Περίληψη
Αντικείμενο της διατριβής είναι η ερμηνεία της νομοτυπικής μορφής του Εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας κατ’ άρθρο 7 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου [ΚΔΠΔ]. Προς τον σκοπό αυτό αξιοποιεί μεθοδολογικά εργαλεία τόσο του ποινικού όσο και του δημοσίου διεθνούς δικαίου (συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου). Η διατριβή αποτελείται από εισαγωγή και δύο μέρη. Αρχικά επιχειρείται η οριοθέτηση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας σε σχέση με «γειτνιάζοντα» εγκλήματα, δηλαδή τα εγκλήματα πολέμου και τη γενοκτονία. Παράλληλα ιεραρχούνται οι πηγές του διεθνούς ποινικού δικαίου με βάση το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Το πρώτο μέρος αφιερώνεται στην ερμηνεία του «γενικού τύπου» του Εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας όπως αυτός περιλαμβάνεται στο chapeau του άρθρου 7. Αποτελεί βασική θέση της μελέτης ότι σε αυτόν εδράζεται ένα αυξημένο άδικο των επιμέρους τυποποιημένων συμπεριφορών σε σχέση με (κοινά) εγκλήματα του εσωτερικού ποινικού δικαίου, και δ ...
Αντικείμενο της διατριβής είναι η ερμηνεία της νομοτυπικής μορφής του Εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας κατ’ άρθρο 7 του Καταστατικού του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου [ΚΔΠΔ]. Προς τον σκοπό αυτό αξιοποιεί μεθοδολογικά εργαλεία τόσο του ποινικού όσο και του δημοσίου διεθνούς δικαίου (συμπεριλαμβανομένου του διεθνούς ανθρωπιστικού δικαίου). Η διατριβή αποτελείται από εισαγωγή και δύο μέρη. Αρχικά επιχειρείται η οριοθέτηση των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας σε σχέση με «γειτνιάζοντα» εγκλήματα, δηλαδή τα εγκλήματα πολέμου και τη γενοκτονία. Παράλληλα ιεραρχούνται οι πηγές του διεθνούς ποινικού δικαίου με βάση το Καταστατικό του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Το πρώτο μέρος αφιερώνεται στην ερμηνεία του «γενικού τύπου» του Εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας όπως αυτός περιλαμβάνεται στο chapeau του άρθρου 7. Αποτελεί βασική θέση της μελέτης ότι σε αυτόν εδράζεται ένα αυξημένο άδικο των επιμέρους τυποποιημένων συμπεριφορών σε σχέση με (κοινά) εγκλήματα του εσωτερικού ποινικού δικαίου, και δεν πρόκειται απλά για δικονομική προϋπόθεση που θεμελιώνει τη δικαιοδοσία του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζονται κατά σειρά σε αντίστοιχες ενότητες: το στοιχείο της «επίθεσης» καθ’ εαυτήν, κάτι που παρέχει και την αφορμή για μια παρουσίαση της ιστορικής εξέλιξης της τυποποιημένης εκδοχής των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας• οι επιθετικοί προσδιορισμοί της επίθεσης («ευρεία ή συστηματική»), οι οποίοι αναλύονται με βάση την έως τώρα νομολογία των ad hoc διεθνών ποινικών δικαστηρίων• η αξίωση η επίθεση να αποτελεί την έκφραση «πολιτικής», η οποία αποδίδει σε μεγάλο βαθμό την ιδιάζουσα απαξία του Εγκλήματος κατά της Ανθρωπότητας, που συνίσταται στην ενορχήστρωση (ή έστω ανοχή) των υποκείμενων συμπεριφορών από κράτη ή άλλες οντότητες που ασκούν έλεγχο σε ορισμένη περιοχή• το αντικείμενο της επίθεσης, δηλαδή ο «άμαχος πληθυσμός», η έννοια του οποίου προσεγγίζεται με αναγωγή στο δίκαιο της Γενεύης αλλά και παραδοχές που εκτείνονται πέραν αυτού προκειμένου να καλυφθεί και η περίπτωση διάπραξης εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας σε περίοδο ειρήνης• τέλος, η υποκειμενική υπόσταση του chapeau, η οποία ερμηνεύεται συσταλτικά, σε συστοιχία με τη γενική διάταξη του άρθρου 30 ΚΔΠΔ. Το δεύτερο μέρος της διατριβής καταπιάνεται αρχικά με την ανάλυση των επιμέρους νομοτυπικών μορφών των περιπτώσεων α΄-ια΄ του άρθρου 7 § 1 ΚΔΠΔ. Εξετάζονται κατά σειρά τα εγκλήματα της ανθρωποκτονίας με πρόθεση – εξόντωσης – υποδούλωσης – εκτόπισης ή βίαιης μετακίνησης πληθυσμού – φυλάκισης ή άλλης σοβαρής στέρησης της ελευθερίας – βασανιστηρίων – προσβολών γενετήσιας ελευθερίας – δίωξης – βίαιης εξαφάνισης προσώπων – φυλετικού διαχωρισμού – άλλων απάνθρωπων πράξεων παρόμοιου χαρακτήρα. Στη συνέχεια, το Έγκλημα κατά της Ανθρωπότητας τοποθετείται στο πλαίσιο του φαινομένου της συλλογικής δράσης, σε μια προσπάθεια να μην εκταθεί η ατομική ποινική ευθύνη πέραν των ορίων που θα ήταν ανεκτά υπό το πρίσμα της εγγυητικής λειτουργίας του ποινικού δικαίου. Τέλος, επιλύονται προβλήματα συρροής ανάμεσα στα εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας και τα άλλα εγκλήματα που τυποποιούνται στο Καταστατικό, δηλαδή τη γενοκτονία (άρθρο 6 ΚΔΠΔ) και τα εγκλήματα πολέμου (άρθρο 8 ΚΔΠΔ). Στον επίλογο διατυπώνονται προτάσεις εν όψει της πλήρους ενσωμάτωσης του Καταστατικού στο εσωτερικό δίκαιο.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of this dissertation is to propose an interpretation of article 7 of the Statute of the International Criminal Court [ICC], which proscribes crimes against humanity. The subject is methodologically approached from the standpoint of criminal law as well as international law (including international humanitarian law). The dissertation includes an introduction and two main parts. Initially, effort is made to delimit the scope of crimes against humanity as opposed to adjacent offenses, namely genocide and war crimes. At the same time, the sources of international criminal law are placed in a hierarchy based on the ICC Statute. The first part is devoted to the interpretation of the chapeau of article 7, providing for the contextual elements of crimes against humanity. It is a fundamental proposition of the dissertation that the chapeau actually distinguishes crimes against humanity from common criminal offenses on a substantive level rather than merely constituting a “jurisdictional ...
The aim of this dissertation is to propose an interpretation of article 7 of the Statute of the International Criminal Court [ICC], which proscribes crimes against humanity. The subject is methodologically approached from the standpoint of criminal law as well as international law (including international humanitarian law). The dissertation includes an introduction and two main parts. Initially, effort is made to delimit the scope of crimes against humanity as opposed to adjacent offenses, namely genocide and war crimes. At the same time, the sources of international criminal law are placed in a hierarchy based on the ICC Statute. The first part is devoted to the interpretation of the chapeau of article 7, providing for the contextual elements of crimes against humanity. It is a fundamental proposition of the dissertation that the chapeau actually distinguishes crimes against humanity from common criminal offenses on a substantive level rather than merely constituting a “jurisdictional element”. Each one among the contextual elements is interpreted in five respective sections: to begin with, the “attack” as such is placed in the context of the evolution of the definition of crimes against humanity in international law; subsequently, the need for a “widespread or systematic” nature of the attack is evaluated in light of the case-law of the ad hoc international criminal tribunals; the “policy requirement”, which to a large extent indicates the unique nature of crimes against humanity, is interpreted so as to require the orchestration (or at least toleration) by a State or organization of the underlying offenses; the target of the attack, i.e. a “civilian population”, is primarily approached with reference to “Geneva law”, but also through doctrinal propositions applicable in time of war and peace alike; last but not least, the mens rea required under the chapeau is strictly construed, in line with article 30 of the ICC Statute. The second part begins with the interpretation of the underlying offenses proscribed under article 7, paragraph 1 [a-k] of the Statute. The offenses examined in respective chapters are: murder – extermination – enslavement – deportation or forcible transfer of population – imprisonment or other severe deprivation of liberty – torture – grave forms of sexual violence – persecution – enforced disappearance of persons – apartheid – other inhumane acts. Subsequently, crimes against humanity are placed within the broader context of “collective responsibility”, in an effort to prevent the loosening of fundamental prerequisites to individual criminal responsibility. Lastly, the dissertation proposes a method of resolving problems pertaining to the concurrence between crimes against humanity, genocide (under article 6), and war crimes (under article 8). The dissertation concludes by offering suggestions as to the incorporation of the ICC Statute into domestic law.
περισσότερα