Περίληψη
Τα συμπεράσματα της παρούσας μελέτης αφορούν μέσης ηλικίας, μη διαβητικούς ασθενείς με ήπια έως μέτρια υπέρταση, χωρίς βλάβη των οργάνων-στόχων. Σε υπερτασικούς ασθενείς με πρωτοδιαγνωσθείσα αρτηριακή υπέρταση:1.Μια βραχυπρόθεσμη άσκηση μετρίου βαθμού είχε σαν αποτέλεσμα να ενεργοποιηθούν και οι δύο αντισταθμιστικοί μηχανισμοί της αιμόστασης, πήξη και ινωδόλυση. Η κινητοποίηση του μηχανισμού της πήξης οδήγησε σε μια ήπια αύξηση της παραγωγής της θρομβίνης που δεν παρέμεινε μια ώρα μετά το τέλος της άσκησης. Η ινωδόλυση αυξήθηκε αμέσως μετά και μία ώρα μετά παρέμεινε αυξημένη σε σχέση με τα αρχικά επίπεδα. Η ενεργοποίηση της ινωδόλυσης διαρκεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την ινωδόλυση, γεγονός που σημαίνει ομαλή επάνοδο των αντισταθμιστικών μηχανισμών της αιμόστασης κατά την περίοδο της αποθεραπείας.2.Η αύξηση της ινωδόλυσης ως απάντηση στην άσκηση φανερώνει ότι ο ινωδολυτικός μηχανισμός δεν είναι διαταραγμένος σε αυτήν την κατηγορία υπερτασικών ασθενών.3.Το ενδοθήλιο ενεργοποιήθηκε ...
Τα συμπεράσματα της παρούσας μελέτης αφορούν μέσης ηλικίας, μη διαβητικούς ασθενείς με ήπια έως μέτρια υπέρταση, χωρίς βλάβη των οργάνων-στόχων. Σε υπερτασικούς ασθενείς με πρωτοδιαγνωσθείσα αρτηριακή υπέρταση:1.Μια βραχυπρόθεσμη άσκηση μετρίου βαθμού είχε σαν αποτέλεσμα να ενεργοποιηθούν και οι δύο αντισταθμιστικοί μηχανισμοί της αιμόστασης, πήξη και ινωδόλυση. Η κινητοποίηση του μηχανισμού της πήξης οδήγησε σε μια ήπια αύξηση της παραγωγής της θρομβίνης που δεν παρέμεινε μια ώρα μετά το τέλος της άσκησης. Η ινωδόλυση αυξήθηκε αμέσως μετά και μία ώρα μετά παρέμεινε αυξημένη σε σχέση με τα αρχικά επίπεδα. Η ενεργοποίηση της ινωδόλυσης διαρκεί μεγαλύτερο χρονικό διάστημα από την ινωδόλυση, γεγονός που σημαίνει ομαλή επάνοδο των αντισταθμιστικών μηχανισμών της αιμόστασης κατά την περίοδο της αποθεραπείας.2.Η αύξηση της ινωδόλυσης ως απάντηση στην άσκηση φανερώνει ότι ο ινωδολυτικός μηχανισμός δεν είναι διαταραγμένος σε αυτήν την κατηγορία υπερτασικών ασθενών.3.Το ενδοθήλιο ενεργοποιήθηκε αμέσως μετά το τέλος της άσκησης αλλά αυτή η ενεργοποίηση δεν συνεχίζει να αυξάνεται μια ώρα μετά το τέλος της άσκησης. Η ενεργοποίηση του ενδοθηλίου αφορά την απελευθέρωση του παράγοντα vWillebrand και την αύξηση της συνολικής ινωδολυτικής ικανότητας. Αντιθέτως δεν ενεργοποιήθηκε η μεταβολική οδός της θρομβομοντουλίνης και δεν απελευθερώθηκε η Π-σελεκτίνη αν και έχει κοινή πηγή προέλευσης με τον Willebrand. Επομένως η ενεργοποίηση του ενδοθηλίου δεν είναι καθολική αλλά αφορά συγκεκριμένες λειτουργίες του ενδοθηλίου.4.Με βάση τους μελετούμενους δείκτες ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων δεν μπορούμε να τεκμηριώσουμε την ενεργοποίηση των αιμοπεταλίων κατά την συγκεκριμένη δοκιμασία άσκησης5.Η αύξηση του ινωδογόνου και του αριθμού των λευκών αιμοσφαιρίων φανερώνουν μια αύξηση της φλεγμονής που παραμένει έως και μια ώρα μετά την άσκηση. Αντίστοιχη αύξηση δεν παρατηρήθηκε στην CRP.Σε υπερτασικούς ασθενείς με μακροχρόνια χορήγηση ραμιπρίλης1.Οι ασθενείς μετά από μακροχρόνια αγωγή με ραμιπρίλη δεν παρουσιάζουν αυξημένη υπερπηκτικότητα. Μοναδική εξαίρεση αποτελεί η αύξηση των επιπέδων του παράγοντα VII. Αντιθέτως η ινωδολυτική ικανότητα ενισχύεται σημαντικά. Το ενδοθήλιο παρουσιάζει ενεργοποίηση που αφορά την θρομβομοντουλίνη και τον παράγοντα vWillebrand, αλλά δεν έχει ακόμα αποσαφηνιστεί αν αυτή η η κλινική σημασία αυτής της άυξησης. Καμμία επίδραση δεν παρατηρείται στον αριθμό και στην λειτουργία των αιμοπεταλίων. Παρατηρήθηκε αύξηση του αριθμού των λευκών αιμοσφαρίων που δεν συνοδεύεται από αύξηση του ινωδογόνου και της CRP. Παρόλα αυτά η ενεργοποίηση της λειτουργίας των λευκών αιμοσφαιρίων δεν μελετήθηκε στην παρούσα μελέτη.2.Μακροχρόνια αγωγή με ραμιπρίλη φαίνεται να έχει ευεργετική επίδραση στην απάντηση της αιμόστασης και της φλεγμονής σε μια βραχυπρόθεσμη άσκηση μετρίου βαθμού στους υπερτασικούς ασθενείς.•Δεν παρατηρείται η ενεργοποίηση της πήξη που διαπιστώνεται στους ασθενείς χωρίς αγωγή υπό ραμιπρίλη η αύξηση του παράγοντα VIII είναι μικρότερου βαθμού.•Η ινωδόλυση διατηρείται ανέπαφη, άμεσα διαθέσιμη ένα χρόνο μετά την διάγνωση της αρτηριακής υπέρτασης. Παρόλα αυτά ο βαθμός αύξησης της ινωδόλυσης δεν μεταβλήθηκε. •Το προφίλ ενεργοποίησης του ενδοθηλίου μετά την άσκηση είναι πανομοιότυπο με αυτό που παρατηρήθηκε πριν από την αγωγή. Η αύξηση του παράγοντα Willebrand ήταν ίδιου βαθμού και η θρομβομοντουλίνη δεν μεταβλήθηκε. Αυτή η αύξηση του παράγοντα Willebrand συνέβη απουσίας ενεργοποίησης των αιμοπεταλίων. Κατά την δεύτερη άσκηση δεν συνοδεύτηκε από αύξηση της υπερπηκτικότητας καθώς η αύξηση του παράγοντα VIII ήταν μικρότερου βαθμού. •Τα αιμοπετάλια δεν ενεργοποιούνται στους ασθενείς υπό ραμιπρίλη. Παρόλα αυτά δεν ενεργοποιήθηκαν όταν οι ασθενείς δεν ήταν σε αντιυπερτασική αγωγή. •Στους ασθενείς υπο αντιυπερτασική αγωγή με ραμιπρίλη παρατηρείται μικρότερου βαθμού αύξηση των λευκών αιμοσφαιρίων και του ινωδογόνου. Επομένως η επίδραση της ραμιπρίλης στην φλεγμονή είναι επιθυμητή.Τα κύρια χαρακτηριστικά της επίδρασης της μετρίου βαθμού άσκησης στην αιμόσταση σε υπερτασικούς ασθενείς υπό χρόνια θεραπευτική αγωγή είναι η αύξηση της ινωδολυτικής δράσης και η απελευθέρωση του παράγοντα Willebrand που αντανακλούν την ενεργοποίηση αυτών των λειτουργιών του ενδοθηλίου. Η μακροχρόνια αγωγή με ραμιπρίλη ελάττωσε την υπερπηκτικότητα και την φλεγμονή που προκλήθηκε μετά από την άσκηση σε ασθενείς χωρίς αντιυπερτασική αγωγή αλλά δεν διαφοροποίησε την ενεργοποίηση της ινωδόλυσης, του ενδοθηλίου και των αιμοπεταλίων. Ωστόσο, η κλινική σχέση αυτών των ευρημάτων μένει να διευκρινιστεί.Τα παρακάτω σημεία αποτελούν ενδιαφέροντα θέματα περαιτέρω μελέτης•Το ενδοθήλιο είναι το σημείο-κλειδί στην απάντηση της αιμόστασης στην άσκηση. Η μελέτη τoυ ρόλου και του μηχανισμού ενεργοποίησης του ενδοθηλίου κατά την άσκηση αποτελεί εδιαφέρον πεδίο έρευνας. Ιδιάιτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει ο ρόλος του παράγοντα Willebrand. και η μελέτη πολυμερών πριν και μετά την αγωγή και του μηχανισμού ρύθμισης έκκρισης κατά την άσκηση στους υπερτασικούς. •Οι μεταβολές της αιμόστασης μετά από μακράς διάρκειας άσκηση σε ασθενείς με αντιυπερτασική θεραπεία καθώς και η απάντηση της αιμόστασης μετά από οξεία και χρόνια άσκηση σε υπερτασικούς ασθενείς με πιο σοβαρού βαθμού υπέρταση είναι ενδιαφέροντα θέματα μελέτης.•Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει η δυνατότητα χρήσης των μελετούμενων δεικτών ως δείκτες αναγνώρισης των υπερτασικών ασθενών που διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο εμφάνισης οξέος καρδιαγγειακού επεισοδίου κατά την άσκηση.•Αξιοσημείωτη είναι η σχέση αντιυπερτασικής αγωγής και ινωδόλυσης με τον παράγοντα ΧΙΙ.•Η απάντηση της φλεγμονής στην άσκηση στους υπερτασικούς ασθενείς μένει να διευκρινιστεί μελετώντας πιο ειδικούς δείκτες φλεγμονής. Η μελέτη της ενεργοποίησης των λευκών αιμοσφαιρίων είναι ένα νέο αντικείμενο μελέτης καθώς η συμμετοχή τους στο μηχανισμό της αιμόστασης ενισχύεται με όλο και περισσότερα επιστημονικά δεδομένα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Introduction: Hypertension links to a prothrombotic state driven by endothelial dysfunction, reduced fibrinolytic potential and platelet hyperactivity. We hypothesized that ramipril treatment would favourably modify the haemostatic response to a submaximal aerobic exercise session in hypertensives. Methods: Twenty-four hypertensive patients underwent a submaximal exercise test before and after 13±2 months of treatment with ramipril ± hydrochlorothiazide. Hypercoagulability (prothrombin fragments [PF 1+2], thrombin– antithrombin complex [TAT] and D-dimers [Dd]), fibrinolytic activity (plasmin–a2-antiplasmin complex [PAP]), endothe- lial function (von Willebrand factor [vWf]) and soluble thrombomodulin [sTM]), and platelet function (soluble P-selectin [sPsel]) were measured before, at peak and one hour after exercise. Results: Antihypertensive treatment resulted in an increase of PAP, vWf and sTM. During the first exercise, PF1+2 were mildly increased at peak exercise (p<0.05), while D-d ...
Introduction: Hypertension links to a prothrombotic state driven by endothelial dysfunction, reduced fibrinolytic potential and platelet hyperactivity. We hypothesized that ramipril treatment would favourably modify the haemostatic response to a submaximal aerobic exercise session in hypertensives. Methods: Twenty-four hypertensive patients underwent a submaximal exercise test before and after 13±2 months of treatment with ramipril ± hydrochlorothiazide. Hypercoagulability (prothrombin fragments [PF 1+2], thrombin– antithrombin complex [TAT] and D-dimers [Dd]), fibrinolytic activity (plasmin–a2-antiplasmin complex [PAP]), endothe- lial function (von Willebrand factor [vWf]) and soluble thrombomodulin [sTM]), and platelet function (soluble P-selectin [sPsel]) were measured before, at peak and one hour after exercise. Results: Antihypertensive treatment resulted in an increase of PAP, vWf and sTM. During the first exercise, PF1+2 were mildly increased at peak exercise (p<0.05), while D-dimers, PAP and vWf varied significantly throughout the exercise (p<0.001). During the second exercise session, PF1+2 were decreased post-exercise (p<0.05), PAP was increased at peak and post-exercise (p<0.001) and vWf was increased at peak (p<0.05) and post-exercise (p<0.001). Conclusions: The haemostatic response to exercise in hypertensives after 13 months of ramipril treatment is characterized by the attenuated activation of coagulation, enhanced fibrinolysis and endothelial activation. However endothelial activation concerns release of von Willebrand factor and not that of thrombomodulin or of sPelectin. Exercise did not induce platelet activation.
περισσότερα