Περίληψη
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της επίδρασης του δραστικού(βιογενούς ή άλλου) SiO2 στην ανάπτυξη των αντοχών του τσιμέντου, ο προσδιορισμός της συμμετοχής των ορυκτών που περιέχουν SiO2 στο δραστικό SiO2 και η σύγκριση του βιογενούς με το δραστικό SiO2 που προέρχεται από διαφορετικά πετρώματα. Σύμφωνα με τους Ευρωπαϊκούς κανονισμούς,προκειμένου να χαρακτηρισθεί ένα ηφαιστειακό ή ιζηματογενές πέτρωμα σαν φυσική ποζολάνη προϋπόθεση αποτελεί να περιέχει δραστικό πυρίτιο άνω του 25%(ΕΝ 197-1). Δραστικό SiO2 θεωρείται αυτό που μπορεί να αντιδράσει με CaO και Η2Ο και να δώσει ενυδατωμένα προϊόντα της μορφής C-S-H, όπου C συμβολίζει CaO, Sτο SiO2 και H το H2O. Σαν φυσικές ποζολάνες θεωρούνται κυρίως πυριγενή ή ιζηματογενή πετρώματα τα οποία εκτός της άμορφης υαλώδους φάσης μπορεί να περιέχουν άμορφο SiO2 (opal-A), μίκρο- ή κρυπτοκρυσταλλικό SiO2 -που πλέον αναγνωρίζεται ως νανοκρυσταλλικό SiO2 (opal-CT)- και ορυκτά της οικογένειας των ζεολίθων. Αυτά είναι και τα ορυκτά που ...
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής είναι η μελέτη της επίδρασης του δραστικού(βιογενούς ή άλλου) SiO2 στην ανάπτυξη των αντοχών του τσιμέντου, ο προσδιορισμός της συμμετοχής των ορυκτών που περιέχουν SiO2 στο δραστικό SiO2 και η σύγκριση του βιογενούς με το δραστικό SiO2 που προέρχεται από διαφορετικά πετρώματα. Σύμφωνα με τους Ευρωπαϊκούς κανονισμούς,προκειμένου να χαρακτηρισθεί ένα ηφαιστειακό ή ιζηματογενές πέτρωμα σαν φυσική ποζολάνη προϋπόθεση αποτελεί να περιέχει δραστικό πυρίτιο άνω του 25%(ΕΝ 197-1). Δραστικό SiO2 θεωρείται αυτό που μπορεί να αντιδράσει με CaO και Η2Ο και να δώσει ενυδατωμένα προϊόντα της μορφής C-S-H, όπου C συμβολίζει CaO, Sτο SiO2 και H το H2O. Σαν φυσικές ποζολάνες θεωρούνται κυρίως πυριγενή ή ιζηματογενή πετρώματα τα οποία εκτός της άμορφης υαλώδους φάσης μπορεί να περιέχουν άμορφο SiO2 (opal-A), μίκρο- ή κρυπτοκρυσταλλικό SiO2 -που πλέον αναγνωρίζεται ως νανοκρυσταλλικό SiO2 (opal-CT)- και ορυκτά της οικογένειας των ζεολίθων. Αυτά είναι και τα ορυκτά που είναι κοινώς αποδεκτά ως οι κύριες πηγές δραστικού SiO2 το οποίο συνεισφέρει στην ανάπτυξη των αντοχών στα ποζολανικά τσιμέντα. Στην παρούσα εργασία εξετάσθηκε και ο ρόλος άλλων κοινών ορυκτών,που εμπεριέχονται στις ποζολάνες όπως χαλαζίας, άργιλοι και άστριοι. Τα παραπάνω ορυκτά θεωρούνται γενικώς ανενεργά και ως εκ τούτου η παρουσία τους δεν είναι επιθυμητή στα υλικά που πρόκειται να χρησιμοποιηθούν σανφυσικές ποζολάνες. Όπως, όμως προέκυψε από την παρούσα εργασία η πραγματικότητα σε ένα βαθμό διαφέρει με τον ρόλο τους στην ενυδάτωση και ανάπτυξη των αντοχών στα ποζολανικά τσιμέντα να είναι αμφιλεγόμενος όπως στην περίπτωση του χαλαζία.Η πειραματική διαδικασία της παρούσας διατριβής εστιάσθηκε σε τρεις άξονες: Στη συλλογή δειγμάτων από μία ευρεία γκάμα πετρωμάτων που περιελάμβανε όλες τις μέχρι σήμερα θεωρούμενες ποζολάνες καθώς και από πετρώματα που δε θεωρούνταν κλασσικές ποζολάνες.• Στον χαρακτηρισμό των παραπάνω δειγμάτων με έμφαση στη χημική και ορυκτολογική τους σύσταση. Επιπρόσθετα χρησιμοποιήθηκαν για την μελέτη τους και άλλες τεχνικές και μέθοδοι όπως οπτική και ηλεκτρονική μικροσκοπία, φασματοσκοπία υπερύθρου Φουριέ (FTIR/Fourrier TransformInfraRed), διαφορική θερμική ανάλυση (DTA/Differential Thermal Analysis)και Chapelle στοχεύοντας σε πληροφορίες και συμπεράσματα σχετικά με την δραστικότητά τους. Βασικό κριτήριο για την κατηγοριοποίηση και αξιολόγησή τους αποτέλεσε το δραστικό SiO2 το οποίο και προσδιορίστηκε σε όλα τα δείγματα.• Στην παραγωγή εργαστηριακών τσιμέντων με συνάλεση κλίνκερ, γύψου και ποζολάνης και την αξιολόγησή τους με βάση τις αντοχές 28 ημερών. Τα παραγόμενα τσιμέντα χωρίσθηκαν σε κατηγορίες ανάλογα με την κάθε ποζολάνη που χρησιμοποιήθηκε και στη συνέχεια έγινε μια απόπειρα εκτίμησης των αντοχών 28 ημερών με βάση το Blaine και το ποσοστό δραστικού πυριτίου της ποζολάνης. Παρόμοιες απόπειρες είχαν γίνει στο παρελθόν αλλά σε περιορισμένο αριθμό δειγμάτων που δεν είχαν λάβει υπόψιν τη διαφορετικότητα των ποζολανών και την αξιολόγηση του ποζολανικού τσιμέντου ανάλογα με τη χρησιμοποιημένη ποζολάνη. Έτσι παρατηρήθηκε διαφορετική συμπεριφορά των ποζολανικών τσιμέντων ανάλογα με την προέλευση του δραστικού SiO2 της ποζολάνης και προέκυψαν συγκεκριμένες σχέσεις μεταξύ αντοχής 28 ημερών και ειδικής επιφάνειας (cm2/gr)-ή Blaine όπως είναι γνωστή στη βιομηχανία τσιμέντου σε συνδυασμό με το δραστικό SiO2. Τα αποτελέσματα έδειξαν ικανοποιητική πρόβλεψη των αντοχών τα οποία θα μπορούσαν να βελτιωθούν αυξάνοντας τον αριθμό των χρησιμοποιούμενων παραμέτρων (π.χ. απαίτηση σε νερό,πήξη, κοκκομετρική κατανομή σε συγκεκριμένα κόσκινα, πορώδες κ.ά.).Συνοπτικά τα συμπεράσματα που προέκυψαν μπορούν να συνοψισθούν στα εξής: Μπορεί να γίνει μια προκαταρκτική εκτίμηση της δραστικότητας των ποζολανών βάσει της ποζολανικής οικογένειας στην οποία ανήκουν δίνοντας έμφαση στην ορυκτολογική τους σύσταση. Επιπλέον φάνηκε η έντονη επίδραση της γεωλογικής προέλευσης της ποζολάνης στις ιδιότητες των αντίστοιχων ποζολανικών τσιμέντων και επισημάνθηκε ο σημαντικός ρόλος που διαδραματίζει η γεωλογία στην αξιολόγηση των ποζολανικών υλικών. Η προκαταρκτική εκτίμηση της δραστικότητας προϋποθέτει σε πρώτη φάση την εκτίμηση του γεωλόγου ο οποίος θα μπορέσει να χαρακτηρίσει τα υλικά/πετρώματα μακροσκοπικά και στη συνέχεια να επιλέξει αυτά που φαίνεται να έχουν τις υψηλότερες δυνατότητες. Στη συνέχεια, με βάση τη χημική και κυρίως ορυκτολογική ανάλυση μπορούν να εξαχθούν κάποια συμπεράσματα και πιθανές/αναμενόμενες τιμές δραστικού SiO2 ώστε να γίνει μια ακριβέστερη επιλογή των επιθυμητών υλικών. Σημαντικό ρόλο καλείται να παίξει και η οπτική μικροσκοπία η οποία μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες για την ποιότητα του υπό εξέταση υλικού αλλά υστερεί στην ποσοτικοποίηση των αποτελεσμάτων. Το ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM/Scanning Electron Microscope) μπορεί να δώσει σημαντικές πληροφορίες για τη φύση των δραστικών (π.χ. διατόμων) καθώς και για το μέγεθος των μικροοργανισμών και το βαθμό εξαλλοίωσής τους. Έτσι για παράδειγμα, δύο πετρώματα τα οποία περιέχουν το ίδιο (ή παρόμοιο) ποσοστό δραστικού SiO2 και ανήκουν στην κατηγορία των διατομιτών, μπορεί να έχουν διαφορετική συμπεριφορά όταν χρησιμοποιηθούν για την παραγωγή τσιμέντου και σκυροδέματος, ανάλογα με το αν είναι ολόκληρα, θραύσματα ή μίγματα αυτών και επιπλέον αν περιέχουν άλλες μορφές πυριτικών ορυκτών. Αυτό μπορεί να παίξει σημαντικό ρόλο στην ανάπτυξη όχι μόνο του μικροπορώδους αλλά και των αντοχών του τελικού προϊόντος λόγο της σημαντικής επίδρασης που θα έχουν στην ειδική επιφάνεια (Blaine). Επιπλέον η δυνατότητα μικροανάλυσης του ηλεκτρονικού μικροσκοπίου συνιστά ένα σημαντικό εργαλείο για τον χαρακτηρισμό των διαφόρων ορυκτών και τον προσδιορισμό της χημικής σύστασης της άμορφης φάσης, παράμετρο που επηρεάζει σημαντικά την ποζολανική δραστικότητα. Η διαφορική θερμική ανάλυση (DTA/Differential Thermal Analysis) μπορεί να χρησιμοποιηθεί για να προσδιορίσει δραστικά και μη ορυκτά και φάσεις(π.χ. οπάλιο, ανθρακικά, χαλαζία, αργίλους, ύαλο, κ.α.) καθώς και να δώσει πληροφορίες για τον ποσοτικό, ανάλογα με την περίπτωση, χαρακτηρισμό των υλικών. Από την σύγκριση των διαγραμμάτων τους προέκυψε ότι η κάθε ποζολανική οικογένεια έχει ένα χαρακτηριστικό «αποτύπωμα» το οποίο μπορεί να χρησιμοποιηθεί για την αξιολόγησή τους. H φασματοσκοπία υπερύθρου με Fourrier (FTIR) είναι ταχύτατη, δεν απαιτεί χρονοβόρο προετοιμασία πλην της σχολαστικής άλεσης του δείγματος και φαίνεται ότι σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να δώσει μια πρώτη εικόνα της δραστικότητας της ποζολάνης που συνοδεύεται όμως από τους περιορισμούς που αναλύονται στο αντίστοιχο κεφάλαιο και σχετίζονται κυρίως με αλληλοκαλύψεις κορυφών. Συνεπώς μία περισσότερο διευρυμένη και εις βάθος έρευνα απαιτείται που θα περιλαμβάνει επαρκή αριθμό δειγμάτων από όλες τις ποζολανικές ομάδες και θα κάνει χρήση, αν είναι δυνατόν, περισσότερο τεχνολογικά προηγμένων τεχνικών (π.χ. NMR) που θα μπορούσαν να συνδυασθούν με την συγκεκριμένη. Ιδιαίτερα χρήσιμη θα ήταν η επέκταση της έρευνας σε ενυδατωμένα προϊόντα τσιμέντου σε μία απόπειρα να συσχετισθούν τα αποτελέσματα των διαφόρων τεχνικών μεταξύ τους και ιδιαίτερα με αυτά της φασματομετρίας FTIR. Οσον αφορά το χαλαζία, ο οποίος αποτελεί σημαντικό τμήμα του στερεού φλοιού της γης και ως εκ τούτου εμπεριέχεται στα περισσότερα πετρώματα, βρέθηκε ότι: Σημαντικό ρόλο στην ενεργοποίηση του χαλαζιακού SiO2 παίζει η κοκκομετρία του. Συγκεκριμένα, χαλαζίας με μεγάλο μέγεθος κόκκων είναι γενικά ανενεργός ή εξαιρετικά χαμηλής δραστικότητας. Αντίθετα, όσο μειώνεται το μέγεθος των κόκκων, τόσο η δραστικότητα αυξάνει. Αυτό έρχεται σε συμφωνία με τα αποτελέσματα παλαιότερων μελετών όπου σαν κρίσιμο μέγεθος είχε προσδιορισθεί η περιοχή των 10-12μm. Περαιτέρω μείωση του μεγέθους των κόκκων δεν φαίνεται να βελτιώνει σημαντικά τη δραστικότητα του κρυσταλλικού SiO2. Σημαντικό ρόλο παίζει και η κρυσταλλικότητα του χαλαζία που περιέχεται στο πέτρωμα και η οποία συνήθως παραβλέπεται. Σε αυτή την περίπτωση κρυσταλλικό SiO2 που ορυκτολογικά είναι a-quartz μπορεί να δώσει σημαντικά ποσοστά δραστικού αν είναι σε κρυπτο- ή μικροκρυσταλλική μορφή (νανοκρυσταλλικός χαλαζίας) ανάλογα με το πως έχει σχηματισθεί στην φύση. Ο μικροκρυσταλλικός χαλαζίας περιλαμβάνει ποικιλίες που αποτελούνται από πολύ μικρούς κρυστάλλους οπτικά διακριτούς με την βοήθεια του οπτικού μικροσκοπίου ενώ η δομή του κρυπτοκρυσταλλικού δεν είναι διακριτή με το οπτικό μικροσκόπιο. Μία ποζολάνη ή κάποιο υπό εξέταση πέτρωμα που φαίνεται να αποτελείται σε μεγάλο βαθμό από κρυσταλλικό SiO2 και κανονικά θα έπρεπε να απορριφθεί, είναι σημαντικό να διερευνηθεί και να χαρακτηρισθεί περαιτέρω προκειμένου να ελεγχθεί η κρυσταλλικότητα και δραστικότητά του. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τη διεύρυνση του εύρους των πετρωμάτων που μπορούν να χρησιμοποιηθούν σαν ποζολάνες καθώς και την αξιοποίηση απορρίψεων που θα παρέμεναν ανεκμετάλλευτες, μειώνοντας έτσι το συνολικό κόστος του υλικού και βελτιώνοντας το περιβάλλον. Μέχρι σήμερα οι εταιρείες που παράγουν τσιμέντο βασίζουν την αξιολόγηση των φυσικών ποζολανών που χρησιμοποιούν – ή διερευνούν προς χρήση- στο ποσοστό δραστικού SiO2 που περιέχουν και το οποίο προσδιορίζεται με συγκεκριμένη χημική μέθοδο η οποία είναι αρκετά χρονοβόρος και επίπονη. Από την παρούσα μελέτη προέκυψαν τα εξής συμπεράσματα σχετικά με το δραστικό SiO2 τα οποία μπορεί να βοηθήσουν στην επιλογή υψηλότερης ποιότητας ποζολάνης και να επιταχύνουν την διαδικασία αξιολόγησης των φυσικών ποζολανών. Επιπλέον τα αποτελέσματα των δοκιμών σε εργαστηριακά ποζολανικά τσιμέντα έδειξαν ότι η αξιολόγηση των ποζολανών για χρήση στο τσιμέντο απαιτεί επιπλέον ελέγχους πέραν του μέχρι σήμερα κριτηρίου απαιτούμενου ελάχιστου ποσοστού δραστικού SiO2 25%. Το ποσοστό δραστικού SiO2 από μόνο του (όπως αυτό αναφέρεται στον ΕΝ197-1) δεν μπορεί να αποδώσει την πλήρη εικόνα της δραστικότητας μίας ποζολάνης και συνεπώς δεν επαρκεί για την αξιολόγηση του υλικού σα νποζολάνη και την χρήση του στο τσιμέντο. Oπως φάνηκε στην πράξη και στην παρούσα εργασία, φυσικές ποζολάνες με παρόμοια ποσοστά δραστικού SiO2 μπορεί να δώσουν διαφορετικά αποτελέσματα αν χρησιμοποιηθούν σαν πρόσθετα στο τσιμέντο. Για τον πληρέστερη αξιολόγηση των ποζολανικών υλικών είναι απαραίτητος τουλάχιστον ο πλήρης χαρακτηρισμός τους με έμφαση στη χημική και κυρίως ορυκτολογική τους σύσταση. Αυτό φάνηκε και από τις συσχετίσεις του δραστικού SiO2 με τα αποτελέσματα των χημικών και ορυκτολογικών αναλύσεων οι οποίες διέφεραν ανά κατηγορία ποζολάνης και προέκυψαν βελτιωμένες σε σχέση με τις συσχετίσεις που προέκυψαν λαμβάνοντας υπόψιν το σύνολο των δειγμάτων. Επιπλέον κρίνεται απαραίτητη η παραγωγή εργαστηριακών τσιμέντων με την συμμετοχή των υπό αξιολόγηση ποζολανικών υλικών προκειμένου να αξιολογηθεί η ποιότητα της ποζολάνης και στην πράξη. Το δραστικό SiO2 που προέρχεται από ποζολάνες βιογενούς προελεύσεως φαίνεται ότι είναι δραστικότερο των υπολοίπων. Οι πρώτες όμως χαρακτηρίζονται από μεγαλύτερη ευκολία στην άλεση από τις υπόλοιπες με αποτέλεσμα να προσδίδουν αυξημένη ειδική επιφάνεια στα αντίστοιχα τσιμέντα η οποία επηρεάζει θετικά τις αντοχές και κυρίως τις πρώιμες. Από την άλλη όμως, η αυξημένη ειδική επιφάνεια των παραγόμενων τσιμέντων αυξάνει την απαίτηση σε νερό με αποτέλεσμα την χρήση ρευστοποιητή προκειμένου να αποφευχθεί επιπλέον προσθήκη νερού το οποίο έχει αρνητική επίπτωση στις αντοχές. Η σύγκριση των αποτελεσμάτων της μεθόδου Chapelle και του δραστικούSiO2 έδειξε ικανοποιητική αλλά όχι απόλυτη συσχέτιση μεταξύ των αποτελεσμάτων τους. Βελτίωση της συσχέτισης των αποτελεσμάτων των δύο μεθόδων παρατηρήθηκε μεταξύ ομοειδών ποζολανών οπότε σε κάθε περίπτωση φάνηκε ότι η γεωλογική προέλευσή τους διαδραματίζει σημαντικό ρόλο στην δραστικότητα των ποζολανών. Μπορεί να γίνει μια προκαταρκτική εκτίμηση των αντοχών 28 ημερών με βάση το δραστικό SiO2 της ποζολάνης και την ειδική επιφάνεια των παραγόμενων τσιμέντων. Απαραίτητη προϋπόθεση αποτελεί ο χαρακτηρισμός του υλικού και η κατηγοριοποίηση του στην ανάλογη ποζολανική οικογένεια. Συμμετοχή και άλλων παραμέτρων όπως απαίτηση σε νερό, χρόνος πήξης, πρώιμες αντοχές και κάποια χαρακτηριστικά των μικροδομών στα πρώιμα στάδια της ενυδάτωσης θα μπορούσαν να βελτιώσουν ακόμη περισσότερο τα αποτελέσματα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Τhe aim of the present investigation was to determine the effect of biogenic silica and igneous rocks on the strength development of cement and to compare the characteristics of the reactive silica originating from different sources with respect to the various rock formations. According to European regulations, the amount of reactive silica in a raw material evaluated as pozzolana should exceed 25% of its mass. Natural pozzolanas include those igneous or sedimentary rocks that besides the amorphous, glassy phase might contain amorphous silica (opal-A), opal CT occurring as nanocrystalline silica and minerals of the zeolite family. These are the minerals that are generally accepted as the main sources of reactive silica that plays a considerable role in the strength development of pozzolanic cements. Ιn the present study the role and importance of the most common minerals comprising part of the pozzolanic rocks such as clays, quartz and feldspars was evaluated. These minerals are consid ...
Τhe aim of the present investigation was to determine the effect of biogenic silica and igneous rocks on the strength development of cement and to compare the characteristics of the reactive silica originating from different sources with respect to the various rock formations. According to European regulations, the amount of reactive silica in a raw material evaluated as pozzolana should exceed 25% of its mass. Natural pozzolanas include those igneous or sedimentary rocks that besides the amorphous, glassy phase might contain amorphous silica (opal-A), opal CT occurring as nanocrystalline silica and minerals of the zeolite family. These are the minerals that are generally accepted as the main sources of reactive silica that plays a considerable role in the strength development of pozzolanic cements. Ιn the present study the role and importance of the most common minerals comprising part of the pozzolanic rocks such as clays, quartz and feldspars was evaluated. These minerals are considered non-reactive in general, therefor etheir presence in raw materials intended for use as pozzolanic additives is not desired. Nevertheless, as inferred by the present study, that assumption might not be entirely true with their role in the overall strength development during hydration of pozzolanic cements being the least to say ambiguous, as the issue of quartz indicated.The experimental procedure followed in the present investigation was focused on the following three issues:• Collection and examination of samples from a wide range of rock formations including all of those considered as pozzolanas together with samples from formations other than those of the typical pozzolanas.• Characterization of all the above mentioned samples focusing on their chemical and mineralogical composition. Additional techniques, methods and instruments such as optical and scanning electron microscopy, FTIR, DTA and Chapelle were implemented for the evaluation of their reactivity. Emphasis was given to the determination and evaluation of the reactive silica (measured according to EN 197-1) that was determined in all materials.• Production of laboratory cements by cogrinding clinker, gypsum and pozzolana and their evaluation based on late strength. The produced cements were divided into categories according to the kind of pozzolanas implemented in their production and the late strength (28-day) was estimated with the help of specific surface and reactive SiO2 content of pozzolana. This approach had been tried out in the past but it had not taken into consideration the different nature of each pozzolana in order to evaluate the cement according to the implemented pozzolana. Therefore, differences in the behaviour of pozzolanic cements could be attributed to the distinctive origin of reactive SiO2 which, along with specific surface, could relate late strength to these two aforementioned parameters. As concluded in the presentin vestigation, the results showed a satisfactory prediction of late strength that could possibly improve by implementation of additional parameters (e.g. water demand,setting time, grain size distribution, etc.). In conclusion, the main outcomes of the present investigation could be summarized as follows:• A preliminary assessment of the pozzolanic reactivity, according to the pozzolanic family that a raw material belongs with emphasis on its mineralogical composition, ispossible. The effect of the geological origin of the pozzolanas on the properties of the respective cements was evident emphasizing the important role that geology plays in the evaluation of pozzolanic materials.• The preliminary evaluation of pozzolanic reactivity requires first of all the geologist assessment who has to characterize the rock formations that the samples were originated from and to choose those seeming promising. Following that and taking the chemical and mineralogical analyses into consideration some conclusions and probable/expected values of reactive silica could be inferred leading to those candidates with the most favourable characteristics.• Optical microscopy comes to play an important role in the overall quality of the examined materials but it lacks the potential for quantification of the observed parameters.• Scanning electron microscope could provide important information regarding the nature and origin of reactive silica (e.g. diatoms), the individual size of the particles and the degree of diagenesis. Therefore, two diatomite rocks of a different origin containing a similar amount of reactive silica might behave differently when used for the manufacturing of cement and concrete depending to their size, shape, purity and inclusions of other siliceous minerals. All of the above could significantly affect the development of the microporosity and the strength of the final product due to the great impact that could have on the specific surface. Furthermore, the microanalysis capability of the SEM constitutes a powerful tool that could be used for the identification of various crystal minerals and the determination of the chemical composition of the amorphous/glassy phases, a parameter that greatly affects pozzolanic reactivity.• Differential thermal analysis could be used to determine compounds that are inactive and to supply information regarding quality and quantity characteristics of the samples. As shown in the respective chapter, every pozzolana family could be characterized by a special ‘’footprint’’ that can be used for their evaluation.• FTIR spectroscopy is fast, does not require time consuming preparation of the sample besides fine grinding and could yield a preliminary assessment of pozzolanic reactivity with limitations analyzed in detail in the respective paragraph that mainly regard peak overlapping. Therefore, a more extensive and in depth research is required that could include a substantial number of samples covering the major pozzolanic groups and involve additional, if possible, advanced instrumentation (e.g.NMR). Furthermore, it could be quite helpful to extend that research into hydrated cementiteous products in an attempt to correlate the outcome of the implementation of the various techniques, especially to those of FTIR spectroscopy. Regarding quartz, that constitutes a large part of the rock formations on the earth surface, thus found in the majority of rocks, it was found that:• The grain size of the quartz contained in the ground pozzolana used for cement production plays an important role on its activation and reactivity. To be morespecific, quartz grains of large size are generally non-reactive and do not contributein the pozzolanic reaction. On the contrary, as the quartz grain size gets smaller its overall reactivity increases. That comes into terms with the results of previous reports where the quartz particle size in the 10-12 μm range was found critical for its reactivity. In addition, further decrease in the particle size did not seem to drastically improve the reactivity of the crystalline silica.• Another important parameter generally overlooked could be the degree of crystallinity of the quartz crystals contained in the pozzolanic rock. In that case,crystalline SiO2 mineralogically identified as a-quartz, could contribute considerableportion to reactive silica if it exists in the crypto- or microcrystalline form, depending on its forming process. Microcrystalline quartz includes varieties consisting of very small, optically distinguished by the optical microscope crystals, where as the structure of the cryptocrystalline silica is not visible by the same means.• A pozzolana or a rock formation assessed as pozzolana and consisting to a large degree by crystalline quartz -thus rejected due to its assumed in activity-requires amore careful scrutiny in order to evaluate its reactivity with respect to crystal size and form along with its reactivity. That could expand the range of rock formations considered as pozzolanas and as such exploit areas and quarry wastes that other wisewould be piled up having a considerable environmental impact, remain unexploited and increase the overall cost of the material. Presently, the evaluation of a raw material as pozzolana by the cement companies is based on its reactive SiO2 content, that is determined by a time-consuming wet chemical method. A number of outcomes from the present investigation might help in the selection of higher quality pozzolanas and make the process of pozzolana evaluation faster:• Evaluation of pozzolanas based exclusively on reactive SiO2 content is inadequate. The reactive SiO2 content as mentioned in the ΕΝ 197-1 cannot deliver the fullpotential of pozzolana reactivity and as such does not suffice for the evaluation of materials as pozzolanic additives for cement production. As shown in the presentstudy, natural pozzolanas with similar content of reactive SiO2 when added in the cement might have a different effect on its properties. To fully evaluate pozzolanic materials, chemical and mineralogical analyses should be carried out, as well,together with the production of laboratory cements. The need for additional testing resulted from the correlation between reactive SiO2 with the chemical and mineralogical analyses that differed for every pozzolanic group. Furthermore, correlations derived by each pozzolanic group were improved compared to those that resulted from the implementation of all pozzolanic materials (prior tocategorization). However, to fully evaluate natural pozzolanic materials, production of laboratory cements with the pozzolana under investigation should also be carried out.• Reactive SiO2 from pozzolanas of biogenic origin appears to be more reactive than that of the rest. However, the former are easier to grind than the latter resulting to cements with increased specific surface, which is factor positively affecting cement strength, especially the early one. Unfortunately, their higher specific surface increases water demand, thus increasing in turn the need for superplasticizers in order to minimize water addition that has a negative impact on strength. Comparison of test results between Chapelle and reactive SiO2 content showed satisfactory but not utter correlation. The results were improved when separate pozzolanic families were considered pointing out to the effect of geology on pozzolana reactivity.• Reactive SiO2 and specific surface could be used for an estimation of late strength (28-day) of the composite cements. Prior to that, characterization and categorization of the pozzolana being evaluated is required. Furthermore, in addition to reactive SiO2 and specific surface, a number of other parameters such as water demand, setting time, early strength (1- and 2-day) and specific microstructure characteristics during early hydration could improve the 28-day strength prediction.
περισσότερα