Περίληψη
Στόχος της διατριβής είναι να μελετήσει τις ιταλο-ελληνικές σχέσεις στο Μεσοπόλεμο και να καταδείξει τη μεσογειακή διάστασή τους, όπως αυτή προκύπτει από την εμπλοκή της Ισπανίας στην εξέλιξη αυτών των σχέσεων. H εμπλοκή αυτή προκύπτει είτε εμμέσως, λόγω της σεφαραδικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, την οποία προσπάθησε να χρησιμοποιήσει η φασιστική Ιταλία για να προωθήσει την επεκτατική της πολιτική στη Μεσόγειο, είτε αμέσως, λόγω του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, ο οποίος (για τους λόγους που παρατίθενται διεξοδικά στο τελευταίο κεφάλαιο) αποτέλεσε το προοίμιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου 1940-41. Η διατριβή στηρίζεται κυρίως σε ανέκδοτο αρχειακό υλικό από τα διπλωματικά αρχεία, τον τύπο των τριών χωρών (Ελλάδας-Ιταλίας και Ισπανίας) και σε πλούσια βιβλιογραφία. Ενδεικτικό μέρος αυτού του αδημοσίευτου υλικού παρατίθεται είτε αυτούσιο στα Παραρτήματα είτε με παραπομπές και με περαιτέρω βιβλιογραφική τεκμηρίωση στα οκτώ κεφάλαια της διατριβής.
Μεθοδολογία-συμπεράσματα
Κεντρικός άξον ...
Στόχος της διατριβής είναι να μελετήσει τις ιταλο-ελληνικές σχέσεις στο Μεσοπόλεμο και να καταδείξει τη μεσογειακή διάστασή τους, όπως αυτή προκύπτει από την εμπλοκή της Ισπανίας στην εξέλιξη αυτών των σχέσεων. H εμπλοκή αυτή προκύπτει είτε εμμέσως, λόγω της σεφαραδικής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, την οποία προσπάθησε να χρησιμοποιήσει η φασιστική Ιταλία για να προωθήσει την επεκτατική της πολιτική στη Μεσόγειο, είτε αμέσως, λόγω του ισπανικού εμφυλίου πολέμου, ο οποίος (για τους λόγους που παρατίθενται διεξοδικά στο τελευταίο κεφάλαιο) αποτέλεσε το προοίμιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου 1940-41. Η διατριβή στηρίζεται κυρίως σε ανέκδοτο αρχειακό υλικό από τα διπλωματικά αρχεία, τον τύπο των τριών χωρών (Ελλάδας-Ιταλίας και Ισπανίας) και σε πλούσια βιβλιογραφία. Ενδεικτικό μέρος αυτού του αδημοσίευτου υλικού παρατίθεται είτε αυτούσιο στα Παραρτήματα είτε με παραπομπές και με περαιτέρω βιβλιογραφική τεκμηρίωση στα οκτώ κεφάλαια της διατριβής.
Μεθοδολογία-συμπεράσματα
Κεντρικός άξονας στα τρία πρώτα κεφάλαια είναι η σύγκρουση του ιταλικού και ελληνικού εθνικισμού από τις αρχές του 20ού αιώνα έως τη σύναψη της συμφωνίας Βενιζέλου-Τιτόνι (1919-πρώτο και δεύτερο κεφάλαιο) και τη μικρασιατική εκστρατεία (τρίτο κεφάλαιο), όπου και καταδεικνύονται η φιλοτουρκική πολιτική της Ρώμης με ενίσχυση του Κεμάλ με ιταλικό οπλισμό και οι προσπάθειες της ελληνικής διπλωματίας να αντιμετωπίσει το πρόβλημα. Συμπεραίνεται ότι δεν λαμβάνεται υπόψη η προηγηθείσα στρατιωτική πανωλεθρία της Ισπανίας στο Μαρόκο (1921) και έτσι «είναι ανεξήγητη η ‘‘τρέλα’’ του ελληνικού αλυτρωτισμού που οδηγείται μαθηματικά στην καταστροφή του». Στο 4ο κεφάλαιο εξετάζονται: η αντίδραση της ιταλικής πρεσβείας στην εσωτερική κατάσταση στην Ελλάδα και στην εκτέλεση των Έξι, η πολιτική προκλήσεων που αρχίζει να εφαρμόζει η κυβέρνηση Μουσολίνι με την «αυτονομία» της Θράκης και τις εβραϊκές κοινότητες στη Βόρεια Ελλάδα, η διπλωματική αντιπαράθεση Ιταλίας και Ελλάδας μέχρι και τη Συνθήκη της Λοζάννης. Το 5ο κεφάλαιο εξετάζει την εδραίωση του φασισμού στο χώρο της Μεσογείου μετά το επεισόδιο της Κέρκυρας μέχρι και την υπογραφή του ελληνο-ιταλικού συμφώνου, το Σεπτέμβριο 1928, και καταδεικνύεται πώς επηρέασε το εν λόγω σύμφωνο το δωδεκανησιακό ζήτημα. Ένα γενικό συμπέρασμα είναι η «ιταλοφοβική» η αντίδραση της ελληνικής πλευράς παρά την πολιτική αφελληνισμού των νησιών μέσω του εξιταλισμού τους (deshelinización) και την ιταλική επιθετικότητα στο Ιόνιο καθ’ όλη αυτή την περίοδο 1927-1932 που σημαδεύτηκε από την «ανένδοτη φιλοιταλική πολιτική του Βενιζέλου (proitalianismo)».
Το 6ο κεφάλαιο αναφέρεται στην προσέγγιση Ελλάδας-Ιταλίας στο πολιτισμικό επίπεδο (γιορτές για Σανταρόζα και Φώσκολο) και την ανάπτυξη της ιταλικής προπαγάνδας στην Ελλάδα, που διενεργείται μέσα από τα ιταλικά σχολεία, τους συλλόγους της ιταλικής παροικίας και θρησκευτικά τάγματα. Διαπιστώνεται η προσπάθεια της Ισπανίας να ανακόψει την πολιτική προσεταιρισμού των Σεφαρδιτών που ακολουθεί η ιταλική κυβέρνηση, αλλά το ισπανικό αίτημα για ίδρυση έδρας ισπανικής γλώσσας και λογοτεχνίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης απορρίφτηκε από την ελληνική πλευρά. Το συμπέρασμα είναι ότι η «ειρηνική εξαγωγή του φασισμού στην Ελλάδα» μέσω των ιταλικών παροικιών και των εβραϊκών κοινοτήτων ενεργοποίησε την «πολιτιστική δράση» των άλλων μεγάλων δυνάμεων (κυρίως Γερμανίας και Γαλλίας). Στο 7ο κεφάλαιο εξετάζεται η φασιστική και ναζιστική επιρροή στην Ελλάδα την δεκαετία του 1930. Επισημαίνει ότι η ιταλική κυβέρνηση θεωρεί ασήμαντες συλλήβδην τις ακροδεξιές πολιτικές νεολαίες και εκτιμά επίσης ότι ούτε οι οργανώσεις ναζιστικού προσανατολισμού είναι σε θέση να αποκτήσουν υπολογίσιμη δύναμη. Καταδεικνύεται ότι «ο ναζισμός έχει εκτοπίσει τον φασισμό στην Ελλάδα», διαπιστώνεται ο «αντιιταλικός προσανατολισμός και o αμυντικός χαρακτήρας του ελληνικού εθνικισμού έναντι της ιταλικής επιθετικότητας» (ο αντιεβραϊσμός του ελληνικού εθνικισμού ενισχύει αυτό το στοιχείο) και προκύπτει ότι «κανείς εκ των επίδοξων Μουσολίνι της Ελλάδας δεν έχει τη στόφα του Ντούτσε». Το συμπέρασμα είναι ότι «δεν μπορεί να δημιουργηθεί στην Ελλάδα φασιστικό κράτος δορυφόρος της Ρώμης, αφής στιγμής ο εχθρός τώρα δεν είναι ο Σλάβος του νότου, αλλά ο Ιταλός». Η ιδιαιτερότητα του ελληνικού εθνικισμού ερμηνεύεται σε αυτά τα κεφάλαια (6ο-8ο), όπου και συμπεραίνεται ότι στην Ελλάδα η όποια προσπάθεια εγκαθίδρυσης φασιστικού κράτους είναι καταδικασμένη να παραμείνει σε «προφασιστικό στάδιο», εξαιτίας του ισχυρού δικομματικού πελατειακού και του αντιφασισισμού του ελληνικού λαού λόγω του δωδεκανησιακού και της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής που αναγκαστικά «περιστρεφόταν γύρω από τη Βρετανία». Καταγράφονται, τέλος, οι οργανώσεις με «προφασιστικό ή πρωτοφασιστικό χαρακτήρα», οι φιλοφασιστικές εφημερίδες της χώρας, ενώ επίσης διατυπώνονται και υπερβολές σχετικά με την επίδραση της μασονίας στην Ελλάδα. Στο τελευταίο- όγδοο κεφάλαιο καταδεικνύεται διεξοδικά πώς μετά την ιταλική επίθεση στην Αβησσυνία, ο ισπανικός εμφύλιος, με το (λαθρ)εμπόριο όπλων του Μεταξά και του Μποδοσάκη με τους ισπανούς «ερυθρούς» και με τον «ισπανικό διπλωματικό εμφύλιο στην Αθήνα», αποτέλεσε το προοίμιο του ελληνο-ιταλικού πολέμου.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
La catástrofe griega en Asia Menor hizo desvanecer la “locura” del irredentismo helénico, que no había hecho caso de la experiencia española en Marruecos. En todo caso, ahora el enemigo ya no era Turquía sino Italia. Grecia constituía el primer obstáculo frente a los proyectos imperialistas de la Italia fascista y la hostilidad entre los países agravó a causa del dominio italiano del Dodecaneso, el accidente de Corfú y las continuas provocaciones italo-fascistas en las otras islas jónicas. Ante el expansionismo italo-fascista, así como ante la progresiva “deshelinización” de Dodecaneso, el nacionalismo griego se veía obligado a defenderse: por eso una de las conclusiones principales que se sacan de los primeros seis capítulos es que no se puede hablar de fascismo sino de “prefascismo griego” y esto a pesar del “proitalianismo” de Venizelos (y de casi toda la clase política burguesa) que se había sellado con el acuerdo italo-griego de 1928. En el trabajo (sobre todo en los capítulos ...
La catástrofe griega en Asia Menor hizo desvanecer la “locura” del irredentismo helénico, que no había hecho caso de la experiencia española en Marruecos. En todo caso, ahora el enemigo ya no era Turquía sino Italia. Grecia constituía el primer obstáculo frente a los proyectos imperialistas de la Italia fascista y la hostilidad entre los países agravó a causa del dominio italiano del Dodecaneso, el accidente de Corfú y las continuas provocaciones italo-fascistas en las otras islas jónicas. Ante el expansionismo italo-fascista, así como ante la progresiva “deshelinización” de Dodecaneso, el nacionalismo griego se veía obligado a defenderse: por eso una de las conclusiones principales que se sacan de los primeros seis capítulos es que no se puede hablar de fascismo sino de “prefascismo griego” y esto a pesar del “proitalianismo” de Venizelos (y de casi toda la clase política burguesa) que se había sellado con el acuerdo italo-griego de 1928. En el trabajo (sobre todo en los capítulos seis y siete) se enumeran todas las organizaciones del “prefascismo griego”, se interpreta la política exterior “filobritánica” de Atenas y se habla tanto de la propaganda de la Italia fascista en Grecia como de los intentos de Musolini de “italianizar” a los sefardíes de Salónica-“ciudad judía” (Grecia rechazó la propuesta española y no quiso crear una cátedra de lengua y cultura españolas en la Universidad de Salónica). En el último capítulo se explica cómo la guerra civil española influyó en las relaciones entre Grecia e Italia: el contrabando de armas de Metaxás-Bodosakis (más con los “rojos” españoles y menos con los nacionales) y la “guerra civil diplomática española en Grecia” (entre los diplomáticos de Franco y de la II República) han convertido el mar Egeo en escenario bélico. La conclusión es que la guerra civil española preanunció y “preparó” el conflicto italo-griego de 1940.
El trabajo tiene 8 capítulos y se basa sobre todo en los archivos diplomáticos y en la prensa de los tres países, Grecia-Italia y España. Parte del material inédito se reproduce en los Anexos de la tesis.
περισσότερα