Περίληψη
Τα μεσεγχυματικά κύτταρα, μαζί με τα επιθηλιακά κύτταρα, συνιστούν τα δύο βασικότερα είδη κυττάρων στα σπονδυλωτά ζώα στα οποία ανήκει και ο άνθρωπος. Αποτελούν έναν αρκετά ετερογενή πληθυσμό ο οποίος περιλαμβάνει κύτταρα περισσότερο (πχ οστεοβλάστες, χονδροβλάστες κοκ) ή λιγότερο (πχ μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα) διαφοροποιημένα, και με ποικίλες δυνατότητες διαφοροποίησης σε άλλους κυτταρικούς τύπους. Στη βιβλιογραφία ωστόσο, με τον όρο «μεσεγχυματικά κύτταρα» αναφέρονται συνήθως κύτταρα όπως τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα, οι ινοβλάστες και οι μυοϊνοβλάστες, τα οποία δεν είναι τελικώς διαφοροποιημένα/εξειδικευμένα αλλά παρουσιάζουν κάποια πλαστικότητα τόσο ως προς τη δυνατότητά τους να διαφοροποιούνται περαιτέρω ως απάντηση σε διάφορα ερεθίσματα όσο και ως προς τις λειτουργίες τους. Είναι πλέον γνωστό ότι τα μεσεγχυματικά κύτταρα επιτελούν ποικίλες λειτουργίες οι οποίες είναι απαραίτητες τόσο για τη διατήρηση της ομοιόστασης του οργανισμού (όπως για παράδειγμα κατά την επούλωση ενός ...
Τα μεσεγχυματικά κύτταρα, μαζί με τα επιθηλιακά κύτταρα, συνιστούν τα δύο βασικότερα είδη κυττάρων στα σπονδυλωτά ζώα στα οποία ανήκει και ο άνθρωπος. Αποτελούν έναν αρκετά ετερογενή πληθυσμό ο οποίος περιλαμβάνει κύτταρα περισσότερο (πχ οστεοβλάστες, χονδροβλάστες κοκ) ή λιγότερο (πχ μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα) διαφοροποιημένα, και με ποικίλες δυνατότητες διαφοροποίησης σε άλλους κυτταρικούς τύπους. Στη βιβλιογραφία ωστόσο, με τον όρο «μεσεγχυματικά κύτταρα» αναφέρονται συνήθως κύτταρα όπως τα μεσεγχυματικά βλαστοκύτταρα, οι ινοβλάστες και οι μυοϊνοβλάστες, τα οποία δεν είναι τελικώς διαφοροποιημένα/εξειδικευμένα αλλά παρουσιάζουν κάποια πλαστικότητα τόσο ως προς τη δυνατότητά τους να διαφοροποιούνται περαιτέρω ως απάντηση σε διάφορα ερεθίσματα όσο και ως προς τις λειτουργίες τους. Είναι πλέον γνωστό ότι τα μεσεγχυματικά κύτταρα επιτελούν ποικίλες λειτουργίες οι οποίες είναι απαραίτητες τόσο για τη διατήρηση της ομοιόστασης του οργανισμού (όπως για παράδειγμα κατά την επούλωση ενός τραύματος) όσο και στα πλαίσια της παθοφυσιολογίας κάποιας νόσου (όπως για παράδειγμα η φλεγμονή και ο καρκίνος). Ωστόσο η μεγάλη ετερογένεια μεσεγχυματικών κυττάρων που παρατηρείται μεταξύ των διαφόρων ιστών του οργανισμού αλλά ακόμη και εντός του ίδιου ιστού, καθιστά πολύ δύσκολη την αποσαφήνιση του ξεχωριστού ρόλου που κάθε ένα από αυτά τα κύτταρα παίζει στην υγεία αλλά και στη νόσο. Παράλληλα, αυξάνεται διαρκώς το ενδιαφέρον για τη στόχευση μεσεγχυματικών κυττάρων στα πλαίσια της θεραπείας διαφόρων ασθενειών για τις οποίες οι κλασικές θεραπείες δεν επαρκούν. Είναι επομένως επιτακτική η ανάγκη να μελετηθούν και να κατανοηθούν εις βάθος οι διαφορετικοί ρόλοι που παίζουν τα μεσεγχυματικά κύτταρα ανάλογα με το περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται και τις συνθήκες στις οποίες δρουν. Με αυτό το σκοπό λοιπόν σχεδιάστηκε και η συγκεκριμένη μελέτη η οποία είχε δύο σκέλη. Αφενός μεν να μελετήσουμε το ρόλο των μεσεγχυματικών κυττάρων στη σωματική αύξηση και αφετέρου να μελετήσουμε το ρόλο τους στον καρκίνο και συγκεκριμένα στον καρκίνο του παχέος εντέρου. Από τη μία μεριά, σε ότι αφορά τη σωματική αύξηση, είναι γνωστό ότι αυτή ρυθμίζεται και καθοδηγείται κυρίως από τον άξονα εκλυτική ορμόνη της αυξητικής ορμόνης – αυξητική ορμόνη – ινσουλινοειδής αυξητικός παράγοντας (GHRH - GH - Igf1). Επίσης είναι γνωστό ότι σε επίπεδο ιστού και κυττάρου, τα μεσεγχυματικά κύτταρα παίζουν σημαντικό ρόλο στην υποστήριξη της επιβίωσης και του πολλαπλασιασμού ποικίλων άλλων κυτταρικών τύπων όπως τα επιθηλιακά κύτταρα, αλλά και στη δημιουργία ολόκληρου του ιστού παρέχοντάς του έναν υποστηρικτικό σκελετό πάνω στον οποίο θα δομηθεί. Ωστόσο ο ρόλος τους στη σωματική αύξηση γενικότερα, δεν έχει μελετηθεί στη βιβλιογραφία. Η μη αναμενόμενη έκφραση του γονιδίου της ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης στα μεσεγχυματικά κύτταρα που εκφράζουν το κολλαγόνο VI στον διαγονιδιακό ποντικό TgC6hp55 που δημιουργήσαμε στο εργαστήριό μας και ο οποίος παρουσίαζε εμφανή ενίσχυση της σωματικής του αύξησης, μας έδωσε τη δυνατότητα να μελετήσουμε το ρόλο της ιστοειδικής έκφρασης της αυξητικής ορμόνης από το μεσέγχυμα. Πιο συγκεκριμένα, η έκφραση της ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης στους TgC6hp55 ποντικούς εντοπίστηκε σε διάφορους ιστούς όπως ο εγκέφαλος, η καρδιά και οι σκελετικοί μύες και σε χαμηλότερα επίπεδα οι πνεύμονες, οι νεφροί, ο σπλήνας, ο λιπώδης ιστός (λευκός και καφέ) και το έντερο, αλλά και στη συστηματική κυκλοφορία τους, οδηγώντας σε ποικίλες φαινοτυπικές αλλαγές. Αρχικά, οι ποντικοί παρουσίαζαν ενισχυμένη σωματική αύξηση (αυξημένο μήκος και βάρος σώματος) ήδη από την 3η εβδομάδα της ζωής τους. Η αύξηση του σωματικού βάρους οφειλόταν κυρίως στην αναλογική αύξηση του βάρους των εσωτερικών τους οργάνων και γενικότερα της άλιπης μάζας τους, αλλά και σε μια επιπλέον αύξηση του λευκού λιπώδους ιστού η οποία παραπέμπει σε εικόνα ήπιας παχυσαρκίας. Παράλληλα, οι διαγονιδιακοί ποντικοί, πιθανότατα λόγω της έκφρασης της ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης στον εγκέφαλό τους και κυρίως στην υπόφυση και τον υποθάλαμο, εμφάνισαν υπερφαγία αλλά και αυξημένο μεταβολισμό με εντονότερη κινητοποίηση υδατανθράκων ως πηγή ενέργειας κατά τις βραδινές ώρες (ώρες αυξημένων αναγκών για τα τρωκτικά), με το τελικό ημερήσιο ισοζύγιο ενέργειάς τους να είναι θετικό και αυξημένο σε σχέση με τους ποντικούς μάρτυρες. Το γεγονός αυτό εξηγεί πιθανότατα και την παρατηρούμενη εικόνα παχυσαρκίας. Επιπλέον, σε ότι αφορά το μεταβολικό τους προφίλ, οι TgC6hp55 ποντικοί παρουσίασαν εικόνα παρόμοια με τα αρχικά στάδια του σακχαρώδη διαβήτη στον άνθρωπο, δηλαδή αντοχή στην ινσουλίνη με ταυτόχρονη υπερισνουλιναιμία, καταφέρνοντας έτσι να διατηρήσουν την ευγλυκαιμία τους. Σε συμφωνία με τα παραπάνω, η ιστολογική εξέταση των διαγονιδιακών ποντικών ανέδειξε την προοδευτική συσσώρευση λιπιδίων στο ήπαρ η οποία εξελίχθηκε σε μέτρια μακροοζώδη ηπατική στεάτωση, αλλά και τη μειωμένη αποθήκευση ηπατικού γλυκογόνου, ενώ τα ευρήματα αυτά συνοδεύονταν και από αλλαγές σε επίπεδο έκφρασης γονιδίων που σχετίζονται με το μεταβολισμό λιπιδίων, πρωτεϊνών και υδατανθράκων στο ήπαρ. Επίσης, και τα λιποκύτταρα του λευκού λιπώδους ιστού παρουσίαζαν μεγαλύτερο μέγεθος λόγω μεγαλύτερης συσσώρευσης και αποθήκευσης λιπιδίων. Τέλος, μια σειρά από παραμέτρους της φυσιολογίας των ποντικών όπως είναι κάποιες βιοχημικές παράμετροι (αλβουμίνη, ολική πρωτεΐνη, τριγλυκερίδια, σίδηρος κλπ), κυτταρολογικοί δείκτες (αιματοκρίτης, αιμοσφαιρίνη, λευκά αιμοσφαίρια κλπ) αλλά και δείκτες του μεταβολισμού των οστών (οστική πυκνότητα, αλκαλική φωσφατάση κλπ) παρουσίασαν αλλαγές σε σύγκριση με τους ποντικούς μάρτυρες. Η παρεμπόδιση της δράσης της ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης μέσω του φαρμακολογικού αποκλεισμού του υποδοχέα της, οδήγησε σε αναστροφή των κύριων χαρακτηριστικών του παρατηρούμενου φαινοτύπου, επιβεβαιώνοντας την αιτιολογική σχέση της -παραγόμενης από το μεσέγχυμα- ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης με το φαινότυπο των TgC6hp55 ποντικών. Η διατήρηση των επιπέδων του Igf-1 στο αίμα των TgC6hp55 ποντικών σε φυσιολογικά επίπεδα παρά την παρουσία της ανθρώπινης αυξητικής ορμόνης στη συστηματική κυκλοφορία τους μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι πιθανότατα ο κύριος μηχανισμός δράσης της στους TgC6hp55 ποντικούς ήταν μέσω της τοπικής έκφρασής της από το μεσέγχυμα διαφόρων οργάνων και της εν συνεχεία παρακρινούς δράσης της σε αυτά, συνεπικουρούμενη και από κάποιες συστηματικές δράσεις. Παράλληλα, επειδή η αυξητική ορμόνη του ανθρώπου στον ποντικό ενεργοποιεί και τον υποδοχέα της προλακτίνης, είναι πιθανό κάποια πιο δευτερεύοντα χαρακτηριστικά του παρατηρούμενου φαινοτύπου να οφείλονται και σε έναν τέτοιο μηχανισμό. Συνοπτικά, η μελέτη μας έδειξε ότι η τοπική έκφραση της αυξητικής ορμόνης από τα μεσεγχυματικά κύτταρα που εκφράζουν το κολλαγόνο VI, μπορεί να δράσει τόσο σε τοπικό όσο και σε συστηματικό επίπεδο επηρεάζοντας σημαντικά τη σωματική αύξηση του ποντικού αλλά και μια ποικιλία από παραμέτρους της φυσιολογίας του. Από την άλλη μεριά, σε ότι αφορά τον καρκίνο του παχέος εντέρου, είναι γνωστό ότι πέρα από τα καρκινικά κύτταρα αυτά καθαυτά, σημαντικότατο ρόλο στην εμφάνιση και εξέλιξη της νόσου παίζει και το λεγόμενο «μικροπεριβάλλον» του όγκου το οποίο αποτελείται από μια σειρά άλλα κύτταρα όπως τα μεσεγχυματικά, τα ενδοθηλιακά και τα κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Τα κύτταρα αυτά, μέσω ποικίλων μορίων που παράγουν κι εκκρίνουν μπορούν να επιδρούν στα καρκινικά κύτταρα και να ενισχύουν την καρκινογένεση. Για παράδειγμα, έχει δειχτεί ότι η κυκλοοξυγενάση-2 που παράγεται στους όγκους, μέσω της παραγωγής προσταγλανδίνης Ε2 συμβάλει στην ενίσχυση της καρκινογένεσης μέσω πολλών και διαφορετικών μηχανισμών (ενίσχυση του πολλαπλασιασμού και της επιβίωσης των καρκινικών κυττάρων αλλά και αποφυγή της απόπτωσης, ενίσχυση της αγγειογένεσης, αποφυγή της ανοσολογικής επιτήρησης κλπ.). Μάλιστα, όλο και περισσότερες μελέτες υποδηλώνουν ως πηγή της κυκλοοξυγενάσης-2 τα μεσεγχυματικά κύτταρα του εντέρου που βρίσκονται κάτω από τις εντερικές κρύπτες. Σκοπός μας λοιπόν ήταν η μελέτη του ρόλου της κυκλοοξυγενάσης-2 που παράγεται από τους εντερικούς μυοϊνοβλάστες στην καρκινογένεση του εντέρου. Αξιοποιώντας τους CollagenVI-Cre ποντικούς, αδρανοποιήσαμε ιστοειδικά στους εντερικούς μυοϊνοβλάστες την κυκλοοξυγενάση-2 σε ένα πολύ καλά χαρακτηρισμένο πειραματικό πρότυπο καρκινογένεσης του εντέρου, τους ποντικούς APCmin/+. Φυσιολογικά, οι ποντικοί αυτοί παρουσιάζουν αυτόματα δεκάδες έως εκατοντάδες αδενώματα-όγκους στο έντερό τους και εμφανίζουν προσδόκιμο επιβίωσης γύρω στους 6 μήνες. Ωστόσο, μετά την αδρανοποίηση της κυκλοοξυγενάσης-2 από τους εντερικούς μυοϊνοβλάστες των ποντικών αυτών (APCmin/+ColVICreCox2f/f ποντικοί), ο αριθμός των αναπτυσσόμενων όγκων/αδενωμάτων μειώθηκε κατά τουλάχιστον 50%. Η μείωση αυτή, αν και δε συνοδεύτηκε από μείωση του μεγέθους των αναπτυσσόμενων όγκων, εντούτοις συνοδεύτηκε από βελτιωμένη κλινική εικόνα και κυρίως από σημαντική επέκταση της διάρκειας ζωής των ποντικών. Η παρουσία μειωμένου αριθμού μικροαδενωμάτων κατά τα πολύ αρχικά στάδια της καρκινογένεσης στους APCmin/+ColVICreCox2f/f ποντικούς υποδηλώνει ότι η κυκλοοξυγενάση-2 που παράγεται από τους εντερικούς μυοϊνοβλάστες πιθανότατα επηρεάζει κυρίως την έναρξη της καρκινογένεσης και όχι την εξέλιξη αυτής. Από μηχανιστικής απόψεως, η μεσεγχυματική κυκλοοξυγενάση-2 φαίνεται να επηρεάζει τον πολλαπλασιασμό των επιθηλιακών κυττάρων ακόμη και στο φαινομενικά «υγιές» έντερο, χωρίς ωστόσο να επιδρά στην απόπτωση αυτών. Επίσης φαίνεται να μην επηρεάζει ούτε την (νεο)αγγειογένεση εντός των όγκων αλλά ούτε και τη διήθησή τους από κύτταρα του ανοσοποιητικού συστήματος. Τέλος, σε μοριακό επίπεδο, είδαμε πως η προερχόμενη από τους εντερικούς μυοϊνοβλάστες κυκλοοξυγενάση-2 επιδρά στο σηματοδοτικό μονοπάτι της βκατενίνης αλλά και στην έκφραση διαφόρων δεικτών μεσεγχυματικών κυττάρων ενισχύοντας έτσι τη διαδικασία της καρκινογένεσης. Συνοπτικά, η μελέτη μας επιβεβαίωσε in vivo το σημαντικότατο ρόλο που παίζει η σηματοδότηση μέσω της κυκλοοξυγενάσης-2 που προέρχεται από τους εντερικούς μυοϊνοβλάστες για τη διαδικασία της καρκινογένεσης του εντέρου, αλλά και την επικοινωνία που υπάρχει μεταξύ μεσεγχύματος και εντερικού επιθηλίου. Ωστόσο περαιτέρω μελέτες είναι απαραίτητες ώστε να διαλευκανθούν τα ακριβή μοριακά μονοπάτια τα οποία καθοδηγούν την εμφάνιση της νόσου αυτής. Επίσης πρέπει να έχουμε κατά νου και μια αδυναμία της μελέτης μας. Η απαλοιφή της κυκλοοξυγενάσης-2 με τη χρήση των ποντικών CollagenVI-Cre αφενός μεν δεν πραγματοποιείται με 100% αποτελεσματικότητα μεταξύ των μυοϊνοβλαστών που εκφράζουν το κολλαγόνο VI, κι αφετέρου δεν πραγματοποιείται σε όλους τους εντερικούς μυοϊνοβλάστες (υπάρχουν μυοϊνοβλάστες που δεν εκφράζουν το κολλαγόνο VI), κι επομένως στους APCmin/+ColVICreCox2f/f ποντικούς υπάρχουν ακόμη εντερικοί μυοϊνοβλάστες οι οποίοι παράγουν κυκλοοξυγενάση-2. Επομένως, η 100% απαλοιφή της Cox-2 από τους μυοϊνοβλάστες που παράγουν κολλαγόνο VI ή η απαλοιφή της από άλλους πληθυσμούς εντερικών μυοϊνοβλαστών θα μπορούσε να δώσει ακόμη καλύτερα αποτελέσματα και να βοηθήσει στη διαλεύκανση του εξειδικευμένου ρόλου των κυττάρων αυτών στην καρκινογένεση του εντέρου. Γενικότερα λοιπόν, επιπλέον πειράματα που βρίσκονται ήδη σε εξέλιξη τόσο στο εργαστήριό μας όσο και από συνεργάτες μας, θα βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση της παθοφυσιολογίας του καρκίνου του παχέος εντέρου με σκοπό την ανάπτυξη αποτελεσματικότερων και πιο στοχευμένων (με λιγότερες ανεπιθύμητες ενέργειες) θεραπειών αλλά και την ανάπτυξη δεικτών για την καλύτερη διάγνωση και πρόγνωση των ασθενών με τη νόσο αυτή.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Mesenchymal and epithelial cells consist two of the main cell types in vertebrates such as humans. Mesenchymal cells constitute a quite heterogeneous population which consists of cells that are more (e.g. osteoblasts, chondroblasts) or less (e.g. mesenchymal stem cells) differentiated, with varying capabilities for differentiation in other cell types. In literature, the term “mesenchymal cells” usually refers to cells like mesenchymal stem cells, fibroblasts and myofibroblasts, which are not terminally differentiated/specialized but exhibit some plasticity both regarding their capabilities for further differentiation as a response to different stimuli and regarding to their functions. It is now well known that mesenchymal cells play a key role in functions that are essential both for the preservation of homeostasis (e.g. during wound healing) and in the context of a disease (e.g. inflammation or cancer). However, the great heterogeneity of mesenchymal cell types that is observed among ...
Mesenchymal and epithelial cells consist two of the main cell types in vertebrates such as humans. Mesenchymal cells constitute a quite heterogeneous population which consists of cells that are more (e.g. osteoblasts, chondroblasts) or less (e.g. mesenchymal stem cells) differentiated, with varying capabilities for differentiation in other cell types. In literature, the term “mesenchymal cells” usually refers to cells like mesenchymal stem cells, fibroblasts and myofibroblasts, which are not terminally differentiated/specialized but exhibit some plasticity both regarding their capabilities for further differentiation as a response to different stimuli and regarding to their functions. It is now well known that mesenchymal cells play a key role in functions that are essential both for the preservation of homeostasis (e.g. during wound healing) and in the context of a disease (e.g. inflammation or cancer). However, the great heterogeneity of mesenchymal cell types that is observed among different tissues as well as inside the same tissue makes the detection and clarification of the specific roles that each one of these cells plays in health and disease a quite difficult task. In parallel though, there is increased interest in targeting mesenchymal cells as a treatment for different diseases for which the conventional treatments have failed or are ineffective. It is therefore crucial to study and understand deeper the different roles that mesenchymal cells play according to the context and the conditions in which they act. This was also the aim of this project which consists of two parts. On the one hand, to study the role of mesenchymal cells in somatic growth, and on the other hand to study their role in cancer and specifically in colorectal cancer. Regarding somatic growth, it is known (and has been described in detail) that it is mainly controlled by the axis growth hormone releasing hormone – growth hormone – insulin-like growth factor 1 (GHRH - GH - Igf1). Additionally, it is known that in the level of a tissue or a cell, mesenchymal cells play an important role in supporting the survival and proliferation of many other cell types (like the epithelial cells) as well as in the generation of the whole issue since they provide a scaffold on which the tissue will be formed. However their role in somatic growth has not been studied in literature. The unexpected expression of the human growth hormone gene in the collagen VI expressing mesenchymal cells of our new transgenic mice (called TgC6hp55) which exhibited enhanced somatic growth gave us the opportunity to study the role of tissuespecific expression of the growth hormone from the mesenchyme. More specifically, the human growth hormone was found to be expressed in many different tissues like brain, heart and skeletal muscle, as well as (although in smaller quantities) in lungs, kidneys, spleen, adipose tissue (both white and brown), intestine, and was also detected in the circulation of the transgenic mice inducing a variety of phenotypic changes in them. Initially, the transgenic mice exhibited enhanced somatic growth (increased body length and body weight) starting already from the 3rd week of age. The increased body weight could be attributed to the proportionally increased weight of their internal organs and lean mass and also to a disproportional increase in white adipose tissue which points towards a mild obesity-like phenotype. In the same time, probably due to the expression of the human growth hormone in their brain (mainly in their pituitary and hypothalamus), the mice showed hyperphagia as well as increased metabolism and enhanced mobilization of carbohydrates as a source of energy during night (when nocturnal animals have increased energy demands), with the daily energy surplus being positive and increased in comparison to their wt controls. This observation could explain their obesity-like phenotype we described before. Additionally, regarding their metabolic profile, the TgC6hp55 mice presented a phenotype resembling the initial stages of diabetes mellitus in humans since they were insulin resistant but remained normoglycemic due to the increased insulin production they had (hyperinsulinemia). In accordance with the previous findings, histological examination of the transgenic mice revealed the progressive accumulation of lipids in their livers which developed in a moderate macrovesicular hepatic steatosis, as well as decreased storage of hepatic glycogen. These findings were followed by alterations in the expression of genes that regulate lipid, protein and carbohydrate metabolism in the liver. Moreover, the adipocytes of the white adipose tissue were also enlarged due to the increased accumulation and storage of lipids inside them. Finally, we detected alterations in a series of physiological parameters of the transgenic mice like biochemical parameters (serum albumin, total protein, triglycerides, iron etc.), cytological parameters (hematocrit, hemoglobin, white blood cells etc.) as well as in markers of bone metabolism (bone mineral density, alkaline phosphatase etc.). The inhibition of human growth hormone activity through the pharmacological blockade of ts receptor led to an inversion of the main phenotypic characteristics of the TgC6hp55 mice, thus confirming the etiological relation between the mesenchymally produced human growth hormone and the observed phenotype. The fact that the Igf-1 serum levels were unchanged in the TgC6hp55 mice despite the presence of the human growth hormone in their circulation leads to the conclusion that probably the main mechanism of action of this hormone in the TgC6hp55 mice was through its local expression by the mesenchyme of different organs and its subsequent paracrine actions in them, assisted by some additional systemic effects. Simultaneously, since the human growth hormone can activate also the prolactin receptor of the mouse, it is possible that some secondary features of the observed phenotype could be attributed to this mechanism. As a conclusion, our study showed that the local expression of growth hormone from the collagen VI expressing mesenchymal cells can act both on a local and on a systemic level thus affecting not only somatic growth but also various other physiological parameters of the mouse. On the other hand, regarding colorectal cancer, it is known that apart from the cancer cells per se, the tumor “microenvironment” plays also a very important role in the initiation and development of the disease. This microenvironment consists of different cell types like mesenchymal, endothelial and immune cells, which through the production of different molecules have the ability to affect the cancer cells and enhance tumorigenesis. For example, it has been shown that cyclooxygenase-2 (Cox2) that is produced by tumors, through the production of prostaglandin E2 (PGE2), enhances colorectal carcinogenesis via many different mechanisms (enhancement of the proliferation and survival of cancer cells, avoidance of apoptosis, promotion of angiogenesis, avoidance of the immune surveillance etc.). Interestingly, more and more publications suggest as a source of this Cox-2 the mesenchymal cells that are located underneath the intestinal crypts. Therefore, the aim of our study was to examine the role of Cox-2 that is produced by the intestinal myofibroblasts in colorectal carcinogenesis. For this reason, we used the CollagenVI-Cre mice in order to genetically delete, in a tissue- pecific way, the Cox-2 from the intestinal myofibroblasts in a very common and well characterized mouse model of colorectal carcinogenesis, the APCmin/+ mouse. Normally these mice develop spontaneously dozens or hundreds of adenomas/tumors in their intestine and therefore have a life expectancy of up to 6 months. However, after the deletion of Cox-2 from their intestinal myofibroblasts (APCmin/+ColVICreCox2f/fmice), the number of the developed adenomas/tumors was decreased more than 50%. This reduction, despite not being accompanied by a reduction in tumor size, led to a decreased disease severity and an important elongation of the life duration of these mice. The fact that the APCmin/+ColVICreCox2f/f mice showed fewer microadenomas already from the initial stages of carcinogenesis, suggests that the Cox-2 coming from the intestinal myofibroblasts probably affects the initiation of carcinogenesis and not its development. From a mechanistic point of view, mesenchymally produced Cox-2 seems to affect proliferation of the intestinal epithelial cells even in the seemingly “healthy” intestine without affecting their apoptosis. Additionally, it seems not to affect (neo)angiogenesis or immune infiltration of the tumor. Finally, on a molecular level, we found that Cox-2 coming from the intestinal myofibroblasts affects the b-catenin pathway as well as a series of stem cell markers, thus enhancing intestinal carcinogenesis. As a conclusion, our study confirmed in vivo the important role that the Cox-2 signaling in the intestinal myofibroblasts plays in the procedure of intestinal carcinogenesis, as well as the crosstalk that exists between mesenchyme and intestinal epithelium. However, further studies are needed to elucidate the exact molecular pathways that drive this disease. Moreover, we must be aware of one important drawback of our study. Genetic deletion of Cox-2 using the CollagenVI-Cre mice, on the one hand is not 100% efficient among CollagenVI+ intestinal myofibroblasts, and on the other hand does not affect CollagenVI- intestinal myofibroblasts. Therefore, in the APCmin/+ColVICreCox2f/f mice there are still intestinal myofibroblasts that keep expressing Cox-2. Complete (100%) genetic deletion of Cox-2 form the CollagenVI intestinal myofibroblasts or even deletion from other types of intestinal myofibroblasts, could give us even better results and help enlighten thespecific roles that these cells play in intestinal carcinogenesis.In general, extra experiments that are already running in our lab or in our collaborator’s labs will be very helpful for the better understanding of the pathophysiology of colorectal cancer, so that we can develop more effective and targeted (with less side-effects) treatments as well as markers for better diagnosis and prognosis for patients with this devastating disease.
περισσότερα