Περίληψη
Η διατριβή επιχειρεί να προσεγγίσει τα πιο καίρια δογματικά και ερμηνευτικά ζητήματα που αναφύονται από την εφαρμογή των διατάξεων της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας που ισχύουν για τη λαθρεμπορία. Διαπιστώνεται η απουσία ποινικής πρόβλεψης για τη λαθρεμπορία σε όλα τα κείμενα του πρωτογενούς και δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου και η αναπλήρωσή της σε μεγάλο βαθμό από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ένωσης για την προάσπιση των ευρύτερων οικονομικών συμφερόντων της. Αναδεικνύεται η σπουδαιότητα των έξι Αποφάσεων του Συμβουλίου της Ένωσης για το σύστημα των ίδιων πόρων της και των ΚΤΚ, ισχύοντος και εκσυγχρονισμένου, για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του προστατευόμενου έννομου αγαθού από τις ποινικές διατάξεις του Ν.2960/2001. Παράλληλα, αποτυπώνονται τα εγκληματολογικά χαρακτηριστικά της λαθρεμπορίας, ως αδικήματος με διασυνοριακό και, κατά κανόνα, με οικονομικό χαρακτήρα. Διερευνάται ακόμα ο τρόπος αντιμετώπισης της λαθρεμπορίας στα δικαιικά συστήματα της Ιταλίας, της Γερμανίας ...
Η διατριβή επιχειρεί να προσεγγίσει τα πιο καίρια δογματικά και ερμηνευτικά ζητήματα που αναφύονται από την εφαρμογή των διατάξεων της ενωσιακής και εθνικής νομοθεσίας που ισχύουν για τη λαθρεμπορία. Διαπιστώνεται η απουσία ποινικής πρόβλεψης για τη λαθρεμπορία σε όλα τα κείμενα του πρωτογενούς και δευτερογενούς ενωσιακού δικαίου και η αναπλήρωσή της σε μεγάλο βαθμό από τις νομοθετικές πρωτοβουλίες της Ένωσης για την προάσπιση των ευρύτερων οικονομικών συμφερόντων της. Αναδεικνύεται η σπουδαιότητα των έξι Αποφάσεων του Συμβουλίου της Ένωσης για το σύστημα των ίδιων πόρων της και των ΚΤΚ, ισχύοντος και εκσυγχρονισμένου, για τον προσδιορισμό της ταυτότητας του προστατευόμενου έννομου αγαθού από τις ποινικές διατάξεις του Ν.2960/2001. Παράλληλα, αποτυπώνονται τα εγκληματολογικά χαρακτηριστικά της λαθρεμπορίας, ως αδικήματος με διασυνοριακό και, κατά κανόνα, με οικονομικό χαρακτήρα. Διερευνάται ακόμα ο τρόπος αντιμετώπισης της λαθρεμπορίας στα δικαιικά συστήματα της Ιταλίας, της Γερμανίας και της Γαλλίας. Αιτιολογείται η θέση της μελέτης ότι το έννομο αγαθό που προσβάλλεται, κατά κανόνα, από τη λαθρεμπορία είναι η αξίωση του Δημοσίου ή της Ένωση, ως αυτοτελές στοιχείο του ενεργητικού της κρατικής ή ενωσιακής αντίστοιχα περιουσίας, να εισπράξει τους αναλογούντες στα διακινούμενα εμπορεύματα δασμούς και φόρους στο σύνολό τους. Υποστηρίζεται επίσης η δυνατότητα προσβολής με τις πράξεις του άρθρου 155 ΕΤΚ, ταυτόχρονα με τις ανωτέρω αξιώσεις, και της ημεδαπής πολιτειακής εξουσίας είτε στο στάδιο της επιβολής της είτε όταν ανατρέπονται όλες εκείνες οι προϋποθέσεις που θα επέτρεπαν σ’ εκείνη να εκδηλωθεί, ενώ επισημαίνονται και ορισμένες ρωγμές στην προαναφερόμενη συμπροστασία (απλές παραβάσεις τάξης). Διαπιστώνεται, πάντως, ότι στην παρ.2 της ίδιας ρύθμισης διευρύνεται ο χρόνος προσβολής των παραπάνω απαιτήσεων και σε στάδια προγενέστερα, ταυτόχρονα ή μεταγενέστερα της εισαγωγής ή εξαγωγής, με εξαίρεση τη μη καταβολή των Ε.Φ.Κ. που τελείται στο εσωτερικό της χώρας. Υποστηρίζεται ακόμα ότι ορισμένες συμπεριφορές της παρ.2 δεν σχετίζονται με την προστασία των παραπάνω αξιώσεων αλλά προσβάλλουν την πολιτειακή εξουσία της χώρας, την κοινή ειρήνη, το περιβάλλον και το πολιτιστικό μνημείο. Εξετάζεται επίσης η νομοτυπική μορφή του άρθρου 155 ΕΤΚ και η σχέση των δύο παραγράφων της διάταξης. Προσδιορίζονται εννοιολογικά η εισαγωγή και η εξαγωγή των εμπορευμάτων και διατυπώνεται η θέση ότι δεν στοιχειοθετείται γνήσια ή εν στενή εννοία λαθρεμπορία, όταν τα υποκείμενα στα συγκεκριμένα φορολογικά βάρη προϊόντα είναι ημεδαπά ή κατάγονται από άλλα κράτη μέλη της Ένωσης. Παρουσιάζεται η αναφυόμενη προβληματική αναφορικά με την αόριστη και ασαφή διατύπωση του άρθρου 155 παρ.1 περ.β) ΕΤΚ και διερευνάται η συμβατότητά της με τα άρθρα 5 και 7 Σ. Περαιτέρω, κατατάσσεται εννοιολογικά το αδίκημα των δύο παραγράφων στις επιμέρους κατηγορίες εγκλημάτων με βάση το έννομο αγαθό, το έγκλημα και την ποινή. Γίνεται ακόμα δεκτό ότι δεν είναι δυνατή η από αμέλεια τιμώρηση της λαθρεμπορίας, ενώ παράλληλα αντιμετωπίζονται και θέματα αποκλεισμού και άρσης του αδίκου. Θίγονται επίσης ζητήματα συρροής και εξάλειψης του αξιοποίνου της λαθρεμπορίας. Επιχειρείται η προσέγγιση δύο ειδικότερων θεμάτων παραγραφής των λαθρεμπορικών συμπεριφορών του άρθρου 137 Β. παρ.2 και 155 παρ.2 περ.α) ΕΤΚ σε συνάρτηση με τα άρθρα 7 του Α.Ν.896/1937 και 8 του Ν.1567/1985, ενώ εξετάζονται και οι προϋποθέσεις εφαρμογής ενός ιδιότυπου λόγου έμπρακτης μετάνοιας που εισάγεται με το άρθρο 158 ΕΤΚ για όλες τις μορφές λαθρεμπορίας. Ερευνώνται τέλος οι δικονομικές διατάξεις του νόμου και ιδίως εκείνες που ρυθμίζουν τα θέματα της παράστασης πολιτικής αγωγής. Το επίμετρο έχει χαρακτήρα ανακεφαλαιωτικό, συμπερασματικό και κριτικό του ενωσιακού και εθνικού νομικού πλαισίου για τη λαθρεμπορία, ενώ επιχειρούνται και ορισμένες σκέψεις για τις ποινικές διατάξεις του Ν.2960/2001
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This thesis attempts to approach the most critical doctrinal and interpretative issues arising from the application of the provisions of EU and national legislation concerning smuggling. The lack of penal provisions against smuggling in the texts of primary and secondary E.U. legislation is compensated to a large extent by the legislative initiatives of the Union for the protection of its wider economic interests. The thesis highlights the important role of the six Decisions of the Council of the European Union on the system of own resources as well as the two Community Customs Codes, current and modernized, for the determination of the identity of the protected legal goods of the criminal provisions of the Statute no. 2960/2001 (National Customs Code: NCC). At the same time, it reflects the forensic characteristics of smuggling as an offence with a cross-border and, in general, a financial character. The anti-smuggling provisions of the Italian, German and French legal systems are exa ...
This thesis attempts to approach the most critical doctrinal and interpretative issues arising from the application of the provisions of EU and national legislation concerning smuggling. The lack of penal provisions against smuggling in the texts of primary and secondary E.U. legislation is compensated to a large extent by the legislative initiatives of the Union for the protection of its wider economic interests. The thesis highlights the important role of the six Decisions of the Council of the European Union on the system of own resources as well as the two Community Customs Codes, current and modernized, for the determination of the identity of the protected legal goods of the criminal provisions of the Statute no. 2960/2001 (National Customs Code: NCC). At the same time, it reflects the forensic characteristics of smuggling as an offence with a cross-border and, in general, a financial character. The anti-smuggling provisions of the Italian, German and French legal systems are examined. The thesis maintains that the legal good violated by smuggling is, as a rule, the claim of the State or the Union, as a separate asset of the State or Union property respectively, to collect the duties and taxes attributable to all traded goods in their totality. Moreover, it supports that, in addition to the above claims, the acts described in the article 155 NCC can assail the domestic state power, either at the stage of its enforcement, or through the subversion of all those conditions that would allow its manifestation, and it underlines certain gaps in the aforementioned double protection (simple class -administrative offences). It is noted that paragraph 2 of the same regulation extends the time of the violation of the above claims to stages prior, concurrent or posterior to the import or export, besides an exception for the non-payment of excise duties committed inside a State’s territory. Furthermore, it is maintained that certain acts described in paragraph 2 are not related to the protection of the above claims but assail the country’s state power, the common peace, the environment and the cultural monuments. The thesis examines the structure of Article 155 of the NCC and the relationship between the two paragraphs of the provision. It defines the concepts of import and export of goods and argues that the crime of “genuine” smuggling, or smuggling in the strict sense, is not committed when the products subject to the given tax burdens are domestic or originate from another E.U. Member State. It presents the problematics arising from the vague and ambiguous wording of Article 155 paragraph 1b) of the NCC and it examines its compatibility with Articles 5 and 7 of the Constitution. The offence of these two paragraphs is classified conceptually in the individual categories of crime on the basis of the protected legal good, the crime and the punishment. It argues that the penalization of smuggling committed through negligence is not possible and it also examines issues of justification, multiple crimes and elimination of criminality. It attempts to approach two special issues concerning the statute of limitations for acts of smuggling under articles 137 B par. 2 and 155 par. 2a) of the NCC in accordance to article 7 of Emergency Statute no. 896/1937 and article 8 of Statute no.1567/1985, and it also examines the conditions for the application of a particular case of repentance, established with article 158 NCC for all types of smuggling. Finally, the thesis examines the procedural provisions of the law, in particular those addressing issues of civil actions. The appendix summarizes, draws conclusions and criticizes the E.U. and national legislative framework concerning smuggling, while presenting some final thoughts on the criminal provisions of Statute no. 2960/2001
περισσότερα