Περίληψη
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής αποτελεί η μνημειακή γλυπτική της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Πρόκειται για αρχιτεκτονικά και επιτύμβια ανάγλυφα σε πέτρα ή, σπανιότερα, σε γύψο, τα οποία στη συντριπτική τους πλειονότητα βρίσκονται σε ή προέρχονται από ναούς και τα οποία έχουν εντοπιστεί σε μνημεία της υπό εξέταση περιόδου ή σε μουσεία διαφόρων χωρών. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα γλυπτά είναι, έστω σε κάποιο βαθμό, δημοσιευμένα. Ωστόσο, καθώς η βιβλιογραφία συνήθως δεν αφιερώνει πολύ χώρο στην παρουσίαση γλυπτών με αποτέλεσμα συχνά οι δημοσιεύσεις να είναι ελλιπείς, η εξέταση που θα ακολουθήσει έχει βασιστεί σε μεγάλο βαθμό και σε επιτόπια έρευνα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου του Αγίου Όρους, την Αχρίδα και την Κωνσταντινούπολη, καθώς και σε μουσεία της Γαλλίας και της Γερμανίας. Τα χρονικά πλαίσια ορίζονται από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας τον Απρίλιο του 1204 και την ίδρυση των διαδόχων κρατών της βυζαντινής αυτοκρατορίας σ ...
Αντικείμενο της παρούσας διατριβής αποτελεί η μνημειακή γλυπτική της ύστερης βυζαντινής περιόδου. Πρόκειται για αρχιτεκτονικά και επιτύμβια ανάγλυφα σε πέτρα ή, σπανιότερα, σε γύψο, τα οποία στη συντριπτική τους πλειονότητα βρίσκονται σε ή προέρχονται από ναούς και τα οποία έχουν εντοπιστεί σε μνημεία της υπό εξέταση περιόδου ή σε μουσεία διαφόρων χωρών. Στις περισσότερες περιπτώσεις τα γλυπτά είναι, έστω σε κάποιο βαθμό, δημοσιευμένα. Ωστόσο, καθώς η βιβλιογραφία συνήθως δεν αφιερώνει πολύ χώρο στην παρουσίαση γλυπτών με αποτέλεσμα συχνά οι δημοσιεύσεις να είναι ελλιπείς, η εξέταση που θα ακολουθήσει έχει βασιστεί σε μεγάλο βαθμό και σε επιτόπια έρευνα στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένου του Αγίου Όρους, την Αχρίδα και την Κωνσταντινούπολη, καθώς και σε μουσεία της Γαλλίας και της Γερμανίας. Τα χρονικά πλαίσια ορίζονται από την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους σταυροφόρους της τέταρτης σταυροφορίας τον Απρίλιο του 1204 και την ίδρυση των διαδόχων κρατών της βυζαντινής αυτοκρατορίας στην Ήπειρο, τη Νίκαια και τον Εύξεινο Πόντο μέχρι την κατάκτηση της Τραπεζούντας από τους Οθωμανούς το 1461, η οποία σηματοδότησε την πτώση και του τελευταίου υπολείμματος του βυζαντινού κόσμου. Συνεπώς, η υπό πραγμάτευση εποχή εκτείνεται από τις αρχές του 13ου αι. ως τα μέσα περίπου του 15ου. Γεωγραφικά, η έρευνα καλύπτει τις περιοχές που, παρά τη σύντομη λατινοκρατία του α' μισού του 13ου αι., επανήλθαν στη βυζαντινή κυριαρχία. Συνεπώς, στην παρούσα εξέταση έχουν περιληφθεί η Κωνσταντινούπολη, η βορειοδυτική Μικρά Ασία, η Μακεδονία, το τμήμα της Πελοποννήσου που ανήκε στο δεσποτάτο του Μυστρά, η Ήπειρος, η Θεσσαλία και η αυτοκρατορία του Πόντου. Πρόκειται λοιπόν για τις περιοχές που κατά τη διάρκεια του ύστερου Μεσαίωνα κυριαρχούνταν από την ελληνική αριστοκρατία, η οποία και καθόρισε σε σημαντικό βαθμό το χαρακτήρα της τέχνης στα αντίστοιχα μνημεία. Αντίθετα, η γλυπτική των λατινοκρατούμενων περιοχών ακολουθεί καθαρά τις τάσεις της τέχνης της δυτικής Ευρώπης, με τη μορφή που διείσδυσε στην ανατολική Μεσόγειο ήδη από τις αρχές του 12ου αι. Συνεπώς, η απουσία βυζαντινής γλυπτικής είναι ο λόγος που το πριγκηπάτο της Αχαΐας, το δουκάτο των Αθηνών, αλλά και τα νησιά του Αιγαίου, η Κρήτη, η Κύπρος και τα Επτάνησα έχουν εξαιρεθεί, παρ’ όλο που γεωγραφικά συνδέονται στενά με τις ελληνικές περιοχές. Το πρώτο μέρος της μελέτης συνίσταται σε μία συνοπτική παρουσίαση του υπό εξέταση υλικού κατά γεωγραφικές περιοχές και κατά μνημείο. Με τον τρόπο αυτό δίνεται μία γενική εικόνα για τη γλυπτική της κάθε εδαφικής ενότητας, καθώς και μία πλήρης αναφορά για το ρόλο της διακόσμησης σε κάθε μνημείο. Στη συνέχεια ακολουθούν συνθετικά κεφάλαια που βασίζονται στο υλικό: προηγείται μία γενική αναφορά σε τεχνικά θέματα, όπως οι χρησιμοποιούμενες πρώτες ύλες και οι τεχνικές πραγματοποίησης των γλυπτών, και μία κατηγοριοποίηση ανάλογα με τα αρχιτεκτονικά μέλη που φέρουν την ανάγλυφη διακόσμηση, ώστε να φανεί ο ρόλος του ανάγλυφου διακόσμου στην αρχιτεκτονική και στη γενικότερη εικόνα των μνημείων. Ακολουθούν γενικές παρατηρήσεις σχετικά με την εικονογραφία των εικονιστικών γλυπτών και τη θεματολογία των διακοσμητικών μοτίβων. Το επόμενο κεφάλαιο είναι αφιερωμένο στην τεχνοτροπική εξέλιξη της γλυπτικής κάθε περιοχής και περιλαμβάνει εκτεταμένες τεχνοτροπικές αναλύσεις, συγκρίσεις με γλυπτά άλλων εποχών, καθώς και γλυπτών από διαφορετικές περιοχές. Τα τελευταία δύο κεφάλαια επικεντρώνονται στους χορηγούς των γλυπτών και στις κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους της ανάπτυξης της γλυπτικής της περιόδου. Μετά από τα γενικά συμπεράσματα που κλείνουν την πραγμάτευση του θέματος παρατίθεται συνοπτικός κατάλογος που περιλαμβάνει σύντομα λήμματα για όλα τα γλυπτά στα οποία βασίστηκε η μελέτη, ακόμα και ήσσονος σημασίας δείγματα που δεν περιγράφονται στο πρώτο μέρος της παρουσίασης. Κύριος στόχος της διατριβής είναι η περιγραφή και η ανάλυση της τεχνοτροπίας σε συνδυασμό με τις άλλες παραμέτρους που συντέλεσαν στη διαμόρφωση της γλυπτικής κάθε μίας από τις περιοχές που περιλαμβάνονται στο γεωγραφικό χώρο που ορίστηκε παραπάνω. Με αφετηρία αυτή την ανάλυση, θα επιχειρηθεί να επισημανθεί κατά πόσο οι περιοχές αυτές αλληλοεπηρεάζονταν και κυρίως, ποια ήταν η σχέση της λεγάμενης περιφέρειας με τη, συνήθως πιο πρωτοποριακή, γλυπτική της Κωνσταντινούπολης, καθώς και σε ποιο βαθμό συνεχίστηκε η τέχνη των προηγούμενων αιώνων. Σε πιο γενικές γραμμές, θα αναζητηθεί εάν το δίκτυο διάδοσης της μεσοβυζαντινής γλυπτικής από την Κωνσταντινούπολη προς τις επαρχίες διατηρήθηκε στον κατακερματισμένο βυζαντινό χώρο της ύστερης εποχής. Επιπλέον, βασικός στόχος είναι και η μελέτη όλων των καλλιτεχνικών, κοινωνικών και πολιτικών συνθηκών που οδήγησαν στην ακμή της παλαιολόγειας γλυπτικής. Παράλληλα, θα επιχειρηθεί να συναχθούν συμπεράσματα σχετικά με τις κοινωνικές ομάδες που προώθησαν την τέχνη της γλυπτικής, καθώς και να επισημανθούν τα μηνύματα που εξέφραζαν τα γλυπτά την εποχή της πραγματοποίησής τους. Απώτερος στόχος είναι να χρησιμεύσει η μελέτη της υστεροβυζαντινής γλυπτικής ως εργαλείο για την πληρέστερη ερμηνεία της υστεροβυζαντινής τέχνης και κοινωνίας.
περισσότερα