Περίληψη
Η διατριβή έχει ως αφετηρία την υπόθεση ότι υφίσταται μια συλλογική νοημοσύνη στην αρχιτεκτονική, δηλαδή η δυνατότητα να προκύπτουν μορφές εξαιρετικής αισθητικής και πολυπλοκότητας χωρίς αυτές να ελέγχονται από έναν και μόνο παράγοντα. Τέτοιες μορφές συναντάμε συχνά στη φύση αλλά και στην ανώνυμη αρχιτεκτονική. Πραγματεύεται τις σχέσεις μεταξύ αρχιτεκτόνων, φορέων και κοινού από τη στιγμή που αυτές συνιστούν αφ’ ενός μια πολιτική πράξη δημοκρατικής διαχείρισης του χώρου, μια διαδικασία εκπαιδευτική και συνεπώς μεταμορφωτική και αφ’ ετέρου μια αρχιτεκτονική πράξη με δημιουργική αξία και αισθητικές ποιότητες. Ως προς το πολιτικό σκέλος, ο σχεδιασμένος χώρος, ο οποίος συνήθως θεωρείται εκφραστής κοινωνικών σχέσεων, μελετάται μέσα από τη διαδικασία παραγωγής του ως δημιουργός κοινωνικών σχέσεων, καθώς χρησιμοποιεί δομές οι οποίες στοχεύουν στον άνθρωπο και στην εκπαίδευσή του στη δημοκρατία. Ως προς το αισθητικό σκέλος, αναζητείται η αξιοποίηση της συλλογικής νοημοσύνης με αισθητικά κ ...
Η διατριβή έχει ως αφετηρία την υπόθεση ότι υφίσταται μια συλλογική νοημοσύνη στην αρχιτεκτονική, δηλαδή η δυνατότητα να προκύπτουν μορφές εξαιρετικής αισθητικής και πολυπλοκότητας χωρίς αυτές να ελέγχονται από έναν και μόνο παράγοντα. Τέτοιες μορφές συναντάμε συχνά στη φύση αλλά και στην ανώνυμη αρχιτεκτονική. Πραγματεύεται τις σχέσεις μεταξύ αρχιτεκτόνων, φορέων και κοινού από τη στιγμή που αυτές συνιστούν αφ’ ενός μια πολιτική πράξη δημοκρατικής διαχείρισης του χώρου, μια διαδικασία εκπαιδευτική και συνεπώς μεταμορφωτική και αφ’ ετέρου μια αρχιτεκτονική πράξη με δημιουργική αξία και αισθητικές ποιότητες. Ως προς το πολιτικό σκέλος, ο σχεδιασμένος χώρος, ο οποίος συνήθως θεωρείται εκφραστής κοινωνικών σχέσεων, μελετάται μέσα από τη διαδικασία παραγωγής του ως δημιουργός κοινωνικών σχέσεων, καθώς χρησιμοποιεί δομές οι οποίες στοχεύουν στον άνθρωπο και στην εκπαίδευσή του στη δημοκρατία. Ως προς το αισθητικό σκέλος, αναζητείται η αξιοποίηση της συλλογικής νοημοσύνης με αισθητικά κριτήρια, καθώς και ο νέος ρόλος για τον αρχιτέκτονα – δημιουργό στη συνθήκη αυτή, όπου ισορροπούν ο περιορισμός των εξουσιών του και η ταυτόχρονη διαφύλαξη της δημιουργικής του υπόστασης. Θεωρώντας την διαλογική διαδικασία ως κρίσιμη, η έρευνα εστιάζει στην επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών και συνήθως ανισοβαρών μερών που λαμβάνουν μέρος σε αυτήν και διακρίνει τρία επικοινωνιακά εργαλεία: Το παιχνίδι που αποσκοπεί στη συλλογική ενέργεια, το σύστημα που αποσκοπεί στην ατομική ενέργεια σε συλλογικό πλαίσιο και τέλος στη σωματική (somatics) που αποσκοπεί στη βιωματική πρόσληψη χωρικών ποιοτήτων σε μια συνθήκη όπου δεν εμπλέκονται το πολιτιστικό και κοινωνικό υπόβαθρο των συμμετεχόντων. Η διατριβή στοχεύει στην συγκέντρωση και συστηματοποίηση της θεωρίας και πρακτικής για το συμμετοχικό σχεδιασμό στο πεδίο της αρχιτεκτονικής, με σκοπό τη δημιουργία ενός πλαισίου για την ανάπτυξη σύγχρονων εργαλείων συλλογικής αρχιτεκτονικής δημιουργίας και διαχείρισης του χώρου. Δομείται σε τρία κεφάλαια:Στο πρώτο κεφάλαιο συγκροτείται μια γενεαλογία του αρχιτεκτονικού συμμετοχικού σχεδιασμού. Οι πολιτικές του ρίζες εντοπίζονται στο διαφωτισμό και στις αποκαλούμενες «κλασσικές» θεωρίες της δημοκρατίας όπως αυτές εκφράστηκαν στον «συντεχνιακό σοσιαλισμό» του G.D.H. Cole. Η κηπούπολη, όπως αυτή αρχικά υλοποιήθηκε δανειζόμενη στοιχεία από το συνεταιριστικό κίνημα, φέρει τις αρχές της συμμετοχικής αρχιτεκτονικής, τα χαρακτηριστικά της οποίας διατηρούνται σε λανθάνουσα μορφή μέσω του τύπου της συλλογικής κατοικίας στο μοντερνισμό. Με άξονα τις θεματικές της ανώνυμης αρχιτεκτονικής και της έννοιας του «μεγάλου αριθμού», του «ανοικτού σχεδιασμού» και της αισθητικής του «συνηθισμένου» μελετάται ο ύστερος μοντερνισμός μέσω του Team 10. Ξεχωρίζουν τρία πρωτότυπα συμμετοχικού σχεδιασμού: Το Byker στο Newcastle του Ralph Erskine (1968-1981), το Villagio Matteotti στο Τerni του Giancarlo De Carlo (1969- 1974) και το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου των Κανδύλη/Josic/Woods (1962-1970). Στο δεύτερο κεφάλαιο αναλύεται η διαλογική διαδικασία του αρχιτεκτονικού συμμετοχικού σχεδιασμού τόσο ως προς το «έλλογο» μέρος της, τα στοιχεία της δηλαδή που θεωρούνται «αντικειμενικά» όσο και ως προς το δημιουργικό της μέρος.Το τρίτο κεφάλαιο εστιάζει στα τρία επικοινωνιακά εργαλεία. Εξετάζονται διαφορετικά είδη παιχνιδιού καθώς και η αναλογία του παιχνιδιού για τη διερεύνηση των μηχανισμών του δομημένου περιβάλλοντος από το J.N. Habraken. Το σύστημα εξετάζεται ως μέθοδος σύλληψης κυρίως μέσα από τα διαγράμματα (μοτίβα) του C. Alexander, αλλά και ως μέθοδος κατασκευής με μια αξιολόγηση από τα πιο «κλειστά» στα περισσότερο «ανοικτά» συστήματα. Η σωματική εξετάζεται μέσα από τη έννοια της απτικής και διαισθητικής γνώσης: η πρώτη αφορά στην εμβύθιση, επέκταση και ενσωμάτωση στοιχείων του περιβάλλοντος, και η δεύτερη στη βιωματική κατασκευαστική εμπειρία.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This research is based on the hypothesis that there exists a collective intelligence in architecture, the possibility of emergence of complex and new forms, without them being controlled by a single agent. Such forms are often met in nature and vernacular architecture. The research deals with the relations between architects, institutions and public from the moment these relations constitute both a political act of democratic management of space -an educative and transformative process- and a an act of architecture with creative value and aesthetic qualities. Regarding the political part, designed space, commonly viewed as the field of expression of social relations, is for the purposes of this research viewed as a creator of such relations as it uses structures aiming at individuals and their education in democracy. Regarding the aesthetic part, the use of collective intelligence with aesthetic criteria is investigated, as well as a new professional role for the architect, one ...
This research is based on the hypothesis that there exists a collective intelligence in architecture, the possibility of emergence of complex and new forms, without them being controlled by a single agent. Such forms are often met in nature and vernacular architecture. The research deals with the relations between architects, institutions and public from the moment these relations constitute both a political act of democratic management of space -an educative and transformative process- and a an act of architecture with creative value and aesthetic qualities. Regarding the political part, designed space, commonly viewed as the field of expression of social relations, is for the purposes of this research viewed as a creator of such relations as it uses structures aiming at individuals and their education in democracy. Regarding the aesthetic part, the use of collective intelligence with aesthetic criteria is investigated, as well as a new professional role for the architect, one that balances between the limitation of his authority and the preservation of his creative substance. Regarding the dialectic process of participatory design as one of primary importance, the research focuses on the communication between the different agents participating and distinguishes three communication tools: Gaming, which aims at collective action, systems, aiming at individual action within a collective framework and somatics, aiming at the experiential reception of various spatial qualities, in a condition where the cultural and social background of the participants is not involved. The research is a collection and systematization of the theory and practice of participatory design in the discipline of architecture, aiming at the creation of a framework for the development of contemporary tools of collective architectural creation and space management. It is structured in three main chapters:In the first chapter a genealogy of architectural participatory design is constructed. Its political roots are traced in the enlightment period and the so called “classical” democratic theories as they were expressed through the “guild socialism” of G.D.H. Cole. The garden city movement as it was first materialized borrowing elements from tenant co partnership and associations movement, carries the principles of participatory architecture. These principles are kept in a latent state through the building type of collective housing during modernism. Based on the themes of anonymous architecture, “building for the greater number”, “open design” and the aesthetics of the “ordinary” late modernism as expressed through Team 10 is regarded as a laboratory of participatory design. Three prototypes emerge: Byker in Newcastle by Ralph Erskine (1968-1981), Villagio Matteotti in Terni by Giancarlo De Carlo (1969-1974) and Berlin Free University by Candilis/Josic/Woods (1962-1970). In the second chapter, the dialectic process is analyzed as to its conditions and characteristics both towards its “objective” and “subjective” (creative) part. Finally, the third chapter focuses on the three communication tools. Different gaming genres are investigated as well as the analogy of gaming in order to interpret the underlying mechanisms of the built environment by J.N. Habraken. Systems are researched both as concepts through the diagrams (patterns) of C. Alexander and as construction methods by their categorization in terms of their “closeness” or “openness”. Somatics are researched through the notions of haptic and intuitive knowledge: the first regards immersion, expansion and embodiment of the environment and the second the transformation of matter through craft.
περισσότερα