Περίληψη
Αντικείμενο μελέτης της συγκεκριμένης έρευνας αποτελεί ένα επιλεγμένο σύνολο αγγείων και άλλων κεραμικών αντικειμένων αρχαϊκής και κλασικής εποχής που έχουν βρεθεί στο Λειβήθριο Άντρο, ένα σπηλαιώδες ιερό που βρίσκεται στο όρος Ελικώνα της Βοιωτίας, κοντά στο σύγχρονο χωριό Αγία Τριάδα. Με κριτήρια την αντιπροσώπευση των αντικειμένων τόσο ως προς τα σχήματα και τη διακόσμησή τους όσο και ως προς τους τόπους παραγωγής τους και τη σημασία τους για τη λατρεία των Λειβηθρίδων Νυμφών η εργασία διαρθρώνεται σε 5 κεφάλαια. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο γίνεται αναφορά στον ίδιο τον χώρο του σπηλαίου ανατρέχοντας σε ποικίλες αρχαίες πηγές που μνημονεύουν το συγκεκριμένο ιερό αλλά και τις Λειβηρίδες Νύμφες. Ακολουθεί το κύριο αντικείμενο μελέτης, η κεραμική, που ομαδοποιείται κατά τόπο παραγωγής, δηλαδή αττικά, βοιωτικά και ευβοϊκά και στη συνέχεια εντός των ενοτήτων αυτών κατά διακοσμητική τεχνική και κατά σχήμα. Μελετώνται τα τυπολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των ευρημάτων, ανιχνεύεται ...
Αντικείμενο μελέτης της συγκεκριμένης έρευνας αποτελεί ένα επιλεγμένο σύνολο αγγείων και άλλων κεραμικών αντικειμένων αρχαϊκής και κλασικής εποχής που έχουν βρεθεί στο Λειβήθριο Άντρο, ένα σπηλαιώδες ιερό που βρίσκεται στο όρος Ελικώνα της Βοιωτίας, κοντά στο σύγχρονο χωριό Αγία Τριάδα. Με κριτήρια την αντιπροσώπευση των αντικειμένων τόσο ως προς τα σχήματα και τη διακόσμησή τους όσο και ως προς τους τόπους παραγωγής τους και τη σημασία τους για τη λατρεία των Λειβηθρίδων Νυμφών η εργασία διαρθρώνεται σε 5 κεφάλαια. Στο εισαγωγικό κεφάλαιο γίνεται αναφορά στον ίδιο τον χώρο του σπηλαίου ανατρέχοντας σε ποικίλες αρχαίες πηγές που μνημονεύουν το συγκεκριμένο ιερό αλλά και τις Λειβηρίδες Νύμφες. Ακολουθεί το κύριο αντικείμενο μελέτης, η κεραμική, που ομαδοποιείται κατά τόπο παραγωγής, δηλαδή αττικά, βοιωτικά και ευβοϊκά και στη συνέχεια εντός των ενοτήτων αυτών κατά διακοσμητική τεχνική και κατά σχήμα. Μελετώνται τα τυπολογικά και κατασκευαστικά χαρακτηριστικά των ευρημάτων, ανιχνεύεται η εργαστηριακή τους προέλευση και αναλύονται τα εικονογραφικά στοιχεία των παραστάσεων των αγγείων, σε πολλά από τα οποία επιχειρούνται αποδόσεις σε γνωστούς αγγειογράφους. Ξεχωριστή ενότητα αποτελούν ευρήματα που δεν είναι ξεκάθαρο αν είναι επείσακτα ή πρόκειται για βοιωτικές απομιμήσεις. Ιδιαίτερο κεφάλαιο αφιερώνεται στις επιγραφές που είναι χαραγμένες πάνω σε αρκετά ευρήματα. Η πλειονότητα εμφανίζεται σε αναθήματα του τέλους του 6ου και του α΄ μισού του 5ου αι. π.Χ. Οι περισσότερες, γραμμένες στο βοιωτικό αλφάβητο, αποδίδονται στους αναθέτες των αντικειμένων ενώ δε λείπουν ίσως και κάποιες των κατόχων τους. Η ονοματολογία είναι πλούσια και συναντούμε τόσο αντρικά όσο και γυναικεία ονόματα. Σε κάποιες διακρίνεται η βοιωτική διάλεκτος, με γραμματικούς τύπους που συναντώνται μόνο σε αυτήν. Στο προτελευταίο κεφάλαιο γίνεται μία αξιολόγηση των δεδομένων που προκύπτουν από τη μελέτη της κεραμικής σε συνδυασμό με τις πληροφορίες που διαθέτουμε για το χώρο και αυτές που αντλούμε από τα υπόλοιπα συνευρήματα (ειδώλια, αστράγαλοι, οστέινα αντικείμενα κ.ά.) με τελικό στόχο τη σκιαγράφηση του χαρακτήρα της λατρείας των Νυμφών στο συγκεκριμένο ιερό. Ο μεγάλος αριθμός των αναθημάτων, πολλά από τα οποία είναι μαζικής και πρόχειρης κατασκευής, αποδεικνύει το λαοφιλή χαρακτήρα των Ελικωνιάδων Νυμφών, η λατρεία των οποίων φαίνεται ότι στηριζόταν κυρίως σε λαϊκή βάση. Ταυτόχρονα, μέσα από την ετυμολογία του ονόματος των συγκεκριμένων Νυμφών δεν αποκλείεται να αποκαλύπτεται μια μαντική δραστηριότητα στο πλαίσιο της λατρείας τους. Η εργασία ολοκληρώνεται με μια προσπάθεια ανασύνθεσης των πορισμάτων της έρευνας της κεραμικής, η μελέτη της οποίας συμπληρώνει τις γνώσεις μας για τη φυσιογνωμία της βοιωτικής και ευβοϊκής κεραμικής και την παρουσία της αττικής σε βοιωτικό έδαφος και μάλιστα μέσα από τα αναθήματα ενός βοιωτικού ιερού καθώς μέχρι σήμερα οι περισσότερες πληροφορίες που διαθέτουμε προέρχονται από νεκροταφεία. Επίσης, μας βοηθά να σχηματίσουμε μια εικόνα για την ακτινοβολία και την απήχηση του ίδιου του ιερού, όπου τα πρώτα ίχνη λατρευτικής δράσης τοποθετούνται στο β΄ μισό του 7ου αι. π.Χ., ενώ η μεγαλύτερη ακμή του σημειώνεται από τα τέλη του 6ου αι. π.Χ. και έπειτα. Το δεύτερο μέρος της εργασίας περιλαμβάνει, εκτός από τον κατάλογο, τους πίνακες και τα σχέδια, δύο διαγράμματα, όπου παρουσιάζεται η ποσοτική εκπροσώπηση των αγγείων ανά σχήμα και η ποσοτική εκπροσώπησή τους κατά τόπο παραγωγής μέσα στην πορεία του χρόνου, και η αρχαιομετρική μελέτη κάποιων ευρημάτων με τη χρήση των μη καταστροφικών μεθόδων της Φθορισμομετρίας Ακτίνων-Χ (XRF) και της Ηλεκτρονικής Μικροσκοπίας Σάρωσης σε συνδυασμό με Μικροανάλυση ακτίνων Χ (SEM-EDX). Η αρχαιομετρική μελέτη στοχεύει στον εμπλουτισμό της γνώσης μας για την κεραμική τεχνολογία επαρχιακών εργαστηρίων και βοηθά στη διάκριση της ντόπιας από την επείσακτη κεραμική.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The subject of this study is a sample of archaic and classical vases and other ceramic wares that had been chosen out of a larger group of ceramics found in the Leibethrian cave, a shrine situated on Mount Helicon in Boiotia, nearby the modern village of Aghia Triada. The dissertation is divided into 5 chapters taking into consideration the proper representation of the finds regarding not only their shapes and decoration but also their manufacture origin and their significance for the worship of the Leibethrian Nymphs. The introductory chapter focuses on the cave itself and on the literature sources which refer to this particular cave shrine or to the Leibethrian Nymphs. The following chapter deals with the main study subject, the pottery, which is grouped according to the manufacture regions of the vases (attic, boeotian and euboean) and subdivided according to their decoration techniques and shapes. The study examines the typological and manufacturing features of the vessels as well ...
The subject of this study is a sample of archaic and classical vases and other ceramic wares that had been chosen out of a larger group of ceramics found in the Leibethrian cave, a shrine situated on Mount Helicon in Boiotia, nearby the modern village of Aghia Triada. The dissertation is divided into 5 chapters taking into consideration the proper representation of the finds regarding not only their shapes and decoration but also their manufacture origin and their significance for the worship of the Leibethrian Nymphs. The introductory chapter focuses on the cave itself and on the literature sources which refer to this particular cave shrine or to the Leibethrian Nymphs. The following chapter deals with the main study subject, the pottery, which is grouped according to the manufacture regions of the vases (attic, boeotian and euboean) and subdivided according to their decoration techniques and shapes. The study examines the typological and manufacturing features of the vessels as well as their iconographic themes, many of which are attributed to well known painters. In addition there is an attempt to seek for the workshops that produced many of these vessels. A separate section of this chapter refers to the finds that cannot be safely recognized as imports or local imitations. The third chapter is dedicated to the graffiti inscribed upon several clay votives. The majority of them dates from the end of the 6th century B.C. to the first half of the 5th century B.C. Almost all of them are written in the boeotian alphabet and they are inscribed by the dedicators of the vases or some of them by their owners. There is a rich variety of names, both masculine and feminine. Characteristic grammatical types of the boeotian dialect can be detected in some of the inscriptions. In the fourth chapter the information which came from the study of the pottery is combined with those provided from the rest of the finds (figurines, knucklebones, bone objects etc.) targeting to the delineation of the worship of the Nymphs in this cave. The large amount of the votives, mostly of mass production and careless manufacture, proves that Heliconian Nymphs were very popular and especially among common people. In addition this very name of the Leibethrian Nymphs may implies that an aspect of their worship can be connected with mantic activities in the cave.The final chapter encloses in a mood of reconsideration all the thoughts, questions and speculations that came of the study of the pottery. This study contributes to our knowledge about the boeotian and euboean pottery and the presence of the attic one in Boeotia. The most interesting point is that this contribution is the result of the study of the votives found in a boeotian shrine while so far the relevant research was based on the material found in the boeotian cemeteries. It helps us, also, to figure out the significance of this specific shrine, were cult activities can be detected since the first half of the 7th century B.C. and flourish from the end of the 6th century B.C. and later on.The second part of the dissertation includes apart from the catalogue, the drawings and the photos of the finds, two diagrams, which present the quantitative representation of the ceramic wares in relation to their shape and the quantitative representation of them in relation to their manufacture origin through time. The second part includes also an archaeometric study of some of the finds using the non destructive methods of X-Ray Fluorescence (XRF) and Scanning Electron Microscopy with Energy Dispersive X-ray (SEM-EDX) analysing system. The goal of this study is to provide useful information about the technology of regional ceramic workshops and help us distinguish imported from local wares.
περισσότερα