Περίληψη
Η όξινη σήψη της αμπέλου οφείλεται σε ένα σύμπλοκο παθογόνων μικροοργανισμών, όπως βακτήρια και μύκητες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται μύκητες του γένους Aspergillus sp.. Οι κυριότεροι εξ αυτών είναι ο Aspergillus niger και ο Aspergillus carbonarius. Έχει αποδειχθεί ότι ο μύκητας Aspergillus carbonarius και δευτερευόντως ο Aspergillus niger ευθύνονται για την παραγωγή μεταξύ άλλων και της μυκοτοξίνης ωχρατοξίνη-Α. Η ωχρατοξίνη-Α έχει στον άνθρωπο δυσμενείς επιπτώσεις διότι προκαλεί καρκινογένεση, τερατογένεση, νεφροτοξικότητα, μείωση του ανοσοποιητικού συστήματος κ.α. Δεν αποδομείται στις υψηλές θερμοκρασίες και ανιχνεύεται πέρα των σταφυλιών στο γλεύκος και τον παραγόμενο οίνο. Στη παρούσα μελέτη έγινε προσπάθεια καταπολεμήσεως των δύο ωχρατοξικογόνων μυκήτων A. niger και του A. carbonarius με σκοπό την αντιμετώπιση της όξινης σήψεως και την ταυτόχρονη μείωση των επιπέδων της ωχρατοξίνης-Α. Ερευνητικά δεδομένα στη χώρα μας έχουν αποδείξει μείωση του πληθυσμού του Aspergillus carb ...
Η όξινη σήψη της αμπέλου οφείλεται σε ένα σύμπλοκο παθογόνων μικροοργανισμών, όπως βακτήρια και μύκητες, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται μύκητες του γένους Aspergillus sp.. Οι κυριότεροι εξ αυτών είναι ο Aspergillus niger και ο Aspergillus carbonarius. Έχει αποδειχθεί ότι ο μύκητας Aspergillus carbonarius και δευτερευόντως ο Aspergillus niger ευθύνονται για την παραγωγή μεταξύ άλλων και της μυκοτοξίνης ωχρατοξίνη-Α. Η ωχρατοξίνη-Α έχει στον άνθρωπο δυσμενείς επιπτώσεις διότι προκαλεί καρκινογένεση, τερατογένεση, νεφροτοξικότητα, μείωση του ανοσοποιητικού συστήματος κ.α. Δεν αποδομείται στις υψηλές θερμοκρασίες και ανιχνεύεται πέρα των σταφυλιών στο γλεύκος και τον παραγόμενο οίνο. Στη παρούσα μελέτη έγινε προσπάθεια καταπολεμήσεως των δύο ωχρατοξικογόνων μυκήτων A. niger και του A. carbonarius με σκοπό την αντιμετώπιση της όξινης σήψεως και την ταυτόχρονη μείωση των επιπέδων της ωχρατοξίνης-Α. Ερευνητικά δεδομένα στη χώρα μας έχουν αποδείξει μείωση του πληθυσμού του Aspergillus carbonarius μετά τη χρήση του μυκητοκτόνου σκευάσματος Switch 25/37,5 που έχει έγκριση κυκλοφορίας στην χώρα μας για την αντιμετώπιση του μύκητα Botrytis cinerea στην άμπελο. Είναι γνωστό ότι διάφοροι επιφυτικοί μικροοργανισμοί, όπως βακτήρια ή μύκητες αντιμετωπίζουν παθογόνα κυρίως μετασυλλεκτικών ασθενειών τόσο σε πειραματικό όσο και σε εμπορικό επίπεδο. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα ως άνω δεδομένα αυτά επιδιώχθηκε η διερεύνηση της υπάρξεως επιφυτικών ζυμών της αμπέλου ικανών να αντιμετωπίσουν την όξινη σήψη σε επίπεδα αντίστοιχα με εκείνα της χημικής καταπολεμήσεως και παράλληλα να μειώσουν/εξαλείψουν τη συσσώρευση ωχρατοξίνη-Α (ΟΤΑ) στο γλεύκος. Η συγκριτική μελέτη έγινε με το μυκητοκτόνο Switch, για το οποίο έχει ήδη αναφερθεί ότι μειώνει τους πληθυσμούς του Aspergillus carbonarius και εντάσσεται στα προγράμματα φυτοπροστασίας της αμπέλου για την καταπολέμηση της τεφράς σήψεως. Εκτός αυτού, σε ορισμένα από τα πειράματα αμπελώνα χρησιμοποιήθηκε και ένα σκεύασμα χαλκού με το σκεπτικό ότι η καλλιέργεια της αμπέλου δέχεται ψεκασμούς με χαλκούχα σκευάσματα. Από την εργασία μας διαπιστώθηκε, για πρώτη φορά διεθνώς ότι η εφαρμογή μιας επιφυτικής ζύμης μειώνει σε σημαντικό ποσοστό και αντίστοιχο της χημικής επεμβάσεως, τους πληθυσμούς του ωχρατοξικογόνου μύκητα Aspergillus carbonarius, όχι μόνο σε εργαστηριακό επίπεδο, αλλά και σε συνθήκες αμπελώνα και κυρίως ότι τούτο συνοδεύεται με σοβαρή μείωση των επιπέδων της ωχρατοξίνης-Α στο παραγόμενο γλεύκος. Το εργαστηριακό μέρος της μελέτης αυτής διεξήχθη στο Εργαστήριο Φυτοπαθολογίας του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών ενώ τα πειράματα αγρού σε πειραματικούς αμπελώνες σε Κορινθία και Ρόδο. Στη Κορινθία και συγκεκριμένα στην περιοχή της Νεμέας η διάρκεια των πειραμάτων στον αμπελώνα ήταν τριετής και στη Ρόδο στην περιοχή Φάνες τα πειράματα διήρκεσαν δύο έτη. Η μελέτη αυτή ακολούθησε τα εξής στάδια: α) απομόνωση επιφυτικών ζυμών από φύλλα αμπέλου, αξιολόγηση της ικανότητας τους να καταπολεμούν στο εργαστήριο σε μεμονωμένες ράγες σταφυλιού το μύκητα Aspergillus carbonarius και επιλογή των δύο αποτελεσματικότερων προς περαιτέρω πειραματισμό. β) έλεγχος της ευαισθησίας των συγκεκριμένων απομονώσεων ζυμών στο μυκητοκτόνο Switch 25/37,5 και συνεπώς την επιβίωσή τους μετά από επεμβάσεις του χημικού σκευάσματος, στον αγρό. γ) επεμβάσεις με τις ζύμες επί τρία συνεχή έτη σε αμπελώνα της περιοχής της Νεμέας και επί άλλα δύο σε δεύτερο αμπελώνα στη περιοχής «Φάνες» της νήσου Ρόδου, προς διερεύνηση της εκδηλώσεως ανάλογης αποτελεσματικότητας σε συνθήκες αγρού (διαφορετική καλλιεργούμενη ποικιλία, διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες, διαφορετικό σχήμα μορφώσεως των πρέμνων). δ) αξιολόγηση των ζυμών βάσει των ποσοστών: α) των βοτρύων με συμπτώματα όξινης σήψεως και β) των προσβεβλημένων ραγών με Aspergillus niger και Aspergillus carbonarius. ε) μελέτη in vitro της ευαισθησίας τυχαίων στελεχών Aspergillus sp. συλλεγέντων από τον αγρό στο μυκητοκτόνο Switch 25/37,5. ζ) μέτρηση της ωχρατοξίνης στο γλεύκος σταφυλιών που είχαν δεχθεί την επέμβαση ζύμης σε σύγκριση με εκείνο από σταφύλια που είχαν δεχθεί χημική επέμβαση. Από τα δεδομένα της διδακτορικής μου διατριβής παρέχεται η πληροφορία ότι οι αποτελεσματικές απομονώσεις ζυμών κατά του ωχρατοξικογόνου Aspergillus carbonarius στα σταφύλια δεν ανήκουν σε ένα συγκεκριμένο γένος καθότι η ταυτοποίηση έδειξε ότι η μία απομόνωση ανήκει στο είδος Cryptococcus laurentiì και η δεύτερη στο είδος Aureobasidium pullulans. Διαπιστώθηκε επίσης ότι οι περισσότερες επιφυτικές ζύμες είναι ανθεκτικές στα μυκητοκτόνα και κατά συνέπεια και οι υπάρχοντες φυσικοί πληθυσμοί τους στη φυλλόσφαιρα. Ενδεχομένως οι φυσικοί πληθυσμοί δεν ευρίσκονται πάντα στην απαραίτητη συγκέντρωση, για την βιολογική καταπολέμηση των Aspergillus sp.
περισσότερα