Περίληψη
Κατά το 18ο αιώνα, εποχή σταθεροποίησης και ανάπτυξης του ελληνισμού, οι αλλαγές των κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικών συνθηκών διαμορφώνουν ένα νέο πολιτισμικό πλαίσιο, στο οποίο είναι δυνατή η διατύπωση νεωτεριστικών επιστημονικών ιδεών, κατά το ευρωπαϊκό παράδειγμα. Στις νέες αυτές συνθήκες είναι διακριτός ο ρόλος της Εκκλησίας, των Φαναριωτών, των εμπόρων και των λογίων στη διαμόρφωση του ρεύματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού, μιας τάσης, που αν και επηρεάζεται από τη δυτική σκέψη, έχει ωστόσο έναν αυτόνομο χαρακτήρα, αποτέλεσμα των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και του υποκειμενικού τρόπου με τον οποίο τα αξιώματα των λογίων διαμορφώνονται. Ενώ η οικονομική ισχυροποίηση των νέων κοινωνικών στρωμάτων οδηγεί στην ωρίμανση των τάσεων αυτονόμησής τους - όπως αυτή ενδεχομένως εκφράζεται με την εθνική ιδέα- η εκπαίδευση γίνεται η κινητήρια δύναμη της υλοποίησης των στόχων τους. Η νέα γνώση, ταυτόσημη με την έννοια της προόδου, λειτουργεί ως ιδεολογικό στοιχείο των κοινωνικών ομάδων, των οποίων οι ...
Κατά το 18ο αιώνα, εποχή σταθεροποίησης και ανάπτυξης του ελληνισμού, οι αλλαγές των κοινωνικο-οικονομικο-πολιτικών συνθηκών διαμορφώνουν ένα νέο πολιτισμικό πλαίσιο, στο οποίο είναι δυνατή η διατύπωση νεωτεριστικών επιστημονικών ιδεών, κατά το ευρωπαϊκό παράδειγμα. Στις νέες αυτές συνθήκες είναι διακριτός ο ρόλος της Εκκλησίας, των Φαναριωτών, των εμπόρων και των λογίων στη διαμόρφωση του ρεύματος του νεοελληνικού Διαφωτισμού, μιας τάσης, που αν και επηρεάζεται από τη δυτική σκέψη, έχει ωστόσο έναν αυτόνομο χαρακτήρα, αποτέλεσμα των τοπικών ιδιαιτεροτήτων και του υποκειμενικού τρόπου με τον οποίο τα αξιώματα των λογίων διαμορφώνονται. Ενώ η οικονομική ισχυροποίηση των νέων κοινωνικών στρωμάτων οδηγεί στην ωρίμανση των τάσεων αυτονόμησής τους - όπως αυτή ενδεχομένως εκφράζεται με την εθνική ιδέα- η εκπαίδευση γίνεται η κινητήρια δύναμη της υλοποίησης των στόχων τους. Η νέα γνώση, ταυτόσημη με την έννοια της προόδου, λειτουργεί ως ιδεολογικό στοιχείο των κοινωνικών ομάδων, των οποίων οι στόχοι είναι διαφορετικοί. Τα προϋπάρχοντα ωστόσο αξιώματα ερμηνείας επιβάλλουν ασυνείδητα έναν τρόπο πρόσληψης των νέων ιδεών εκ μέρους των λογίων, αποτέλεσμα διαλεκτικής σχέσης του ατόμου με το περιβάλλον του, στα συγκεκριμένα πολιτισμικά πλαίσια. Στην Αιτιολογική Φυσιολογία του Δαμοδού (1793) διαπιστώνεται μια εκλεκτική προσπάθεια συνδυασμού στοιχείων του αριστοτελισμού με τα χαρακτηριστικά της νεότερης επιστήμης. Η αποκατάσταση του παρερμηνευμένου αριστοτελισμού είναι θεμιτή, στο βαθμό όμως που δεν παραβιάζονται οι αρχές της μηχανοκρατίας και τα αξιώματα της ορθοδοξίας. Παρά το αριστοτελικό ένδυμα των διατυπώσεων και την εκτίμησή του προς το Φιλόσοφο, ο Δαμοδός δεν είναι αριστοτελικός. Η απομάκρυνσή του από τον Αριστοτέλη έχει συντελεστεί τόσο σε θέματα γνωσιολογίας όσο και σε οντολογικά ζητήματα. Στην περί φύσεως πραγματεία του Αριστοτέλη ο φυσιολόγος καλείται να προσεγγίσει τον κόσμο με αληθείς και αναγκαίες σχέσεις κατά τρόπο παραγωγικό. Για το Δαμοδό όμως η επιστήμη πηγάζει από την ίδια τη φύση των πραγμάτων και όχι από το φως του νου, απομακρυνόμενος έτσι και από τον καρτεσιανό a priori τρόπο θεώρησης του κόσμου. Αν και εξ αρχής αντιπαραθέτει στο σχολαστικό κυρίως αριστοτελισμό τα κοινά σημεία του γασσενδισμού - καρτεσιανισμού (μηχανιστική υπόθεση - σωματιδιακή θεώρηση της ύλης) προσανατολίζεται στην σωματιδιακή θεώρηση, όπως αυτή επιβεβαιώνεται από το πείραμα των χημικών (βοϋλιανή εκδοχή). Η μηχανιστική υπόθεση - σύμφωνα με την οποία ο κόσμος δημιουργείται ως αποτέλεσμα των πρώτων ποιοτήτων της ύλης και της κίνησης - συμπληρώνεται από τις σωματιδιακές εκροές (effluvia) της ύλης που είναι υπεύθυνες για τη σωματιδιακά παραγόμενη δύναμη και τις άδηλες ποιότητες των σωμάτων. Η χρήση του πειράματος και της επαγωγής των νεωτέρων αποτελεί βασική μεθοδολογική αρχή, που υποστηρίζεται από την αισθητηριακή γνώση, όπως αυτή συμπληρώνεται από το λόγο. Η φύση - κατά το Δαμοδό - δεν είναι μία άψυχη μηχανή που έλαβε την κίνηση από την αρχή της δημιουργίας. Τα σώματα λειτουργούν επίσης ως δευτερογενή αίτια κίνησης. Η δράση από απόσταση είναι δυνατή σε κάποιες περιπτώσεις, ως αποτέλεσμα της εκροής των σωματιδίων των σωμάτων και όχι ως αποτέλεσμα της επίδρασης απόκρυφων ιδιοτήτων, συμπάθειας και αντιπάθειας της φύσης. Εμπλουτίζοντας την ενότητα περί των πρώτων μηχανιστικών ποιοτήτων με ανοιχτά ερωτήματα δυναμικής, σε συνδυασμό με την αποδοχή της δράσης από απόσταση μέσω των σωματιδιακών εκροών, προετοιμάζει τη μετάβασή του στη νευτώνεια θεωρία, όπως αυτή θα διατυπωθεί λίγα χρόνια αργότερα στην Επιτομή της Φυσιολογίας του. Ο εκλεκτικισμός του Βούλγαρη (Αρέσκοντα τοις Φιλοσόφοις, χρονολογία έκδοσης: 1805) περιέχει στοιχεία της νευτώνειας θεωρίας, όπως όμως αυτή ερμηνεύεται και μετασχηματίζεται από τους νευτώνειους Ολλανδούς, (Boerhaave, Musschenbroek, Gravesande), προετοιμάζοντας μια υλιστική θεώρηση του κόσμου. .......................
περισσότερα