Περίληψη
Η πρώτη ενότητα έχει εισαγωγικό χαρακτήρα και σκιαγραφεί το σύνθετο πλέγμα των αστικών μουσικών δικτύων που εκτείνονταν σε ολόκληρη τη νότιο βαλκανική, ξεκινώντας από τα μέσα του 19ου αιώνα και φτάνοντας στη δύση της οθωμανικής κυριαρχίας και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όταν και λαμβάνουν χώρα οι μεγάλες ανακατατάξεις στα Βαλκάνια. Στα πλαίσια αυτά μνημονεύεται η θέση του οργάνου στα δίκτυα αυτά, το παρελθόν του στην προγενέστερη αραβοπερσική και οθωμανική μουσική παράδοση και η τελική ανάδυσή του προς το επίκεντρο των μουσικών συνόλων της εποχής. Παράλληλα, διερευνάται η εξελικτική του πορεία, οργανολογικά και επιτελεστικά, στη φυσική του πλέον κοιτίδα, την Κωνσταντινούπολη, καθώς και η πρώιμη διασπορά του στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σε ειδικά κεφάλαια γίνεται λόγος για τη διάρθρωση και το ιστορικό των συνθηκών διασποράς, όπως οι «νομαδικές» ορχήστρες των καφέ αμάν, οι μουσικές τελετουργίες των Μεβλεβί δερβίσηδων, ο Καραγκιόζης, αλλά και οι α ...
Η πρώτη ενότητα έχει εισαγωγικό χαρακτήρα και σκιαγραφεί το σύνθετο πλέγμα των αστικών μουσικών δικτύων που εκτείνονταν σε ολόκληρη τη νότιο βαλκανική, ξεκινώντας από τα μέσα του 19ου αιώνα και φτάνοντας στη δύση της οθωμανικής κυριαρχίας και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όταν και λαμβάνουν χώρα οι μεγάλες ανακατατάξεις στα Βαλκάνια. Στα πλαίσια αυτά μνημονεύεται η θέση του οργάνου στα δίκτυα αυτά, το παρελθόν του στην προγενέστερη αραβοπερσική και οθωμανική μουσική παράδοση και η τελική ανάδυσή του προς το επίκεντρο των μουσικών συνόλων της εποχής. Παράλληλα, διερευνάται η εξελικτική του πορεία, οργανολογικά και επιτελεστικά, στη φυσική του πλέον κοιτίδα, την Κωνσταντινούπολη, καθώς και η πρώιμη διασπορά του στον ευρύτερο ελλαδικό χώρο πριν τη Μικρασιατική Καταστροφή. Σε ειδικά κεφάλαια γίνεται λόγος για τη διάρθρωση και το ιστορικό των συνθηκών διασποράς, όπως οι «νομαδικές» ορχήστρες των καφέ αμάν, οι μουσικές τελετουργίες των Μεβλεβί δερβίσηδων, ο Καραγκιόζης, αλλά και οι ανακατατάξεις ή μετακινήσεις εθνοτικών ομάδων στο πλαίσιο της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η δεύτερη ενότητα τοποθετείται χρονικά στην περίοδο του Μεσοπολέμου, με κομβικό σημείο τη βαθιά επιρροή που άσκησαν οι προσφυγικοί πληθυσμοί σε ολόκληρο το μουσικοπολιτισμικό κορμό της ελληνικής πόλης, από τη μικρασιατική καταστροφή μέχρι και το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Μέσα από την ιστορία του προσφυγικού λαϊκού πολιτισμού και τις συγκυρίες ανάδειξης προσώπων και φορέων της εποχής, εξετάζεται μία ακόμη φάση ανάδυσης του οργάνου στο σύγχρονο, πλέον, ελλαδικό χώρο, και ειδικά στο αντίρροπο πολιτισμικό τοπίο Αθηνών - Πειραιά και Θεσσαλονίκης. Η τρίτη ενότητα σηματοδοτεί το πέρασμα της παρούσας έρευνας από την εποχή της αποδόμησης των οθωμανικών μουσικών δικτύων μετά τα χρόνια του Μεσοπολέμου, στην εποχή της μεταπολεμικής/μετεμφυλιακής Ελλάδας. Η έμφαση αποδίδεται στο κομβικό πρόσωπο του σύγχρονου «βετεράνου» ουτίστα Νίκου Σαραγούδα, ο οποίος αποτελεί και το συνδετικό κρίκο μεταξύ της προπολεμικής και της μεταπολιτευτικής γενιάς λαϊκών μουσικών, ενώ το πρόσωπό του συχνά ταυτίζεται με την επάνοδο του ουτιού στη σύγχρονη αστική μουσική πράξη. Η τέταρτη και τελευταία ενότητα εξετάζει τη σύγχρονη εξέλιξη της τέχνης του οργάνου, μέσα από το φαινόμενο της αναβίωσης των «παραδοσιακών», που πυροδότησε την αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για τις ανατολικές μουσικές παραδόσεις. Παράλληλα, φωτίζεται το ίδιο το φαινόμενο της αναβίωσης, τόσο μέσα από τις ρίζες του στους ιστορικούς διχασμούς, τις ετερότητες και τις αναζητήσεις που διαμόρφωσαν τη νεοελληνική αστική ταυτότητα κατά τον τελευταίο αιώνα, όσο και από την τελική μορφή που του έδωσαν η έλευση της δικτατορίας και η περίοδος της μεταπολίτευσης. Στο πλαίσιο της δικής μου εργασίας η αναλυτική προσέγγιση από τη σκοπιά της βιοϊστορίας εξυπηρετεί με πιο άρτιο τρόπο την ανάδειξη των δεδομένων που επιδιώκω να παρουσιάσω, αφού ήθελα να χρησιμοποιήσω το λόγο των ίδιων των μουσικών που αποτελούν τα «κεντρικά πρόσωπα» στη «σκηνή» της (δικής μου) «αφήγησης» -όπως προσπάθησα να την οργανώσω- σε συνάρτηση όμως με τα ευρύτερα ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά συμφραζόμενα που επικαθορίζουν το συγκεκριμένο λόγο. Κατά συνέπεια, ο λόγος των «κεντρικών προσώπων» που παρουσιάζονται στην εν λόγω διατριβή συμπληρώνεται από πληροφορίες από διάφορες άλλες πηγές, ή/και χρησιμοποιείται σε συνεπικουρία ή σε αντιδιαστολή με αφηγήσεις άλλων μουσικών που προέρχονται από ιστορικά αρχεία ή από συνεντεύξεις που έχουν (παρα)δοθεί σε/από εμένα ή άλλους/ες ερευνητές/τριες. Από αυτή τη σκοπιά, δεν αντιμετωπίζω τη βιογραφική προσέγγιση ως μια «αυτόνομη μέθοδο» (Ferraroti, Bertaux 1981), αλλά ως ένα σημαντικό αναλυτικό εργαλείο, το οποίο μπορεί να αναδείξει συγκεκριμένες όψεις και εκδοχές του μουσικού πολιτισμού που συνδέεται με το ούτι στον ελλαδικό χώρο σε μια διαχρονική προοπτική. Έτσι, έδωσα ιδιαίτερο βάρος σε μια ιστορική επισκόπηση των συνθηκών που διαμόρφωσαν τους όρους και τις προϋποθέσεις για την ένταξη του συγκεκριμένου οργάνου στο ελληνικό αλλά και στο ευρύτερο βαλκανικό οργανολόγιο ως «κληρονομιά» της αντίστοιχης οθωμανικής διεθνικής μουσικής «παράδοσης», καθώς και στις αντίστοιχες προσαρμογές του συγκεκριμένου οργάνου στο πλαίσιο της διαχρονικής μουσικής επιτέλεσης στην Ελλάδα από το 19ο αι. μέχρι σήμερα (2012), αλλά και στις κοινότητες της ελληνικής διασποράς από τα τέλη του 19ου μέχρι τα μέσα σχεδόν του 20ου αι. Από τη συλλογή και την αξιοποίηση των δεδομένων που είχα στη διάθεσή μου αναδύονται πολλές και διαφορετικές εκδοχές χρήσης του οργάνου σε ποικίλα ιστορικά, κοινωνικά και οικονομικά πλαίσια. Προσπάθησα να καταγράψω συστηματικά αυτές τις εκδοχές χωρίς να «υποκύψω» σε μια αξιολόγηση του «αυθεντικού» ή του «ορθού», αλλά επιδιώκοντας να παραμείνω σε μια πολύπλευρη απεικόνιση ενός «κόσμου» που επιδέχεται πολλών και ποικίλων ερμηνειών (Crapanzano 1981, Marcus and Fischer 1986, Clifford 1988).
περισσότερα