Περίληψη
Η εκτροφή των μικρών μηρυκαστικών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χρήση των λιβαδιών. Ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες έχουν οδηγήσει σε σταδιακή εγκατάλειψη της βόσκησης και επικράτηση περισσότερο εντατικών προτύπων. Σκοπός της διδακτορικής διατριβής ήταν να διερευνήσει τη συμβολή των λιβαδιών που αξιοποιούνται με βόσκηση στην οικονομική απόδοση των αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Με βάση πρωτογενή δεδομένα 80 εκμεταλλεύσεων στα διοικητικά όρια του Δήμου Λαγκαδά, περιγράφεται η υφιστάμενη διάρθρωση του κλάδου υποδεικνύοντας τα προβλήματά του, ως απόρροια κοινωνικών, οικονομικών αλλά και περιβαλλοντικών αλλαγών που συντελέστηκαν, αλλά και ως αποτέλεσμα της πολιτικής που ασκήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Για τις ανάγκες της έρευνας έγινε καταγραφή του ζωικού κεφαλαίου από το έτος 1961 έως και το 2018 και υπολογίστηκε η βοσκοϊκανότητα και η βοσκοφόρτωση σε τρεις υψομετρικές ζώνες (χαμηλή ζώνη με υψόμετρο έως 200 μ., μεσαία ζώνη με υψόμετρο 200 – 600 μ. ...
Η εκτροφή των μικρών μηρυκαστικών είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με τη χρήση των λιβαδιών. Ωστόσο τις τελευταίες δεκαετίες κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες έχουν οδηγήσει σε σταδιακή εγκατάλειψη της βόσκησης και επικράτηση περισσότερο εντατικών προτύπων. Σκοπός της διδακτορικής διατριβής ήταν να διερευνήσει τη συμβολή των λιβαδιών που αξιοποιούνται με βόσκηση στην οικονομική απόδοση των αιγοπροβατοτροφικών εκμεταλλεύσεων. Με βάση πρωτογενή δεδομένα 80 εκμεταλλεύσεων στα διοικητικά όρια του Δήμου Λαγκαδά, περιγράφεται η υφιστάμενη διάρθρωση του κλάδου υποδεικνύοντας τα προβλήματά του, ως απόρροια κοινωνικών, οικονομικών αλλά και περιβαλλοντικών αλλαγών που συντελέστηκαν, αλλά και ως αποτέλεσμα της πολιτικής που ασκήθηκε τις τελευταίες δεκαετίες. Για τις ανάγκες της έρευνας έγινε καταγραφή του ζωικού κεφαλαίου από το έτος 1961 έως και το 2018 και υπολογίστηκε η βοσκοϊκανότητα και η βοσκοφόρτωση σε τρεις υψομετρικές ζώνες (χαμηλή ζώνη με υψόμετρο έως 200 μ., μεσαία ζώνη με υψόμετρο 200 – 600 μ. και υψηλή ζώνη με υψόμετρο μεγαλύτερο των 600 μ.). Μετρήθηκε επίσης το σύνολο των λιβαδικών εκτάσεων σύμφωνα με τα στοιχεία του Corine Land Cover 2018, αλλά και το σύνολο των επιλέξιμων λιβαδικών εκτάσεων σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΠΕΚΕΠΕ 2018 και διερευνήθηκε η δυνατότητα αύξησής τους, με βάση το νομοθετικό πλαίσιο της διαχείρισης των βοσκοτόπων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Από τα κύρια αποτελέσματα προέκυψε ότι η βόσκηση δεν αυξάνει απαραίτητα την οικονομική απόδοση των εκμεταλλεύσεων. Η τεχνικοοικονομική ανάλυση έδειξε ότι η εφαρμογή της βόσκησης χωρίς συγκεκριμένο πρόγραμμα διαχείρισης, δεν οδηγεί σε μείωση του κόστους διατροφής, ή η οποιαδήποτε μείωση αντισταθμίζεται από την αύξηση του κόστους εργασίας. Με τη χρήση της μεθόδου DEA εκτιμήθηκε το επίπεδο της τεχνικής αποτελεσματικότητας και βρέθηκε ότι οι εκμεταλλεύσεις που έβοσκαν λιγότερο ήταν γενικά περισσότερο αποτελεσματικές από αυτές που έβοσκαν περισσότερο. Επιπλέον βρέθηκε ότι, η ίδια ακαθάριστη πρόσοδος θα μπορούσε να επιτευχθεί με μείωση των ωρών βόσκησης κατά 12,5% για αγροκτήματα που έβοσκαν έως 1800 ώρες/έτος και κατά 11,9% για εκείνα που έβοσκαν πάνω από 1800 ώρες. Η έρευνα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι απαιτείται υψηλότερο επίπεδο οργάνωσης προκειμένου να καταστεί μια πρακτική βόσκησης αποδοτική και να συμβάλλει θετικά στην οικονομικότητα των εκμεταλλεύσεων. Ουσιαστική βοήθεια θα προσφέρει η εκπόνηση των διαχειριστικών σχεδίων βόσκησης μέσω των οποίων, επιδιώκεται η βελτίωση των βοσκήσιμων γαιών και η διαχείρισή τους με τρόπο που θα παρέχει στοχευμένη υποστήριξη στους κτηνοτρόφους και θα τους δώσει κίνητρα για την καλύτερη αξιοποίησή τους. Μέσα από όλη αυτή την προσπάθεια, αναμένεται οι βοσκήσιμες γαίες να διαδραματίσουν πιο ουσιαστικό ρόλο στη λειτουργία και την οικονομική απόδοση των εκμεταλλεύσεων. Προς την κατεύθυνση αυτή, θα ήταν επίσης δόκιμο, η νέα ΚΑΠ 2021-2027, να εστιάσει σε μία ολοκληρωμένη προσέγγιση της διαχείρισης των βοσκοτόπων, που θα διασφαλίζει την αειφορία του περιβάλλοντος σε συνδυασμό με την αποτελεσματική και στοχοθετημένη ενίσχυση της εκτατικής κτηνοτροφίας
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Small ruminants farming system is directly linked to the use of rangelands. However, in recent decades, socio-economic factors led to a gradual abandonment of grazing and the prevalence of more intensive standards. The aim of the present research was to explore the contribution of grazing to the economic performance of sheep and goat farms. Based on raw data of 80 farms within the administrative boundaries of the Municipality of Lagada, the existing structure of the sector is described, indicating its problems, as a result of social, economic and environmental changes that took place, but also as a result of the policy pursued in recent decades. For the purposes of the research, livestock was recorded from the year 1961 to 2018 and grazing capacity and stocking rate were calculated in three altitude zones (low zone at an altitude of up to 200 m, middle zone at an altitude of 200 – 600 m and a high zone at an altitude of more than 600 m). All rangelands (Corine Land Cover 2018) and all ...
Small ruminants farming system is directly linked to the use of rangelands. However, in recent decades, socio-economic factors led to a gradual abandonment of grazing and the prevalence of more intensive standards. The aim of the present research was to explore the contribution of grazing to the economic performance of sheep and goat farms. Based on raw data of 80 farms within the administrative boundaries of the Municipality of Lagada, the existing structure of the sector is described, indicating its problems, as a result of social, economic and environmental changes that took place, but also as a result of the policy pursued in recent decades. For the purposes of the research, livestock was recorded from the year 1961 to 2018 and grazing capacity and stocking rate were calculated in three altitude zones (low zone at an altitude of up to 200 m, middle zone at an altitude of 200 – 600 m and a high zone at an altitude of more than 600 m). All rangelands (Corine Land Cover 2018) and all eligible permanent grasslands as they were defined by the European regulation (OPEKEPE 2018) were also measured and the possibility of increasing them was explored, based on the legislative framework for the management of pastures in the European Union. The main results showed that grazing does not necessarily increase the economic performance of the farms. The technical and economic analysis has shown that the application of grazing without a specific management plan does not lead to a reduction in food costs, or any reduction is offset by an increase in labour costs. Using the DEA method, the level of technical effectiveness was assessed, and it was found that that farms which graze less are generally more efficient than the ones which graze more. In addition, it was found that the same gross income could be achieved by reducing grazing hours by 12.5% for farms that graze up to 1800 hours/year and by 11.9% for those who graze more than 1800 hours. The investigation concluded that a higher level of organisation is needed in order to make the grazing practice efficient and to make a positive contribution to the thriftyness of farms. The development and implementation of grazing management plans is expected to provide substantial assistance to small ruminants farming system. Through all this effort, rangelands are expected to play a more essential role in the operation and economic performance of farms. Finally, it would also be appropriate, in the new CAP 2021-2027, to focus on an integrated approach to rangelands management, ensuring the sustainability of the environment in conjunction with the effective and targeted support of area livestock farming.
περισσότερα