Περίληψη
Τα θαλάσσια αγγειόσπερμα παρέχουν πληθώρα οικοσυστημικών υπηρεσιών (ecosystem services) προς το θαλάσσιο περιβάλλον με αποτέλεσμα να αποτελούν σημαντικό στοιχείο των υδατικών οικοσυστημάτων. Λόγω της ευαισθησίας τους στις περιβαλλοντικές διαταραχές και της ευρείας κατανομής τους στην παράκτια ζώνη, τα θαλάσσια αγγειόσπερμα θεωρούνται χρήσιμοι βιοδείκτες της οικολογικής κατάστασης των παράκτιων υδάτων. Στη Μεσόγειο, το ενδημικό είδος Posidonia oceanica αποτελεί το κυρίαρχο θαλάσσιο αγγειόσπερμο και οι λειμώνες του θεωρούνται ως ένα από τα σημαντικότερα ενδιαιτήματα των παράκτιων υδάτων. Ωστόσο, ο σπουδαίος οικολογικός ρόλος των λειμώνων του είδους P. oceanica απειλείται από τις ποικίλες ανθρώπινες δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην παράκτια ζώνη, οι οποίες ανάλογα με την έντασή τους αποτελούν σημαντικές πηγές περιβαλλοντικής επιβάρυνσης (ανθρωπογενείς πιέσεις).Η προστασία του είδους P. oceanica αποτελεί αντικείμενο Διεθνών Συμβάσεων (Σύμβαση της Βαρκελώνης 1976 και Σύμβαση της Βέρνης ...
Τα θαλάσσια αγγειόσπερμα παρέχουν πληθώρα οικοσυστημικών υπηρεσιών (ecosystem services) προς το θαλάσσιο περιβάλλον με αποτέλεσμα να αποτελούν σημαντικό στοιχείο των υδατικών οικοσυστημάτων. Λόγω της ευαισθησίας τους στις περιβαλλοντικές διαταραχές και της ευρείας κατανομής τους στην παράκτια ζώνη, τα θαλάσσια αγγειόσπερμα θεωρούνται χρήσιμοι βιοδείκτες της οικολογικής κατάστασης των παράκτιων υδάτων. Στη Μεσόγειο, το ενδημικό είδος Posidonia oceanica αποτελεί το κυρίαρχο θαλάσσιο αγγειόσπερμο και οι λειμώνες του θεωρούνται ως ένα από τα σημαντικότερα ενδιαιτήματα των παράκτιων υδάτων. Ωστόσο, ο σπουδαίος οικολογικός ρόλος των λειμώνων του είδους P. oceanica απειλείται από τις ποικίλες ανθρώπινες δραστηριότητες που αναπτύσσονται στην παράκτια ζώνη, οι οποίες ανάλογα με την έντασή τους αποτελούν σημαντικές πηγές περιβαλλοντικής επιβάρυνσης (ανθρωπογενείς πιέσεις).Η προστασία του είδους P. oceanica αποτελεί αντικείμενο Διεθνών Συμβάσεων (Σύμβαση της Βαρκελώνης 1976 και Σύμβαση της Βέρνης 1979), και ευρωπαϊκών Οδηγιών (Οδηγία των Οικοτόπων 92/43/ΕΟΚ). Η αξία μάλιστα του είδους P. oceanica ως βιοδείκτη της οικολογικής κατάστασης των παράκτιων υδάτων έχει αναγνωριστεί και υιοθετηθεί από την Οδηγία Πλαίσιο για τα Ύδατα (2000/60/ΕΚ) και την Οδηγία Πλαίσιο για τη Θαλάσσια Στρατηγική (2008/56/ΕΚ). Στην Οδηγία των Οικοτόπων (92/43/ΕΟΚ) οι λειμώνες προσδιορίζονται ως τύπος οικοτόπου προτεραιότητας όπου για την προστασία και τη διατήρησή τους έχουν προταθεί κατάλληλα μέτρα διαχείρισης των παράκτιων υδατικών συστημάτων. Κρίσιμο σημείο για την επιτυχία των μέτρων διαχείρισης αποτελεί η λεπτομερής γνώση των δομικών και λειτουργικών χαρακτηριστικών των λειμώνων και η συστηματική παρακολούθησή τους (monitoring). Η παρακολούθηση της οικολογικής κατάστασης των λειμώνων του είδους P. oceanica με στόχο την αξιολόγηση της κατάστασης του θαλάσσιου περιβάλλοντος υιοθετήθηκε για πρώτη φορά στα πλαίσια της WFD (2000/60/ΕΚ). Συγκεκριμένα, οι λειμώνες του αγγειοσπέρμου P. oceanica αποτελούν στοιχείο του φυτοβένθους, το οποίο είναι ένα από τα βιολογικά στοιχεία ποιότητας (ΒΣΠ) που έχουν προσδιοριστεί στα πλαίσια της WFD. Τα ΒΣΠ θεωρούνται κατάλληλα για την αξιολόγηση της οικολογικής ποιότητας (=συνολική έκφραση της δομής και της λειτουργίας των βιοκοινωνιών και του οικοσυστήματος) των παράκτιων υδάτινων σωμάτων (ΥΣ = βασική μονάδα διαχείρισης της λεκάνης απορροής με σχετικώς ομοιόμορφα οικολογικά χαρακτηριστικά). Για την αξιολόγηση της οικολογικής κατάστασης των ΥΣ απαιτείται ο ορισμός των συνθηκών αναφοράς (ΣΑ), οι οποίες περιγράφουν τις συνθήκες εκείνες που υφίστανται σε ένα πρακτικά αδιατάρακτο οικοσύστημα (με παρουσία ελάχιστων ανθρωπογενών πιέσεων). Η οικολογική κατάσταση των ΥΣ ταξινομείται με μία σειρά πέντε κλάσεων ποιότητας: Υψηλή, Καλή, Μέτρια, Ελλιπής, Κακή, οι οποίες αποσκοπούν στην περιγραφή της ανθρώπινης επίδρασης στις βιοκοινωνίες του υδάτινου περιβάλλοντος. Η κλάση της «Υψηλής» ποιότητας αντιστοιχεί στις ΣΑ, ενώ οι υπόλοιπες κλάσεις αντιπροσωπεύουν μικρότερες ή μεγαλύτερες αποκλίσεις από αυτήν. Οι μελέτες με αντικείμενο τους λειμώνες του αγγειοσπέρμου P. oceanica στις ελληνικές θάλασσες είναι περιορισμένες και αποσπασματικές, με αποτέλεσμα να παρατηρείται σημαντικό κενό γνώσης. Η παρούσα διατριβή έχει ως κύριο σκοπό να καλύψει σε σημαντικό βαθμό αυτό το κενό γνώσης διερευνώντας μια σειρά από ερωτήματα όπως: i) ποιά είναι τα κύρια χαρακτηριστικά των λειμώνων του είδους P. oceanica στις ελληνικές θάλασσες, ii) ποιές είναι οι ΣΑ για τους λειμώνες του είδους P. oceanica στις ελληνικές θάλασσες, iii) ποιά είναι η αποτελεσματικότητα ορισμένων εκ των βιοτικών δεικτών, που έχουν αναπτυχθεί για το είδος P. oceanica, ως προς την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των ΥΣ, και iv) σε ποιο βαθμό κρίνεται αναγκαία η δημιουργία νέου βιοτικού δείκτη για τις ανάγκες εφαρμογής του ευρωπαϊκού νομικού πλαισίου σε εθνικό επίπεδο. Η επιλογή των θέσεων μελέτης πραγματοποιήθηκε βάσει κυρίως της αντιπροσωπευτικής γεωγραφικής χωροθέτησής τους (δηλ. επιλέχθηκαν θέσεις μελέτης τόσο σε ηπειρωτικές, όσο και νησιωτικές περιοχές των θαλάσσιων υποπεριοχών του Ιονίου, του Β. Αιγαίου, και του Ν. Αιγαίου) και του επιπέδου διατήρησης της φυσικότητας της ευρύτερης περιοχής (απουσία αστικού και βιομηχανοποιημένου περιβάλλοντος και ταυτόχρονη παρουσία κυρίως φυσικού περιβάλλοντος). Συνολικά, επελέγησαν 57 θέσεις μελέτης καταλλήλως κατανεμημένες σε όλες τις υποπεριοχές των ελληνικών θαλασσών (Ιόνιο, Β. Αιγαίο, Ν. Αιγαίο), ενώ μέρος αυτών (8 θέσεις μελέτης) επελέγησαν για τη στοχευμένη μελέτη του Σαρωνικού Κόλπου. Σε κάθε θέση μελέτης η συλλογή δεδομένων και η δειγματοληψία (φυτοληψία) διεξήχθη άπαξ κατά τους θερινούς μήνες των ετών 2013-2015. Η συλλογή δεδομένων πραγματοποιήθηκε με αυτόνομη κατάδυση σε δύο διαφορετικά βάθη: στο μέσο βάθος των -15m και στο κατώτερο (βαθύτερο) όριο εξάπλωσης του λειμώνα. Στη μελέτη της περίπτωσης του Σαρωνικού Κόλπου πραγματοποιήθηκε επίσης εκτίμηση του βαθμού της χωρικής διακύμανσης των χαρακτηριστικών των λειμώνων μέσω ενός ιεραρχικού σχεδίου δειγματοληψίας με χρήση τεσσάρων διαφορετικών χωρικών κλιμάκων. Συνολικά, μελετήθηκαν 28 παράμετροι (μετρικές) οι οποίες ερμηνεύουν και ποσοτικοποιούν πλήθος χαρακτηριστικών των λειμώνων. Ο σκοπός της εξέτασης των επιλεγέντων μετρικών ήταν να περιγραφούν τα κύρια χαρακτηριστικά των λειμώνων (π.χ. δημογραφικά, δομικά, και μορφολογικά χαρακτηριστικά), αλλά και το πώς αυτά διαμορφώνονται ανάλογα με τη γεωγραφική θέση όπου αναπτύσσονται οι λειμώνες (π.χ. διαφορετικές θαλάσσιες ενότητες, νησιωτική ή ηπειρωτική περιοχή), και τις επικρατούσες περιβαλλοντικές συνθήκες (π.χ. θολερότητας και υδροδυναμισμού). Οι επιλεγείσες μετρικές ανήκουν σε πέντε διαφορετικά βιολογικά επίπεδα οργάνωσης (πληθυσμός, μορφολογία, φυσιολογία, ρύπανση και βιοκοινωνία). Με εξαίρεση τις μετρικές των επιπέδων φυσιολογίας και ρύπανσης οι οποίες μελετήθηκαν μόνο στην περίπτωση του Σαρωνικού Κόλπου, οι υπόλοιπες μετρικές εξετάστηκαν στο σύνολο των θέσεων μελέτης. Η συλλογή δεδομένων για τις πληθυσμιακές μετρικές πραγματοποιήθηκε in situ με την εφαρμογή μεθόδων μη-καταστρεπτικής δειγματοληψίας. Ωστόσο, για τη διερεύνηση των υπόλοιπων μετρικών (μορφολογίας, φυσιολογίας, ρύπανσης και βιοκοινωνίας), πραγματοποιήθηκε συλλογή βλαστών (φυτοληψία) και περαιτέρω ανάλυση αυτών στο εργαστήριο. Βάσει των συλλεγέντων δεδομένων στην παρούσα διατριβή επιχειρήθηκε για πρώτη φορά προσδιορισμός των ΣΑ για τους λειμώνες του είδους P. oceanica στις ελληνικές θάλασσες. Συγκεκριμένα, διερευνήθηκε η περίπτωση του προσδιορισμού των ΣΑ μέσω της δημιουργίας ενός δικτύου αναφοράς (reference network), δηλ. επιχειρήθηκε η χρήση δεδομένων από ένα δίκτυο περιοχών χωρίς διαταραχές ή με πολύ μικρή διαταραχή. Παράλληλα, εξετάστηκε και η περίπτωση του ορισμού διαφορετικών ΣΑ στις τρεις υποπεριοχές (Ιόνιο, Β. Αιγαίο, Ν. Αιγαίο). Ο τελικός προσδιορισμός των ΣΑ υλοποιήθηκε με τη συνδυαστική χρήση δεδομένων με χωρική βάση (δηλ. προέρχονται από ένα δίκτυο περιοχών χωρίς διαταραχές ή με πολύ μικρή διαταραχή) και διαδικασιών μοντελοποίησης. Συνολικά αξιολογήθηκε η αποτελεσματικότητα τεσσάρων βιοτικών δεικτών (POMI, PREI, Valencian CS και BiPo) ως προς την εκτίμηση της οικολογικής ποιότητας των ΥΣ στην περιοχή του Σαρωνικού Κόλπου, όπου παρατηρείται διαβάθμιση των ανθρωπογενών πιέσεων. Η ευρωστία των αποτελεσμάτων του κάθε δείκτη ελέγχθηκε με τη χρήση δύο μεθόδων εκτίμησης των ανθρωπογενών πιέσεων, οι οποίες παρέχουν μια ποιοτική εκτίμηση των ανθρωπογενών πιέσεων μέσω της ανάλυσης δορυφορικών εικόνων ή δεδομένων χρήσης γης.Τα δεδομένα που συνελέγησαν στον Σαρωνικό Κόλπο χρησιμοποιήθηκαν επίσης για τη δημιουργία και την εφαρμογή ενός νέου βιοτικού δείκτη για το θαλάσσιο αγγειόσπερμο P. oceanica. Για την ανάπτυξη του δείκτη ακολουθήθηκε μια σύνθετη διαδικασία, η οποία περιελάμβανε στάδια επιλογής και διαλογής υποψηφίων μετρικών βάσει μια σειράς κριτηρίων όπως: η ευρεία χρήση τους σε αντίστοιχους βιοτικούς δείκτες ή προϋπάρχοντα σχήματα παρακολούθησης, η παρουσία κοινού προτύπου διακύμανσης ανάμεσα στις επιλεγμένες μετρικές, η παρουσία ή όχι περίσσειας μετρικών και η χρήση μεθόδων μη-καταστρεπτικής δειγματοληψίας.Σύμφωνα με τα ευρήματα της εν λόγω διατριβής οι λειμώνες των ελληνικών θαλασσών παρουσιάζουν υψηλά επίπεδα ετερογένειας ως προς τα δημογραφικά, δομικά και τα μορφολογικά χαρακτηριστικά τους. Σημαντικότερη επίδραση στη διακύμανση των τιμών τους αποδίδεται στη γεωγραφική τους θέση, η οποία σχετίζεται κυρίως με τα επίπεδα θολερότητας των υδάτων και τις υδροδυναμικές συνθήκες. Είναι ενδεικτικό ότι οι τιμές των περισσότερων πληθυσμιακών και μορφολογικών μετρικών διαπιστώθηκε ότι είναι μεγαλύτερες στις θέσεις μελέτης των νησιωτικών περιοχών του Ιονίου Πελάγους και του Ν. Αιγαίου, υπό συνθήκες χαμηλής ή μέτριας θολερότητας και έντονου υδροδυναμισμού. Ωστόσο, σημαντικό ποσοστό της διακύμανσης των τιμών των μελετηθέντων χαρακτηριστικών δεν μπορεί να αποδοθεί άμεσα σε κάποιον από τους εξετασθέντες περιβαλλοντικούς και χωρικούς παράγοντες, αλλά πιθανότατα οφείλεται σε τοπικής κλίμακας παράγοντες όπως π.χ. η κυκλοφορία των υδάτων, το διαθέσιμο υπόστρωμα ή/και συνδυασμός αυτών. Καθώς ο ορισμός των ΣΑ πραγματοποιήθηκε με συνδυασμό των συλλεγέντων δεδομένων και μοντέλου, αυτές προσδιορίστηκαν σε κάθε περίπτωση ως μια σύνθετη εικονική περιοχή που αντιπροσωπεύει το «βέλτιστο» οικολογικό καθεστώς. Η αρχική υπόθεση του ορισμού διαφορετικών ΣΑ στις τρεις υποπεριοχές των ελληνικών θαλασσών (Ιόνιο, Β. Αιγαίο, Ν. Αιγαίο) απορρίφθηκε και οι τελικές ΣΑ καθορίστηκαν στη βάση δύο διακριτών σύνθετων εικονικών περιοχών. Μία «βέλτιστη» περιοχή για τη θαλάσσια ζώνη του Β. Αιγαίου και μία «βέλτιστη» περιοχή για το υπόλοιπο σύνολο των θέσεων μελέτης. Είναι πιθανόν ότι μελλοντική συστηματική συλλογή δεδομένων κυρίως από τους κλειστούς και ημίκλειστους κόλπους της χώρας (Κορινθιακός, Παγασητικός, Αργολικός) ενδέχεται να οδηγήσει σε περαιτέρω διαφοροποίηση των ΣΑ και σε άλλες θαλάσσιες περιοχές. Οι μελετηθέντες βιοτικοί δείκτες παρουσίασαν διαφορές στην αξιολόγηση της οικολογικής ποιότητας των ΥΣ του Σαρωνικού Κόλπου. Ως κύριες αιτίες των διαφορετικών αποτελεσμάτων προσδιορίστηκαν ο διαφορετικός τύπος μετρικών (δηλ. ανήκουν σε διαφορετικά βιολογικά επίπεδα) και η διαφορετική στάθμιση που δίνεται σε ορισμένες εξ αυτών (π.χ. μετρικές φυσιολογίας - βιοχημείας). Συνολικά, η αποτελεσματικότητα των βιοτικών δεικτών κρίθηκε ικανοποιητική ως προς την αποτύπωση της γενικότερης περιβαλλοντικής υποβάθμισης που παρατηρείται στα παράκτια ύδατα του Σαρωνικού Κόλπου. Ωστόσο, προτείνεται η συνδυαστική χρήση τους σε κάποιο ολοκληρωμένο σχήμα αξιολόγησης της οικολογικής κατάστασης βάσει και άλλων αβιοτικών παραγόντων και βιολογικών στοιχείων ποιότητας.Τέλος, για τον προτεινόμενο δείκτη επελέγησαν συνολικά 7 μετρικές που ανήκουν σε τρία βιολογικά επίπεδα οργάνωσης (πληθυσμός, μορφολογία και βιοκοινωνία). Ο προτεινόμενος δείκτης παρουσίασε παρόμοια αποτελέσματα ως προς την αξιολόγηση της οικολογικής ποιότητας και τις ανθρωπογενείς πιέσεις σε σύγκριση με τους περισσότερους από τους μελετηθέντες δείκτες (PREI, Valencian CS και BiPo). Ως κύρια πλεονεκτήματα του προτεινόμενου δείκτη έναντι των υφιστάμενων δεικτών δύνανται να θεωρηθούν η εφαρμογή μη καταστρεπτικών μεθόδων δειγματοληψίας (δεν απαιτείται πλήρης φυτοληψία), και η οικονομική και χρονική του απόδοση καθώς απαιτεί μικρότερο κόστος και λιγότερο εργαστηριακό χρόνο.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Seagrasses (i.e., marine angiosperms) provide plenty of ecosystem services to the marine environment and considered an essential element of aquatic ecosystems. Due to their sensitivity to environmental disturbances and their extensive distribution in the coastal zone, marine angiosperms are useful bioindicator of the ecological status of coastal waters.In the Mediterranean Sea, the endemic species Posidonia oceanica is the dominant marine angiosperm, and its meadows are considered one of the most important habitats of coastal waters. However, the high ecological role of P. oceanica meadows is threatened by the various human activities exist in the coastal zone, which, depending on their intensity, are significant sources of environmental degradation (anthropogenic pressures).The protection of P. oceanica meadows is subject to International Conventions (Barcelona Convention 1976 and Bern Convention 1979) and European Directives (Habitats Directive 92/43/EEC). The value of P. oceanica as ...
Seagrasses (i.e., marine angiosperms) provide plenty of ecosystem services to the marine environment and considered an essential element of aquatic ecosystems. Due to their sensitivity to environmental disturbances and their extensive distribution in the coastal zone, marine angiosperms are useful bioindicator of the ecological status of coastal waters.In the Mediterranean Sea, the endemic species Posidonia oceanica is the dominant marine angiosperm, and its meadows are considered one of the most important habitats of coastal waters. However, the high ecological role of P. oceanica meadows is threatened by the various human activities exist in the coastal zone, which, depending on their intensity, are significant sources of environmental degradation (anthropogenic pressures).The protection of P. oceanica meadows is subject to International Conventions (Barcelona Convention 1976 and Bern Convention 1979) and European Directives (Habitats Directive 92/43/EEC). The value of P. oceanica as a bioindicator of the ecological status of coastal waters has also been recognized and adopted by the Water Framework Directive (2000/60/EC) and the Marine Strategy Framework Directive (2008/56/EC).P. oceanica meadows are identified as a priority habitat type for conservation under the Habitats Directive (92/43/EEC) where appropriate coastal water management measures have been proposed for their conservation and preservation. A critical point for the success of the management measures is the detailed knowledge of the structural and functional characteristics of the meadows and their systematic monitoring.Monitoring of P. oceanica meadows to assess the state of the marine environment was first adopted in the framework of the WFD (2000/60/EC). Indeed, P. oceanica meadows are an element of phytobenthos, which is one of the biological quality elements identified in the WFD. BQEs are considered suitable for assessing ecological quality (= overall expression of the structure and functioning of the bio-communities and the ecosystem) of coastal water bodies (WB = basic management unit of the basin with relatively uniform ecological characteristics).For the assessment of the ecological status of WBs, it is necessary to define the reference conditions (RC) which describe the conditions that exist in a practically undisturbed ecosystem (in the presence of minimal anthropogenic pressures). The ecological status of the WBs is classified using a scale of five ecological status classes: High, Good, Moderate, Poor, Bad, which is designed to describe the human impact on bio-communities of the aquatic environment. The class of 'High' quality corresponds to RC, while the rest classes represent smaller or greater deviations from that.The studies of P. oceanica meadows in the Hellenic seas are limited and fragmentary, resulting in a significant knowledge gap. The main aim of this dissertation is to cover this gap to a significant extent by exploring questions such as: (i) what are the main features of P. oceanica meadows in the Hellenic seas, (ii) what are the RC for P. oceanica meadows in the Hellenic seas, (iii) what is the effectiveness of some of the biotic indices developed for P. oceanica in assessing the ecological quality of WBs; and (iv) to what extent is it necessary to develop a new biotic index for the application of the European legal framework at national level.The selection of the study sites was mainly based on their geographical location (i.e., study sites were selected on both continental and island regions of the Ionian, North Aegean, and South Aegean Sea sub-regions) and the level of naturalness of the wider area (absence of urban and industrialized environment and simultaneous presence of mainly natural environment). In total, 57 study sites were allocated to all sub-regions of the Hellenic seas (Ionian, North Aegean, and South Aegean) and part of them (8 study sites) were selected for the case study of the Saronikos Gulf.At each study site, data collection and sampling took place once during the summer months of 2013-2015. The data collection was carried out by scuba diving at two different depths: at the mean depth of -15m and the lower (deeper) limit of the meadow. In the case study of the Saronikos Gulf, an assessment of the degree of spatial variation in the meadows characteristics was also carried out through a hierarchical sampling design using four different spatial scales.Altogether, 28 parameters (metrics) which interpret and quantify a multitude of P. oceanica meadows characteristics were studied in most of the study sites. The purpose of examining the selected metrics was to describe the main features of the meadows (e.g., demographic-population, structural and morphological characteristics), but also how they are shaped according to the geographical location where they are growing (e.g., different sub-regions, insular or continental areas), and the prevailing environmental conditions (e.g. turbidity and hydrodynamics).The selected metrics belong to five different biological organization levels (population, morphology, physiology, pollution, and biocommunity). Except for physiological and pollution metrics that were studied only in the case of the Saronikos Gulf, the remaining metrics were examined in all study sites. The data collection of population metrics was carried out in situ using non-destructive sampling methods. However, to investigate the remaining metric (morphological, physiological, pollution, and bio-community), a collection of P. oceanica shoots was carried out and further analyzed in the laboratory.Based on data collection, it was attempted to identify the RC for P. oceanica meadows in the Hellenic seas. Thus, we investigated the case of the determination of RC through the creation of a reference network, i.e., the use of a dataset from a network of sites with no disturbances or minimal disturbance. At the same time, the hypothesis of the definition of different RC in the three sub-regions (Ionian, North Aegean, South Aegean seas) was also tested. The final designation of RC was implemented by combining spatially-based data (i.e., coming from a network of sites with no disturbances or minimal disturbance) and modeling processes.In total, four biotic indices (POMI, PREI, Valencian CS, and BiPo) were evaluated for the assessment of the ecological quality of the WB in the region of Saronikos Gulf. The robustness of the results of each index was tested using two methods of assessing anthropogenic pressures that provide a qualitative assessment of anthropogenic pressures through satellite imagery or land use data analysis.Data collected in the Saronikos Gulf were also used for the development and application of a new index based on the marine angiosperm P. oceanica. In order to develop the index, a synthetic process was carried out, which included selection and screening of candidate metric based on various criteria such as: their widespread use in relevant biotic indices or pre-existing monitoring schemes, presence of a common variation among the selected metrics, presence/absence of excessive number of metrics and the use of non-destructive sampling methods.According to our findings, P. oceanica meadows of the Hellenic seas show high levels of heterogeneity in their demographic, structural and morphological characteristics. A more significant influence on the variation in their values is attributed to their geographical location, which is mainly related to the levels of water turbidity and hydrodynamic conditions. It is indicative that the values of most demographic and morphological metrics have been found to be higher at the study sites of the Ionian and the Aegean islands, under conditions of low or moderate turbidity and intense hydrodynamics. However, a significant percentage of the variance in the values of the studied characteristics cannot be attributed directly to any of the environmental and spatial factors examined but is probably due to local factors such as water circulation, available substrate and a combination thereof.As the definition of RC was made by combining the collected data and modeling, they were identified in each case as a virtual site representing the "optimal" ecological status. The initial hypothesis of defining different RC values in the three sub-regions of the Hellenic seas (Ionian, North Aegean, South Aegean) was rejected, and the RC was determined by two distinct virtual sites. An "optimal" site for the sub-region of the North Aegean Sea and another "optimal" site for the rest of the study sites. It is likely that future systematic data collection, mainly from the closed and semi-closed bays of the Hellenic seas (Korinthiakos, Pagasitikos, Argolikos) may lead to further diversification of the RC in other sea regions.The biotic indices studied showed differences in the ecological quality assessment of the Saronikos Gulf. The different types of metrics (i.e., belonging to different biological levels) and the different weighting given to some of them (e.g., physiology – biochemistry metrics) were identified as the main causes of the different findings. Overall, the performance of biotic indices was considered satisfactory regarding the overall environmental degradation observed in the coastal waters of the Saronikos Gulf. However, it is proposed to combine them into an integrated ecological status assessment based on other abiotic factors and biological quality elements.Finally, a total of 7 metrics belonging to three biological organization levels (population, morphology, and biocommunity) were selected for the proposed index. The proposed index has shown similar results in assessing the ecological quality and human-induced pressures compared to most of the indices studied (PREI, Valencian CS, and BiPo). The main advantages of the proposed index over existing indices could be considered the application of non-destructive sampling methods and its better cost and time effectiveness.
περισσότερα