Περίληψη
Η παρούσα μελέτη διερευνά κριτικά την εισαγωγή του αγροτικού τουρισμού σε μια αγροτική περιοχή της βόρειας Ελλάδας, το ορεινό τόξο της Δράμας. Εξετάζει εάν αυτή η αναπτυξιακή προσπάθεια –η οποία υποστηρίζεται κυρίως από το πρόγραμμα LEADER της Ευρωπαϊκής Ένωσης– προκαλεί τοπική ενδογενή ανάπτυξη. Το ενδογενές ή από κάτω προς τα πάνω αναπτυξιακό παράδειγμα εννοείται ως προσανατολισμένη στη διαδικασία, εδαφική ανάπτυξη, η οποία περιλαμβάνει πτυχές οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής φύσεως. Ο αγροτικός τουρισμός θεωρείται ότι είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για την πρόκληση ενδογενούς ανάπτυξης λόγω της στενής σχέσης του με τις τοπικές οικογένειες, την τοπική γνώση και το περιβάλλον. Αυτή η διατριβή υπερβαίνει τη ρητορική τόσο του αγροτικού τουρισμού όσο και της ενδογενούς ανάπτυξης και μελετά τον αντίκτυπο του τοπικού και εθνικού πλαισίου στις διαδικασίες υιοθέτησης και υλοποίησης πρωτοβουλιών «από κάτω προς τα πάνω» όπως το LEADER. Διερευνά την πρακτική της «ενδογενούς» ανάπτυξης και στη ...
Η παρούσα μελέτη διερευνά κριτικά την εισαγωγή του αγροτικού τουρισμού σε μια αγροτική περιοχή της βόρειας Ελλάδας, το ορεινό τόξο της Δράμας. Εξετάζει εάν αυτή η αναπτυξιακή προσπάθεια –η οποία υποστηρίζεται κυρίως από το πρόγραμμα LEADER της Ευρωπαϊκής Ένωσης– προκαλεί τοπική ενδογενή ανάπτυξη. Το ενδογενές ή από κάτω προς τα πάνω αναπτυξιακό παράδειγμα εννοείται ως προσανατολισμένη στη διαδικασία, εδαφική ανάπτυξη, η οποία περιλαμβάνει πτυχές οικονομικής και κοινωνικοπολιτικής φύσεως. Ο αγροτικός τουρισμός θεωρείται ότι είναι ένα αποτελεσματικό μέσο για την πρόκληση ενδογενούς ανάπτυξης λόγω της στενής σχέσης του με τις τοπικές οικογένειες, την τοπική γνώση και το περιβάλλον. Αυτή η διατριβή υπερβαίνει τη ρητορική τόσο του αγροτικού τουρισμού όσο και της ενδογενούς ανάπτυξης και μελετά τον αντίκτυπο του τοπικού και εθνικού πλαισίου στις διαδικασίες υιοθέτησης και υλοποίησης πρωτοβουλιών «από κάτω προς τα πάνω» όπως το LEADER. Διερευνά την πρακτική της «ενδογενούς» ανάπτυξης και στη συνέχεια επιχειρεί να βρει τους λόγους πίσω από οποιαδήποτε ασυμφωνία μεταξύ ρητορικής και πρακτικής. Η μελέτη περιλαμβάνει τέσσερις συγκεκριμένους στόχους, οι οποίοι είναι να διερευνήσει: τη φύση και τη δομή της τουριστικής ανάπτυξης, το ρόλο και την αλληλεπίδραση των θεσμών (υπερτοπικών και τοπικών), τη συμμετοχή των τοπικών πληθυσμών στην ανάπτυξη και τη λήψη αποφάσεων και τις τάσεις και τις επιπτώσεις για τη μελλοντική ανάπτυξη του τουρισμού. Η διατριβή είναι επί της ουσίας μια εις βάθος μελέτη περίπτωσης, η οποία χρησιμοποιεί μια ποικιλία τεχνικών συλλογής δεδομένων από διαφορετικές πηγές, όπως: συνεντεύξεις με εκπροσώπους της τοπικής αυτοδιοίκησης - φορείς και άλλους συλλογικούς φορείς, συνεντεύξεις με τουριστικούς επιχειρηματίες, έρευνα με ερωτηματολόγιο κατοίκων από ορεινές κοινότητες, έρευνα τουριστών με ερωτηματολόγιο και μια σειρά τηλεφωνικών συνεντεύξεων με κατοίκους της περιοχής που είχαν παρακολουθήσει μαθήματα επαγγελματικής κατάρτισης σχετικά με τον τουρισμό. Τα ευρήματα υποδηλώνουν ότι ο τουρισμός στην περιοχή μελέτης δεν είναι «αγροτικός», με την έννοια ότι καταδεικνύει αδύναμες διασυνδέσεις με τον πρωτογενή τομέα, τον πολιτισμό και την τοπική γνώση. Υποστηρίζεται ότι αυτό το αποτέλεσμα συνδέεται προφανώς με την πρακτική του αναπτυξιακού σχεδιασμού, η οποία είναι ιεραρχική, και δίνει μικρή έμφαση στις κοινωνικο-πολιτιστικές και πολιτικές πτυχές της ανάπτυξης. Μέσα σε αυτό το πολιτικό πλαίσιο, ο ρόλος των κοινοτικών έργων και των δημόσιων αγαθών δεν τονίζεται και το πρόγραμμα «ενδογενούς» ανάπτυξης LEADER χρησιμοποιείται ως κλασικό πρόγραμμα επιχορηγήσεων. Διαπιστώθηκε επίσης ότι η τοπική κοινωνία είναι κατακερματισμένη όσον αφορά τα πλεονεκτήματα, τις φιλοδοξίες και τα μελλοντικά σχέδια: οι γυναίκες έδωσαν έμφαση λιγότερο στα οικονομικά οφέλη του τουρισμού και αναγνώρισαν τα θετικά κοινωνικο-πολιτιστικά οφέλη και οι νέοι ήταν περισσότερο διατεθειμένοι να αναγνωρίσουν τα «μη παραδοσιακά» πλεονεκτήματα και πρακτικές (για παράδειγμα, σκι ή αυτοκινητοδρομία). Τα ευρήματα υποδηλώνουν επίσης μια αυξανόμενη «προσκόλληση» στον αναδυόμενο τουριστικό τομέα από την πλευρά της τοπικής κοινωνίας και των θεσμών, γεγονός που συνδέεται στενά με το πρώιμο στάδιο της τουριστικής ανάπτυξης στην περιοχή. Η διατριβή καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η συμπερίληψη των αγροτικών πόρων (πολιτισμός, προϊόντα, παράδοση και κληρονομιά) στην αναπτυξιακή διαδικασία είναι απαραίτητη, προκειμένου η τοποθεσία να «προωθήσει» τον εαυτό της πιο αποτελεσματικά, κυρίως «μέσα» και στη συνέχεια στον «έξω» κόσμο. Ωστόσο, η διατριβή υπογραμμίζει τη σημασία άλλων συνυπαρχουσών «μοντέρνων» μορφών πολιτισμού και επικρίνει ένα μέρος της ρητορικής του αγροτικού τουρισμού που συνδέει τις τοπικές κοινωνίες με το «αγροτικό ειδύλλιο». Τέλος, υποστηρίζεται ότι οι πολιτικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί και άλλοι χωρικοί παράγοντες μπορεί να εμποδίσουν την επίτευξη της ενδογενούς ανάπτυξης. Είναι επομένως απαραίτητο να είμαστε κριτικοί απέναντι στην υπόθεση της ισότητας που είναι εμφανής στη ρητορική της ενδογενούς ανάπτυξης. Η ευρύτερη διαπίστωση είναι ότι διαφορετικά χωρικά πλαίσια μπορεί να συλλάβουν και να χρησιμοποιήσουν την ενδογενή ανάπτυξη με διαφορετικούς τρόπους, οδηγώντας δυνητικά στην εμφάνιση περαιτέρω ανισοτήτων μεταξύ των αγροτικών περιοχών.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This study critically investigates the introduction of rural tourism in a rural area of northern Greece, the mountainous arc of Drama. It examines whether or not this development effort – which is mainly supported by the LEADER programme of the European Union – engenders local endogenous development. The endogenous or bottom-up paradigm of development is conceptualised as process-oriented, territorial development, which encompasses aspects of an economic and socio-political nature. Rural tourism is theorised to be an effective means of engendering endogenous development due to its close relationship with local families and the capitals of local knowledge and environment. This thesis goes beyond the rhetoric of both rural tourism and endogenous development and studies the impact of the local and national context on the processes of adopting and implementing ‘bottom-up’ initiatives like LEADER. It investigates the praxis of ‘endogenous’ development and then attempts to find the reasons b ...
This study critically investigates the introduction of rural tourism in a rural area of northern Greece, the mountainous arc of Drama. It examines whether or not this development effort – which is mainly supported by the LEADER programme of the European Union – engenders local endogenous development. The endogenous or bottom-up paradigm of development is conceptualised as process-oriented, territorial development, which encompasses aspects of an economic and socio-political nature. Rural tourism is theorised to be an effective means of engendering endogenous development due to its close relationship with local families and the capitals of local knowledge and environment. This thesis goes beyond the rhetoric of both rural tourism and endogenous development and studies the impact of the local and national context on the processes of adopting and implementing ‘bottom-up’ initiatives like LEADER. It investigates the praxis of ‘endogenous’ development and then attempts to find the reasons behind any discrepancy between rhetoric and practice. The study entails four specific aims, which are to investigate: the nature and structure of tourism development; the role and interrelationship of institutions (extra-local and local); the involvement of local people in development and decision-making; and the trends and the implications for the future growth of tourism. The study uses an in-depth case study, which employs a variety of data collection techniques from different sources, including: interviews with the representatives of the local government, agencies and other collective bodies; interviews with tourism entrepreneurs; a questionnaire survey of residents from mountainous communities; a self-completion questionnaire survey of tourists; and a series of telephone interviews with local residents who had attended tourism-related vocational training courses. The findings suggest that tourism in the study area is not ‘rural’, in the sense that it demonstrates weak linkages with the primary sector, culture and local knowledge. It is argued that this outcome is evidently linked with planning practice, which is hierarchical and élitist, and has little emphasis on the socio-cultural and political aspects of development. Within this political framework, the role of community projects and public goods is not stressed and the ‘endogenous’ development LEADER programme is used as a classic sponsorship programme. It was also found that the local society is segmented in regard to perceived assets, aspirations and future plans: women emphasised less the economic benefits of tourism and recognised the positive socio-cultural benefits and young people were more inclined to recognise ‘non-traditional’ assets and practices (for example, skiing or motorracing). The findings also suggest a growing ‘attachment’ to the emerging tourism sector on the part of the local society and the institutions, a fact which is closely linked with the early stage of tourism development in the area. The thesis concludes that the inclusion of rural amenities (culture, produce, tradition and heritage) is necessary, in order for the locality to ‘brand’ itself more effectively, primarily ‘inside’ and subsequently to the ‘outside’ world. However, the thesis highlights the importance of other co-existing ‘modern’ forms of culture and criticises a part of the rural tourism rhetoric which associates local communities with a ‘rural idyll’. Finally, it is argued that contextual factors may hinder the achievement of endogenous development. It is thus necessary to be critical of the assumption of egalitarianism that is evident in the rhetoric of endogenous development. The wider implication is that different contexts may conceive of and use endogenous development in different ways, potentially leading to the emergence of further disparities between rural areas.
περισσότερα