Περίληψη
Το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας οφείλεται στον HIV και μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, το αίμα και τα παράγωγά του και από την μητέρα στο έμβρυο ή στο νεογνό. Προκαλεί κατάρρευση του ανθρώπινου ανοσολογικού συστήματος με μοιραία έκβαση. Η ταχύτατη εξάπλωση της HIV πανδημίας παγκόσμια έγινε ταυτόχρονα με μια έκρηξη στη γνώση μας για την ιολογία του HIV, τη μοριακή βιολογία, την ανοσολογία, την παθογένεια και τη θεραπεία της HIV λοίμωξης καθώς και τη θεραπεία και την προφύλαξη των ευκαιριακών λοιμώξεων και νεοπλασιών που συνδέονται με την HIV λοίμωξη.Σκοπός της διδακτορικής διατριβής είναι η μελέτη επιλεγμένων ανοσολογικών, κλινικών και επιδημιολογικών χαρακτηριστικών σε HIV ασθενείς που παρακολουθήθηκαν σε μία ακαδημαϊκή μονάδα ΣΕΑΑ στην Αθήνα.Στην πρώτη μελέτη διερευνήθηκε ο επιπολασμός της μικτής κρυοσφαιριναιμίας σε ασθενείς με HIV-1 λοίμωξη, το κλινικό φάσμα της κρυοσφαιριναιμίας σε αυτούς τους ασθενείς και ο πιθανός ρόλος του HIV-1 στο σχηματισμό των κρυοσφαιρινώ ...
Το Σύνδρομο Επίκτητης Ανοσολογικής Ανεπάρκειας οφείλεται στον HIV και μεταδίδεται με τη σεξουαλική επαφή, το αίμα και τα παράγωγά του και από την μητέρα στο έμβρυο ή στο νεογνό. Προκαλεί κατάρρευση του ανθρώπινου ανοσολογικού συστήματος με μοιραία έκβαση. Η ταχύτατη εξάπλωση της HIV πανδημίας παγκόσμια έγινε ταυτόχρονα με μια έκρηξη στη γνώση μας για την ιολογία του HIV, τη μοριακή βιολογία, την ανοσολογία, την παθογένεια και τη θεραπεία της HIV λοίμωξης καθώς και τη θεραπεία και την προφύλαξη των ευκαιριακών λοιμώξεων και νεοπλασιών που συνδέονται με την HIV λοίμωξη.Σκοπός της διδακτορικής διατριβής είναι η μελέτη επιλεγμένων ανοσολογικών, κλινικών και επιδημιολογικών χαρακτηριστικών σε HIV ασθενείς που παρακολουθήθηκαν σε μία ακαδημαϊκή μονάδα ΣΕΑΑ στην Αθήνα.Στην πρώτη μελέτη διερευνήθηκε ο επιπολασμός της μικτής κρυοσφαιριναιμίας σε ασθενείς με HIV-1 λοίμωξη, το κλινικό φάσμα της κρυοσφαιριναιμίας σε αυτούς τους ασθενείς και ο πιθανός ρόλος του HIV-1 στο σχηματισμό των κρυοσφαιρινών. Η μελέτη ήταν προοπτική κοόρτης και έγινε στο Λαϊκό Νοσοκομείο της Αθήνας. Συμμετείχαν 89 ασθενείς με HIV-1 λοίμωξη. Ο ορός και οι κρυοσφαιρίνες των ασθενών εκτιμήθηκαν για αντισώματα κατά του HIV-1 και του ιού της ηπατίτιδας C (HCV). Επίσης, έγινε μέτρηση του HIV-1 και HCV ιικού φορτίου στον ορό, στα κρυοϊζήματα και στον υπερκείμενο ορό μετά την κρυοκαθίζηση. Μικτές κρυοσφαιρίνες καταδείχθηκαν σε 24 ασθενείς με HIV-1 λοίμωξη (27% [95% ΟΑ, 18% έως 36%]). To HIV-1 ιικό φορτίο ήταν υψηλότερο στους θετικούς για κρυοσφαιρίνες ασθενείς (διάμεση τιμή: 38.25x103 αντίγραφα /mL [25η, 75η εκατοστιαία θέση: 13.8x103 αντίγραφα/mL, 78.55x103 αντίγραφα /mL]) από ό,τι στους αρνητικούς για κρυοσφαιρίνες ασθενείς (διάμεση τιμή: 5.3x103 αντίγραφα /mL [25η, 75η εκατοστιαία: 0.7x103 αντίγραφα /mL, 27.2x103 αντίγραφα/mL]) (Ρ = 0.001). Αντισώματα κατά του HIV-1 καταδείχθηκαν σε όλα τα κρυοϊζήματα και ανιχνεύθηκαν HIV-1 RNA ακολουθίες σε 22 από τα 23 κρυοϊζήματα. Εννέα θετικοί για κρυοσφαιρίνες ασθενείς είχαν κλινικές εκδηλώσεις συμβατές με κρυοσφαιριναιμία. θετικοί για κρυοσφαιρινες ασθενείς είχαν κλινικές εκδηλώσεις συμβατές με κρυοσφαιριναιμία. Συμπερασματικά, η μικτή κρυοσφαιριναιμία είναι συχνή στους ασθενείς με HIV-1 λοίμωξη.Στη δεύτερη μελέτη, διευρευνήθηκε ο επιπολασμός των συλλοιμώξεων από τους ιούς της ηπατίτιδας B (HBV) και C (HCV) στους HIV-μολυνθέντες ασθενείς και η συνολική επίπτωση των συλλοιμώξεων αυτών στην επιβίωση των θανόντων ασθενών με ΣΕΑΑ. Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 181 ασθενείς (159 άνδρες, 22 γυναίκες) με HIV λοίμωξη, οι οποίοι παρακολουθούνταν σε μια ακαδημαϊκή μονάδα ΣΕΑΑ στην Αθήνα. Η ομάδα μελέτης αποτελούνταν από 124 ομο/αμφιφυλόφιλους άνδρες, 34 ετεροφυλόφιλους, 12 χρήστες ενδοφλέβιων ουσιών (ΧΕΦΟ) και 11 πολυμεταγγιζόμενους. Οι ιολογικοί δείκτες που εξετάσθηκαν με ανοσοενζυμική μέθοδο για HBV λοίμωξη συμπεριλάμβαναν HBsAg, αντι-HBs και ολικό αντι-HBc. Η κατάδειξη των HCV αντισωμάτων έγινε με τρίτης γενιάς ανοσοενζυμική μέθοδο και τα επανηλειμμένα θετικά δείγματα εξετάσθηκαν με συμπληρωματική ανοσοενζυμική μέθοδο. Μόνο οι οροί που ήταν θετικοί και στις δύο μεθόδους θεωρήθηκαν ως HCV-Θετικοί Ο επιπολασμός των δεικτών HBV ήταν 67.4%: 71.8% στους ομο/αμφιφυλόφιλους, 35.3% στους ετεροφυλόφιλους, 91.7% στους ΧΕΦΟ και 90.9% στους πολυμεταγγιζόμενους (Ρ = 0.00004). Ο επιπολασμός των HCV αντισωμάτων ήταν 13.8%: 8.1% στους ομο/αμφιφυλόφιλους, 8.8% στους ετεροφυλόφιλους, 58.3% στους ΧΕΦΟ και 45.5% στους πολυμεταγγιζόμενους (Ρ < 0.000001). Ο επιπολασμός των HCV αντισωμάτων δεν ήταν σημαντικά μεγαλύτερος στους ομο/αμφιφυλόφιλους από ό,τι στους ετεροφυλόφιλους (Ρ = 0.8). Συλλοίμωξη με τον HBV ή/και με το HCV δεν επηρέασε την επιβίωση των θανόντων ασθενών με ΣΕΑΑ (ν = 73). Συμπερασματικά, η HBV λοίμωξη ήταν το ίδιο συχνή στους ομο/αμφιφυλόφιλους και στους ΧΕΦΟ με HIV λοίμωξη, ενώ η HCV λοίμωξη ήταν πιο συχνή στους ΧΕΦΟ από ό,τι στους ομο/αμφιφυλόφιλους με HIV λοίμωξη. Ο επιπολασμός της HCV λοίμωξης ήταν ίδιος στους ετεροφυλόφιλους και στους ομο/αμφιφυλόφιλους, γεγονός που υποδηλώνει ότι εφόσον υπάρχει σεξουαλική μετάδοση του HCV, οι ομο/αμφιφυλόφιλοι δεν διατρέχουν μεγαλύτερο κίνδυνο από τους ετεροφυλόφιλους . Τέλος, η επιβίωση των θανόντων ασθενών με ΣΕΑΑ δεν επηρεάστηκε από την παρουσία HBV και HCV συλλοιμώξεων.Στην τρίτη μελέτη διερευνήθηκαν οι παράμετροι που επηρέασαν την επιβίωση των ασθενών με ΣΕΑΑ που παρακολουθήθηκαν σε μία ακαδημαϊκή μονάδα στην Αθήνα. Ο πληθυσμός της μελέτης αποτελούνταν από 105 ασθενείς με ΣΕΑΑ (89 άνδρες, 16 γυναίκες) και η περίοδος μελέτης ήταν από το Σεπτέμβριο 1986 έως τον Αύγουστο 1996. Από τους 105 ασθενείς με ΣΕΑΑ οι 66 (62.85%) είχαν αποβιώσει. Η συνολική διάμεση επιβίωση ήταν 17.9 μήνες. Η ηλικία κατά τη διάγνωση του ΣΕΑΑ, ο αριθμός των CD4 Τ λεμφοκυττάρων, η λήψη αντιρετροϊκής αγωγής, το έτος διάγνωσης και το φύλο ήταν οι παράγοντες που επηρέασαν σημαντικά την επιβίωση των ασθενών με ΣΕΑΑ. Αντίθετα, η κατηγορία μετάδοσης, η διάγνωση ορισμού του ΣΕΑΑ και ο αριθμός των αρχικών διαγνώσεων δεν επηρέασαν σημαντικά την επιβίωση των ασθενών με ΣΕΑΑ. Εξαίρεση αποτέλεσε η αρχική διάγνωση μη- Hodgkin λεμφώματος, η οποία συνδεόταν με μεγαλύτερη θνησιμότητα συγκριτικά με όλες τις άλλες διαγνώσεις (Ρ < 0.001). Η διάμεση επιβίωση των θανόντων ασθενών με ΣΕΑΑ ήταν 25.5 μήνες, παρόμοια με την υψηλότερη διάμεση επιβίωση που έχει ανακοινωθεί σε ασθενείς με ΣΕΑΑ.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Acquired Immunodeficiency Syndrome (AIDS) is caused by the human immunodeficiency virus (HTV) which is transmitted by sexual contact, blood and its products and from mother to her fetus or infant. HIV induces collapse of the human immune system with fatal outcome. The brisk sprawling of the HIV pandemic worldwide is accompanied by an explosion in our knowledge on HIV virology, biology, immunology, pathology and treatment of HIV infection and also on the prevention and treatment of opportunistic infections and cancers related to HIV infection.The purpose of this thesis is to evaluate selective immunological, clinical and epidemiological features of HIV infected Greek patients.In the first study, our purpose was to investigate the prevalence of mixed cryoglobulinemia in patients with HIV-1 infection, the clinical spectrum of cryoglobulinemia in these patients, and the possible role of HIV-1 in cryoglobulin formation. This was a prospective cohort study of 89 patients with HIV-1 infection ...
Acquired Immunodeficiency Syndrome (AIDS) is caused by the human immunodeficiency virus (HTV) which is transmitted by sexual contact, blood and its products and from mother to her fetus or infant. HIV induces collapse of the human immune system with fatal outcome. The brisk sprawling of the HIV pandemic worldwide is accompanied by an explosion in our knowledge on HIV virology, biology, immunology, pathology and treatment of HIV infection and also on the prevention and treatment of opportunistic infections and cancers related to HIV infection.The purpose of this thesis is to evaluate selective immunological, clinical and epidemiological features of HIV infected Greek patients.In the first study, our purpose was to investigate the prevalence of mixed cryoglobulinemia in patients with HIV-1 infection, the clinical spectrum of cryoglobulinemia in these patients, and the possible role of HIV-1 in cryoglobulin formation. This was a prospective cohort study of 89 patients with HIV-1 infection Serum and cryoglobulins were evaluated for antibodies to HIV and hepatitis C virus (HCV), HIV-1, and HCV viral load. Mixed cryoglobulins were detected in 24 patients with HIV-1 infection (27% [95% Cl, 18% to 36%]). The HIV-1 viral load was higher in cryoglobulin-positive patients (median, 38.25 x 103 copies/mL [25th, 75th percentiles: 13.8 x 103 copies/mL, 78.55 x 103 copies/mL]) than in cryoglobulin-negative patients (median, 5.3 x 103 copies/mL [25th, 75th percentiles: 0.7 x 103 copies/mL, 27.2. x 103 copies/mL]) (P = 0.001). Antibodies to HIV were detected in all cryoprecipitates, and HIV-1 RNA sequences were identified in 22 of the 23 cryoprecipitates examined. Nine cryoglobulin-positive patients (38% [Cl, 19% to 54%]) had clinical manifestations compatible with cryoglobulinemia. In conclusion mixed cryoglobulinemia is common in patients with HIV-1 infection.In the second study our objectives were to determine the prevalence of hepatitis viruses B (HBV) and C (HCV) co-infections in HIV-infected patients and the overall impact of these co- infections on deceased AIDS patients survival. One hundred and eighty-one patients (159 males, 22 females) infected with HTV, attending an academic AIDS unit in Athens, Greece, constituted the study population. The study population consisted of 124 homo/bisexual men, 34 heterosexuals, 12 intravenous drug users (IDU) and 11 blood transfusion recipients. Viro logical markers tested for HBV infection included HBsAg, anti-HBs and total anti-HBc by enzyme- linked immunoassays. Detection of HCV antibodies was carried out by third generation enzyme- linked immunoassay, and repeatedly positive samples were further tested by a supplemental enzyme-linked immunoassay; only sera reactive by both methods were considered to be HCV- positive. The prevalence of HBV markers was 67.4%: 71.8% in homo/bisexuals, 35.3% in heterosexuals, 91.7% in IDUs and 90.9% in blood transfusion recipients (P = 0.00004). The prevalence of HCV antibodies was 13.8%: 8.1% in homo/bisexuals, 8.8% in heterosexuals, 58.3% in IDU and 45.5% in blood transfusion recipients (P = 0.000001). The prevalence of HCV antibodies was not significantly higher in homo/bisexuals than in heterosexuals (P = 0.8). Co- infection with HBV or HCV, or both, did not influence the survival of deceased AIDS patients (n = 73). In conclusion, HBV infection was equally prevalent among homo/bisexuals and IDU with HIV infection, whereas HCV infection was more prevalent in IDU than in homo/bisexuals with HIV infection. The prevalence of HCV infection was equal among heterosexuals and homo/bisexuals, indicating that if sexual transmission of HCV occurs, homo/bisexuals are not at greater risk than heterosexuals. Finally, the survival of deceased AIDS patients was not affected by the presence of HBV and HCV co-infections.In the third study, we examined the parameters influencing the survival of AIDS patients who attended our academic unit. The study population consisted of 105 AIDS patients (89 males, 16 females) followed up from September 1986 through August 1996. Of 105 AIDS patients, 66 (62.85%) were deceased. Median survival for all patients was estimated to be 17.9 months. Age at the time of diagnosis, total CD4 cell count at the time of AIDS diagnosis, antiretroviral treatment prior to or after the AIDS diagnosis, year of AIDS diagnosis and sex, were the parameters which significantly related to survival of AIDS patients. In contrast, there was no statistical significance in survival with respect to transmission category, AIDS defining illness and number of initial diagnoses, with one important exception: a single presenting diagnosis of non-Hodgkin lymphoma was associated with higher mortality in bivariable analysis (P < 0.0001). Median survival of deceased patient was 25.5 months, which is similar to the higher median survival reported for AIDS patients.
περισσότερα