Περίληψη
Η συγκρότηση του λόγου και της πρακτικής του μαρτυρίου εκ μέρους των υπό οθωμανική κυριαρχία Ελληνορθοδόξων εκκινείται μεν από τις επεξεργασίες της έννοιας στο πλαίσιο της χριστιανικής θεολογίας, αλλά τις ανανεώνει εγκλιματίζοντάς τες στις νέες ιστορικές συνθήκες. Κατ’ αρχήν, η έννοια του «λευκού μαρτυρίου», της συνεχούς ομολογίας πίστης με όχημα το συνειδητό ζην χριστιανικώς νοηματοδοτείται εκ νέου και έρχεται να συμβάλει σε έναν νομιμοποιητικό λόγο για την θέση των «εν αιχμαλωσία» Ορθοδόξων υπό οθωμανική εξουσία. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το μαρτύριο, υπό την έννοια του καθημερινού, διαρκούς αγώνα του Χριστιανού ενάντια στις αντιξοότητες του βίου, αξιοποιήθηκε από το Πατριαρχείο ως μεταφορά που νομιμοποιούσε τον συμβιβασμό με τους Οθωμανούς, ενώ η συγγραφή βίων αποτέλεσε μια προσπάθεια ανάδειξης νέων ηρώων για το ποίμνιο, που θα μπορούσαν να το οχυρώσουν συμβολικά υπό την ηγεσία της Εκκλησίας. Η μεγάλη πρόκληση, όμως, για τις νέες επεξεργασίες του μαρτυρίου υπό οθωμανική ...
Η συγκρότηση του λόγου και της πρακτικής του μαρτυρίου εκ μέρους των υπό οθωμανική κυριαρχία Ελληνορθοδόξων εκκινείται μεν από τις επεξεργασίες της έννοιας στο πλαίσιο της χριστιανικής θεολογίας, αλλά τις ανανεώνει εγκλιματίζοντάς τες στις νέες ιστορικές συνθήκες. Κατ’ αρχήν, η έννοια του «λευκού μαρτυρίου», της συνεχούς ομολογίας πίστης με όχημα το συνειδητό ζην χριστιανικώς νοηματοδοτείται εκ νέου και έρχεται να συμβάλει σε έναν νομιμοποιητικό λόγο για την θέση των «εν αιχμαλωσία» Ορθοδόξων υπό οθωμανική εξουσία. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, το μαρτύριο, υπό την έννοια του καθημερινού, διαρκούς αγώνα του Χριστιανού ενάντια στις αντιξοότητες του βίου, αξιοποιήθηκε από το Πατριαρχείο ως μεταφορά που νομιμοποιούσε τον συμβιβασμό με τους Οθωμανούς, ενώ η συγγραφή βίων αποτέλεσε μια προσπάθεια ανάδειξης νέων ηρώων για το ποίμνιο, που θα μπορούσαν να το οχυρώσουν συμβολικά υπό την ηγεσία της Εκκλησίας. Η μεγάλη πρόκληση, όμως, για τις νέες επεξεργασίες του μαρτυρίου υπό οθωμανική εξουσία ήταν η απουσία θρησκευτικών διώξεων. Τόσο οι παλαιοί μάρτυρες της Εκκλησίας, όσο και οι σύγχρονοι μάρτυρες των Προτεσταντών και των Καθολικών, παράγωγο των θρησκευτικών πολέμων που συγκλόνισαν την Ευρώπη του 16ου και 17ου αιώνα, αναδείχθηκαν εν μέσω απηνών διώξεων. Στην οθωμανική επικράτεια, όμως, η χριστιανική θρησκεία δεν διωκόταν. Αυτό το –κατά βάση άλυτο– πρόβλημα υπερπηδήθηκε με την επικράτηση μιας ερμηνευτικής του μαρτυρίου, η οποία ενσωμάτωσε και ανανέωσε παλαιότερες επεξεργασίες του υπέρ πίστεως θανάτου εκ μέρους χριστιανικών πληθυσμών που διαβιούσαν σε ισλαμική επικράτεια. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, αναγνωρίστηκαν ως μαρτύρια τόσο οι θανατώσεις Χριστιανών που, όντας καταδικασμένοι σε θάνατο, απέρριψαν το δίλημμα να εξισλαμιστούν για να σώσουν τη ζωή τους, όσο και οι εκτελέσεις εξισλαμισμένων που καταδικάστηκαν για αποστασία από το Ισλάμ ή εκείνων που καταδικάστηκαν για προσβολή της μουσουλμανικής θρησκείας. Ο προσανατολισμός αυτός επέτρεψε όχι μόνο τον επί ίσοις όροις ανταγωνισμό της ορθόδοξης Εκκλησίας με την καθολική, αλλά πάνω απ’ όλα την ανάδειξη νέων αγίων, γύρω από τους οποίους οργανώθηκαν τοπικές λατρείες και υπερτοπικά προσκυνήματα και, κυρίως, συγκροτήθηκαν συλλογικές ταυτότητες. Τον ύστερο 18ο αιώνα, πλέον, στο πλαίσιο της ευρύτερης ριζοσπαστικοποίησης των ελληνορθόδοξων υπηκόων της Αυτοκρατορίας, η εξέλιξη αυτή οδήγησε στη διαμόρφωση ενός ζηλωτικού και στην πράξη ανατρεπτικού «πολιτισμού μαρτυρίου», ο οποίος είχε σημαντική διείσδυση στην Εκκλησία, κυρίως ανάμεσα στους μοναχούς, και στο ποίμνιο, αλλά γνώρισε και σφοδρή αντίδραση, κυρίως από τα εκκοσμικευμένα στρώματα των Ελληνορθοδόξων.Οι εξελίξεις του λόγου για το μαρτύριο ακολούθησαν τις εν κοινωνία εξελίξεις και ανατροφοδοτήθηκαν από αυτές. Η εκ του σύνεγγυς εξέταση των στοιχείων που δίνουν (ή αποσιωπούν) τα νεομαρτυρολογικά κείμενα επιτρέπει την ανίχνευση αλλαγών στο αιτιακό πεδίο του μαρτυρίου, εκείνο των κοινωνικών σχἐσεων, και τη σύνδεσή τους με το ευρύτερο πολιτικό και ιδεολογικό πλαίσιο. Αντιστρόφως, οι βίοι επιτρέπουν την κατανόηση ευρύτερων φαινομένων, ιδίως του εξισλαμισμού και του συγκρητισμού (ή θρησκευτικού υβριδισμού). Πάνω απ’ όλα, η ιστορική προσέγγιση και ανάλυση των περί το μαρτύριο τεκμηρίων (θεωρητικά κείμενα, βίοι, υμναγιολογικά έργα, απεικονίσεις, λατρευτικές πρακτικές) συμβάλλει ουσιαστικά στην κατανόηση της οθωμανικής «διαδικασίας ομολογιοποίησης», της θέσης των Χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την εξέλιξή της στο χρόνο, αλλά και της συγκρότησης ενός κινήματος θρησκευτικού ζηλωτισμού κατά τον 18ο αιώνα. Το νεομαρτύριο δεν υπήρξε μια αδιαφοροποίητη συνέχεια που διέτρεχε ολόκληρη την εποχή της οθωμανικής κυριαρχίας. Αντιθέτως, η αποκρυστάλλωση μιας περί αυτό θεωρίας έλαβε χώρα ταυτόχρονα με την ανάδυση του Διαφωτισμού και του εθνικού λόγου και υπό την επίδραση των ίδιων παραγόντων, εκφράζοντας ένα παρόμοιο –αν και ριζικά διαφορετικό ως προς τον προσανατολισμό– συλλογικό όραμα.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The origins of the discourse and practice of martyrdom among the Greek-Orthodox of the Ottoman Empire can be traced back to early Christianity and the conceptualization of the “death for the faith” in Christian theology; however, they were profoundly reshaped and re-negotiated within the new historical conditions created by the Ottoman conquest. The concept of “white martyrdom”, that is the constant confession of faith through the conscious effort of living a Christian life, acquired a new meaning and was used to provide legitimacy to the position of the Greek-Orthodox under Ottoman rule. After the fall of Constantinople, martyrdom, in the sense of the Christian’s everyday strife against the adversities of life, was used by the Great Church as a legitimizing argument for its compromise with the Ottomans; at the same time, the composition of vitae for persons regarded as “new martyrs” was used in an effort to bring forth new heroes for the flock, heroes who could symbolically guard and ...
The origins of the discourse and practice of martyrdom among the Greek-Orthodox of the Ottoman Empire can be traced back to early Christianity and the conceptualization of the “death for the faith” in Christian theology; however, they were profoundly reshaped and re-negotiated within the new historical conditions created by the Ottoman conquest. The concept of “white martyrdom”, that is the constant confession of faith through the conscious effort of living a Christian life, acquired a new meaning and was used to provide legitimacy to the position of the Greek-Orthodox under Ottoman rule. After the fall of Constantinople, martyrdom, in the sense of the Christian’s everyday strife against the adversities of life, was used by the Great Church as a legitimizing argument for its compromise with the Ottomans; at the same time, the composition of vitae for persons regarded as “new martyrs” was used in an effort to bring forth new heroes for the flock, heroes who could symbolically guard and fortify the “captive” Christian community under the leadership of the Church.The new elaborations of martyrdom under Ottoman rule, however, met with a great challenge, namely the absence of religious persecution. Both the martyrs of the early Church and the new martyrs of European early modernity, produced by the religious wars of the 16th and 17th centuries, emerged among religious strife and persecution. In the Ottoman realm, however, the Christian religion was not persecuted. This essentially inextricable problem was overcome through the formation of an hermeneutics of martyrdom, which incorporated and renewed older elaborations of the “dying for the faith” concerning Christian populations under Muslim rule. Thus, the execution of Christians who, while condemned to death, refused to become Muslims in order to save their life, were interpreted as martyrdom. Islamized Christians who were executed after commiting the crime of apostasy from Islam or of offending the Muslim religion and/or its symbols were also considered martyrs. This re-orientation allowed the Orthodox Church to compete with Roman Catholicism, as regards steadfastness to the faith; above all, it fuelled the emergence of new saints, around whom local cults, pilgrimages, and collective identities were formed and organized. In the late 18th century, within the wider radicalization of the Greek-Orthodox subjects of the Empire, this development led to the formation of a “fundamentalist”, practically disruptive, “martyrdom culture”, which met with the decisive reaction of the secularized social strata of the Greek-Orthodox.The discourse on martyrdom during those centuries was formed in constant interaction with social developments and changes. A close analysis of the data included in (or suppressed by) the martyrological texts enables the detection of changes in the causal field of martyrdom, i.e. the social relations against the wider political and ideological framework. Furthermore, the vitae allow a closer view to major social developments, mainly Islamization and religious syncretism (or hybridity). Above all, the approach and analysis of the sources pertinent to martyrdom (theoretical texts, vitae, hymnographic texts, representations, iconographic programmes, cult practices) from a historical perspective contributes essentially to understanding in depth the process of “confessionalization” in the Ottoman context, as well as the position of the Greek-Orthodox in the Ottoman Empire and its evolvement through time, including the formation of a fundamentalist movement in the 18th century.Contrary to received wisdom, neo-martyrdom was not a continuous and undifferentiated phenomenon running through the whole period of Ottoman rule. On the contrary, the formulation of a “theory of martyrdom” took place at the same time with the emergence of Greek Enlightenment and the formation of a national discourse; it owed its emergence to the same factors and expressed a comparable (although radically different as to its political orientation) collective vision for the future.
περισσότερα