Περίληψη
Σύμφωνα με τους κανόνες ακτινοπροστασίας, αναφορικά με την οδοντιατρική ακτινολογία είναι αναγκαίο η ακτινογραφία να λαμβάνεται με τη μικρότερη δόση που είναι λογικά εφικτή και να διασφαλίζεται ότι οι απαραίτητες πληροφορίες που περιέχονται στο ακτινογράφημα έχουν αποκτηθεί και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διατήρηση και τη βελτίωση της υγείας του ασθενούς. Τα οφέλη από την επίτευξη διασφάλισης ακτινογραφικής ποιότητας περιλαμβάνουν επίσης οικονομία σε υλικό και χρόνο. Με την εφαρμογή ενός προγράμματος ανάλυσης της συχνότητας των απορριπτέων και επαναλαμβανόμενων ακτινογραφιών καταγράφονται τα φιλμς που απορρίπτονται και επαναλαμβάνονται σε καθημερινή βάση. Με τον όρο ανάλυση των απορριπτέων και επαναλαμβανόμενων ακτινογραφιών ορίζεται η οργανωμένη προσπάθεια προκειμένου να διασφαλιστεί η λήψη ακτινογραφιών που να συνδυάζουν επαρκείς διαγνωστικές πληροφορίες με τη λιγότερη δυνατή έκθεση του ασθενούς στην ακτινοβολία και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Η ανάλυση των απορριπτέων και ...
Σύμφωνα με τους κανόνες ακτινοπροστασίας, αναφορικά με την οδοντιατρική ακτινολογία είναι αναγκαίο η ακτινογραφία να λαμβάνεται με τη μικρότερη δόση που είναι λογικά εφικτή και να διασφαλίζεται ότι οι απαραίτητες πληροφορίες που περιέχονται στο ακτινογράφημα έχουν αποκτηθεί και μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διατήρηση και τη βελτίωση της υγείας του ασθενούς. Τα οφέλη από την επίτευξη διασφάλισης ακτινογραφικής ποιότητας περιλαμβάνουν επίσης οικονομία σε υλικό και χρόνο. Με την εφαρμογή ενός προγράμματος ανάλυσης της συχνότητας των απορριπτέων και επαναλαμβανόμενων ακτινογραφιών καταγράφονται τα φιλμς που απορρίπτονται και επαναλαμβάνονται σε καθημερινή βάση. Με τον όρο ανάλυση των απορριπτέων και επαναλαμβανόμενων ακτινογραφιών ορίζεται η οργανωμένη προσπάθεια προκειμένου να διασφαλιστεί η λήψη ακτινογραφιών που να συνδυάζουν επαρκείς διαγνωστικές πληροφορίες με τη λιγότερη δυνατή έκθεση του ασθενούς στην ακτινοβολία και με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Η ανάλυση των απορριπτέων και επαναλαμβανόμενων ακτινογραφιών δίνει μία ένδειξη των κυριοτέρων αιτιών χαμηλής ποιότητας και τονίζει σημαντικές πηγές ακτινογραφικών σφαλμάτων που επιδέχονται βελτιώσεις. Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι να δώσει μία λεπτομερή ανάλυση των διαφόρων παραμέτρων που οδηγούν στην απόρριψη των φιλμς και να αξιολογήσει τη συχνότητα των επαναλήψεων στο Ακτινολογικό Εργαστήριο του Τομέα Διαγνωστικής και Ακτινολογίας Στόματος της Οδοντιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών. Η παρούσα μελέτη ήταν η πρώτη που διεξήχθη στο συγκεκριμένο τμήμα. Κατά τη διάρκεια της διαδικασίας ανάλυσης της απόρριψης και επανάληψης των φιλμς τα απορριπτέα και επαναλαμβανόμενα φιλμς καταγράφονταν σε καθημερινή βάση μέχρι να συγκεντρωθούν τα απαραίτητα δεδομένα για τη στατιστική αξιολόγηση των αποτελεσμάτων. Το προσωπικό που ασχολήθηκε με τη λήψη των ακτινογραφιών διαιρέθηκε σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα περιελάμβανε μεταπτυχιακούς φοιτητές της οδοντιατρικής ακτινολογίας που ήταν στον πρώτο κύκλο εκπαίδευσης, ενώ η δεύτερη ομάδα περιελάμβανε μεταπτυχιακούς φοιτητές οι οποίοι ανήκαν στο δεύτερο κύκλο σπουδών. Τα δεδομένα καταγράφηκαν σε ειδικό έντυπο συλλογής πληροφοριών και κατηγοριοποίησης των σφαλμάτων. Αναλυτικά τα στάδια της μεθοδολογίας περιελάμβαναν: ποιοτικό έλεγχο των υγρών του εμφανιστικού μηχανήματος με τη χρήση ειδικής συσκευής, ανίχνευση της διαρροής φωτός στο σκοτεινό θάλαμο, διατήρηση των κασσετών σε καθαρή και κατάλληλη κατάσταση, καθώς και έλεγχο διαρροής φωτός και καλής επαφής φιλμ-ενισχυτικής πινακίδας, καταγραφή των δεδομένων σε καθημερινή βάση, καθημερινή καθαριότητα των επιφανειών εργασίας και των διαφανοσκο-πείων, καθώς επίσης και καθημερινή έκθεση του δοκιμαστικού φιλμ για σύγκριση με το φιλμ αναφοράς. Οι πληροφορίες που καταγράφηκαν περιελάμβαναν στοιχεία που αναφέρονταν τόσο στον εξοπλισμό όσο και στην εκάστοτε εφαρμοζόμενη τεχνική. Τα μη αποδεκτά πλακίδια που αξιολογήθηκαν αφορούσαν εξωστοματικές προβολές και συγκεκριμένα πανοραμικές και κεφαλομετρικές. Η συλλογή των απορριπτέων και επαναλαμβανόμενων φιλμς και ο διαχωρισμός τους ανάλογα με το είδος του σφάλματος έγινε σε ειδικά καθορισμένο χώρο. Για την αξιολόγηση της αποτελεσματικότητας του προγράμματος ελέγχου ποιότητας έχουν καθοριστεί αποδεκτά όρια. Το αποδεκτό ποσοστό απόρριψης και επανάληψης πρέπει να είναι μικρότερο του 10%. Το ιδανικό ποσοστό κυμαίνεται περίπου στο 5%. Τα αποτελέσματα της παρούσας μελέτης έδειξαν ότι οι συχνότητες απόρριψης και επανάληψης των ακτινογραφιών βρίσκονται μέσα σε αποδεκτά όρια. Ο συνολικός αριθμός των ακτινογραφιών που αποτέλεσε το δείγμα της κύριας μελέτης ήταν 1481 πανοραμικές και 78 κεφαλομετρικές. Αναλυτικότερα, οι ευρεθείσες συχνότητες επανάληψης σε αυτή την τελευταία μελέτη ήταν 1,3% για τις πανοραμικές και 10% για τις κεφαλομετρικές ακτινογραφίες. Η συχνότητα απόρριψης ήταν 1% για τις πανοραμικές ακτινογραφίες, ενώ για τις κεφαλομετρικές η αντίστοιχη συχνότητα ήταν 3,7%. Το σύνολο των πανοραμικών ακτινογραφιών που αποτέλεσε το δείγμα στην πιλοτική μελέτη ήταν 261, ενώ ο αριθμός των κεφαλομετρικών ήταν 10. O αριθμός των επαναλήψεων στην πιλοτική μελέτη ήταν 8 πανοραμικές, ενώ ο αριθμός των απορριπτέων ήταν 2 πανοραμικές ακτινογραφίες. Από το σύνολο των 10 κεφαλομετρικών που συγκεντρώθηκαν στην πιλοτική μελέτη μόνο μία ακτινογραφία απορρίφθηκε. Αναλυτικότερα, στην παρούσα μελέτη σφάλματα διαφόρων αιτιών όπως παραμονή ξένων σωμάτων, μηχανικά σφάλματα (γραμμώσεις από τους κυλίνδρους του εμφανιστηρίου, ύπαρξη στατικού ηλεκτρισμού, σημάδια από ακάθαρτα ή υγρά χέρια, κακή χρήση των φιλμς), διπλή έκθεση καθώς και τα σφάλματα τοποθέτησης ήταν οι πιο συχνές αιτίες επανάληψης...
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
radiographs that were too dark for 4%, while no equipment error was recorded. For the cephalometric projection, the results showed that radiographs that were too dark and processing faults accounted for 6%, while no equipment or movement errors were registered. This study was the first conducted in the Department of Oral Diagnosis and Radiology of the University of Athens. The results showed that the reject and repeat rates were low compared with other studies. Reasons for this may be that the total of the extraoral radiographs are taken from MSc and PhD postgraduate students who are highly experienced. Moreover, the study took place under the constant surveillance of the researcher. Finally, it is possible that simply carrying out a reject/repeat analysis may raise standards by increasing the awareness of the staff involved. Good radiographic technique is essential for high quality images, but the procedures carried out before and after the exposure are of equal importance. In the pas ...
radiographs that were too dark for 4%, while no equipment error was recorded. For the cephalometric projection, the results showed that radiographs that were too dark and processing faults accounted for 6%, while no equipment or movement errors were registered. This study was the first conducted in the Department of Oral Diagnosis and Radiology of the University of Athens. The results showed that the reject and repeat rates were low compared with other studies. Reasons for this may be that the total of the extraoral radiographs are taken from MSc and PhD postgraduate students who are highly experienced. Moreover, the study took place under the constant surveillance of the researcher. Finally, it is possible that simply carrying out a reject/repeat analysis may raise standards by increasing the awareness of the staff involved. Good radiographic technique is essential for high quality images, but the procedures carried out before and after the exposure are of equal importance. In the past, monitoring the quality of processing in dental radiography has been a matter of subjective, informed guesswork. In the light of the increasing use in dental practice of expensive and complicated X-ray equipment, including automatic processors, it is only proper that they should be used under optimum working conditions, with consequent consistency of film quality and the avoidance of repeat radiographic examinations. Although the achievement of radiographic assurance involves some time and initial financial outlay, the benefits usually include savings in exposure, materials and time by avoiding retakes. The information which was gathered from this study represented an indication of the image quality of the panoramic and cephalometric radiographs taken in the Department of Oral Diagnosis and Radiology of the University of Athens. The majority of errors made at patient’s positioning during exposure can be avoided if the operator is well trained, skillful and dedicated. The production of radiographs of high quality with high diagnostic yield should always be the goal of the operator. This can be implemented whenever quality assurance meaures are used. It is then a win situation with benefits for all. The results of this research brought the following important conclusions: 1. The reject and repeat rates for panoramic radiography were lower than the corresponding values for cephalometric radiography. 2. Significant differences in the reject rates were noted between different projections and also between the experience of the qualified staff. 3. Various faults and bad position were still the most frequent reasons for repetition in both groups. 4. The results demonstrate the role of audit in isolating factors leading to additional exposures. Consequently, it is possible to improve the level of image quality, by simultaneously reducing the dose given to the patients within the establishment of an extended quality assurance programme.
περισσότερα