Περίληψη
Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η διερεύνηση του νοήματος και της λειτουργικότητας μιας φαινομενικά παράδοξης τοποθέτησης που συναντούμε στην πρώτη επιστολή του Ιωάννη και ειδικότερα στις περικοπές Α' Ιω. 1:6-10 και Α' Ιω. 3:6-10. Πιο συγκεκριμένα, ενώ στην πρώτη περικοπή υπογραμμίζεται ότι «ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν», στην δεύτερη περικοπή τονίζεται ότι «πᾶς ὁ γεγενημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ» και μάλιστα αυτός που είναι παιδί του Θεού, «οὐ δύναται ἁμαρτάνειν». Στην παρούσα εργασία επιχειρήσαμε την ερμηνεία της φαινομενικής αυτής αντιπαράθεσης νοημάτων, ακολουθώντας την εξής μέθοδο: Στο πρώτο κεφάλαιο διερευνήθηκε το γενικότερο ιδεολογικό κλίμα της εποχής εκείνης. Αναφερθήκαμε στο περιεχόμενο της έννοιας της αμαρτίας και των παραμέτρων της στη σύγχρονη Ιουδαϊκή γραμματολογία. 1. Θέματα όπως αμαρτία, αμαρτωλότητα και αναμαρτησία, ανάγκη καθαρισμού και συγχώρεσης, ανταμοιβής των δικαίων και τιμωρίας των κακών, απησχόλησαν σε μεγάλο βαθμό τους Ιουδαίο ...
Σκοπός της εργασίας αυτής είναι η διερεύνηση του νοήματος και της λειτουργικότητας μιας φαινομενικά παράδοξης τοποθέτησης που συναντούμε στην πρώτη επιστολή του Ιωάννη και ειδικότερα στις περικοπές Α' Ιω. 1:6-10 και Α' Ιω. 3:6-10. Πιο συγκεκριμένα, ενώ στην πρώτη περικοπή υπογραμμίζεται ότι «ἐάν εἴπωμεν ὅτι ἁμαρτίαν οὐκ ἔχομεν, ἑαυτούς πλανῶμεν», στην δεύτερη περικοπή τονίζεται ότι «πᾶς ὁ γεγενημένος ἐκ τοῦ Θεοῦ ἁμαρτίαν οὐ ποιεῖ» και μάλιστα αυτός που είναι παιδί του Θεού, «οὐ δύναται ἁμαρτάνειν». Στην παρούσα εργασία επιχειρήσαμε την ερμηνεία της φαινομενικής αυτής αντιπαράθεσης νοημάτων, ακολουθώντας την εξής μέθοδο: Στο πρώτο κεφάλαιο διερευνήθηκε το γενικότερο ιδεολογικό κλίμα της εποχής εκείνης. Αναφερθήκαμε στο περιεχόμενο της έννοιας της αμαρτίας και των παραμέτρων της στη σύγχρονη Ιουδαϊκή γραμματολογία. 1. Θέματα όπως αμαρτία, αμαρτωλότητα και αναμαρτησία, ανάγκη καθαρισμού και συγχώρεσης, ανταμοιβής των δικαίων και τιμωρίας των κακών, απησχόλησαν σε μεγάλο βαθμό τους Ιουδαίους συγγραφείς της εποχής εκείνης. Ο τότε Ιουδαϊκός τρόπος σκέψης, παρέχει σε εμάς το ιδεολογικό πλαίσιο εντός του οποίου κατανοείται βαθύτερα το κείμενο του Ιωάννη. Το στοιχείο της παραδοξότητας είναι παρόν και στην Ιουδαϊκή σκέψη. Όπως διαπιστώσαμε στα προηγούμενα κεφάλαια, έννοιες εσχατολογικού και κατ' επέκτασιν ανθρωπολογικού περιεχομένου, φαινομενικά αντίθετες, συνυπάρχουν για παράδειγμα, στο ερώτημα πώς σώζεται ο πιστός, είναι θέμα δικής του αποκλειστικά προσπάθειας ή θείας παρέμβασης, διατυπώνονται θέσεις που υποστηρίζουν αφ' ενός την ελευθερία βούλησης του ανθρώπου, η οποία παίζει καθοριστικό ρόλο στη σωτηρία του και αφ' ετέρου γίνεται αναφορά στην έννοια του απόλυτου προορισμού ή και την καθοριστική ενέργεια δαιμονικών δυνάμεων ως υπεύθυνων για την ύπαρξη της αμαρτίας. Επιπλέον, ειδικότερα όσον αφορά στο θέμα της αμαρτωλότητας και αναμαρτησίας, η αμαρτία αντιμετωπίζεται ως αναπόσπαστο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης. Τα μέλη της κοινότητας του Κουμράν, για παράδειγμα, ενώ στα συγγράμματα της κοινότητας τους ονομάζονται τέλειοι, καλούνται να καθαρίζουν τον εαυτό τους από την αμαρτία, ακολουθώντας μια σειρά από πρακτικές καθαρισμού. Για την Ιουδαϊκή σκέψη, δίκαιοι και πονηροί είναι αμαρτωλοί. Διαφέρουν όμως ως προς τον τρόπο αντιμετώπισης της αμαρτίας. Οι μεν πρώτοι επιθυμούν τον καθαρισμό τους και τον επιδιώκουν, οι δε δεύτεροι εμμένουν σ' αυτή. Στα έσχατα όμως, οι δίκαιοι θα θριαμβεύσουν, γιατί θα πάψει πλέον να υφίσταται το κακό/αμαρτία. Επομένως, η αναμαρτησία αποτελεί αγαθό του μέλλοντος αιώνος και τότε θα το γευθεί ο πιστός στον απόλυτο βαθμό. Η αμαρτία λοιπόν προβάλλεται από την Ιουδαϊκή σκέψη ως αναπόσπαστο κομμάτι της ζωής του πιστού. Δεν παύει όμως ο άνθρωπος του Θεού να είναι τέλειος και άγιος με την έννοια της αφιέρωσης στο Θεό, γιατί τείνει, προς την τελειότητα. Αλληλοαναιρούμενες θέσεις λοιπόν εκφράζονται και αποτελούν πεποίθηση των ευσεβών πιστών. Όπου όμως ο νους σκοντάφτει και αδυνατεί να ερμηνεύσει τα ανεξήγητα, ο Ιουδαίος συγγραφέας κάνει λόγο για «τους μυστήριους τρόπους» με τους οποίους ενεργεί ο Θεός. 2. Με λίγα λόγια, οι αντίθετες αυτές τοποθετήσεις όπως χαρακτηριστικά παρατηρεί ο De Boer, «βρίσκονται η μία κοντά στην άλλη σαν τις ράγες του σιδηροδρόμου, άλλοτε μάλιστα διασταυρώνονται και άλλοτε ταυτίζονται ποικιλοτρόπως, ακόμη και στο ίδιο σύγγραμμα». 3. Η ύπαρξη της αντινομίας αυτής οφείλεται κατά κύριο λόγο στο γεγονός ότι ιδιότητες και χαρακτηριστικά των εσχάτων μεταφέρονται και γίνονται μεθεκτά από τους πιστούς στο παρόν. Παρόν και μέλλον συνυπάρχουν, αλληλοπεριχωρούνται θα λέγαμε, και ουσιαστικά στο πλαίσιο αυτό γίνεται κατανοητή η όποια φαινομενική αντινομία και αντιπαράθεση νοημάτων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The purpose of this thesis is to investigate the meaning and function of an apparently paradoxical statement encountered in the first letter of John. The method chosen for this investigation is an exegetical study of two passages namely 1Jn 1:6-10 and 3:6-10, which are supposed to be in juxtaposition. The argument, reduced to its bare minimum, will move as follows. Firstly, the first chapter sets the context for this study by addressing the issue of sin and its parameters in contemporary Jewish literature. Jewish writers of the time were much occupied with such themes as sin, sinfulness and sinlessness, need of cleansing, forgiveness, the reward of the righteous and punishment of the wicked. The Jewish world of thought of the time provides us with the ideological framework in which John is to be better understood. We are to witness the coexistence of apparently contradictory modes of thought concerning eschatology and by extension anthropology; for instance, statements supporting the e ...
The purpose of this thesis is to investigate the meaning and function of an apparently paradoxical statement encountered in the first letter of John. The method chosen for this investigation is an exegetical study of two passages namely 1Jn 1:6-10 and 3:6-10, which are supposed to be in juxtaposition. The argument, reduced to its bare minimum, will move as follows. Firstly, the first chapter sets the context for this study by addressing the issue of sin and its parameters in contemporary Jewish literature. Jewish writers of the time were much occupied with such themes as sin, sinfulness and sinlessness, need of cleansing, forgiveness, the reward of the righteous and punishment of the wicked. The Jewish world of thought of the time provides us with the ideological framework in which John is to be better understood. We are to witness the coexistence of apparently contradictory modes of thought concerning eschatology and by extension anthropology; for instance, statements supporting the exercise of free will on man's part and God's predestination or references to the idea of demonic powers being accountable for sin and man's own responsibility for sin, ‘like those of a railway, run side by side, crisscross, or overlap in various ways', even in the same piece of work. Bearing in mind the result of the study of this background, chapter two undertakes an examination of the history of the community whose products the Fourth Gospel and the Epistles were. According to our findings, the Johannine community never became a sect alienated from the rest of Christianity, in spite of the presence of sectarian traits such as perfectionist ideas and ethical rigorism, the exaggeration of which led finally to an inner schism. Next, chapter three investigates the identity of those in combat in 1John, the so-called opponents of John, concluding that having being former members of the Johannine community, they misinterpreted the Johannine tradition conveyed by the Fourth Gospel, drawing radical conclusions about their sinlessness/perfection from its realised eschatology. The following two chapters concentrate on the exegetical approach of the two passages referred above. Referring to scholars' opinions from Westcott to today's scholars, I express my opinion on the issues brought up by the epistolary author. In the exegesis it becomes obvious, to an extent at least, where the inconsistency lies and how the author conceives it. Lastly, in the light of my research in the preceding chapters, I draw conclusions on the meaning and function of this paradox in the first letter of John; a paradox which finally is of vital importance to our understanding of Christian life and experience. Briefly, the two passages represent two sides of the same coin. Both are essential to our perception of the sinfulness and sinlessness of the believer; for it is in the believer's life that present and future meet and cooperate.
περισσότερα