Περίληψη
Το θέμα της παρούσας διδακτορικής διατριβής της κ. Καπραβέλου Αλεξίας, που κατατέθηκε στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου τον Αύγουστο του 2020, είναι «Τα ταξικά και εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά των βιομηχανικών εργατών και εργατριών σε εργοστάσια του Βόλου». Επιλέχθηκε το επιστημολογικό παράδειγμα της Κριτικής Θεωρίας, ως κριτική στον θετικισμό και ανάδειξη της κοινωνικής κριτικής και του ολισμού των κοινωνικών φαινομένων. Ως ερευνητική μεθοδολογία επιλέχθηκε η Ποιοτική έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες, για την ανάδειξη της λεπτομέρειας και συνθετότητας των κοινωνικών φαινομένων. Ως μέθοδος συλλογής δεδομένων, επιλέχθηκε η Εθνογραφική Έρευνα και Κοινωνική Βιογραφία, για την ανάδειξη της φωνής των μη προνομιούχων ομάδων. Ως μέθοδος ανάλυσης και ερμηνείας των δεδομένων, επιλέχθηκε ο Κριτικός Ρεαλισμός και η Διαλεκτική, για την ανάδειξη των κοινωνικών αντιφάσεων και των συγκρουσιακών πτυχών των υποκειμένων. Επιλέχθηκε η κοινωνική θεωρία κυρίως του κριτικού μαρξισμού ...
Το θέμα της παρούσας διδακτορικής διατριβής της κ. Καπραβέλου Αλεξίας, που κατατέθηκε στο τμήμα Κοινωνικής Πολιτικής του Παντείου Πανεπιστημίου τον Αύγουστο του 2020, είναι «Τα ταξικά και εκπαιδευτικά χαρακτηριστικά των βιομηχανικών εργατών και εργατριών σε εργοστάσια του Βόλου». Επιλέχθηκε το επιστημολογικό παράδειγμα της Κριτικής Θεωρίας, ως κριτική στον θετικισμό και ανάδειξη της κοινωνικής κριτικής και του ολισμού των κοινωνικών φαινομένων. Ως ερευνητική μεθοδολογία επιλέχθηκε η Ποιοτική έρευνα στις κοινωνικές επιστήμες, για την ανάδειξη της λεπτομέρειας και συνθετότητας των κοινωνικών φαινομένων. Ως μέθοδος συλλογής δεδομένων, επιλέχθηκε η Εθνογραφική Έρευνα και Κοινωνική Βιογραφία, για την ανάδειξη της φωνής των μη προνομιούχων ομάδων. Ως μέθοδος ανάλυσης και ερμηνείας των δεδομένων, επιλέχθηκε ο Κριτικός Ρεαλισμός και η Διαλεκτική, για την ανάδειξη των κοινωνικών αντιφάσεων και των συγκρουσιακών πτυχών των υποκειμένων. Επιλέχθηκε η κοινωνική θεωρία κυρίως του κριτικού μαρξισμού για την θεωρητική υποστήριξη των ευρημάτων. Ως προς τα μέσα διεξαγωγής της έρευνας, επιλέχθηκε ο Οδηγός Συνέντευξης και πραγματοποιήθηκαν 60 πολύωρες συνεντεύξεις, διάρκειας 1-7 ωρών ανά πληροφορητή, με χρήση ψευδωνύμων για την ελεύθερη έκφραση των υποκειμένων. Η έρευνα αφορά τρεις γενιές, ηλικίας περίπου 30-80 ετών, που ήταν ή είναι βιομηχανικοί εργάτες/-τριες σε εργοστάσια του Βόλου. Η προέλευση των εργατών είναι του πρωτογενούς τομέα, εργατική, προσφυγική, μεταναστευτική, ενώ σε μερικές περιπτώσεις παρατηρείται προλεταριοποίηση δημοσίων υπαλλήλων, ελεύθερων τεχνιτών/επαγγελματιών και μικροεπιχειρηματιών. Σε σύγχρονες αυτοματοποιημένες βιομηχανίες εμφανίζονται προλεταριοποιημένοι επιστήμονες. Οι εργάτριες απασχολούνται περισσότερο σε καταστήματα και βιοτεχνίες, παρά σε βιομηχανίες. Οι κλάδοι απασχόλησης των εργατών είναι: χειριστές μηχανημάτων, τροφίμων, μετάλλου, δομικών υλικών, χημικής βιομηχανίας, εκτυπώσεων, επεξεργασίας γεωργικών προϊόντων, κλωστοϋφαντουργίας, καθαρισμού, αυτοκινητοβιομηχανίας, συσκευασιών, χάρτου. Κλάδοι πλέον καταργημένοι είναι η καπνοβιομηχανία, κλωστοϋφαντουργία, αυτοκινητοβιομηχανία, φθίνοντες το μέταλλο, σε σταθερότητα τα τρόφιμα, σε άνθιση η χημική βιομηχανία. Οι πληροφορητές πέρασαν και από άλλους κλάδους, βιομηχανικούς και μη. Οι περισσότεροι εργάτες του δείγματός μας είναι μονταδόροι μεταλλεργάτες. Οι γονεϊκές και προσωπικές επαγγελματικές προσδοκίες των εργατών ήταν κυρίως χαμηλές, δευτερευόντως αόριστα υψηλές χωρίς δυνατότητες προγραμματισμού. Φαίνεται ότι οι γονείς παρακινούσαν τους πληροφορητές στην εξασφάλιση εισοδήματος μέσω των εργατικών επαγγελμάτων. Το γενικό σχολείο όπου φοίτησαν οι εργάτες επιτελούσε τον ιδεολογικό του ρόλο, ξένο και εχθρικό προς την εργατική τάξη, και την κατανεμητική του λειτουργία με την μαθητική αξιολόγηση και τις εκπαιδευτικές δαπάνες, και αυτό συνεχίζεται έως σήμερα. Θύματα αυτής της εκπαιδευτικής πολιτικής είναι οι ιδεολογικά αντιστεκόμενοι, οι φτωχότεροι και οι κοινωνικά ευάλωτοι.Αίτια εισόδου στα εργατικά επαγγέλματα ήταν η φτώχεια, τα οικογενειακά προβλήματα, η από το άμεσο κοινωνικό περιβάλλον αποθάρρυνση από την μακρόχρονη επένδυση στις σπουδές, η χαμηλή σχολική επίδοση και οι προσωπικές επιλογές. Διαπιστώνεται πρόωρη έναρξη του εργασιακού βίου, από την εφηβική, ακόμα και από την παιδική ηλικία. Ο δε εγκλωβισμός στην σκληρή εργασία εξηγείται από τις ανάγκες βιοπορισμού του εργάτη, από την φτώχεια και την ευαλωτότητα, καθώς και από την συνήθεια. Το εκπαιδευτικό επίπεδο των εργατών από την δεκαετία του 1980 είναι του Γυμνασίου με τεχνική σχολή, από τις απαρχές του 21ου αι. του Λυκείου. Το απολυτήριο συνήθως συνοδεύεται από πτυχίο κατώτερης ή μέσης τεχνικής σχολής, σπανίως μεταδευτεροβάθμιας και τριτοβάθμιας εκπαίδευσης. Δεν λείπουν και υπερεκπαιδευμένοι εργάτες ΙΕΚ ή ΤΕΙ. Οι εκπαιδευτικές απαιτήσεις είναι μεγαλύτερες στις μεγάλες βιομηχανίες. Σχεδόν όλοι οι εργάτες φοίτησαν σε τεχνικές σχολές, που γνωστικά και ιδεολογικά προορίζονται για βιομηχανικούς εργάτες. Λίγοι εργάτες εισήχθησαν στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, ελάχιστοι την τελείωσαν επιτυχώς και από αυτούς κανείς δεν επέτυχε ανοδική κοινωνική κινητικότητα. Ωστόσο, οι εργοδότες εκτιμούν όχι τόσο την εκπαίδευση όσο την επιτυχή πρακτική δοκιμασία του υποψηφίου. Η είσοδος στην βιομηχανική εργασία προϋποθέτει σχολική και κυρίως εμπειρική εκμάθηση της τεχνικής λογικής. Παρά την εκπαιδευτική και επαγγελματική βελτίωση, που ήταν επιταγή των κοινωνιών, παρατηρείται εργασιακή και οικονομική επιδείνωση των εργατών, την οποία το οικονομικό σύστημα επέφερε. Οι εργάτες σημειώνουν αποτυχημένες προσωπικές προσπάθειες ανοδικής κοινωνικής κινητικότητας, σπανιότατα αυτή επιτυγχάνεται λόγω γάμου ή επικερδών οικονομικών δραστηριοτήτων, ενώ συνεπικουρούν παράγοντες όπως η πολιτική στήριξη, η καλή οικονομική διαχείριση και η απόκτηση συγκεκριμένης επαγγελματικής πιστοποίησης. Υπάρχει αναντιστοιχία μεταξύ δηλωθείσας και πραγματικής θέσης εργασίας του εργάτη, που ευνοεί την πολυλειτουργικότητα, την μη αναγνώριση της ειδίκευσης και την εκπαίδευση, την οποία αξιοποιεί το εργοστασιακό σύστημα. Η κατοχύρωση της ειδίκευσης επηρεάζεται από τους ταξικούς συσχετισμούς και από τον βαθμό λειτουργίας των νέων τεχνολογιών, ωστόσο διατηρείται, σε θέσεις εργατοτεχνιτών υψηλής ειδίκευσης στο μέταλλο, στις εκτυπώσεις, στον χειρισμό μηχανημάτων και στον ποιοτικό έλεγχο. Οι μεταλλοτεχνίτες διατηρούν την ισχύ τους λόγω ειδίκευσης και χαμηλής προσφοράς εργατικού δυναμικού. Τα κριτήρια πρόσληψης, παραμονής και αμοιβής των εργατών δεν είναι κυρίως εκπαιδευτικά. Προηγούνται αυτά της τεχνικής αρτιότητας και ανταποδοτικότητάς του (κατόπιν εμπειρικής εκμάθησης και πιθανόν επαγγελματικής αδείας), της ανάγκης του για εργασία σε συνδυασμό με την ηλικία, οικογενειακή κατάσταση και διεύθυνση κατοικίας του εργάτη, των συστάσεων, της πειθαρχίας και συνεργατικότητάς του. Τα σεμινάρια κατάρτισης γίνονταν με κρατικές δαπάνες και δεν αναγνωρίζονταν για τον εργάτη. Οι εργάτες αντιλαμβάνονται ότι η μη πιστοποιημένη εμπειρική τους γνώση και πείρα γίνεται αντικείμενο εκμετάλλευσης από τα εργοστασιακό σύστημα. Αμείβονται με τον βασικό μισθό της συλλογικής σύμβασης εργασίας, από τον οποίο γίνονται παράνομες μειώσεις, όπως και στις λοιπές παροχές πέραν των χρηματικών. Κάποιοι παλιότεροι εργατοτεχνίτες έχουν επιτύχει προσαυξήσεις λόγω των κλαδικών ή επιχειρησιακών ή ατομικών τους συμβάσεων εργασίας. Δεν γνωρίζουν όλοι οι εργάτες τα κριτήρια αμοιβής τους και των αμοιβών των συναδέλφων τους και φοβούνται τις διεκδικήσεις λόγω του διευθυντικού δικαιώματος. Κριτήρια προαγωγής σε ανώτερο εργατικό στρώμα στο εργοστάσιο είναι η άριστη ανταπόκριση στο έργο και κυρίως η πειθαρχία και αφοσίωση στην επιχείρηση. Το εργοστασιακό σύστημα υποβιβάζει τους απείθαρχους ομαδάρχες ή εργατοτεχνίτες. Κριτήρια προαγωγής του εργατοτεχνίτη σε εργοδηγό/επιστάτη είναι η αφοσίωσή του στην εταιρεία, οι διοικητικές ικανότητες, η πείρα και οι τεχνικές γνώσεις, οι συστάσεις, η εργατικότητα, όχι το τεχνικό πτυχίο. Οι εργάτες απορρίπτουν τον αυταρχικό και ανεπαρκή εργοδηγό. Κατά την δεκαετία του 1980 και για δύο δεκαετίες, οι ευκαιρίες πρόσληψης στα εργοστάσια του Βόλου ήταν πολύ περισσότερες από την δεύτερη δεκαετία του 21ου αι., εποχή κρίσης. Ο εργοστασιακός αυτοματισμός οδηγεί σε μονότονη και τυποποιημένη εργασία ολοένα και λιγότερων πολυλειτουργικών εργατών, τους δε εργατικούς αγώνες σε αναποτελεσματικότητα και με το εργατικό κίνημα αποδυναμωμένο. Οι εργάτες αντιτίθενται στις νέες τεχνολογίες στα εργοστάσια, γιατί αυτές αυξάνουν την εκμετάλλευση και την ανεργία. Οι λιγότερο ευνοημένοι εργάτες βιώνουν περισσότερη εργασιακή αστάθεια και ωθούνται στους πιο επιβαρυμένους κλάδους. Οι μισθολογικά πιο αδικημένοι ή πιο ευάλωτοι στην απόλυση και ανεργία είναι οι κοινωνικά ευπαθείς, οι χωρίς ισχυρά υποστηρικτικά δίκτυα και οι απείθαρχοι εργάτες, στους οποίους η εργοδοσία επιτίθεται με κάθε τρόπο, καθώς και οι χωρίς επιβαρυμένη θέση εργασίας υψηλής ειδίκευσης. Οι πιο επισφαλείς εργάτες είναι οι εργολαβικοί και οι απολογιστικοί. Το εργοστασιακό σύστημα αποπέμπει πολλούς από αυτούς, με την οικονομική τους κατάσταση να χειροτερεύει από την ανεργία ή υποαπασχόληση στον αγροτικό τομέα και στα κοινωφελή προγράμματα του ΟΑΕΔ, καθώς και σε υποτιμημένες εργασίες.Η εργατική τάξη ορίζεται λοιπόν από την θέση της στην παραγωγή και από την συνολική της κατάσταση. Εργατικά στρώματα στο εργοστάσιο είναι από τον ομαδάρχη και υπαλληλικό εργατοτεχνίτη ως τους πιο επισφαλείς και χαμηλότερων στρωμάτων, που είναι οι εργολαβικοί εργάτες, τακτικοί και απολογιστικοί, και οι εργάτες με ευαλωτότητα (εργάτριες, αλλοδαποί εργάτες, εργάτες με καταχρήσεις). Μεταξύ των εργατικών στρωμάτων δεν αποκλείονται άτυπες εξουσίες. Τα όρια μεταξύ του εργάτη και του ανέργου και εξαθλιωμένου εργάτη είναι ρευστά. Ο με εξαρτημένη εργασία εργάτης διαφέρει από τον ανεξάρτητο τεχνίτη, από τον διευθυντή/προϊστάμενο, από τον εργοδηγό και από τον εργοστασιακό επιστήμονα, ως προς το ύψος της αμοιβής, την συμμετοχή στον σχεδιασμό της εργασίας και στη λήψη αποφάσεων, την εποπτεία, την αυτονομία και πρωτοβουλία, το κύρος, το εκπαιδευτικό επίπεδο. Ωστόσο, η σημασία του κύρους έχει εκπέσει λόγω της ανεργίας, της απρόσωπης κοινωνίας, της αύξησης του εκπαιδευτικού επιπέδου του εργάτη και της προώθησης των αξιών της ετερότητας. Οι βιομηχανικοί εργάτες εκτίθενται καθημερινά στην επιβαρυμένη, ταπεινωτική εργασία και στην επακόλουθη αποξένωση. Η άβολη κατοικία προσδιορίζει την κοινωνική τάξη, ωστόσο οι δηλώσεις των εργατών για τον βαθμό άνεσης της κατοικίας τους διίστανται. Η προσθήκη εισοδήματος από ενοικιάσεις, ελεύθερο επάγγελμα, βοήθεια από συγγενείς, δεν οδηγεί σε ανοδική κινητικότητα αλλά σε καλύτερο βιοπορισμό. Η κατανάλωση περιορίζεται στα βασικά και οικονομικά προϊόντα και υπηρεσίες, τα χόμπυ των εργατών αντικαθιστούν την αγορά κατασκευών και ειδών σίτισης. Η εργατική κουλτούρα είναι λαϊκή και αυθεντική, χωρίς να λείπει ο σεξισμός. Το κράτος εφαρμόζει αντεργατικές πολιτικές ως προς την δημοσιονομική πολιτική, ως υποστηρικτής των αστικών συμφερόντων και ως εργοδότης εργατών. Η εργασιακή επισφάλεια ευνοείται από τα κρατικά προγράμματα επιδότησης των επιχειρήσεων για νέες θέσεις εργασίας. Επιπλέον, η Ελλάδα φαίνεται πως δεν παρέχει εργατική προστασία και δικαιώματα με τήρηση της εργατικής νομοθεσίας.Από την πλευρά του εργοδότη, οι παράγοντες ανάπτυξης μιας επιχείρησης είναι το όσο το δυνατόν μεγαλύτερο οικονομικό της όφελος από τους εργαζομένους, με το μικρότερο δυνατό κόστος. Η εργοδοσία προσπαθεί να διασπάσει την ενότητα των εργατών, με διαχωρισμούς μεταξύ τους (ως προς την ειδίκευση, την αρχαιότητα, τη σταθερότητα της απασχόλησης, την εργατικότητα, το κύρος της εργασίας και με μισθολογικές διαφορές). Η συνέχιση της κάθετης, αυταρχικής δομής στα εργοστάσια του Βόλου αποδεικνύει ότι ο τεϋλορισμός εξακολουθεί να είναι κυρίαρχη μορφή οργάνωσης της εργασίας, σε συνδυασμό με συμφέρουσα για την επιχείρηση επιλογή αρχών του φορντισμού, τογιοτισμού και αυτοματισμού. Η εργοδοσία αξιοποιεί αρχές του management και της βιομηχανικής ψυχολογίας για την συνέχιση του εργοστασιακού δεσποτισμού, με εκσυγχρονισμένα μέσα. Σ’ αυτό συμβάλλει η ραγδαία αύξηση του εκπαιδευτικού επιπέδου των εργοδοτών σήμερα, είναι συνήθως πτυχιούχοι ξένων Πανεπιστημίων, αισθητά ανώτερο από αυτό των εργατών, ενώ μέχρι και την δεκαετία του 1970 το εκπαιδευτικό επίπεδο των εργοδοτών ήταν χαμηλό (έως μέσης τεχνικής σχολής) και ελάχιστα ανώτερο από αυτό των εργατών. Μεγάλο μέρος των εργατών έχει απεμπολήσει την ταξική συνείδηση υπό τον φόβο της απόλυσης ή λόγω φιλοδοξιών κοινωνικής ανόδου, ενώ από τους έχοντες ταξική συνείδηση ελάχιστοι έχουν ταξική δράση σε εργοστάσια με αποδυναμωμένα εργατικά συνδικάτα και σε εποχές μαζικών απολύσεων. Παρά ταύτα, κατά καιρούς οι εργάτες, επιστρατεύοντας την ενότητά τους και τους αγώνες τους, αντιστέκονται στην απλήρωτη εργασία και στις απολύσεις, με καταγγελίες, διαδηλώσεις και απεργίες. Οι καθημερινές αντιστάσεις στον χώρο δουλειάς εκδηλώνονται με απουσίες, απειθαρχία, και γενικά περιφρόνηση των ανωτέρων τους και του εργοδότη, εναντίωση στην εντατικοποίηση και στην έκθεση σε βαριά και ανθυγιεινή εργασία, αλλά και με εργατική αλληλεγγύη.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The epistemological example of Critical Theory was chosen as a critique of positivism and the emergence of social critique and the holism of social phenomena. Qualitative research in the social sciences was chosen as the research methodology, to highlight the detail and complexity of social phenomena. Ethnographic Research and Social Biography was chosen as the method of data collection, in order to highlight the voice of disadvantaged groups. Critical Realism and Dialectics were chosen as the method of data analysis and interpretation, in order to highlight the social contradictions and conflicting aspects of the subjects. The social theory, mainly of critical Marxism, was chosen to support the theoretical findings. Regarding the means of conducting the research, the Interview Guide was selected and 60 long interviews were conducted, lasting 1-7 hours per informant, using pseudonyms for the free expression of the subjects. The research concerns three generations, aged about 30-80 year ...
The epistemological example of Critical Theory was chosen as a critique of positivism and the emergence of social critique and the holism of social phenomena. Qualitative research in the social sciences was chosen as the research methodology, to highlight the detail and complexity of social phenomena. Ethnographic Research and Social Biography was chosen as the method of data collection, in order to highlight the voice of disadvantaged groups. Critical Realism and Dialectics were chosen as the method of data analysis and interpretation, in order to highlight the social contradictions and conflicting aspects of the subjects. The social theory, mainly of critical Marxism, was chosen to support the theoretical findings. Regarding the means of conducting the research, the Interview Guide was selected and 60 long interviews were conducted, lasting 1-7 hours per informant, using pseudonyms for the free expression of the subjects. The research concerns three generations, aged about 30-80 years, who were or are industrial workers in three factories of Volos.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
L'exemple épistémologique de la théorie critique a été choisi comme critique du positivisme et de l'émergence de la critique sociale et du holisme des phénomènes sociaux. La recherche qualitative en sciences sociales a été choisie comme méthodologie de recherche, pour mettre en évidence le détail et la complexité des phénomènes sociaux. La recherche ethnographique et la biographie sociale ont été choisies comme méthode de collecte de données, afin de mettre en valeur la voix des groupes défavorisés. Le réalisme critique et la dialectique ont été choisis comme méthode d'analyse et d'interprétation des données, afin de mettre en évidence les contradictions sociales et les aspects conflictuels des sujets. La théorie sociale, principalement du marxisme critique, a été choisie pour soutenir les découvertes théoriques. En ce qui concerne les moyens de mener la recherche, le guide d'entretien a été sélectionné et 60 longs entretiens ont été menés, d'une durée de 1 à 7 heures par informateur, ...
L'exemple épistémologique de la théorie critique a été choisi comme critique du positivisme et de l'émergence de la critique sociale et du holisme des phénomènes sociaux. La recherche qualitative en sciences sociales a été choisie comme méthodologie de recherche, pour mettre en évidence le détail et la complexité des phénomènes sociaux. La recherche ethnographique et la biographie sociale ont été choisies comme méthode de collecte de données, afin de mettre en valeur la voix des groupes défavorisés. Le réalisme critique et la dialectique ont été choisis comme méthode d'analyse et d'interprétation des données, afin de mettre en évidence les contradictions sociales et les aspects conflictuels des sujets. La théorie sociale, principalement du marxisme critique, a été choisie pour soutenir les découvertes théoriques. En ce qui concerne les moyens de mener la recherche, le guide d'entretien a été sélectionné et 60 longs entretiens ont été menés, d'une durée de 1 à 7 heures par informateur, en utilisant des pseudonymes pour la libre expression des sujets. La recherche concerne trois générations, âgées d'environ 30 à 80 ans, qui étaient ou sont des ouvriers industriels dans trois usines de Volos.
περισσότερα