Περίληψη
Στόχος, της παρούσας μελέτης είναι η διαχρονική προσέγγιση του θέματος, και η κριτική παρουσίαση του κανονικού και ποιμαντικού τρόπου με τον οποίο η Εκκλησία και αργότερα η πολιτεία αντιμετώπισε το συγκεκριμένο πρόβλημα στο πέρασμα των αιώνων με γνώμονα τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, τις διατάξεις των εκκλησιαστικών συγγραφέων, τις μεταγενέστερες συνοδικές αποφάσεις και τα λειτουργικά κείμενα. Επισημαίνεται ότι η αποστασία ως εκκλησιαστικό αδίκημα απορρέει από πολιτικά και προσωπικά αίτια. Καταγράφεται η Πατερική πράξη για την αντιμετώπιση των μεταβαπτισματικών αμαρτημάτων και κατ’ επέκταση της αποστασίας. Επισημαίνονται οι αναφορές του όρου αποστάτης καθώς και ο τρόπος αποδοχής των αιρετικών-εικονομάχων αποστατών στα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων Εφέσου (431 μ.Χ.), Χαλκηδόνας (451μ.Χ.) και Νικαίας (787 μ.Χ.). Τα Κανονικά και Πατερικά κείμενα μας οδήγησαν σε μια ευρύτερη κατηγοριοποίηση αναδεικνύοντας και άλλες μορφές ή εκδοχές του όρου «αποστασία» όπως: α. άμεση αποστασία, β. οιο ...
Στόχος, της παρούσας μελέτης είναι η διαχρονική προσέγγιση του θέματος, και η κριτική παρουσίαση του κανονικού και ποιμαντικού τρόπου με τον οποίο η Εκκλησία και αργότερα η πολιτεία αντιμετώπισε το συγκεκριμένο πρόβλημα στο πέρασμα των αιώνων με γνώμονα τους Θείους και Ιερούς Κανόνες, τις διατάξεις των εκκλησιαστικών συγγραφέων, τις μεταγενέστερες συνοδικές αποφάσεις και τα λειτουργικά κείμενα. Επισημαίνεται ότι η αποστασία ως εκκλησιαστικό αδίκημα απορρέει από πολιτικά και προσωπικά αίτια. Καταγράφεται η Πατερική πράξη για την αντιμετώπιση των μεταβαπτισματικών αμαρτημάτων και κατ’ επέκταση της αποστασίας. Επισημαίνονται οι αναφορές του όρου αποστάτης καθώς και ο τρόπος αποδοχής των αιρετικών-εικονομάχων αποστατών στα πρακτικά των Οικουμενικών Συνόδων Εφέσου (431 μ.Χ.), Χαλκηδόνας (451μ.Χ.) και Νικαίας (787 μ.Χ.). Τα Κανονικά και Πατερικά κείμενα μας οδήγησαν σε μια ευρύτερη κατηγοριοποίηση αναδεικνύοντας και άλλες μορφές ή εκδοχές του όρου «αποστασία» όπως: α. άμεση αποστασία, β. οιονεί αποστασία, γ. σύγχρονη αποστασία. Παραθέτονται και σχολιάζονται οι νόμοι του Βυζαντινού ποινικού δικαίου σχετικά με το έγκλημα της αποστασίας από την εποχή του Μεγάλου Κωνσταντίνου μέχρι τη νομοθεσία των Μακεδόνων. Στο βυζαντινό ποινικό δίκαιο η «μαγεία», η «φαρμακεία», η «μαγγανεία», η «γοητεία», η «οιωνοσκοπία» και η «μαθηματική επιστήμη», δηλαδή η «αστρολογία», ισοδυναμούν με πράξη αποστασίας. Διαπιστώθηκε ακόμα ότι στο πλαίσιο της «συνεργασίας» Εκκλησίας και Πολιτείας την περίοδο της Βυζαντινής περιόδου ο κρατικός μηχανισμός λειτούργησε συχνά με κριτήρια σε βάρος των αποστατών, τα οποία διακύβευαν την προτεραιότητα του προσώπου και στην ουσία καταργούσαν τη θρησκευτική ελευθερία. Παρουσιάζονται τα σχετικά για το θέμα κεφάλαια από τις νομοκανονικές συλλογές της πρωτοβυζαντινής, μεταβυζαντινής και υστεροβυζαντινής περιόδου καθώς και οι Κανονικές αποκρίσεις και Πατριαρχικές επιστολές του 11ου και 14ου αιώνα αντίστοιχα. Υπογραμμίζεται η καθιέρωση του μαρτυρίου ως πράξη ειλικρινούς μετάνοιας των αποστατών την περίοδο της Τουρκοκρατίας πράξη αντίθετη με αυτήν της αρχαίας Εκκλησίας. Μνημονεύεται και σχολιάζεται ακόμα η λειτουργική διάταξη του Μεθοδίου Κωνσταντινουπόλεως η οποία ακολουθεί την κανονική λειτουργική διάταξη της αρχαίας εκκλησίας. Τέλος επισημαίνεται η προληπτική αντιμετώπιση του αδικήματος της αποστασίας στο πλαίσιο της κατηχητικής, αντιαιρετικής και γενικότερης ποιμαντικής δραστηριότητας της Εκκλησίας καθώς και της ιδιαίτερα σημαντικής οικογενειακής διαπαιδαγώγησης η οποία αποτελεί ανατρεπτικό παράγοντα σε κάθε πρόσκληση-πρόκληση αποστασίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of the present paper is to provide a diachronic approach to the issue of apostasy and a critical presentation of the canonical and pastoral way in which the Church, and later the State, confronted this problem through the centuries, based on the Divine and Holy Canons, the pronouncements of ecclesiastical writers, later synodic decisions and liturgical texts. Apostasy as an ecclesiastical offence is shown to proceed from political and personal causes. The Patristic act dealing with post-baptismal sins, and by extension apostasy, is examined, together with references to the term ‘apostate’ and the treatment of heretic/iconoclast apostates in the proceedings of the Ecumenical Councils of Ephesus (431 AD), Chalcedon (451 AD) and Nicaea (787 AD). The Canonical and Patristic texts led us to a wider categorization, highlighting other forms or versions of the term “apostasy”, such as: a. direct apostasy; b. quasi apostasy; c. contemporary apostasy. Byzantine criminal laws on the offen ...
The aim of the present paper is to provide a diachronic approach to the issue of apostasy and a critical presentation of the canonical and pastoral way in which the Church, and later the State, confronted this problem through the centuries, based on the Divine and Holy Canons, the pronouncements of ecclesiastical writers, later synodic decisions and liturgical texts. Apostasy as an ecclesiastical offence is shown to proceed from political and personal causes. The Patristic act dealing with post-baptismal sins, and by extension apostasy, is examined, together with references to the term ‘apostate’ and the treatment of heretic/iconoclast apostates in the proceedings of the Ecumenical Councils of Ephesus (431 AD), Chalcedon (451 AD) and Nicaea (787 AD). The Canonical and Patristic texts led us to a wider categorization, highlighting other forms or versions of the term “apostasy”, such as: a. direct apostasy; b. quasi apostasy; c. contemporary apostasy. Byzantine criminal laws on the offence of apostasy are examined and commented on, from the time of Constantine the Great to the Macedonian legislation. In Byzantine criminal law, “witchcraft”, “potion-making”, “sorcery”, “enchantment”, “augury” and “mathematical science”, i.e. “astrology”, are equivalent to an act of apostasy. It is also noted that in the context of the “collaboration” of Church and State during the Byzantine period, the state mechanism often operated against apostates, based on criteria that jeopardized the primacy of the individual and essentially abolished religious freedom. We present the relevant chapters of the legislative collections of the Early, Middle and Late Byzantine periods, together with the Canonical responses and Patriarchal Epistles of the 11th and 14th centuries respectively. The sanctioning of martyrdom as an act of contrition by apostates during the Turkish occupation, contrary to the practice of the early Church, is stressed. Mention is also made of the liturgical provision of Methodius of Constantinople, which follows the canonical liturgical provision of the Early Church. Methodius’s provision is also found in other legislative collections of the Turkish period quoted here, with some additions to make them relevant to the needs of the time. Finally, we note the preventive measures against the crime of apostasy implemented in the context of the catechetic, anti-heretical and general pastoral activity of the Church, as well as the particularly important role of education within the family, counteracting any invitation to or provocation of apostasy.
περισσότερα