Περίληψη
Οι άνθρωποι χρησιµοποιούν περισσότερο από το ένα τρίτο της παγκόσµιας ϕυσικής παραγωγής επι της ξηράς. Περίπου 52 εκατοµµύρια τετραγωνικά χιλιόµετρα χρησιµοποιήθηκαν το 2004 για αγροτική παραγωγή σε όλο τον κόσµο. Αυτή η κατάσταση έχει προκαλέσει πολλά προβλήµατα στο περιβάλλον. ΄Οµως, αν στο µέλλον σκοπεύουµε να ϑρέψουµε ικανοποιητικά τον ανθρώπινο πληθυσµό του πλανήτη µας, 1,2 εκατοµµύρια τετραγωνικά χιλιόµετρα γης ϑα πρέπει να µετατραπούν σε νέες καλλιεργήσιµες εκτάσεις έως το 2030. Αυτό σηµαίνει ότι καθώς οι ϕυσικοί ϐιότοποι ¨πιέζονται¨ περισσότερο, η προστασία της άγριας ϕύσης στα αγροτικά οικοσυστήµατα µπορεί να αποκτήσει µεγαλύτερη σηµασία.Οι αγροτικές περιοχές µε υψηλό επίπεδο ετερογένειας έχουν ϐοηθήσει στην προστασία της άγριαςϕύσης. Οι περιοχές αυτές δηµιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για την ύπαρξη οµάδων ασπόνδυλων όπως, π.χ., Carabidae, Araneae και Lepidoptera.Πολλές αγροτικές περιοχές στην Ελλάδα έχουν υψηλό ποσοστό ποικιλότητας καλλιεργιών. Αυτό σηµαίνει ότι οι περιοχέ ...
Οι άνθρωποι χρησιµοποιούν περισσότερο από το ένα τρίτο της παγκόσµιας ϕυσικής παραγωγής επι της ξηράς. Περίπου 52 εκατοµµύρια τετραγωνικά χιλιόµετρα χρησιµοποιήθηκαν το 2004 για αγροτική παραγωγή σε όλο τον κόσµο. Αυτή η κατάσταση έχει προκαλέσει πολλά προβλήµατα στο περιβάλλον. ΄Οµως, αν στο µέλλον σκοπεύουµε να ϑρέψουµε ικανοποιητικά τον ανθρώπινο πληθυσµό του πλανήτη µας, 1,2 εκατοµµύρια τετραγωνικά χιλιόµετρα γης ϑα πρέπει να µετατραπούν σε νέες καλλιεργήσιµες εκτάσεις έως το 2030. Αυτό σηµαίνει ότι καθώς οι ϕυσικοί ϐιότοποι ¨πιέζονται¨ περισσότερο, η προστασία της άγριας ϕύσης στα αγροτικά οικοσυστήµατα µπορεί να αποκτήσει µεγαλύτερη σηµασία.Οι αγροτικές περιοχές µε υψηλό επίπεδο ετερογένειας έχουν ϐοηθήσει στην προστασία της άγριαςϕύσης. Οι περιοχές αυτές δηµιουργούν τις κατάλληλες συνθήκες για την ύπαρξη οµάδων ασπόνδυλων όπως, π.χ., Carabidae, Araneae και Lepidoptera.Πολλές αγροτικές περιοχές στην Ελλάδα έχουν υψηλό ποσοστό ποικιλότητας καλλιεργιών. Αυτό σηµαίνει ότι οι περιοχές αυτές είναι ετερογενείς και κατετµηµένες σε διαφορετικά είδη χρήσεως. Οι εν λόγω περιοχές αποτελούν το κατάλληλο πεδίο για τη διερεύνηση των επιδράσεων της ετερογένειας στην άγρια ϕύση.Σκοπός της µελέτης αυτής, είναι η σύγκριση ανάµεσα σε ετερογενείς και οµοιογενείς αγροτικές πεϱιοχές, µε γνώµονα τις διαφορετικές πτυχές της ετερογένειας τους. Για τη σύγκριση των ετερογενών και οµοιογενών αγροτικών περιοχών χρησιµοποιήθηκαν τα αποτελέσµατα που προέκυψαν από την τοπογραφική ανάλυση. Επιπρόσθετα, η µελέτη επεδίωκε τη σύγκριση των ετερογενών και οµοιογενών περιοχών ϐάση των ταξινοµικών ϐαθµίδων των ασπόνδυλων, τη σύγκριση των οικογενειών των Coleoptera, των ειδών των Carabidae και τα µορφοείδη των ϕυτών. Τέλος, η κανονικοποιηµένη ανάλυση αντιστοίχισης χρησιµοποιήθηκε για να προσδιοριστούν ποιες πτυχές της ετερογένειας των περιοχών έχουν την µεγαλύτερη επιρροή στις ϐιοκοινότητες των Carabidae.1.2 ΜέθοδοιΗ περιοχή µελέτης που επιλέχτηκε ήταν η κοιλάδα του ποταµού Σπερχειού, στον νοµό Φθιώτιδας. Οισυντεταγµένες της περιοχής έρευνας είναι οι ακόλουθες, 38˝53152.3211N, 22˝15149.5811E (Σχήµα 3.1).Η κοιλάδα του Σπερχειού διαθέτει καλλιέργειες, λιβάδια, δάση, χέρσες περιοχές και τµήµατα γης πουϐρίσκονται σε καθεστώς αγρανάπαυσης.Επιλέχτηκαν τρεις µικρότερες περιοχές, οι οποίες περιείχαν µια (α) ετερογενή περιοχή και µια (ϐ)οµοιογενή περιοχή. Οι ετερογενείς περιοχές αντιστοιχήθηκαν µε τις οµοιογενείς περιοχές και ϐρίσκονταν σε παρόµοιο υψόµετρο, παρόµοιες αποστάσεις από τους κύριους δρόµους, τους ποταµούς, από τις µεγάλες δασικές εκτάσεις και από τις µεγάλες χέρσες περιοχές.Από τις 3 ετερογενείς και 3 οµοιογενείς περιοχές, επιλέχτηκαν τέσσερα Ϲεύγη χωραφιών. ΄Ενα µέλος κάθε Ϲεύγους χωραφιών επιλέχτηκε στην ετερογενή περιοχή και το άλλο στην οµοιογενή περιοχή. Τα Ϲεύγη χωραφιών αντιστοιχήθηκαν µε ϐάση τον τύπο καλλιέργειας, τον προηγούµενο τύπο καλλιέργειας, την ηλικία της καλλιέργειας, το χρόνο της συγκοµιδής, τα ϕυτοφάρµακα, τα λιπάσµατα που χρησιµοποιήθηκαν καθώς και το εάν οι καλλιεργήσιµες εκτάσεις αρδεύονται ή όχι. Οι τύποι καλλιέργειας στα Ϲεύγη των χωραφιών ήταν, καλαµπόκι, ελαιόδενδρα, σιτάρι και ϐαµβάκι.Για κάθε περιοχή µελέτης δηµιουργήθηκε ένας χάρτης µε τη χρήση δορυφορικών ϕωτογραφιών. Τα όρια των χωραφιών επισηµάνθηκαν στους χάρτες, ενώ προσδιορίστηκε η χρήση για κάθε κοµµάτι γης (Σχήµατα 1, 2 και 3). Λόγω του µεγάλου µεγέθους της περιοχής 3, δηµιουργήθηκαν δύο χάρτες. Ο χάρτης της περιοχής 3bi παρουσιάζει την περιοχή γύρω από το χωράφι µε το σιτάρι, ενώ η περιοχή 3bii παρουσιάζει την περιοχή γύρω από το χωράφι µε το ϐαµβάκι.Πλέγµατα αποτελούµενα από τετράγωνα των 25 τετρ. µέτρων έκαστο, τοποθετήθηκαν πάνω από τους προαναφερθέντες χάρτες. Οι τύποι χρήσης γης σε κάθε τετράγωνο καταχωρήθηκαν ως ακέραιοι αριθµοί, δηµιουργώντας πίνακες στοιχείων, οι οποίοι εισήχθησαν στο πρόγραµµα fragstats. Το πρόγραµµα χρησιµοποιήθηκε για την τοπογραφική ανάλυση (landscape analysis) των περιοχών µελέτης, η οποία πραγµατοποιήθηκε σε τρία επίπεδα. Οι µετρήσεις πραγµατοποιήθηκαν στο επίπεδο των χωραφιών, στο επίπεδο του είδους χρήσης των χωραφιών και στο επίπεδο της περιοχής. Για κάθε περιοχή δηµιουργήθηκαν δύο διαφορετικοί πίνακες στοιχείων, µε το πρώτο πλέγµα να καλύπτει έκταση 10 εκταρίων και το δεύτερο µία έκταση 50 εκταρίων. Αυτό οφείλεται στις διαφορές του µεγέθους µεταξύ των υποπεριοχών και αυτό διότι ένας πίνακας που είχε το κατάλληλο µέγεθος για τις ετερογενείς περιοχές, εάν είχε χρησιµοποιηθεί σε µία οµοιογενή περιοχή ϑα προκαλούσε την απώλεια πολλών στοιχείων από την συγκεκριµένη περιοχή. Από την άλλη πλευρά, όταν τα πλέγµατα των 50 εκταρίων χρησιµοποιήθηκαν στις µικρές ετερογενείς περιοχές, προέκυψε αρκετός κενός χώρος. ΄Ετσι για να συγκρίνουµε τις µετρήσεις, οι οποίες µεταβάλλονται ανάλογαµε το µέγεθος της υπό εξέταση περιοχής, χρησιµοποιήθηκαν για ένα µικρό αριθµό µετρήσεων, τα πλέγµατα των 10 εκταρίων. ΄Ολες οι άλλες µετρήσεις πραγµατοποιήθηκαν µε τη χρήση των πλεγµάτων των 50 εκταϱίων.Συνολικά πραγµατοποιήθηκαν 19 είδη διαφορετικών µετρήσεων, οι οποίες κάλυψαν πολλές πτυχέςτης ετερογένειας των υπο µελέτη περιοχών (Σελίδα 33).Η λήψη δειγµάτων για τα ασπόνδυλα πραγµατοποιήθηκε µεταξύ Μαΐου-Οκτωβρίου, µε τη χρήση παγίδων παρεµβολής. ∆έκα παγίδες τέθηκαν σε κάθε χωράφι, σε απόσταση 10 µέτρων η µία από την άλλη. Οι παγίδες τοποθετήθηκαν σε ίση απόσταση από τα όρια των χωραφιών και περισυλλέγονταν κάθε 15 ηµέρες.Η πρόσβαση στα χωράφια εξαρτήθηκε από τις εργασίες που έκαναν οι αγρότες σε αυτά, µε αποτέλεσµα να µην εξεταστούν όλα τα Ϲεύγη χωραφιών κατά την διάρκεια της κάθε περιόδου δειγµατολειψίας.Τα ασπόνδυλα ταξινοµήθηκαν σε ανώτερα τάξα. Τα Coleoptera αναγνωρίστηκαν ως προς την οικογένεια και τα Carabidae ως προς τα είδη ή τα υποείδη που ανήκουν. Τα χωράφια στα οποία πραγµατοποιήθηκε η έρευνα συγκρίθηκαν µε ϐάση τη σχετική αφθονία των τριών οµάδων που αναφέρθηκαν νωρίτερα, δηλαδή των ταξινοµικών ϐαθµίδων των ασπονδύλων, των οικογενειών των Coleoptera, και των ειδών των CarabidaeΤα δεδοµένα που χρησιµοποιήθηκαν για την πραγµατοποίηση της εν λόγω σύγκρισης, προήλθαν από 40 αξιοποιήσιµες παγίδες, οι οποίες είχαν τοποθετηθεί σε κάθε χωράφι. Με ϐάση τα δεδοµένα που προέκυψαν από αυτές τις παγίδες, υπολογίστηκε και ο αριθµός των ειδών για κάθε χωράφι. Ακολούθως υπολογίστηκαν οι δείκτες ποικιλότητας (δείκτης Simpson, Whittaker, Shannon και Margalef) και ο δείκτης οµαλότητας (δείκτης Shannon) µε ϐάση τα δεδοµένα που αντλήθηκαν από τις 40 αξιοποιήσιµες παγίδες. Αξιοποιώντας τα αποτελέσµατα του δείκτη Shannon και όλες τις µετρήσεις που υπολογίστηκαν κατά τη διάρκεια της τοπογραφικής ανάλυσης, πραγµατοποιήθηκαν εν συνεχεία οι δοκιµές συσχέτισης. Κατά αυτό τον τρόπο, προσδιορίστηκαν οι µετρήσεις που σχετίζονταν στενότερα µε την ποικιλότητα Carabidae και των ϕυτών.Επιπλέον πραγµατοποιήθηκαν συγκρίσεις µεταξύ των διαφορετικών ειδών καλλιεργειών. Στις συγκρίσεις αυτές αξιοποιήθηκαν όλα τα δεδοµένα των ασπόνδυλων που προέκυψαν από τις 80 παγίδες που τοποθετήθηκαν σε κάθε καλλιέργεια.΄Εξι διαφορετικές µέθοδοι χρησιµοποιήθηκαν για να εκτιµηθεί ο συνολικός αριθµός των ειδών Carabidae (species richness estimates) σε κάθε χωράφι µελέτης, ενώ για τα µορφοειδή ϕυτά χρησιµοποιήθηκαν πέντε µέθοδοι.Τελικά, η σχετική αφθονία (relative abundance) για κάθε οικογένεια Coleoptera και για κάθε τάξαασπόνδυλων, υπολογίστηκε ανά παγίδα σε κάθε ένα από τα χωράφια µελέτης. Και στην περίπτωση αυτή χρησιµοποιήθηκε η δοκιµή Mann-Whitney U για να εξεταστεί η στατιστική σηµασία των πληροφοριών που συγκεντρώθηκαν.Για τη διεξοδικότερη µελέτη της σχετικής αφθονίας των ασπόνδυλων, χρησιµοποιήθηκε η µέθοδος ανάλυσης οµάδων (cluster analysis). Η παραπάνω µέθοδος χρησιµοποιήθηκε σε δείγµατα Carabidae, σε δείγµατα των οικογενειών των Coleoptera και στα στοιχεία που σχετίζονται µε την αφθονία των ανώτερων τάξα. Για την ανάλυση των οµάδων χρησιµοποιήθηκε ο αλγόριθµος upwga και το µέτρο διαφορετικότητας Bray-Curtis.Από τις περιοχές δειγµατοληψίας λήφθηκαν επίσης περιβαλλοντικά δείγµαταήτα καθώς και δείγµαταϕυτών. Τα περιβαλλοντικά δείγµατα που συγκεντρώθηκαν ήταν, υγρασία εδάφους, ϑερµοκρασία εδάφους, πΗ εδάφους, ένταση ϕωτός, η σύσταση της οργανικής ύλης και τέλος το είδος του εδάφους. Το ποσοστό κάλυψης του κάθε µορφοείδους ϕυτών καταγράφηκε και ένα δείγµα από κάθε µορφοείδος ϕυτών συγκεντρώθηκε και συντηρήθηκε. Τα δεδοµένα τα οποία χρησιµοποιήθηκαν για την ανάλυση προήλθαν από το σύνολο των 50 δειγµάτων που συλλέχθηκαν σε κάθε χωράφι µελέτης. Τα ϕυτά αναγνωρίστηκαν µε ϐάση το µορφοείδος, ώστε ένα είδος να µπορεί να διακριθεί από τον άλλο.Επιπλέον υπολογίστηκε το σύνολο των δεικτών ποικιλότητας των δεδοµένων που προήλθαν από τηνµελέτη των ϕυτών. Οι διαφορές στην ποικιλότητα µεταξύ των ετερογενών και των οµοιογενών περιοχών εξετάστηκαν και ακολούθως οι διαφορές στην ποικιλότητα µεταξύ των διαφορετικών καλλιεργειών εξετάστηκαν.Τέλος πραγµατοποιήθηκαν δοκιµές συσχέτισης αξιοποιώντας τα στοιχεία του δείκτη Shannon και όλες τις µετρήσεις.Τα περιβαλλοντικά στοιχεία που συλλέχθηκαν περιελάµβαναν, την µέτρηση της εδαφικής υγρασίας, της εδαφικής ϑερµοκρασίας, του εδαφικού pH, της εδαφικής οργανικής ουσίας, του µεγέθους των εδαφικών µορίων και το επίπεδο του ϕωτός.Για την µελέτη της σύνθεσης των ειδών των Carabidae χρησιµοποιήθηκε η ανάλυσης αντιστοίχισης(Correspondence Analysis - ca). Τα στοιχεία που χρησιµοποιήθηκαν για την ανάλυση προήλθαν από τις 40 αξιοποιήσιµες παγίδες από το κάθε χωράφι της µελέτης. Στα στοιχεία αυτά έγινε λογαριθµισµός πριν από την ανάλυση. Το επόµενο ϐήµα ήταν η διερεύνηση των επιρροών των περιβαλλοντικών µεταβλητών στα Carabidae χρησιµοποιώντας την κανονικοποιηµένη ανάλυση αντιστοίχισης (Canonical Correspondence Analysis - cca).Χρησιµοποιήθηκε η cca για την ανεύρεση των περιβαλλοντικών µεταβλητών που είχαν την µεγαλύτερη επιρροή στα Carabidae. Στην δεύτερη ϕάση της ανάλυσης, αυτά τα περιβαλλοντικά δεδοµένα χρησιµοποιήθηκαν ως συµµεταβλητές. Η διαδικασία αυτή απέκλεισε την επιρροή των περιβαλλοντικών µεταβλητών από την ανάλυση. Επίσης µία νέα οµάδα ανεξάρτητων µεταβλητών, η οποία δηµιουργήθηκε από τις µετρήσεις που έγιναν κατά την διάρκεια της τοπογραφικής ανάλυσης, χρησιµοποιήθηκε στη cca. Εντούτοις, πολλά από τα αποτελέσµατα των µετρήσεων της τοπογραφικής ανάλυσης συσχετίστηκαν έντονα. Για αυτό το λόγο, πολλές από τις µετρήσεις αφαιρέθηκαν πριν από την ανάλυση. Η στατιστική δοκιµή τύπου Monte Carlo permutation πραγµατοποιήθηκε και για δεύτερη ϕορά. Από την δοκιµή αυτή ϐρέθηκαν οι πυχές τηςετερογένειας που επηρεάζουν περισσότερο τα Carabidae.1.3 Αποτελέσµατα1.3.1 Τοπογραφική ΑνάλυσηΕπίπεδο των Χωραφιών—Οι ετερογενείς περιοχές είχαν γενικά : µικρά χωράφια µελέτης, χωράφια µελέτης που ϐρίσκονταν µακριά από τα χωράφια του ίδιου τύπου καλλιεργειών και χωράφια µελέτης που ϐρίσκονταν µακριά από τα χωράφια παρόµοιου τύπου χρήσης γης (Σελίδα 42).Επίπεδο του Είδους Χρήσης—Οι ετερογενείς περιοχές είχαν γενικά : λιγότερες καλλιέργειες, µεγαλύτερες εκτάσεις µε δάσος, ϕυσική περίφραξη από ϑάµνους και κοµµατιών γης που δεν καλλιεργούνταν.Επιπλέον, οι ετερογενείς περιοχές περιελάµβαναν τις µεγαλύτερες περιοχές του ηµι-ϕυσικού ϐιότοπου, τις περιοχές µε τη χαµηλότερη οµοιότητα των καλλιεργειών. Τα κοµµάτια γης του ηµι-ϕυσικού ϐιότοπου στις ετερογενείς περιοχές, ήταν ανάµεικτα µε άλλου είδους καλλιεργειών. Τα τµήµατα γης των καλλιεργειών ήταν διεσπαρµένα και αναµεµειγµένα. Τα κοµµάτια του δάσους και της ϕυσικής περίφραξης από ϑάµνους, ήταν περισσότερο συγκεντρωµένα. Εντούτοις τα κοµµάτια του δάσους και της ϕυσικής περίφραξης από ϑάµνους ήταν λιγότερο καλά συνδεδεµένα. Τέλος τα χέρσα τµήµατα γης ήταν καλύτερα συνδεδεµένα (Σελίδα 44).Επίπεδο των Περιοχών—Οι ετερογενείς περιοχές είχαν γενικά : µεγαλύτερο αριθµό κοµµατιών διαφοϱετικής χρήσης της γης, µικρότερα κοµµάτια γης, χαµηλότερη εγγύτητα των διαφορετικών τύπων χρήσης γης και χαµηλότερη οµοιότητα των τύπων χρήσης γης.Είχαν επίσης τη χαµηλότερη συνόρευση τύπων χρήσης γης και τη χαµηλότερη συνάθροιση των τύπων χρήσης γης. Οι τύποι χρήσης γης ήταν καλύτερα αναµεµειγµένοι στις ετερογενείς περιοχές. Επιπλέον στις ετερογενείς περιοχές υπήρχε µεγαλύτερος αριθµός διαφορετικών τύπων χρήσης γης και ποικιλότητας (Σελίδα 55).Ασυνήθιστα Αποτελέσµατα για την Περιοχή 3—Κατά τη διάρκεια της έρευνας στην περιοχή 3 αρκετές µετρήσεις κατέληξαν σε διαφορετικά αποτελέσµατα από τις περιοχές 1 και 2 (Πίνακα 4.42). Οπως ϕαίνεται η διαφορά µεταξύ των ετερογενών και των οµοιογενών περιοχών στην περιοχή µελέτης 3 δεν ήταν τόσο ξεκάθαρη όσο στις περιοχές µελέτης 1 και 2. Για αυτούς τους λόγους η ταξινόµηση των περιοχών a και b ϑα µπορούσε να έχει αντιστραφεί, αλλά επειδή αυτό δεν ίσχυε για όλες τις µετρήσεις, η ταξινόµηση των υπο-περιοχών της περιοχής 3 παρέµεινε όπως αρχικά είχε προσδιοριστεί.1.3.2 ΑσπόνδυλαΗ συνολική αφθονία των ασπόνδυλων ήταν πάντα υψηλότερη στα χωράφια µεγάλου µεγέθους που µελετήθηκαν.Αυτό υποδεικνύει ότι τα µεγάλα χωράφια παρέχουν χώρο για την ύπαρξη µεγάλου αριθµού ασπόνδυλων. Το επίπεδο ετερογένειας όπως προσδιορίστηκε από την τοπογραφική ανάλυση των περιοχών µελέτης, δεν ϕαίνεται να έχει σηµαντική επιρροή.Τα χωράφια µε το σιτάρι διέθεταν τους µεγαλύτερους πληθυσµούς ασπόνδυλων. Τα Diptera, Hemiptera, Hymenoptera, Isopoda, Chilopoda και Orthoptera καταγράφηκαν µε σηµαντικά µεγαλύτερη αφθονία µόνο σε ετερογενείς περιοχές. Τα Acari και τα Diplura είχαν µεγαλύτερη αφθονία µόνο στις οµοιογενείς περιοχές.Η µέθοδος ανάλυσης οµάδων των στοιχείων αφθονίας των ανώτερων τάξα έδειξε ότι υπάρχει κάποια επιρροή της ετερογένειας, παρά το γεγονός ότι το είδος της καλλιέργειας είχε υψηλότερο επίπεδο επιρροής.Η ετερογένεια δεν ϕαίνεται να έχει σηµαντική επιρροή στη σχετική αφθονία των οικογενειών τωνColeoptera. Για αυτά τα δεδοµένα η µέθοδος ανάλυσης οµάδας έδειξε ότι τα είδη καλλιέργειας είχανελαφρά µεγαλύτερη επιρροή παρά ετερογένεια. Παρόλα αυτά τα Staphylinidae, Carabidae και Elateridae είχαν σηµαντικά υψηλότερη αφθονία µόνο στις ετερογενείς περιοχές, ενώ τα Tenebrionidae είχαν σηµαντικά υψηλότερη αφθονία µόνο στις οµοιογενείς περιοχές.Σύµφωνα µε την τοπογραφική ανάλυση των περιοχών µελέτης τα είδη Pterostichus (Platysma) niger, Poecilus cupreus, Microlestes luctuosus και Tapinopterus taborskyi εντοπίστηκαν στις περιοχές όπου υπήρχε µεγαλύτερη ετερογένεια. Η ανάλυση οµάδας των στοιχείων των ειδών έδειξε ότι η ετερογένεια είχε ορισµένη επιρροή. Ωστόσο το είδος των καλλιεργειών είχε µεγαλύτερη επιρροή από το επίπεδο της ετερογένειας και της χρονικής περιόδου συλλογής των δειγµάτων.Ο συνολικός αριθµός των ειδών των Carabidae σε κάθε χωράφι υπολογίστηκε ότι είναι υψηλότερος στις ετερογενείς περιοχές εκτός από τους ελαιώνες, όπου υπολογίστηκε ότι υπάρχει µεγαλύτερος αριθµός των Carabidae στην οµοιογενή περιοχή. Ωστόσο, η διαφορά µεταξύ των δύο περιοχών ήταν µικρή.Το επίπεδο ετερογένειας δεν ϕάνηκε να επηρεάζει την ποικιλότητα ή το δείκτη οµαλότητας των Carabidae.Μεγαλύτερη επιρροή είχε το είδος της καλλιέργειας, µε τα υψηλότερα είπεδα ποικιλότητας να εντοπίζονται στους ελαιώνες. Ωστόσο, υπήρχαν σηµαντικοί συσχετισµοί µεταξύ της ποικιλότητας των Carabidae και του ποσοστού των περιοχών που είναι σε αγρανάπαυση και είναι χέρσα γη.Η Επιρροή των Περιβαλλοντικών Μεταβλητών—Οι πιο σηµαντικές περιβαλλοντικές µεταβλητές σχετικά µε τη σύνθεση των Carabidae είναι, το είδος της καλλιέργειας, το είδος του εδάφους, η ϑερµοκρασία του εδάφους και η υγρασία του εδάφους.Η Επιρροή των ∆ιαφορετικών Πτυχών της Ετερογένειας—Η επιρροή των περιβαλλοντικών µεταβλητών αφαιρέθηκε µε τη χρήση της cca. Οι ακόλουθες πτυχές της ετερογένειας είχαν τη µέγιστη επιρροή στις ϐιοκοινότητες των Carabidae (Τµήµα 4.2.14). Παρατίθενται κατά σειρά µε ϐάση το επίπεδο επιρροής τους :• 1ο) Το ποσοστό της χέρσας γής και των χωραφιών σε αγρανάπαυση στην περιοχή—΄Οπου ταεπίπεδα ήταν από µέτρια προς υψηλά, πολλά είδη ευρέθησαν σε µεγάλη αφθονία.• 2ο) Επίπεδο συνάθροισης στην περιοχή µελέτης—΄Οπου τα επίπεδα συνάθροισης ήταν από µέτριαπρος υψηλά, πολλά είδη ευρέθησαν σε µεγάλη αφθονία.• και 2ο) Το ποσοστό αγρανάπαυσης—΄Οπου τα επίπεδα ήταν από µέτρια προς υψηλά, πολλά είδηευρέθησαν σε µεγάλη αφθονία.• 3ο) Η διασπορά των χωραφιών σε αγρανάπαυση—΄Οπου τα επίπεδα ήταν από χαµηλά προς µέτρια, πολλά είδη ευρέθησαν σε µεγάλη αφθονία.• και 3ο) Μέγεθος χωραφιών—΄Οπου τα χωράφια ήταν µεσαίου µεγέθους προς µικρό (περίπου µισόεκτάριο), πολλά είδη ευρέθησαν σε µεγάλη αφθονία.1.3.3 ΦυτάΑναφορικά µε την µελέτη των καλλιεργειών µε ελαιόδενδρα στην ετερογενή περιοχή, υπήρξαν σηµαντικάµεγαλύτερα επίπεδα κάλυψης ϕυτών. Το χωράφι µε το ϐαµβάκι που είχε τη µεγαλύτερη οµοιογένειασύµφωνα µε την τοπογραφική ανάλυση, είχε επίσης σηµαντικά επίπεδα κάλυψης ϕυτών Τµήµα 4.3.1).Η ποικιλότητα των ϕυτών επηρεάστηκε περισσότερο από το είδος των καλλιεργειών παρά από το επίπεδο της ετερογένειας. Τα υψηλότερα επίπεδα ποικιλότητας εντοπίστηκαν στους ελαιώνες. Ωστόσο, η ποικιλότητα των ϕυτών συσχετίστηκε αρνητικά µε τον αριθµό των χωραφιών όπου καλλιεργείται ϐαµβάκι υποδηλώνοντας ότι όταν σε µία περιοχή υπάρχουν πολλά χωράφια όπου καλλιεργείται ϐαµβάκι, η ποικιλότητα των ϕυτών είναι χαµηλή (Τµήµα 4.3.2).Στο σύνολο των συγκρίσεων που έγιναν, µε εξαίρεση αυτών που πραγµατοποιήθηκαν στα ελαιόδενδρα, η πληθώρα των µορφοειδών για τα ϕυτά ήταν υψηλότερη στις ετερογενείς περιοχές (Τµήµα 4.3.3).Ο συνολικός αριθµός των µορφοειδών ϕυτών εκτιµήθηκε ότι ήταν υψηλότερος σε περιοχές που είχαν υψηλότερη ετερογένεια σύµφωνα µε την τοπογραφική ανάλυση. Αυτό ίσχυε σε όλες τις συγκρίσεις µε εξαίρεση τη σύγκριση που πραγµατοποιήθηκε στα δύο χωράφια µε καλαµπόκι όπου τα επίπεδα υγρασίας ήταν πολύ υψηλά στις οµοιογενείς περιοχές.1.4 ΣυµπεράσµαταΗ µελέτη αυτή έδειξε ότι ορισµένες διαφορές στις κοινότητες των ασπόνδυλων σχετίζονται µε το επίπεδο της ετερογένειας στις καλλιέργειες. Υψηλά επίπεδα σχετικής αφθονίας και µεγάλοι αριθµοί συγκεκριµένων ταξα ϐρέθηκαν σε καλλιέργειες µε υψηλά επίπεδα ετερογένειας. Η επιρροή της ετερογένειας ήταν παρόλα αυτά σχετικά µικρή και δευτερεύουσας σηµασίας σε σχέση µε την επιρροή που είχαν το είδος των καλλιεργειών και ορισµένοι περιβαλλοντικοί παράγοντες.Η µελέτη αυτή προσδιόρισε ποιές από τις διαφορετικές πτυχές της ετερογένειας άσκησαν τη µεγαλύτερη επιροή στα Carabidae. Οι πτυχές της ετερογένειας µε την µεγαλύτερη επιρροή ακολουθούν µε ϐάση τη σηµασία τους• Το ποσοστό των περιοχών που ϐρίσκονται σε αγρανάπαυση και είναι χέρσα γη,• Το επίπεδο συνάθροισης στην περιοχή µελέτης και επίσης το ποσοστό των περιοχών που ϐρίσκονται σε αγρανάπαυση,• Η διασπορά των περιοχών που ϐρίσκονται σε αγρανάπαυση και επίσης το µέγεθος των χωραφιών.Τα υψηλά ποσοστά εκτάσεων που ϐρίσκονται σε αγρανάπαυση και είναι χέρσα γη, καθώς και τα υψηλά ποσοστά των καλλιεργειών δένδρων σχετίζονται µε τα υψηλά ποσοστά ποικιλότητας των Carabidae. Αυτό πιθανόν συνέβη επειδή οι συγκεκριµένες χρήσης γης έχουν περισσότερα κοινά χαρακτηριστικά µε το ϕυσικό περιβάλλον που Ϲούσαν τα Carabidae.Περισσότερη έρευνα ϑα απαιτηθεί για ϐρεθεί η ϕύση των σχέσεων που ανακαλύφτηκαν σε αυτή τηµελέτη, όµως παρόλα αυτά είναι χρήσιµο να έχουµε µία εικόνα για το ποιες πτυχές της ετερογένειας είναι οι πιο επωφελείς για τις ϐιοκοινότητες των Carabidae. Η µικρής κλίµακας εκµετάλλευση της γης, δεν είναι µία επικερδής µορφή καλλιέργειας. Εποµένως, εντοπίζοντας ποιες πτυχές της ετερογένειας είναι οι πιο σηµαντικές για την άγρια Ϲωή, µπορεί να µετατρέψει την διατήρηση της ϐιοποικιλότητας πιο αποτελεσµατική οικονοµικά για τον αγρότη.Σύµφωνα µε την έρευνα που πραγµατοποιήθηκε, ϕαίνεται ότι τα κάτωθι αποτελούν µε σειρά σηµασίας, τον καλύτερο τρόπο για την ωφέλεια των ασπόνδωλών που Ϲουν στις καλλιέργειες :• Η δηµιουργία διασυνδεδεµένων χέρσων εκτάσεων και περιοχών που ϐρίσκονται σε αγρανάπαυση,• Η αποφυγή καλλιεργειών του ιδίου είδους, σε γειτονικά χωράφια, την ίδια χρονική περίοδο,• Η επιλογή µικρών χωραφιών για καλλιέργειες, έκτασης περίπου µισού εκταρίου (5 στρέµµατα) και η αύξηση του ποσοστού της γης που χρησιµοποιείται για την καλλιέργεια δένδρων όπως, ελιές, καρυδιές αµυγδαλιές, κλπ
περισσότερα