Η παρούσα διατριβή έχει στόχο τη μελέτη της συμπεριφοράς των ατόμων στις ερωτικές τους σχέσεις. Συγκεκριμένα, εξετάζει τις ατομικές διαφορές αναφορικά με τις ερμηνείες των ατόμων για τις αρνητικές συμπεριφορές των συντρόφων τους και τις στρατηγικές αντιμετώπισης που χρησιμοποιούν απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές. Στην έρευνα χρησιμοποιείται η θεωρία της ενήλικης προσκόλλησης ως το πλαίσιο ένταξης αυτών των ατομικών διαφορών. Τελικό στόχο της παρούσας διατριβής αποτελεί η διατύπωση ενός μοντέλου αναφορικά με την ικανοποίηση από τη σχέση, το οποίο βασίζεται στην ενήλικη προσκόλληση, τις αποδόσεις και τις στρατηγικές διαχείρισης αρνητικών συμπεριφορών ερωτικών συντρόφων. Η θεωρία της ενήλικης προσκόλλησης προτάθηκε από τους Hazan & Shaver (1987) και αποτελεί προέκταση της θεωρίας του Bowlby (1969, 1973) για την προσκόλληση ανάμεσα στο βρέφος και τη μητέρα. Σύμφωνα με τον Bowlby (1969), οι αρχικές εμπειρίες του βρέφους αναφορικά με την παροχή φροντίδας από τη μητέρα οργανώνονται σε εσωτερι ...
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
Η παρούσα διατριβή έχει στόχο τη μελέτη της συμπεριφοράς των ατόμων στις ερωτικές τους σχέσεις. Συγκεκριμένα, εξετάζει τις ατομικές διαφορές αναφορικά με τις ερμηνείες των ατόμων για τις αρνητικές συμπεριφορές των συντρόφων τους και τις στρατηγικές αντιμετώπισης που χρησιμοποιούν απέναντι σε τέτοιες συμπεριφορές. Στην έρευνα χρησιμοποιείται η θεωρία της ενήλικης προσκόλλησης ως το πλαίσιο ένταξης αυτών των ατομικών διαφορών. Τελικό στόχο της παρούσας διατριβής αποτελεί η διατύπωση ενός μοντέλου αναφορικά με την ικανοποίηση από τη σχέση, το οποίο βασίζεται στην ενήλικη προσκόλληση, τις αποδόσεις και τις στρατηγικές διαχείρισης αρνητικών συμπεριφορών ερωτικών συντρόφων. Η θεωρία της ενήλικης προσκόλλησης προτάθηκε από τους Hazan & Shaver (1987) και αποτελεί προέκταση της θεωρίας του Bowlby (1969, 1973) για την προσκόλληση ανάμεσα στο βρέφος και τη μητέρα. Σύμφωνα με τον Bowlby (1969), οι αρχικές εμπειρίες του βρέφους αναφορικά με την παροχή φροντίδας από τη μητέρα οργανώνονται σε εσωτερικά μοντέλα εργασίας. Η έννοια των εσωτερικών μοντέλων εργασίας αποτελεί κεντρικό σημείο της θεωρίας του Bowlby (1969, 1988) και αναφέρεται σε δύο διακριτά, αλλά αλληλοεξαρτώμενα, γνωστικά σχήματα: το μοντέλο του εαυτού και το μοντέλο των άλλων. Το μοντέλο του εαυτού περιλαμβάνει πεποιθήσεις για το αν το βρέφος είναι άξιο αγάπης και φροντίδας, ενώ το μοντέλο των άλλων περιλαμβάνει πεποιθήσεις και προσδοκίες για το αν το πρόσωπο προσκόλλησης είναι συναισθηματικά διαθέσιμο και ανταποκρίνεται στις ανάγκες του βρέφους. Στη συνέχεια της ζωής, αυτά τα εσωτερικά μοντέλα εργασίας μεταφέρονται σε μετέπειτα σχέσεις, όπου καθοδηγούν τις πεποιθήσεις, αντιλήψεις και συμπεριφορές του ατόμου (Bowlby, 1973). Διατυπώνοντας τη θεωρία της ενήλικης προσκόλλησης, οι Hazan & Shaver (1987) ανέφεραν ότι οι ερωτικές σχέσεις των ενηλίκων ουσιαστικά αποτελούν σχέσεις προσκόλλησης με χαρακτηριστικά παρόμοια με τη σχέση βρέφους - μητέρας. Στη συνέχεια, έρευνες κατέδειξαν την ύπαρξη δύο διαστάσεων της ενήλικης προσκόλλησης, του άγχους για τις σχέσεις και της αποφυγής της εγγύτητας, οι οποίες αντικατοπτρίζουν το εσωτερικό μοντέλο εαυτού και το εσωτερικό μοντέλο των άλλων (Brerunan, Clark, & Shaver, 1998). Με βάση αυτές τις δύο διαστάσεις περιγράφονται και τέσσερις τύποι προσκόλλησης: ο ασφαλής, ο έμμονος, ο απορριπτικός, και ο φοβικός τύπος (Bartholomew, 1990; Brennan, Clark, & Shaver, 1998). Έχει φανεί ότι ατομικές διαφορές στην οργάνωση της ενήλικης προσκόλλησης επηρεάζουν τον τρόπο που τα άτομα σκέπτονται, αισθάνονται και συμπεριφέρονται μέσα στις ερωτικές τους σχέσεις, χρησιμοποιώντας μεταβλητές όπως η ικανοποίηση από τη σχέση (Fraley & Shaver, 2000). Προκείμενου να κατανοηθεί καλύτερα ο τρόπος με τον οποίο η προσκόλληση επιδρά στη βίωση της σχέσης, στη διατριβή αυτή εξετάστηκαν συγκεκριμένες διεργασίες που ενδεχομένως να διαμεσολαβούν ανάμεσα στην ενήλικη προσκόλληση και την ικανοποίηση από τη σχέση. Με βάση και τις θεωρητικές αναφορές του Bowlby (1973), δύο τέτοιες διεργασίες είναι οι αποδόσεις αναφορικά με τις αρνητικές συμπεριφορές των ερωτικών συντρόφων και οι στρατηγικές αντιμετώπισης της ψυχολογικής δυσφορίας που προέρχεται από τέτοιες συμπεριφορές. Το θεωρητικό πλαίσιο της έρευνας συνοψίζεται στα ακόλουθα σημεία: (α) Τα εσωτερικά μοντέλα εργασίας του ατόμου, όπως αντικατοπτρίζονται από το άγχος για τις σχέσεις και την αποφυγή της εγγύτητας, διαμορφώνουν γνωστικές και συναισθηματικές αντιδράσεις που εκφράζονται στις σχέσεις και επιδρούν στην ικανοποίηση από τη σχέση (Collins, 1996), (β) σύμφωνα με τη γνωσιακή θεώρηση και με αντίστοιχα ερευνητικά ευρήματα, οι αποδόσεις επηρεάζουν την ικανοποίηση από τη σχέση (Fincham, 1987), (γ) ερευνητικά δεδομένα συνδέουν τις στρατηγικές αντιμετώπισης της ψυχολογικής δυσφορίας στις ερωτικές σχέσεις με την ικανοποίηση από τη σχέση (Menaghan, 1982; Karney & Bradbury, 1995; Bouchard et al., 1998) και (δ) σύμφωνα με το μοντέλο των Lazarus & Folkman (1984), ο τρόπος που ερμηνεύουν και αξιολογούν τα άτομα μια κατάσταση επηρεάζει την επιλογή των στρατηγικών που θα χρησιμοποιήσουν για την αντιμετώπιση της ψυχολογικής δυσφορίας που προκαλεί. Οι βασικές ερευνητικές υποθέσεις συνοψίζονται ως εξής: (α) το άγχος και η αποφυγή της ενήλικης προσκόλλησης σχετίζονται με την υιοθέτηση δυσλειτουργικών αποδόσεων και δυσλειτουργικών στρατηγικών αντιμετώπισης αναφορικά με την αρνητική συμπεριφορά του ερωτικού συντρόφου, (β) η υιοθέτηση δυσλειτουργικών αποδόσεων σχετίζεται με την υιοθέτηση δυσλειτουργικών στρατηγικών αντιμετώπισης των αρνητικών συμπεριφορών ερωτικών συντρόφων, (γ) το άγχος και η αποφυγή της ενήλικης προσκόλλησης σχετίζονται με τη μειωμένη ικανοποίηση από τη σχέση, (δ) οι δυσλειτουργικές αποδόσεις σχετίζονται με τη μειωμένη ικανοποίηση από τη σχέση, (ε) οι δυσλειτουργικές στρατηγικές αντιμετώπισης αρνητικών συμπεριφορών σχετίζονται με τη μειωμένη ικανοποίηση από τη σχέση, και (στ) στη σχέση μεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής της ενήλικης προσκόλλησης και της ικανοποίησης από τη σχέση, υπάρχει διαμεσολάβηση από τις αποδόσεις και τις στρατηγικές αντιμετώπισης. Συγκεκριμένα, οι διαστάσεις της αποφυγής και του άγχους έχουν μια μη-απευθείας επίδραση, μέσω των αποδόσεων και στρατηγικών αντιμετώπισης, πάνω στην ικανοποίηση από τη σχέση. Επίσης, οι αποδόσεις έχουν και μια μη-απευθείας επίδραση πάνω στην ικανοποίηση μέσω των στρατηγικών αντιμετώπισης. Στην έρευνα έλαβαν μέρος 252 συμμετέχοντες, εκ των οποίων το 81% ήταν γυναίκες. Ο μέσος όρος ηλικίας των συμμετεχόντων της βασικής έρευνας ήταν τα 29.1 έτη και η μέση χρονική διάρκεια σχέσης ήταν οι 70 μήνες. Σε ότι αφορά τον τύπο της σχέσης, οι n = 121 συμμετέχοντες ήταν σε γάμο, εκ των οποίων το 82% ήταν γυναίκες. Ο μέσος όρος ηλικίας των παντρεμένων ήταν τα 34 έτη. Η μέση χρονική διάρκεια γάμου ήταν οι 101 μήνες. Τέλος, οι n = 131 (84% γυναίκες) συμμετέχοντες ήταν σε ερωτική σχέση. Η μέση ηλικία των συμμετεχόντων αυτών ήταν τα 24 έτη και η μέση χρονική διάρκεια σχέσης ήταν οι 31 μήνες Χρησιμοποιήθηκαν πέντε ερωτηματολόγια για τη συλλογή των δεδομένων της έρευνας. Για την καταγραφή της ενήλικης προσκόλλησης χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο G-ECR-R (Tsagarakis, Kafetsios & Stalikas, 2007), το οποίο αποτελεί την ελληνική έκδοση του ερωτηματολογίου ECR-R (Fraley, Brennan & Waller, 2000). Για τη μέτρηση της ικανοποίησης των συμμετεχόντων από τη σχέση τους, χρησιμοποιήθηκε η ελληνική έκδοση του ερωτηματολογίου Quality of Marriage Index (QM1; Norton, 1983). Για την αποτύπωση των στρατηγικών αντιμετώπισης των δυσκολιών στα πλαίσια της σχέσης χρησιμοποιήθηκε η ελληνική έκδοση του ερωτηματολογίου Marital Coping Inventory (MCI; Bowman, 1990). Για την καταγραφή των ερμηνειών/αποδόσεων για τις αρνητικές συμπεριφορές των ερωτικών συντρόφων χρησιμοποιήθηκε η ελληνική έκδοση του Relationship Attribution Measure (RAM; Fincham & Bradbury, 1992). Οι συμμετέχοντες συμπλήρωσαν τα ερωτηματολόγια της έρευνας είτε ατομικά είτε σε ομάδες και έλαβαν έγγραφη διαβεβαίωση ότι η συμμετοχή τους στην έρευνα ήταν απολύτως ανώνυμη και εθελοντική και ότι μπορούσαν να διακόψουν ανά πάσα στιγμή. Τα αποτελέσματα επιβεβαίωσαν τις ερευνητικές υποθέσεις. Οι διαστάσεις του άγχους και της αποφυγής της ενήλικης προσκόλλησης σχετίζονται με την τάση των ατόμων να υιοθετούν περισσότερο δυσλειτουργικές ερμηνείες αναφορικά με αρνητικές συμπεριφορές των συντρόφων τους. Επίσης, φάνηκε ότι το άγχος για τις σχέσεις και η αποφυγή της εγγύτητας σχετίζονται με την υιοθέτηση περισσότεροδυσλειτουργικών στρατηγικών αντιμετώπισης μιας αρνητικής συμπεριφοράς. Επιπλέον, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η υιοθέτηση δυσλειτουργικών αποδόσεων σε σχέση με αρνητικές συμπεριφορές του συντρόφου σχετίζεται με τη χρήση περισσότερο δυσλειτουργικών στρατηγικών αντιμετώπισης τέτοιων συμπεριφορών. Αναφορικά με την ικανοποίηση που βιώνεται στη σχέση, φάνηκε ότι οι δύο διαστάσεις της ενήλικης προσκόλλησης, οι δυσλειτουργικές αποδόσεις και οι δυσλειτουργικές στρατηγικές αντιμετώπισης αρνητικών συμπεριφορών προβλέπουν τη μειωμένη ικανοποίηση από τη σχέση. Τέλος, επιβεβαιώθηκε και το προτεινόμενο μοντέλο διαμεσολάβησης, το οποίο προέβλεπε ότι στη σχέση μεταξύ των διαστάσεων του άγχους και της αποφυγής της ενήλικης προσκόλλησης και της ικανοποίησης από τη σχέση, υπάρχει διαμεσολάβηση από τις αποδόσεις και τις στρατηγικές αντιμετώπισης αρνητικών συμπεριφορών. Με άλλα λόγια, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι άτομα που βιώνουν άγχος για τις σχέσεις και αποφυγή της εγγύτητας υιοθετούν περισσότερο δυσλειτουργικές ερμηνείες και στρατηγικές αντιμετώπισης των αρνητικών συμπεριφορών των συντρόφων τους, το οποίο σχετίστηκε με δυσμενή επίδραση στην ποιότητα της σχέσης των ατόμων αυτών. Επίσης, φάνηκε ότι ο τρόπος με τον οποίο τα άτομα ερμηνεύουν και διαχειρίζονται τις αρνητικές συμπεριφορές των ερωτικών τους συντρόφων σχετίζεται με την ικανοποίηση που βιώνουν από τη σχέση τους. Τέλος, τα αποτελέσματα έδειξαν ότι οι διαστάσεις της ενήλικης προσκόλλησης σχετίζονται με την ικανοποίηση από τη σχέση και ότι το άγχος για τις σχέσεις και η αποφυγή της εγγύτητας μπορεί να προδιαθέτουν τα άτομα να υιοθετούν περισσότερο δυσλειτουργικές αποδόσεις και στρατηγικές αντιμετώπισης σε σχέση με την αρνητική συμπεριφορά ερωτικών συντρόφων. Η παρούσα διατριβή στοχεύει να συνεισφέρει στην κατανόηση του τρόπου με τον οποίο τα άτομα σκέπτονται, αισθάνονται και συμπεριφέρονται στις ερωτικές τους σχέσεις καινά προτείνει μηχανισμούς που ερμηνεύουν τη μειωμένη ικανοποίηση που συχνά βιώνουν τα άτομα στις σχέσεις. Τα αποτελέσματα τονίζουν τον κρίσιμο ρόλο που έχουν οι αποδόσεις που υιοθετούνται για αρνητικές συμπεριφορές των ερωτικών συντρόφων και οι στρατηγικές αντιμετώπισης αυτών των συμπεριφορών για την ποιότητα της σχέσης. Επίσης, τα αποτελέσματα δείχνουν ότι οι διαδικασίες αυτές αποτελούν τρόπους με τους οποίους το άγχος για τις σχέσεις και η αποφυγή της εγγύτητας μεταφράζονται σε μειωμένη ικανοποίηση από τη σχέση. Καταδεικνύοντας συγκεκριμένους μηχανισμούς που οδηγούν στη μειωμένη ικανοποίηση από τη σχέση, αυτή η διατριβή προσφέρει πληροφορίες που συνεισφέρουν στην αποτελεσματικότητα των συμβουλευτικών και ψυχοθεραπευτικών παρεμβάσεων για άτομα που αντιμετωπίζουν δυσκολίες στις σχέσεις τους.