Περίληψη
Στόχος της διατριβής αυτής ήταν η διερεύνηση της όρων συμβίωσης των Βυζαντινών με τους Λατίνους στο κράτος που σχηματίστηκε στις δυτικές εσχατιές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά την κατάλυσή της το 1204, έχοντας ως αρχικό γεωγραφικό και πολιτικό πυρήνα τη μεσαιωνική Ήπειρο. Ακολούθως μας απασχόλησε η επιβίωση (λόγος ύπαρξης) του κράτους αυτού μετά την αποκατάσταση της Βυζαντινής εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη το 1261. Επιδιώκοντας να υπερβούμε το θετικιστικό/ιστορικιστικό χαρακτήρα που μονοπώλησε τις παλαιότερες προσεγγίσεις του ηπειρωτικού κράτους, αλλά και μια εμμονή της ιστοριογραφίας στη σύγκριση Νίκαιας και Ηπείρου, επιχειρήσαμε στη διαδικασία ανασύνθεσης, να θέσουμε νέα ερωτήματα (αποφεύγοντας διατυπώσεις διλημματικού τύπου) υπό το πρίσμα μιας οπτικής που εστιάζει τελικά στην ανίχνευση του χαρακτήρα του κράτους της «δύσης» (και την περιοδολόγησή του). Κατέστη φανερό ότι υπό του νέους και άνισους ιστορικούς όρους αντιπαράθεσης Ανατολής και Δύσης ενεργοποιήθηκε μια διαδικασία, κα ...
Στόχος της διατριβής αυτής ήταν η διερεύνηση της όρων συμβίωσης των Βυζαντινών με τους Λατίνους στο κράτος που σχηματίστηκε στις δυτικές εσχατιές της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μετά την κατάλυσή της το 1204, έχοντας ως αρχικό γεωγραφικό και πολιτικό πυρήνα τη μεσαιωνική Ήπειρο. Ακολούθως μας απασχόλησε η επιβίωση (λόγος ύπαρξης) του κράτους αυτού μετά την αποκατάσταση της Βυζαντινής εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη το 1261. Επιδιώκοντας να υπερβούμε το θετικιστικό/ιστορικιστικό χαρακτήρα που μονοπώλησε τις παλαιότερες προσεγγίσεις του ηπειρωτικού κράτους, αλλά και μια εμμονή της ιστοριογραφίας στη σύγκριση Νίκαιας και Ηπείρου, επιχειρήσαμε στη διαδικασία ανασύνθεσης, να θέσουμε νέα ερωτήματα (αποφεύγοντας διατυπώσεις διλημματικού τύπου) υπό το πρίσμα μιας οπτικής που εστιάζει τελικά στην ανίχνευση του χαρακτήρα του κράτους της «δύσης» (και την περιοδολόγησή του). Κατέστη φανερό ότι υπό του νέους και άνισους ιστορικούς όρους αντιπαράθεσης Ανατολής και Δύσης ενεργοποιήθηκε μια διαδικασία, κατά την οποία οι διανοούμενοι της εποχής (στην Ήπειρο η κυρίαρχη ομάδα διανοουμένων ήταν οι επίσκοποι) επιχείρησαν να προσδιορισθούν σαφέστερα στο πλαίσιο πρωτοφανών πολιτικών και κοινωνικών αλλαγών. Εκεί, στη «δύση» δηλαδή, παρατηρείται ο σχηματισμός μιας ιδιαίτερης πολιτικής και πολιτισμικής οντότητας με αναφορά στην ελληνική παιδεία και την ορθόδοξη εκδοχή της χριστιανικής θρησκείας. Αυτή η αρχόμενη συνείδηση της συνοχής προβάλλεται έναντι των Δυτικών στους οποίους αποδίδονται αρνητικά χαρακτηριστικά, τα οποία δεν περιορίζονται σε θρησκευτικές διαφορές. Στο νέο αυτό πλαίσιο των ανατροπών και του κερματισμού ο χώρος δεν νοείται πλέον ως στατικό, αλλά ως ένα πολυδιάστατο μέγεθος εξαιτίας της δυναμικής που αποκτά καθώς συνδέεται με την άσκηση εξουσίας. Ενδεικτικό παράδειγμα ήταν η ενσωμάτωση της Θεσσαλονίκης – πόλης με συμβολικό σημασία στο χώρο – στην επικράτεια της «δύσης» που σηματοδότησε τις βασιλικές αξιώσεις των Δουκών. Οι ηγεμόνες αυτοί επιχείρησαν τη διαιώνιση του Κωνσταντίνειου πολιτικού προτύπου στις εκεί γεωπολιτικές εκδοχές και δεν βασίστηκαν μόνο στη συγγένεια για την άσκηση της εξουσίας, αλλά συνήψαν και νέου τύπου σχέσεις, αμφίδρομες και ανταποδοτικές που επέτρεψαν την πρόσβαση στην εξουσία και σε άλλα πρόσωπα. Η υιοθέτηση και η εμπέδωση κοινωνικών σχέσεων και προτύπων ήδη διαμορφωθέντων στη Δύση από τους ηγεμόνες της «δύσης» ανέδειξε το μετασχηματισμό των πολιτικο-κοινωνικών δομών στη γεωπολιτική ποικιλία που απαντάται εκεί. Οι σχέσεις των εκεί κρατούντων με την παποσύνη ήταν εχθρικές και ανταγωνιστικές και αυτό οφείλεται ακριβώς στην εκ διαμέτρου αντίθετη στόχευσή τους˙ οι μεν επιχειρούσαν την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την παλινόρθωση της Αυτοκρατορίας, ενώ η ρωμαιοκαθολική εκκλησία αγωνιζόταν -ανεπιτυχώς- μέσω κατασταλτικών μηχανισμών να διασφαλίσει την επιβίωση της Λατινικής Αυτοκρατορίας στην Ανατολή. Στο πλαίσιο της ανάδυσης περιφερειακών οικονομιών εξετάστηκε και η οικονομία του κράτους της Ηπείρου. Παρατηρήθηκε μια τάση συμμόρφωσης με τους διεθνείς κανόνες του εμπορίου της Ανατολικής Μεσογείου που παγιώνονταν κατά την εποχή αυτή. Τέλος φωτίστηκε ο λόγος για τον οποίο επιδιώχθηκε η επιβίωση και η αυθυπαρξία του κράτους της Ηπείρου μετά την αποκατάσταση της Βυζαντινής εξουσίας στην Κωνσταντινούπολη το 1261: η αντίληψη της ηγεμονικής οικογένειας της Ηπείρου ως προς την εξουσία είχε μετασχηματιστεί και γινόταν πλέον αντιληπτή από αυτούς με όρους κατοχής και κληρονομικότητας. Η ανίχνευση αυτών των χαρακτηριστικών στον πολιτικό σχηματισμό στη «δύση» συνθέτη τον ιδιαίτερο και μεθόριο χαρακτήρα της ως άνω εδαφικής ηγεμονίας, ως κράτους δυτικού τύπου απότοκου του κερματισμού της ίδιας της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of this thesis has been an investigation of the conditions of coexistence between the Byzantines and the Latins in the state which formed in the western extremities of the Byzantine Empire after the demise of 1204, with medieval Epirus as the original geopolitical nucleus. In addition interest has centred around the survival of this state after the restoration of Byzantine power in Constantinople in 1261. In seeking to go beyond the positivist-historicist character that dominated former approaches to the Epirote state, and to overcome a certain historiographic fixation on making a comparison between Nicaea and Epiros, an attempt was made, in the process of re-synthesizing, to pose certain questions, though avoiding formulation of clear-cut alternatives, from a point of view which focuses in the end on tracing the characteristics of the state of the “west” and its division into periods. It became clear that, under the new and unequal historical conditions of East-West confrontat ...
The aim of this thesis has been an investigation of the conditions of coexistence between the Byzantines and the Latins in the state which formed in the western extremities of the Byzantine Empire after the demise of 1204, with medieval Epirus as the original geopolitical nucleus. In addition interest has centred around the survival of this state after the restoration of Byzantine power in Constantinople in 1261. In seeking to go beyond the positivist-historicist character that dominated former approaches to the Epirote state, and to overcome a certain historiographic fixation on making a comparison between Nicaea and Epiros, an attempt was made, in the process of re-synthesizing, to pose certain questions, though avoiding formulation of clear-cut alternatives, from a point of view which focuses in the end on tracing the characteristics of the state of the “west” and its division into periods. It became clear that, under the new and unequal historical conditions of East-West confrontation, a process was set in motion by which the intellectuals of the time – in Epiros the dominant group of intellectuals were the prelates – tried to formulate a more exact definition in the context of unprecedented political and social upheavals. So in what was named the “west” a separate political and cultural entity with reference to Hellenic culture and the Orthodox version of Christianity was observed. This incipient self-awareness was thrown in the face of the Latin Westerners, to whom negative features were attributed, not limited to religious differences. In this new context of upheavals and fragmentation political space became a dynamic factor in the process, because it was now connected with the exercise of power. An indicative example is the incorporation of Thessaloniki, a city which had its own symbolism in space, into the realm of the “west” thus expressing the imperial aspiration of the Doukas dynasty in Epiros. These rulers attempted to perpetuate the Constantinopolian political model in the geopolitical circumstances pertaining there, and they did not rely only on the principle of consanguinity, but contracted a new type of relationship for the exercise of power, collateral and reciprocal, which allowed access to power for other people as well. The adoption and assimilation of social relationships and models already established in the West by the rulers of the so-called “west” promoted the transformation of social and political structures in the geopolitical variety that was encountered in those parts. There, relations of the rulers towards the papacy were hostile and antagonistic, and this was due precisely to the contrary nature of their aims. Some were working towards the recapture of Constantinople and restoration of the Empire, while the Roman Catholic Church was struggling, without much success, by means of repressive measures to secure the survival of the Latin Empire of the East. In connection with the emergence of peripheral economies, the economy of the Epirote state was also examined. A tendency was observed to comply with the international rules of commerce of the Eastern Mediterranean which were being established during that period. Finally, the reason was elucidated as to why there was a quest for survival and self-existence of the state of Epiros after the restoration of Byzantine power in Constantinople in 1261: the attitude of the ruling family of Epiros towards power had changed and it was understood by them in terms of possession and inheritance. Tracing these characteristics of political formation in the “west” reveals its special frontier identity as a territorial power, as a state of the western type resulting from fragmentation of the Byzantine Empire.
περισσότερα