Περίληψη
Η διατριβή αυτή μελετά το ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης από την ελληνική επαρχία προς την Αθήνα κατά την περίοδο 1949-1967. Τα χρονικά όρια της περιόδου ταυτίζονται με δύο γεγονότα ορόσημα της μεταπολεμικής περιόδου: τη λήξη του Εμφυλίου και την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Ουσιαστικά, όμως, είναι οι δύο απογραφές του 1951 και του 1971, οι οποίες συμβάλλουν στο να διαμορφώσει κανείς εικόνα για τη δημογραφική εξέλιξη της χώρας κατά τη διάρκεια των είκοσι περίπου χρόνων μεταξύ των δύο γεγονότων. Εξίσου σημαντική για τον μελετητή της περιόδου είναι και η απογραφή του 1961, η οποία καθώς φανέρωσε τις δύο βασικότερες συνέπειες της εσωτερικής μετανάστευσης και αστικοποίησης, δηλαδή την ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου και την υπέρμετρη ανάπτυξη της πρωτεύουσας, προκάλεσε την κινητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός και άλλων πόλεων του ελλαδικού χώρου αυξήθηκε, όπως για παράδειγμα συνέβη στη Θεσσαλονίκη και το Ηράκλειο, ήταν η Αθήνα που αποτέλεσε τον κύρι ...
Η διατριβή αυτή μελετά το ρεύμα εσωτερικής μετανάστευσης από την ελληνική επαρχία προς την Αθήνα κατά την περίοδο 1949-1967. Τα χρονικά όρια της περιόδου ταυτίζονται με δύο γεγονότα ορόσημα της μεταπολεμικής περιόδου: τη λήξη του Εμφυλίου και την επιβολή της στρατιωτικής δικτατορίας. Ουσιαστικά, όμως, είναι οι δύο απογραφές του 1951 και του 1971, οι οποίες συμβάλλουν στο να διαμορφώσει κανείς εικόνα για τη δημογραφική εξέλιξη της χώρας κατά τη διάρκεια των είκοσι περίπου χρόνων μεταξύ των δύο γεγονότων. Εξίσου σημαντική για τον μελετητή της περιόδου είναι και η απογραφή του 1961, η οποία καθώς φανέρωσε τις δύο βασικότερες συνέπειες της εσωτερικής μετανάστευσης και αστικοποίησης, δηλαδή την ερήμωση της ελληνικής υπαίθρου και την υπέρμετρη ανάπτυξη της πρωτεύουσας, προκάλεσε την κινητοποίηση της ελληνικής κοινωνίας. Παρά το γεγονός ότι ο πληθυσμός και άλλων πόλεων του ελλαδικού χώρου αυξήθηκε, όπως για παράδειγμα συνέβη στη Θεσσαλονίκη και το Ηράκλειο, ήταν η Αθήνα που αποτέλεσε τον κύριο προορισμό των εσωτερικών μεταναστών. Καθώς η εγκατάσταση των μεταναστών στην πρωτεύουσα ήταν μόνιμη, σε αντίθεση με το παρελθόν που για πολλούς από αυτούς είχε παροδικό χαρακτήρα, η άφιξή τους από διάφορα μέρη της Ελλάδας λειτούργησε καθοριστικά για την ανάπτυξη της πρωτεύουσας προς τα δυτικά της, τα οποία οι περισσότεροι επέλεγαν ως τόπο διαμονής. Το ίδιο σημαντική, όμως, ήταν η επίδραση των μεταναστευτικών ρευμάτων στο κέντρο της πόλης ή στις ημικεντρικές συνοικίες, από τις οποίες άλλες χρονολογούνταν στον 19ο αιώνα και άλλες στις αρχές του 20ού ή ακόμα και στον Μεσοπόλεμο. Παρόλο που ο εκεί πληθυσμός παρέμενε αριθμητικά σταθερός, μετακινήσεις πληθυσμών σημειώνονταν και εντός του υπάρχοντος αστικού ιστού με τους παλαιότερους και πιο εύπορους κατοίκους να μετακομίζουν συνήθως στα βόρεια και νότια προάστια του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας και να αντικαθίστανται από νέους. Η ρευστότητα της μορφής του κέντρου της πόλης, ωστόσο, δεν οφειλόταν μόνο στην κινητικότητα των κατοίκων του, αλλά και στην έντονη οικοδομική ανάπτυξη, που χαρακτήρισε τις δύο πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, όταν ολοένα και περισσότερα μονώροφα ή διώροφα κτίρια του 19ου και των αρχών του 20ού αιώνα κατεδαφίζονταν, για να αντικατασταθούν από νέες πολυώροφες οικοδομές, προοριζόμενες άλλοτε για επαγγελματική και άλλοτε για οικιακή χρήση. Μελετώντας κανείς το φαινόμενο της μετανάστευσης σε διαφορετικές περιοχές εντός της ίδιας πόλης διαπιστώνει ότι, ενώ παρουσιάζουν σημαντικές ομοιότητες, εντούτοις διαφοροποιούνται και σε πολλά σημεία ως προς τους λόγους εγκατάστασης, τα χαρακτηριστικά, τη συμπεριφορά και το επίπεδο διαβίωσης των νεοαφιχθέντων σε κάθε μία από αυτές. Στη διατριβή αυτή θα εξεταστούν τα διαφορετικά μονοπάτια, πραγματικά ή συμβολικά, τα οποία μετανάστες με διαφορετικό επάγγελμα, τάξη, φύλο, ηλικία, οικογενειακή κατάσταση χάραξαν εντός του αστικού χώρου. Στη μελέτη της σχέσης χώρου-ανθρώπου, τρεις είναι οι βασικές υποθέσεις, που πρέπει να εξετάσει κανείς. Πρώτον, εάν η δομή της πόλης επηρέαζε την κατανομή των μεταναστών ανάλογα με τα ατομικά χαρακτηριστικά αυτών, τα αίτια που τους οδηγούσαν στην πόλη (ειδικά σε ορισμένες περιοχές) και τις σχέσεις που ανέπτυσσαν με τους υπόλοιπους κατοίκους της πόλης, τόσο τους παλιότερους μετανάστες όσο και τους ντόπιους ή, στην περίπτωση της Αθήνας, τους πρόσφυγες από τον μικρασιατικό χώρο. Δεύτερον, εάν και κατά πόσο η παραμονή σε κάθε μία από τις επιμέρους περιοχές της πόλης ικανοποιούσε τις προτεραιότητες των μεταναστών, οι οποίες για ένα μεγάλο μέρος αυτών μεταφράζονταν ως μικρή απόσταση από τον τόπο εργασίας, γειτνίαση με συγγενείς, ευκολότερη πρόσβαση σε υπηρεσίες (π.χ. εκπαίδευσης, ψυχαγωγίας κλπ.) ή ιδιοκτησία της κατοικίας. Ειδικά η τελευταία οδηγεί σε μία τρίτη υπόθεση, εάν δηλαδή η μετανάστευση διαμόρφωνε τη μορφή της Αθήνας, καθώς οι μετανάστες, επιδιώκοντας να είναι κύριοι της κατοικίας τους, κατευθύνονταν στο τμήμα της πόλης με τις χαμηλότερες αξίες γης, επεκτείνοντας κατά συνέπεια τα όρια του πολεοδομικού συγκροτήματος της πρωτεύουσας προς αυτή την κατεύθυνση. Καταλυτική επίδραση στα παραπάνω διαδραμάτιζε ο παράγοντας της κινητικότητας, ενδεικτικός, επίσης, της εξέλιξης της σχέσης μεταναστών και πόλης. Η πολυμορφία του αστικού χώρου σε συνδυασμό με τις ανάγκες και επιθυμίες των κατοίκων της ενθάρρυναν τις ενδοαστικές μετακινήσεις αυτών και ιδίως των εσωτερικών μεταναστών: μεγάλο μέρος των τελευταίων είχε μετακομίσει τουλάχιστον μία φορά εντός των ορίων της πόλης από τη στιγμή που πρωτοέφτασε στην Αθήνα. Η κινητικότητα, όμως, αφορούσε και σε ένα άλλο επίπεδο: εκείνο της μετακίνησης των κατοίκων μιας περιοχής μέσα στα ευρύτερα όρια της πρωτεύουσας σε καθημερινή βάση για λόγους επαγγελματικούς, οικογενειακούς, καταναλωτικούς ή διασκέδασης. Συμπερασματικά, και οι δύο μορφές κινητικότητας της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας μέσα στο αστικό περιβάλλον της πρωτεύουσας, πάντως, επηρέαζαν τόσο τη συμπεριφορά τους, όσο και την ίδια τη δομή της πόλης, με αποτέλεσμα να φωτίζονται τα αίτια και οι επιπτώσεις της μετανάστευσης προς την πόλη σε ένα πρώτο επίπεδο και της ενδοαστικής μετακίνησης των μεταναστών σε ένα δεύτερο.
περισσότερα