Περίληψη
Ένα από τα δυσκολότερα κεφάλαια και desiderata της βυζαντινής, μετα-Βυζαντινής αλλά και της νεότερης λαογραφίας είναι το ενδυματολογικό όπως είχαν αναφέρει και ασχοληθεί οι ιστορικοί μελετητές Κουκούλες (1948), Χατζημιχάλη (1952), Θεοχάρη (1997) και Παπαντωνίου (2000), αναφέροντας ότι η βυζαντινή ενδυματολογία δεν έχει μελετηθεί όσο θα έπρεπε. Έτσι και ο επισκοπικός σάκκος που εξετάζεται στην παρούσα μελέτη, ως κοσμικό και αργότερα επισκοπικό ένδυμα, αποτελεί πολύπλοκο ζήτημα μεταξύ των ερευνητών υφάσματος, ιδιαίτερα δε εάν προέρχεται από την Αθωνική μοναστική πολιτεία, λόγω της δύσκολης πρόσβασης σε αυτά τα αντικείμενα. Το λειτουργικό ένδυμα που μελετάται πρόκειται-, όπως αναφέρουν και χρησιμοποιούν ως όρο οι βυζαντινολόγοι και πολλοί άλλοι ερευνητές- για είδος φορέματος και στην προκειμένη για λειτουργικό ένδυμα και όχι ύφασμα ή ιμάτιο. Επειδή όμως ο όρος 'φόρεμα', όπως έχει χρησιμοποιηθεί παλαιότερα δεν είναι πλέον τόσο δόκιμος, καθώς και κολακευτικός, ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σ' ...
Ένα από τα δυσκολότερα κεφάλαια και desiderata της βυζαντινής, μετα-Βυζαντινής αλλά και της νεότερης λαογραφίας είναι το ενδυματολογικό όπως είχαν αναφέρει και ασχοληθεί οι ιστορικοί μελετητές Κουκούλες (1948), Χατζημιχάλη (1952), Θεοχάρη (1997) και Παπαντωνίου (2000), αναφέροντας ότι η βυζαντινή ενδυματολογία δεν έχει μελετηθεί όσο θα έπρεπε. Έτσι και ο επισκοπικός σάκκος που εξετάζεται στην παρούσα μελέτη, ως κοσμικό και αργότερα επισκοπικό ένδυμα, αποτελεί πολύπλοκο ζήτημα μεταξύ των ερευνητών υφάσματος, ιδιαίτερα δε εάν προέρχεται από την Αθωνική μοναστική πολιτεία, λόγω της δύσκολης πρόσβασης σε αυτά τα αντικείμενα. Το λειτουργικό ένδυμα που μελετάται πρόκειται-, όπως αναφέρουν και χρησιμοποιούν ως όρο οι βυζαντινολόγοι και πολλοί άλλοι ερευνητές- για είδος φορέματος και στην προκειμένη για λειτουργικό ένδυμα και όχι ύφασμα ή ιμάτιο. Επειδή όμως ο όρος 'φόρεμα', όπως έχει χρησιμοποιηθεί παλαιότερα δεν είναι πλέον τόσο δόκιμος, καθώς και κολακευτικός, ιδιαίτερα όταν αναφερόμαστε σ' ένα εκκλησιαστικό ανδρικό αντικείμενο, θα χρησιμοποιηθεί ο όρος 'λειτουργικό ένδυμα' ο οποίος ερμηνεύει και την χρήση του αντικειμένου, αλλά απορρέει και από την αρχική ετυμολογική ερμηνεία της λέξης λειτουργία. Η μελέτη του πρωτογενούς αυτού υλικού, που παρέμεινε σχεδόν εντελώς άγνωστο στην επιστημονική κοινότητα, παρά την τεράστια σημασία που παρουσιάζει, έδωσε στον συγγραφέα την δυνατότητα να περιεργαστεί από κοντά τα συγκεκριμένα αντικείμενα και να επισημάνει νέα ιστορικά στοιχεία, τα οποία συνδυαζόμενα με την συστηματική καταγραφή, βοήθησαν στην καλύτερη επιλογή επέμβασης συντήρησης και διατήρησης των συγκεκριμένων αντικειμένων. Τα λειτουργικά ενδύματα είναι γνωστά, όχι μόνο για τους θεολογικούς συμβολισμούς τους, αλλά και ως έργα τέχνης με ιστορική και εθνογραφική αξία. Ο αρχικός όμως ρόλος τους ήταν να εξυπηρετούν τις λειτουργικές ανάγκες μέσα στον Ναό πράγμα που δικαιολογεί και το χαρακτηρισμό τους ως 'ιερά αντικείμενα'. Η Ανατολική Εκκλησία χρησιμοποίησε αντικείμενα φτιαγμένα από 'κοσμικά' υλικά όπως οι εικόνες, οι τοιχογραφίες, τα λειτουργικά υφάσματα και ενδύματα για να επιτύχει μέσω αυτών την έκφραση-μετάδοση πνευματικών μηνυμάτων και αληθειών της Χριστιανικής πίστης. Τα εκκλησιαστικά αντικείμενα είτε αυτά χρησιμοποιούνται κατά την Λατρεία είτε ως διακοσμητικά μέσα στον Ναό συμβάλλουν σημαντικά στην διατήρηση της Ορθόδοξης παράδοσης. Η διατήρηση αυτών των αντικειμένων μπορεί να γίνει είτε με επεμβατική συντήρηση (interventive conservation), είτε με προληπτική συντήρηση (preventive conservation), είτε όπως παλαιότερα συνηθίζετo με αποκατάσταση (restoration). Η επιλογή ενός ή περισσοτέρων από αυτούς τους τρόπους επεμβάσεως δημιουργεί ηθικούς προβληματισμούς μέσα στην κοινότητα των συντηρητών στους οποίους δεν υπάρχει ομοφωνία υπέρ της μίας ή της άλλης απόψεως. Η διατριβή συνοδεύεται από αυτοτελή κατάλογο. Ο κατάλογος συμπεριλαμβάνει πενήντα δύο πατριαρχικούς, και επισκοπικούς σάκκους προερχόμενους από δεκατρία κυρίαρχα μοναστήρια και την αρχαιότερη σκήτη στο Άγιον Όρος της Θεοπρομήτορος Αγίας Άννης. Τα χρονολογικά όρια της μελέτης καθορίζονται από τον χρόνο κατασκευής των εξεταζόμενων σάκκων δηλαδή από το τέλος του 15ου έως και τον 20° αί. Εξ' όπου γνωρίζω είναι η πρώτη φορά που αρχιερατικοί σάκκοι 14 αγιορείτικων καθιδρυμάτων, παρουσιάζονται σε ένα αυτοτελή κατάλογο. Οι μονές που παραχώρησαν υλικό στην παρούσα μελέτη είναι Ι. Μ. Μ. Βατοπεδίου, Ι. Μ. Ιβήρων, Ι. Μ. Ξηροποτάμου, Ι. Μ. Αγίου Διονυσίου, Ι. Μ. Παντοκράτορος, Ι. Μ. Κουτλουμουσίου, Ι. Μ. Δοχειαρίου, Ι. Μ. Φιλόθεου, Ι. Μ. Καρακάλου, Ι. Μ. Σίμωνος Πέτρας, Ι. Μ. Σταυρονικήτα, Ι. Μ. Αγίου Γρηγορίου, Ι. Μ. Αγ Παύλου και η Σκήτη της Αγίας Άννης. Ιστορικά ο σάκκος αποτελεί μία μετεξέλιξη του ελληνικού χιτώνα (10ος-8 ος π.Χ.) σε ρωμαϊκή δαλματική (180- 192 μ.Χ.). Αργότερα το συναντούμε ως αυτοκρατορικό βυζαντινό ένδυμα. Στα μέσα του 11ου αί επετράπη να φέρεται από τον Οικουμενικό Πατριάρχη αντί του πολυσταύριου φελονίου, ως ειδικό προνόμιο που παραχωρήθηκε από τον αυτοκράτορα και μάλιστα μόνον στις τρεις μεγάλες Χριστολογικές εορτές (Χριστούγεννα, Πάσχα και Πεντηκοστή). Κατά τις αρχές του 12ου αί, επιτράπηκε η χρήση του από ορισμένους μητροπολίτες και ένας από αυτούς ήταν ο μητροπολίτης Λακεδαιμόνιας. Αργότερα ο σάκκος χρησιμοποιήθηκε γενικά από όλους τους επισκόπους αντικαθιστώντας το φελόνιο που πλέον χρησιμοποιείται μόνο από τους ιερείς. Τέλος, μία ενδιάμεση μορφή αυτού του ενδύματος συναντάμε στα Ορθόδοξα σκευοφυλάκια με 'παραλλαγμένα' πολυτελή μεταξωτά Οθωμανικά καφτάνια και να χρησιμοποιούνται ως σάκκοι από τους επισκόπους ιδιαίτερα από τον 17° αί και αργότερα. Ο σάκκος κατασκευάζεται σε απλό σχήμα (Τ). Ο κάμπος είναι συνήθως από μεταξωτό ύφασμα και διακοσμείται με ενυφασμένα χρυσονήματα και αργυρονήματα, καθώς και κεντήματα. Είναι κοντομάνικος και τα πλάγια του δεν ενώνονται με ραφή, αλλά κλείνουν είτε με κωδωνίσκους, κομβία είτε με ταινίες. Οι κωδωνίσκοι, οι οποίοι συνήθως είναι δώδεκα συμβολίζουν είτε τους δώδεκα αποστόλους και το διδακτικό τους κήρυγμα ή ενθυμίζουν τον ήχο των κωδώνων από το ένδυμα του Ααρών. Κατά την παράδοση ένας κώδων είναι πάντοτε 'κωφός' συμβολίζοντας τον Ιούδα. Ο σκοπός της έρευνας είναι με την προσεκτική μελέτη αυτών των αντικειμένων να αποκαλυφθούν εάν υπάρχουν νέα μοτίβα και τεχνικές υφάνσεως και κεντητικής που έχουν χρησιμοποιηθεί στην κατασκευή τους, έχοντας υπ' όψη ότι προέρχονται από διάφορες γεωγραφικές περιοχές (Κωνσταντινούπολη, Προύσα, Γαλλία, Ιταλία κ.α.). Επίσης, να αντληθούν τυχόν ιστορικές πληροφορίες δεδομένου ότι πρόκειται για αφιερώματα από επισκόπους, πατριάρχες και ευγενείς στα Ιερά Καθιδρύματα του Αγίου Όρους θα μπορούσαμε να πούμε ότι το κεφάλαιο αυτό είναι η συνέχιση της έρευνας της Μαρίας Θεοχάρη του έτους 1963, που αναφέρει υπογραφές πάνω σε υφάσματα αμφίων του Αγίου Όρους παρουσιάζοντας καλλιτέχνες, χρονολογίες και τοπωνύμια κατασκευής των αναφερόμενων υφασμάτων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This academic thesis focuses on the research findings from a collection survey of Euro-Μediterranean post-Byzantine ecclesiastical garments, known as sakkoi, from the Holy Mountain of Athos located in Chalkidiki, Greece. According to the World Heritage Committee, Mount Athos is considered to be of an outstanding universal value, as it is the most important monastic centre of the Christian Orthodox Church. The sakkos appeared to be an evolution of the Greek chiton (10th-8th BC) to the Roman dalmatic (180-192 AD). Later on, used as an imperial Byzantine garment, which by the 11th-12th century had been adopted by the Ecumenical Patriarch of Constantinople to indicate his status and privilege. It was only after the fall of Constantinople, that this was extended to all the Bishops of the Orthodox Church. The thesis begins with a discussion of the nomenclature, while it addresses the issue prevalent in Byzantine and post-Byzantine research, as to the historical provenance of this liturgical ...
This academic thesis focuses on the research findings from a collection survey of Euro-Μediterranean post-Byzantine ecclesiastical garments, known as sakkoi, from the Holy Mountain of Athos located in Chalkidiki, Greece. According to the World Heritage Committee, Mount Athos is considered to be of an outstanding universal value, as it is the most important monastic centre of the Christian Orthodox Church. The sakkos appeared to be an evolution of the Greek chiton (10th-8th BC) to the Roman dalmatic (180-192 AD). Later on, used as an imperial Byzantine garment, which by the 11th-12th century had been adopted by the Ecumenical Patriarch of Constantinople to indicate his status and privilege. It was only after the fall of Constantinople, that this was extended to all the Bishops of the Orthodox Church. The thesis begins with a discussion of the nomenclature, while it addresses the issue prevalent in Byzantine and post-Byzantine research, as to the historical provenance of this liturgical garment. Different approaches ranging from art historic and semiotic research to scientific examination using sophisticated analytical techniques are applied, in order to introduce a cultural, historical and technological context of the garments. The Mount Athos sakkoi, never previously researched, date from the end of the 15th to the 20th century and they are garments worn by Patriarchs, Bishops, and Emperors. The survey examines fifty two sakkoi from fourteen monasteries, identifying constructional and stylistic details, material components using analytical techniques (Optical Microscopy, HPLC-DAD and SEM-EDS) and technological evidence such as fibres, dyes, metal threads and weaving techniques, whilst analyzing the sources of degradation and decay. This research demonstrates not only the scope of a conservation collection survey methodology for elucidating new information about specific items but also it’s potential to add to the knowledge relating to the history, development and use of such garments. Αη effort to combine the analytical results with the available stylistic historical information and the conclusions obtained by analyzing the cut and construction of the tested garments was also performed. A major purpose of the study was to enable intellectual access to this inaccessible collection and the mechanism for disseminating this information. The Athonian garments had not been previously documented and the first stage of this research was to design pro forma to record all details related to materials, manufacture and condition. This record includes detailed information regarding: materials; technological and constructional details; alterations and repairs during use; previous restorations and condition assessment. This, together with systematic illustrative material, in the form of drawings, photographs and microphotographs, has been designed to contribute to the preservation of these artefacts, serving also as a surrogate to reduce the need for future handling. Moreover, it facilitates access for female researchers to this invaluable and unique collection. Major attention was also drawn on new preventive conservation approaches that can be adopted to preserve the items as a ‘living’ collection, including guidelines for the continuation of production of those garments. The spiritual dimension of these artefacts is thus discussed within the framework of conservation ethics. The difficulties for the achievement of the aims and objectives of the current investigation were significant. Among these, the lack of published literature together with the un-catalogued archives led to a plethora of problems. Of course, the oral sources coming from the sacristans were of high importance since they were the ones offering valuable information. This research offers for the very first time, a complete assemblage of knowledge regarding the production, synthesis, condition and display of the ecclesiastical Athonian sakkoi.
περισσότερα