Περίληψη
Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) εμφανίζει το ευρύτερο φάσμα κλινικών και ανοσολογικών εκδηλώσεων από όλα τα αυτοάνοσα νοσήματα του συνδετικού ιστού, καθώς μπορεί να προσβάλλει κάθε όργανο του σώματος. Παρόλα αυτά, κάποιες μελέτες προτείνουν ότι μπορεί να διαχωριστεί σε ομοιογενείς υποομάδες με παθογενετική, θεραπευτική και προγνωστική σημασία. Στην παρούσα αναδρομική μελέτη αναλύσαμε τον επιπολασμό και τις χαρακτηριστικές κλινικές εκδηλώσεις κατά την διάγνωση της νόσου σε 594 από τους 743 φακέλους ασθενών με ΣΕΛ που συλλέξαμε. Η διάμεση ηλικία κατά την έναρξη των συμπτωμάτων στους ασθενείς ήταν 30 έτη, ενώ κατά την διάγνωση του ΣΕΛ η διάμεση ηλικία ήταν 33 έτη. Η αναλογία γυναικών/ανδρών ήταν 10:1. Τα πιο συχνά αρχικά συμπτώματα της νόσου ήταν οι αρθραλγίες (62,6%), το εξάνθημα (47,3%), η αρθρίτιδα (43,7%) και ο πυρετός (28%), ενώ ιδιαίτερα αυξημένη ήταν και η συχνότητα εκδηλώσεων, οι οποίες δε θεωρούνται διαγνωστικές για το ΣΕΛ με βάση τα αναθεωρημένα κριτήρια ταξινόμησής του, ...
Ο συστηματικός ερυθηματώδης λύκος (ΣΕΛ) εμφανίζει το ευρύτερο φάσμα κλινικών και ανοσολογικών εκδηλώσεων από όλα τα αυτοάνοσα νοσήματα του συνδετικού ιστού, καθώς μπορεί να προσβάλλει κάθε όργανο του σώματος. Παρόλα αυτά, κάποιες μελέτες προτείνουν ότι μπορεί να διαχωριστεί σε ομοιογενείς υποομάδες με παθογενετική, θεραπευτική και προγνωστική σημασία. Στην παρούσα αναδρομική μελέτη αναλύσαμε τον επιπολασμό και τις χαρακτηριστικές κλινικές εκδηλώσεις κατά την διάγνωση της νόσου σε 594 από τους 743 φακέλους ασθενών με ΣΕΛ που συλλέξαμε. Η διάμεση ηλικία κατά την έναρξη των συμπτωμάτων στους ασθενείς ήταν 30 έτη, ενώ κατά την διάγνωση του ΣΕΛ η διάμεση ηλικία ήταν 33 έτη. Η αναλογία γυναικών/ανδρών ήταν 10:1. Τα πιο συχνά αρχικά συμπτώματα της νόσου ήταν οι αρθραλγίες (62,6%), το εξάνθημα (47,3%), η αρθρίτιδα (43,7%) και ο πυρετός (28%), ενώ ιδιαίτερα αυξημένη ήταν και η συχνότητα εκδηλώσεων, οι οποίες δε θεωρούνται διαγνωστικές για το ΣΕΛ με βάση τα αναθεωρημένα κριτήρια ταξινόμησής του, όπως το φαινόμενο Raynaud (23,3%) και η λεμφαδενοπάθεια (12,9%). Αρκετές διαφορές στην έκφραση της νόσου παρατηρήθηκαν ανάλογα με το φύλο, την ηλικία του ασθενή και τα αρχικά εργαστηριακά ευρήματα. Για παράδειγμα, οι γυναίκες εμφάνιζαν συχνότερα αρθραλγίες, τριχόπτωση, φαινόμενο Raynaud και φωτοευαισθησία ως αρχικές κλινικές εκδηλώσεις, ενώ στους άνδρες παρατηρήθηκαν ιδιαίτερα αυξημένα ποσοστά θρομβώσεων, συμπτωμάτων από τους νεφρούς και αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων. Αναλόγως, υψηλός τίτλος αντιdsDNA αυτοαντισωμάτων συσχετίστηκε με υψηλότερο επιπολασμό απώλειας βάρους, πυρετού, αρθρίτιδας και λεμφαδενοπάθειας, ενώ, αντίθετα, ήταν χαμηλότερος ο επιπολασμός των συμπτωμάτων από τους οφθαλμούς. Παρόμοιες συσχετίσεις έγιναν και με τα άλλα ανοσολογικά ευρήματα της νόσου. Κατά τη διάρκεια της πενταετούς παρακολούθησης, οι συχνότερα απαντούμενες κλινικές εκδηλώσεις ήταν η αρθρίτιδα, η προσβολή του νευρικού συστήματος, η νεφρική προσβολή, το φαινόμενο Raynaud, η φωτοευαισθησία και η ορογονίτιδα. Οι λοιμώξεις, η αρτηριακή υπέρταση και η οστεοπόρωση ήταν οι πιο συχνές σχετιζόμενες καταστάσεις. Κακοήθεις όγκοι παρουσιάστηκαν μόνο σε δύο ασθενείς (0,4%). Ομοίως, βρέθηκαν συσχετίσεις με στατιστική σημαντικότητα ανάμεσα στη νοσηρότητα, κατά τη διάρκεια της πενταετίας, και τις μεταβλητές του φύλου, της ηλικίας και των εργαστηριακών ευρημάτων κατά την διάγνωση. Στην ομάδα με έναρξη της νόσου πριν από την ηλικία των 14 ετών παρατηρήθηκε μεγαλύτερος επιπολασμός του εξανθήματος, ιδιαίτερα δίκην πεταλούδας, της λεμφαδενοπάθειας, του πυρετού, της αιμορραγικής διάθεσης και ιδιαίτερα των επιστάξεων και των ουλορραγιών σε στατιστικά σημαντικά επίπεδα. Αντίθετα, ήταν μειωμένος ο επιπολασμός του δισκοειδή λύκου, της φωτοευαισθησίας, των αρθραλγιών και του φαινομένου Raynaud. Κατά τη διάγνωση της νόσου παρατηρήθηκαν υψηλότερα ποσοστά θετικών αντιdsDNA, χαμηλού C4 και υψηλής SGOT. Κατά την πορεία της νόσου οι ασθενείς της ομάδας αυτής εμφάνισαν σε υψηλότερα ποσοστά, και μάλιστα σε στατιστικώς σημαντικά επίπεδα, νεφρική προσβολή, επιστάξεις, ουλορραγίες και θρομβοπενία, καθώς, επίσης, και λοιμώξεις και καταρράκτη. Αντίθετα, ήταν μικρότερη η επίπτωση της οστεοπόρωσης. Στην ομάδα, με έναρξη της νόσου μετά την ηλικία των 50 ετών, σημαντικά μειωμένος ήταν ο επιπολασμός του εξανθήματος, ιδιαίτερα δε του εξανθήματος δίκην πεταλούδας, της νεφρικής προσβολής, του πυρετού, της λεμφαδενοπάθειας και της αρθρίτιδας. Αντιθέτως αυξημένος σε στατιστικώς σημαντικά επίπεδα ήταν ο επιπολασμός των συμπτωμάτων από τους πνεύμονες, της περικαρδίτιδας, της πνευμονικής υπέρτασης, καθώς επίσης και του συνδρόμου sicca. Επιπλέον, συχνότερα τα άτομα αυτά εμφάνιζαν αυξημένη Τ.Κ.Ε. κατά τη διάγνωση. Κατά τη διάρκεια παρακολούθησης, οι ασθενείς με καθυστερημένη έναρξη ΣΕΛ, εμφάνισαν σπανιότερα νεφρική προσβολή και συχνότερα φωτοευαισθησία σε στατιστικώς σημαντικά επίπεδα. Επίσης, αυξημένη ήταν η επίπτωση της αρτηριακής υπέρτασης, της οστεοπόρωσης, της αμφιβληστροειδοπάθειας και του μη Hodgkin λεμφώματος. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε ότι ο ΣΕΛ εκδηλώνεται με έναν ευρύ φάσμα εκδηλώσεων, κάποιες εκ των οποίων, μάλιστα, δεν θεωρούνται χαρακτηριστικές της νόσου. Επίσης, φάνηκε ότι είναι πιθανή η αναγνώριση σχετικώς ομοιογενών υποομάδων ΣΕΛ κλινικής σημασίας. Η μελέτη μας παρείχε, επίσης, σύγχρονες πληροφορίες σχετικά με τα χαρακτηριστικά της νοσηρότητας του ΣΕΛ στην τελευταία δεκαετία και καθόρισε αρκετούς κλινικούς και εργαστηριακούς παράγοντες με προγνωστική σημασία. Η εκτίμηση δεικτών επίπτωσης και προγνωστικών παραγόντων νοσηρότητας θα ήταν χρήσιμη για τη μελλοντική διαχείριση ασθενών με ΣΕΛ, με τη χρήση προτύπων ιατρικής, βασισμένης στην τεκμηρίωση.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Systemic lupus erythematosus (SLE) is the most clinically and serologically diverse of the autoimmune connective tissue diseases because it may affect any organ of the body. However, some studies suggest that this condition can be divided into more homogenous subsets of pathogenetic, therapeutic, and prognostic significance. In the present retrospective study we have analyzed the prevalence and the characteristics of the most relevant clinical features at the diagnosis of the disease in 594 out of 743 data of patients with SLE that we collected. Median age of patients at the onset of the disease was 30 years; while at the diagnosis of SLE was 33 years. The ratio women/men was 10:1. The most frequent initial symptoms of the disease was arthralgia (62,6%), rash (47,3%), arthritis (43,7%) and fever (28%), whereas particularly increased was the frequency of manifestations which are not considered pathognomonic for SLE, according to the revised classification criteria for SLE, like Raynaud ...
Systemic lupus erythematosus (SLE) is the most clinically and serologically diverse of the autoimmune connective tissue diseases because it may affect any organ of the body. However, some studies suggest that this condition can be divided into more homogenous subsets of pathogenetic, therapeutic, and prognostic significance. In the present retrospective study we have analyzed the prevalence and the characteristics of the most relevant clinical features at the diagnosis of the disease in 594 out of 743 data of patients with SLE that we collected. Median age of patients at the onset of the disease was 30 years; while at the diagnosis of SLE was 33 years. The ratio women/men was 10:1. The most frequent initial symptoms of the disease was arthralgia (62,6%), rash (47,3%), arthritis (43,7%) and fever (28%), whereas particularly increased was the frequency of manifestations which are not considered pathognomonic for SLE, according to the revised classification criteria for SLE, like Raynaud phenomenon (23,3%) and lymphadenopathy (12,9%). Several differences in the expression of the disease were found in relation to the gender, the age of the patient at the diagnosis of the disease and the initial laboratories findings. For instance, women had more frequently arthralgia, hair loss, Raynaud phenomenon and photosensitivity as initial clinical manifestations, whereas men had higher prevalence of thrombosis, nephropathy and strokes. A high title of positive αντιdsDNA αντιbodies was associated to higher prevalence of weight loss, fever, arthritis and lymphadenopathy and a lower prevalence of ocular symptoms. Relevant associations were also made for the other immunologic parameters. The main clinical manifestations of SLE during the 5-year period of follow-up were arthritis, neurological involvement, active nephropathy, Raynaud phenomenon, photosensitivity and serositis. Infection, hypertension and osteoporosis were the most frequent associated medical problems. Malignancies were developed only in 2 patients (0,4%). Furthermore associations that presented statistically importance were found between morbidity during the 5-year period and gender, age at diagnosis and initial immunological findings. The patients with the onset of the disease before the age of 14 years old had a statistically significant higher prevalence of fever, rash, particularly butterfly rash, lymphadenopathy, epistaxis and ulorrhagia. On the contrary there was a decreased prevalence of discoid lesions, photosensitivity, arthralgia and Raynaud phenomenon. At the diagnosis of the disease this group exhibited a higher prevalence of positive αντιdsDNA αντιbodies, low C4 and high SGOT. During the 5-year period of follow-up a statistically significant higher incidence of active nephropathy, epistaxis, ulorrhagias, thrombopenia as well as infections and cataracts was observed. On the contrary the incidence of osteoporosis was lower. The patients with the onset of the disease after the age of 50 years old less often showed malar rash, nephropathy, fever, lymphadenopathy and arthritis as the first symptom. On the other hand, these patients had more often lung involvement, pericarditis and sicca syndrome. The erythrocyte sendimantation rate was usually high at the diagnosis of the disease in this group. During the 5-year period of follow-up these patients appeared rarely active nephropathy, whereas they had a higher incidence in statistically significant levels of photosensitivity, hypertension, osteoporosis, retinopathy and non Hodgkin lymphoma. In conclusion, this study has shown that SLE has a wide spectrum of manifestations, of which some are not considered to be characteristics of the disease. In addition it was demonstrated that it is possible to recognize relatively homogeneous SLE subsets of clinical significance. Furthermore, our study has provided updated information of SLE morbidity characteristics in the present decade and has defined several clinical and immunologic prognostic factors. Assessing the incidence rates and delineating the prognostic factors associated with morbidity will be helpful for future management of patients with SLE using evidence-based medicine models.
περισσότερα