυξη και λειτουργία των εικονικών πόλεων αντανακλά και αναπαράγει ανισότητες και διαιρέσεις μεταξύ πραγματικών πόλεων αλλά και μεταξύ περιοχών και κοινωνικών ομάδων μέσα στην ίδια πόλη. Όμοια, χαρακτηρίζονται κυρίως από εμπορικά χαρακτηριστικά που αφορούν είτε επιχειρηματικό είτε αστικό μάρκετινγκ. Η διαμορφούμενη Ευρωπαϊκή "αστική πραγματική εικονικότητα" αφορά κύρια την προβολή των τοπικών πολιτιστικών στοιχείων, δρώμενων, κέντρων (μουσεία, γκαλερί), και της ιστορίας της πόλης με επιχειρηματικό πνεύμα, συνδέοντας τα άμεσα με την τουριστική προώθηση των πόλεων, ενώ το ίδιο πνεύμα διαπερνά και τον τρόπο προβολής της τοπικής οικονομίας. Δευτερευόντως, οι εικονικές πόλεις αποτελούν πολλά υποσχόμενες εφαρμογές σχετικά με τον εκσυγχρονισμό της αστικής διακυβέρνησης, οργάνωσης, διαχείρισης, και του τρόπου παροχής δημόσιων υπηρεσιών, την δημοκρατικοποίηση της διαδικασίας λήψης αποφάσεων αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν ένα ‘νέο δημόσιο αστικό χώρο’. Έτσι, οι βασικές αντιφάσεις στην ανάπτυξη και λειτουργία των εικονικών πόλεων μπορούν να συνοψισθούν με βάση έξη εξακριβωμένες αντιθέσεις: α) τοπική-διεθνή πρόσβαση, χρήση και χρησιμότητα, β) πολιτικό-κερδοσκοπικό προφίλ, γ) ολοκλήρωση-αυτονομία όμοιων ή επιμέρους εφαρμογών στην ίδια πόλη, δ) συνεργασία-ανταγωνισμός μεταξύ όμοιων εφαρμογών, φορέων, πόλεων, ε) συγκέντρωση-αποκέντρωση πολιτικής δύναμης, ελέγχου και διαδικασίας λήψης αποφάσεων και σχεδιασμού, στ) ορατά και απτά – αόρατα και απροσδιόριστα οφέλη. Οδηγούμενη από τα παραπάνω η διατριβή τελικά προτείνει ένα αναλυτικό ‘πλαίσιο σχεδιασμού για την εικονική πόλη’ που εν συντομία βασίζεται σε εφτά οδηγίες: ολοκληρωμένη στρατηγική προσέγγιση, οργανωτική συγκρότηση, μακροπρόθεσμο οργανωτικό πλάνο, προκαταρκτικός πιλοτικός σχεδιασμός, παράλληλες δράσεις (υποδομές, προγράμματα πρόσβασης και κατάρτισης), εφαρμογή τελικού σχεδιασμού και ανάπτυξη της εφαρμογής, συνεχής διαδικασία αξιολόγησης, βελτίωσης, προώθησης και δικτύωσης. Βιβλιογραφικές αναφορέςAdams, C.P. (1998): Network Topologies and Virtual Places, Annals of the Association of American Geographers, Vol. 88, No 1, pp. 88-106.Batty, M. (1997): Virtual Geography, Futures, Vol. 29, No 4/5, May/June 1997, pp. 337-352Castells, M. (1996): The Rise of Network Society, Blackwell: OxfordGraham, S. (1999): Towards Urban Cyberspace Planning: Grounding the Global through Urban Telematics Policy and Planning, in Downey, J and McGuigan, J. (eds.): Technocities, pp. 9-33, Sage: London.Graham S. and Marvin, S. (1996): Telecommunications and the City: Electronic Spaces, Urban Places, Routledge: London.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This thesis aims to contribute to the field of urban cyberspace studies. It is concerned with cyberspace and cities, and in particular with the development and operation of virtual city applications over the World Wide Web. Thus, the present research, first establishes a conceptual framework that combines novel theoretical approaches on the spatial, in particular urban, embodiment of cyberspace and its involvement in urban policy/planning. Second, it investigates the development and operation of virtual cities at the inter-urban (EU cities survey) and intra-urban (Manchester case study) levels.The thesis places the study of virtual cities within the Virtual Geography theoretical framework and under the prism of the Urban Cyberspace Planning approach. Accordingly, it considers the maintenance of geography and its elements (people, space, time) as the fundamental context upon which urban cyberspace studies should be based, while it stresses the importance of researching the involvement o ...
This thesis aims to contribute to the field of urban cyberspace studies. It is concerned with cyberspace and cities, and in particular with the development and operation of virtual city applications over the World Wide Web. Thus, the present research, first establishes a conceptual framework that combines novel theoretical approaches on the spatial, in particular urban, embodiment of cyberspace and its involvement in urban policy/planning. Second, it investigates the development and operation of virtual cities at the inter-urban (EU cities survey) and intra-urban (Manchester case study) levels.The thesis places the study of virtual cities within the Virtual Geography theoretical framework and under the prism of the Urban Cyberspace Planning approach. Accordingly, it considers the maintenance of geography and its elements (people, space, time) as the fundamental context upon which urban cyberspace studies should be based, while it stresses the importance of researching the involvement of cyberspace in urban planning and policy-making. Accordingly, the research approach adopted by the thesis suggests that in general terms virtual and real cities are interrelated spatial systems while the urban policy plays a significant but not the exclusive role in shaping this interplay. Like cyberspace, the development and operation of virtual cities reflects and reproduces imbalances and divisions that exist between as well within real cities. Similarly it is mostly characterised by commercial features related either to business or city marketing issues. They hold significant promise regarding the modernisation of urban management and public services but they cannot constitute a ‘new urban public space’.The validity of this approach is tested and eventually affirmed by the research findings from both the EU survey and the Manchester case study. Besides, the research identifies the basic types of virtual cities, and on the basis of the overall concluding remarks it suggests a ‘virtual city planning’ framework that includes seven general guidelines.
περισσότερα