Περίληψη
Η αξιολόγηση της βιωσιμότητας στον γεωργικό τομέα είναι απαραίτητη για την «οικοδόμηση» αειφόρων γεωργικών συστημάτων (ΓΣ), τα οποία θα είναι φιλικά προς το περιβάλλον, οικονομικά βιώσιμα και κοινωνικά υπεύθυνα. Η βιωσιμότητα του γεωργικού τομέα αποτελεί προτεραιότητα για την Κύπρο, μολονότι δεν έχει διερευνηθεί εμπειρικά μέχρι σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα διατριβή επιχειρεί, για πρώτη φορά, να εντοπίσει τα διαφορετικά ΓΣ που επικρατούν στη νοτιοανατολική Κύπρο και, ακολούθως, να αξιολογήσει και να συγκρίνει τη βιωσιμότητά τους, ακολουθώντας μία ολιστική προσέγγιση. Ως περιοχές μελέτης επιλέχθηκαν οι επαρχίες Λάρνακας και ελεύθερης Αμμοχώστου. Για την επίτευξη των στόχων της διατριβής υιοθετήθηκε ένα μεθοδολογικό πλαίσιο τριών σταδίων. Κατά το πρώτο στάδιο, καθορίστηκε το πλαίσιο βιωσιμότητας και επιλέχθηκαν 9 περιβαλλοντικοί, 17 κοινωνικοί και 15 οικονομικοί απλοί δείκτες βιωσιμότητας. Οι τιμές των δεικτών υπολογίστηκαν από πρωτογενή, κυρίως, δεδομένα που συλλέχθηκαν από αντιπρ ...
Η αξιολόγηση της βιωσιμότητας στον γεωργικό τομέα είναι απαραίτητη για την «οικοδόμηση» αειφόρων γεωργικών συστημάτων (ΓΣ), τα οποία θα είναι φιλικά προς το περιβάλλον, οικονομικά βιώσιμα και κοινωνικά υπεύθυνα. Η βιωσιμότητα του γεωργικού τομέα αποτελεί προτεραιότητα για την Κύπρο, μολονότι δεν έχει διερευνηθεί εμπειρικά μέχρι σήμερα. Στο πλαίσιο αυτό, η παρούσα διατριβή επιχειρεί, για πρώτη φορά, να εντοπίσει τα διαφορετικά ΓΣ που επικρατούν στη νοτιοανατολική Κύπρο και, ακολούθως, να αξιολογήσει και να συγκρίνει τη βιωσιμότητά τους, ακολουθώντας μία ολιστική προσέγγιση. Ως περιοχές μελέτης επιλέχθηκαν οι επαρχίες Λάρνακας και ελεύθερης Αμμοχώστου. Για την επίτευξη των στόχων της διατριβής υιοθετήθηκε ένα μεθοδολογικό πλαίσιο τριών σταδίων. Κατά το πρώτο στάδιο, καθορίστηκε το πλαίσιο βιωσιμότητας και επιλέχθηκαν 9 περιβαλλοντικοί, 17 κοινωνικοί και 15 οικονομικοί απλοί δείκτες βιωσιμότητας. Οι τιμές των δεικτών υπολογίστηκαν από πρωτογενή, κυρίως, δεδομένα που συλλέχθηκαν από αντιπροσωπευτικό δείγμα 324 γεωργικών εκμεταλλεύσεων (γ.ε.). Στο δεύτερο στάδιο, εφαρμόστηκε πολυμεταβλητή στατιστική ανάλυση για τον εντοπισμό των ΓΣ και την ανάπτυξη τυπολογίας. Στο τρίτο στάδιο, αξιολογήθηκε η βιωσιμότητα των ΓΣ με τη συνδυασμένη εφαρμογή της αριθμητικής και της οπτικής ολοκλήρωσης. Η αριθμητική ολοκλήρωση περιλάμβανε την ανάπτυξη τεσσάρων σύνθετων δεικτών βιωσιμότητας (περιβαλλοντικός, κοινωνικός, οικονομικός, γενικός), ενώ η οπτική ολοκλήρωση αφορούσε την παρουσίαση των τιμών και βαθμολογιών των απλών δεικτών με γραφήματα και πίνακες. Από την πολυμεταβλητή ανάλυση προέκυψαν έξι σημαντικά διαφοροποιημένα ΓΣ, από τα οποία τα τέσσερα (ΓΣ1–ΓΣ4) είναι προσανατολισμένα στη φυτική παραγωγή, ενώ τα δύο (ΓΣ5–ΓΣ6) στη ζωική παραγωγή. Διαφάνηκε ότι τα ΓΣ5–ΓΣ6 είναι τα λιγότερο περιβαλλοντικά βιώσιμα, με το ΓΣ5 (μεσαίου μεγέθους γ.ε. αιγοπροβάτων) να κατατάσσεται επίσης τελευταίο με βάση τον κοινωνικό και τον γενικό δείκτη. Από την άλλη, το ΓΣ6 (μεγάλες γ.ε. αγελάδων γαλακτοπαραγωγής) παρουσιάζει την καλύτερη κοινωνική επίδοση. Οι τιμές του οικονομικού δείκτη είναι σχετικά χαμηλές για όλα τα ΓΣ, ενώ, παραδόξως, το ΓΣ4 (μικρές γ.ε. λαχανικών και δενδρωδών καλλιεργειών) είναι το περισσότερο οικονομικά βιώσιμο. Βάσει του γενικού δείκτη, το ΓΣ2 (μικρομεσαίες γ.ε. λαχανικών θερμοκηπίου και υπαίθρου) και το ΓΣ1 (μεσαίου μεγέθους γ.ε. πατατών και λαχανικών υπαίθρου) κατατάσσονται στις πρώτες δύο θέσεις. Όλα τα ΓΣ παρουσιάζουν χαμηλές προοπτικές διαδοχής, ενώ το εξωγεωργικό εισόδημα χρησιμοποιείται κυρίως ως μέσο επιβίωσης των νοικοκυριών και δεν επενδύεται στη γ.ε. Επιπλέον, παρατηρείται μία αδύναμη συμπληρωματικότητα μεταξύ των βασικών συνιστωσών του ΓΣ, ήτοι της φυτικής/ζωικής παραγωγής και του εισοδήματος εκτός γ.ε., η οποία δύναται να επηρεάζει αρνητικά τη βιωσιμότητα των ΓΣ. Παράλληλα, τα ευρήματα θέτουν υπό αμφισβήτηση την αποτελεσματικότητα των επιδοτήσεων για έναν πιο βιώσιμο γεωργικό τομέα. Η διατριβή αναδεικνύει, επίσης, τη σημαντικότητα της συμμετοχής σε οργανώσεις παραγωγών για τη βιωσιμότητα των γ.ε. Τα αποτελέσματα για το ΓΣ1 υποδεικνύουν ότι η βιώσιμη εντατικοποίηση της γεωργίας είναι εφικτή στην περιοχή μελέτης. Αντίθετα, το ΓΣ5 αποδείχθηκε το λιγότερο βιώσιμο, με σημαντικές αδυναμίες. Επομένως, η βιωσιμότητά του θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα των αρμόδιων φορέων. Τα αποτελέσματα της διατριβής δύνανται να χρησιμοποιηθούν για σκοπούς συγκριτικής αξιολόγησης της βιωσιμότητας των ΓΣ, για μία πιο επικεντρωμένη αγροτική πολιτική και έρευνα, προσαρμοσμένη στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των ΓΣ, αλλά και για την υποστήριξη των φορέων λήψης αποφάσεων στην Κύπρο ή/και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου, με παρόμοια ΓΣ και ανάλογες αγροοικολογικές συνθήκες.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In the agricultural sector, sustainability assessment is a key step in building sustainable farming systems (FSs), viz. that are environmentally friendly, economically viable for farmers and socially acceptable. Although agricultural sustainability is of major concern in Cyprus, no attempt has been made to date to empirically assess the sustainability of the Cypriot agricultural sector. In this context, the goals of this doctoral thesis are, for the first time, to identify the divergent FSs that exist in southeastern Cyprus and, subsequently, to assess and compare, in a holistic manner, their sustainability performance. For this, Larnaca and Famagusta districts were chosen as case studies. To achieve these goals, a three-step methodological framework was adopted. First, the sustainability context was set and a list of 9 environmental, 17 social and 15 economic base indicators was created. The calculation of indicators was mainly based on primary data from a representative sample of 324 ...
In the agricultural sector, sustainability assessment is a key step in building sustainable farming systems (FSs), viz. that are environmentally friendly, economically viable for farmers and socially acceptable. Although agricultural sustainability is of major concern in Cyprus, no attempt has been made to date to empirically assess the sustainability of the Cypriot agricultural sector. In this context, the goals of this doctoral thesis are, for the first time, to identify the divergent FSs that exist in southeastern Cyprus and, subsequently, to assess and compare, in a holistic manner, their sustainability performance. For this, Larnaca and Famagusta districts were chosen as case studies. To achieve these goals, a three-step methodological framework was adopted. First, the sustainability context was set and a list of 9 environmental, 17 social and 15 economic base indicators was created. The calculation of indicators was mainly based on primary data from a representative sample of 324 farms in the study area. Second, multivariate statistical analysis was employed to identify FSs and construct a farm typology. Finally, the sustainability of FSs was assessed by combining numerical and visual integration approaches. Numerical integration involved the construction of four composite sustainability indices (environmental, social, economic, global), while visual integration was concerned with the presentation of base indicators’ scores and values with graphs and tables. The results of multivariate analysis proposed six significantly different FSs, of which four (FS1–FS4) are crop-oriented and two (FS5–FS6) are livestock-oriented. In terms of environmental sustainability, livestock systems are the least sustainable, while FS5 (medium-sized sheep and goats farms) is also the least sustainable with regard to social and global composite indices. On the other hand, FS6 (large dairy cattle farms) performs best on social sustainability. The values of the economic index are comparatively low for all FSs. Surprisingly though, FS4 (small farms with open field vegetables and permanent crops) is the most economically sustainable. FS2 (small to medium-sized farms with greenhouse and open field vegetables) and FS1 (medium-sized farms with potatoes and open field vegetables) obtain the highest scores for the global composite index. Prospects of succession are low for all FSs, while off/non-farm income is sought mainly for farm households’ survival and it is not invested on the farm. Moreover, a weak complementarity is observed between the main system components (crop, livestock, off/non-farm income), which might negatively affect the sustainability of FSs. At the same time, results cast doubt on the effectiveness of subsidies in providing the basis for a more sustainable agricultural sector. The importance of membership in producers’ organizations for farm sustainability is also highlighted. The results for FS1 indicate that sustainable intensification of agriculture is feasible in the study area. In contrast, FS5 is the least sustainable with several weaknesses. Therefore, its viability should be the priority of decision makers. The results of this thesis can be used for sustainability benchmarking, for a more focused agricultural policy, tailored to the different constraints and opportunities of FSs, but also to inform public decision makers who are responsible to design and implement agricultural policy in Cyprus, or in other European Mediterranean regions with similar FSs and agro-ecological conditions.
περισσότερα