Περίληψη
Η ενορία ιστορικά εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Εκκλησία περίπου στα μέσα του τρίτου αιώνα και η εμφάνισή της συνδέεται άρρηκτα με την αναπόφευκτη διάσπαση της αρχικώς ενιαίας επισκοποκεντρικής Ευχαριστίας. Πιο συγκεκριμένα, κατά τους πρώτους εκκλησιαστικούς χρόνους επικρατούσε η αρχή της τελέσεως μιας ακολουθίας Ευχαριστίας σε κάθε Εκκλησία από τον οικείο επίσκοπο και μόνο, η σύναξη κατά τον Ιγνάτιο όλης της Εκκλησίας σε μια και μόνο Ευχαριστία «υπό τόν επίσκοπον ούσα». Δεν υπήρχαν επομένως επιμέρους ευχαριστιακές συνάξεις. Οι χριστιανοί κάθε τοπικής Εκκλησίας συγκεντρώνονταν όλοι μαζί προκειμένου να συμμετάσχουν στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η τέλεση του οποίου αποτελούσε προνόμιο του επιχώριου επισκόπου. Σιγά σιγά ωστόσο η πρακτική αυτή άρχισε να υποχωρεί και η ενιαία επισκοποκεντρική Ευχαριστία διασπάστηκε σε επιμέρους πρεσβυτεροκεντρικές, γεγονός που είχε ως άμεση συνέπεια την εμφάνιση του φαινομένου των ενοριών. Ο βασικός λόγος που οδήγησε στη μεταβολή αυτή και τη συνακόλ ...
Η ενορία ιστορικά εμφανίζεται για πρώτη φορά στην Εκκλησία περίπου στα μέσα του τρίτου αιώνα και η εμφάνισή της συνδέεται άρρηκτα με την αναπόφευκτη διάσπαση της αρχικώς ενιαίας επισκοποκεντρικής Ευχαριστίας. Πιο συγκεκριμένα, κατά τους πρώτους εκκλησιαστικούς χρόνους επικρατούσε η αρχή της τελέσεως μιας ακολουθίας Ευχαριστίας σε κάθε Εκκλησία από τον οικείο επίσκοπο και μόνο, η σύναξη κατά τον Ιγνάτιο όλης της Εκκλησίας σε μια και μόνο Ευχαριστία «υπό τόν επίσκοπον ούσα». Δεν υπήρχαν επομένως επιμέρους ευχαριστιακές συνάξεις. Οι χριστιανοί κάθε τοπικής Εκκλησίας συγκεντρώνονταν όλοι μαζί προκειμένου να συμμετάσχουν στο μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας, η τέλεση του οποίου αποτελούσε προνόμιο του επιχώριου επισκόπου. Σιγά σιγά ωστόσο η πρακτική αυτή άρχισε να υποχωρεί και η ενιαία επισκοποκεντρική Ευχαριστία διασπάστηκε σε επιμέρους πρεσβυτεροκεντρικές, γεγονός που είχε ως άμεση συνέπεια την εμφάνιση του φαινομένου των ενοριών. Ο βασικός λόγος που οδήγησε στη μεταβολή αυτή και τη συνακόλουθη δημιουργία της ενορίας συνίσταται κυρίως στην ιδιαίτερη αύξηση του αριθμού των χριστιανών κατά το πρώτο ήμισυ του τρίτου αιώνα. Η εν λόγω αύξηση οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην παύση των διωγμών εναντίον τους κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ του θανάτου του Σεπτιμίου Σεβήρου το 211 και της ανόδου στο θρόνο του Δεκίου το 249, ως αποτέλεσμα της πολιτικής ειρήνης των αυτοκρατόρων που κυριάρχησαν τη συγκεκριμένη περίοδο. Ο συνεχώς διογκούμενος λοιπόν αριθμός των χριστιανών άρχισε σιγά σιγά να καθιστά αδύνατη τη συγκέντρωση όλων των πιστών μιας Εκκλησίας σε μια ευχαριστιακή σύναξη. Η πολιτική ειρήνης των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων δεν διήρκεσε πάντως για πολύ. Η ανοχή προς τους χριστιανούς σε μια περίοδο που η ασφάλεια της Αυτοκρατορίας δοκιμάζονταν σοβαρά κρίθηκε ως ασύμφορη για το κράτος. Θεωρήθηκε ότι έπρεπε στο εσωτερικό του να κυριαρχεί ενότητα και ομοιομορφία προκειμένου να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικότερα οι εξωτερικοί κίνδυνοι. Σε αυτά τα πλαίσια η νομοθεσία του Δεκίου επανήλθε στην πολιτική διώξεων των χριστιανών που αρνούνταν να προβούν σε δημόσια ομολογία πίστεως προς τα επίσημα θρησκευτικά δόγματα της Αυτοκρατορίας. Όπως ήταν φυσικό, στο στόχαστρο των διώξεων βρέθηκαν πρωτίστως οι επίσκοποι, ως ηγέτες των κατά τόπους Εκκλησιών, με συνέπεια άλλοι να θανατωθούν και να εξοριστούν και άλλοι να εγκαταλείψουν τις επαρχίες τους για να διαφύγουν τον κίνδυνο. Το αποτέλεσμα ήταν να παραμείνουν πολλές Εκκλησίες για ικανό χρονικό διάστημα αποίμαντες. Η απουσία του επισκόπου δεν ήταν δυνατόν ωστόσο να επιφέρει και παύση της τελέσεως ευχαριστιακών συνάξεων διότι κάτι τέτοιο θα σήμανε αυτόματα τη νέκρωση της εκκλησιαστικής ζωής της τοπικής Εκκλησίας. Το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας έπρεπε επομένως να τελείται, λόγω των δυσμενών αυτών συνθηκών, απόντος του οικείου επισκόπου. Οι δυο αυτοί παράγοντες, η αύξηση δηλαδή του αριθμού των πιστών σε συνδυασμό με την αδυναμία πολλών επισκόπων να ασκήσουν τα καθήκοντά τους, οδήγησαν, κατά αναπόδραστη συνέπεια, στην επέκταση του δικαιώματος τελέσεως ευχαριστιακών συνάξεων κατά σταθερό και μόνιμο τρόπο και από τους πρεσβυτέρους. Σ’ αυτό συνέβαλε και η παρατηρούμενη, ήδη από τις αρχές του δεύτερου αιώνα, δυνατότητα αντικατάστασης του επισκόπου κατά την τέλεση της Θείας Ευχαριστίας από πρεσβύτερο προφανώς, όταν δεν μπορούσε να παραστεί ο ίδιος. Η αντικατάσταση αυτή ωστόσο δεν είχε σταθερό και μόνιμο χαρακτήρα. Γινόταν για συγκεκριμένο λόγο με εξουσιοδότηση του επισκόπου και κυρίως χωρίς να διασπά τη μια Ευχαριστία. Οι πρεσβύτεροι δεν αποκτούσαν δηλαδή δυνατότητα τελέσεως ίδιων ευχαριστιακών συνάξεων, άλλωστε δεν ελάμβαναν και από τη χειροτονία τους τέτοιο δικαίωμα όπως συνέβη μεταγενέστερα. Απλά αναπλήρωναν τον επίσκοπο στην τέλεση του μυστηρίου όταν αυτός για διάφορους λόγους δεν μπορούσε να το τελέσει ο ίδιος και πάντα με την άδεια του. Παρόλα αυτά, το γεγονός, ότι έστω και υπό αυτές τις προϋποθέσεις είχαν τέτοιο δικαίωμα, συνέβαλε σε μεγάλο βαθμό στην προετοιμασία του εδάφους για την μελλοντική ανάληψη του συγκεκριμένου λειτουργήματος. Ανάλογο ρόλο φαίνεται πως διαδραμάτισαν και οι αναφερόμενες συγκεντρώσεις των χριστιανών για προσευχή και διδασκαλία μόνο, χωρίς να τελείται το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας. Οι συγκεντρώσεις αυτές τελούσαν υπό την διοίκηση των πρεσβυτέρων, στα καθήκοντα των οποίων περιλαμβάνονταν και η διδαχή του ποιμνίου, και ανεξάρτητα από το ότι δεν συνιστούσαν ευχαριστιακή σύναξη, αποτελούσαν πάντως μια μορφή μάζωξης πιστών υπό την ηγεσία των πρεσβυτέρων και όχι των επισκόπων, στοιχείο που μπορεί επίσης να συνετέλεσε ψυχολογικά στην προετοιμασία του ποιμνίου για την τέλεση των μετέπειτα ευχαριστιακών συνάξεων και τη συνακόλουθη δημιουργία των ενοριών, αν και οι εν λόγω συγκεντρώσεις συνεχίστηκαν και κατά τον πέμπτο αιώνα, όταν πλέον είχε ήδη σχηματιστεί η ενορία, χωρίς να έχουν προσλάβει ευχαριστιακό χαρακτήρα. […]
περισσότερα