Περίληψη
Αντικείμενο της διατριβής είναι η ανάλυση και η ερμηνεία του ανταγωνισμού των μεμονωμένων πολιτευτών και των οργανωμένων πολιτικών σχημάτων των Ελλήνων της Κύπρου, όπως εκφράστηκε μέσα από την εκλογική αντιπαράθεση για τις έδρες στο Νομοθετικό Συμβούλιο (1883-1931) και, μετά την κατάργηση του σώματος αυτού, για τις έδρες στα Συμβούλια των Δημαρχείων (1943-1953). Παράλληλα, η αναλυτική καταγραφή και αξιολόγηση της εκλογικής επιρροής των διαφόρων κοινωνικών και ιδεολογικών ρευμάτων και η ερμηνεία της συγκρότησής τους σε ένα άτυπο διπαραταξιακό σύστημα κομμάτων και οργανώσεων μετά το 1940, όπως εκφράστηκε από την μετωπική αντιπαράθεση ανάμεσα στην «εθνική» ή «εθνικόφρονα» Δεξιά και τη «λαϊκή» ή «κομμουνιστική» Αριστερά. Η εργασία διερευνά και καταγράφει αναλυτικά την εκλογική εμπειρία της περιόδου και ειδικότερα τα εκλογικά δεδομένα που σχετίζονται με τις έδρες του Νομοθετικού Συμβουλίου (1883-1931) και των Συμβουλίων των Δημαρχείων (1943-1953). Στόχος της διατριβής δεν είναι η συνολική π ...
Αντικείμενο της διατριβής είναι η ανάλυση και η ερμηνεία του ανταγωνισμού των μεμονωμένων πολιτευτών και των οργανωμένων πολιτικών σχημάτων των Ελλήνων της Κύπρου, όπως εκφράστηκε μέσα από την εκλογική αντιπαράθεση για τις έδρες στο Νομοθετικό Συμβούλιο (1883-1931) και, μετά την κατάργηση του σώματος αυτού, για τις έδρες στα Συμβούλια των Δημαρχείων (1943-1953). Παράλληλα, η αναλυτική καταγραφή και αξιολόγηση της εκλογικής επιρροής των διαφόρων κοινωνικών και ιδεολογικών ρευμάτων και η ερμηνεία της συγκρότησής τους σε ένα άτυπο διπαραταξιακό σύστημα κομμάτων και οργανώσεων μετά το 1940, όπως εκφράστηκε από την μετωπική αντιπαράθεση ανάμεσα στην «εθνική» ή «εθνικόφρονα» Δεξιά και τη «λαϊκή» ή «κομμουνιστική» Αριστερά. Η εργασία διερευνά και καταγράφει αναλυτικά την εκλογική εμπειρία της περιόδου και ειδικότερα τα εκλογικά δεδομένα που σχετίζονται με τις έδρες του Νομοθετικού Συμβουλίου (1883-1931) και των Συμβουλίων των Δημαρχείων (1943-1953). Στόχος της διατριβής δεν είναι η συνολική πολιτική και κοινωνική μελέτη της περιόδου της Αγγλοκρατίας (1878-1960),αλλά μόνον η διερεύνησή της υπό το πρίσμα της παρουσίας και της δράσης των πολιτικών προσώπων και των πολιτικών σχηματισμών στην εκλογική σκηνή. Κεντρική υπόθεση εργασίας είναι ότι, παρά την πρώιμη εισαγωγή νεωτερικών θεσμών αντιπροσώπευσης μέσω εκλογικών διαδικασιών, η ανελεύθερη φύση του βρετανικού αποικιακού καθεστώτος και ο αλυτρωτικού τύπου εθνικισμός των Ελληνοκυπρίων καθυστέρησαν την εμφάνιση πολιτικών κομμάτων, επηρέασαν τη φυσιογνωμία τους, και εν τέλει εμπόδισαν τη συγκρότηση ενός πολιτικού συστήματος με τα κόμματα στο επίκεντρο της λειτουργίας του. Η διατριβή λαμβάνει υπόψη τη θεωρία για το κομματικό και εκλογικό φαινόμενο, επιχειρώντας να σταθμίσει την εφαρμοσιμότητα των κλασικών ερμηνευτικών προτύπων στην περίπτωση της Κύπρου. Μεγαλύτερη έμφαση δίδεται στο κυρίαρχο πρότυπο των κοινωνικών διαιρετικών τομών (cleavages) των Rokkan και Lipset και στο υποβαθμισμένο, λόγω της μεγάλης απήχησης των διαιρετικών τομών, υπόδειγμα των κρίσεων (crises) που πρότειναν οι LaPalombara και Wiener. Επιπλέον, εξετάζονται οι διάφορες τυπολογίες σχετικά με το κομματικό φαινόμενο που διατύπωσε o Duverger. Η διατριβή χωρίζεται σε τρία μέρη και δέκα κεφάλαια. Το πρώτο μέρος πραγματεύεται τη θεωρία για το κομματικό και εκλογικό φαινόμενο, ενώ περιλαμβάνει και μια συνοπτική επισκόπηση των βασικών παραμέτρων που συνθέτουν την περίοδο της Αγγλοκρατίας. Τοδεύτερο μέρος καλύπτει την ιστορική περίοδο που αρχίζει με την ευφορία που δημιούργησαν οι πρώτες εκλογές για το Νομοθετικό Συμβούλιο, το 1883, και κλείνει στα τέλη της δεκαετίας του 1930 με την έντονη δυσφορία που προκάλεσε η κατάργηση όλων των συνταγματικών ελευθεριών και των θεσμών αντιπροσώπευσης και η επιβολή αυταρχικής διακυβέρνησης. Το τρίτο μέρος επικεντρώνεται στις δύο τελευταίες και ίσως πιο συναρπαστικές δεκαετίες της Αγγλοκρατίας, με ορίζοντα το 1953, έτος πραγματοποίησης των τελευταίων εκλογών για τα δημοτικά συμβούλια. Η περίοδος της ένοπλης αντιαποικιακής δράσης της ΕΟΚΑ και οι διεργασίες που οδήγησαν στην Ανεξαρτησία είναι εκτός του αντικειμένου της εργασίας. Πέρα από τη βιβλιογραφία για το θεωρητικό πλαίσιο και τις γενικές ή ειδικές εκδόσεις που καλύπτουν τα ιστορικά γεγονότα της περιόδου, η εργασία βασίστηκε σε μεγάλο βαθμό σε πρωτογενείς αρχειακές πηγές του βρετανικού Υπουργείου Αποικιών, της Αρχιγραμματείας της Αποικίας στη Λευκωσία, του ελληνικού Υπουργείου Εξωτερικών και των Αρχείων Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (Αρχείο ΚΚΕ) στην Αθήνα.
περισσότερα