Περίληψη
Σκοπός της διατριβής ήταν η εξεύρεση του κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που θα υποδείξει το εφαρμοστέο δίκαιο στο στάδιο της εκκαθάρισης και του διακανονισμού των διασυνοριακών συναλλαγών σε άυλους τίτλους. Το ζήτημα αυτό εξετάσθηκε από την πλευρά του διεθνούς ομοιόμορφου ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ενώ, παράλληλα, επισημάνθηκε η ανάγκη για υιοθέτηση ομοιόμορφων λύσεων στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου, προκειμένου να επιτευχθεί ασφάλεια δικαίου στο υπό εξέταση ζήτημα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε υπό το πρίσμα της ενοποίησης δικαίου, που επιτάσσουν η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η διεθνοποίηση και ιδιωτικοποίηση των αγορών και η ηλεκτρονικοποίηση των συναλλαγών. Η ανάλυση εστιάσθηκε στο σύστημα έμμεσης κατοχής τίτλων, το οποίο είναι επακόλουθο της ακινητοποίησης και της αποϋλοποίησης των τίτλων. Χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι ότι παρεμβάλλονται ενδιάμεσοι φορείς μεταξύ του εκδότη των τίτλων και του τελικού επενδυτή. Στο παραπάνω πλαίσιο τοποθετήθηκε η διεξοδική ανάλυση των προτά ...
Σκοπός της διατριβής ήταν η εξεύρεση του κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που θα υποδείξει το εφαρμοστέο δίκαιο στο στάδιο της εκκαθάρισης και του διακανονισμού των διασυνοριακών συναλλαγών σε άυλους τίτλους. Το ζήτημα αυτό εξετάσθηκε από την πλευρά του διεθνούς ομοιόμορφου ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, ενώ, παράλληλα, επισημάνθηκε η ανάγκη για υιοθέτηση ομοιόμορφων λύσεων στο πεδίο του ουσιαστικού δικαίου, προκειμένου να επιτευχθεί ασφάλεια δικαίου στο υπό εξέταση ζήτημα. Η έρευνα πραγματοποιήθηκε υπό το πρίσμα της ενοποίησης δικαίου, που επιτάσσουν η παγκοσμιοποίηση της οικονομίας, η διεθνοποίηση και ιδιωτικοποίηση των αγορών και η ηλεκτρονικοποίηση των συναλλαγών. Η ανάλυση εστιάσθηκε στο σύστημα έμμεσης κατοχής τίτλων, το οποίο είναι επακόλουθο της ακινητοποίησης και της αποϋλοποίησης των τίτλων. Χαρακτηριστικό στοιχείο του είναι ότι παρεμβάλλονται ενδιάμεσοι φορείς μεταξύ του εκδότη των τίτλων και του τελικού επενδυτή. Στο παραπάνω πλαίσιο τοποθετήθηκε η διεξοδική ανάλυση των προτάσεων που έχουν διατυπωθεί από τη νομική θεωρία σχετικά με τον κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που θα υποδείξει το εφαρμοστέο δίκαιο στην εκκαθάριση και το διακανονισμό των διασυνοριακών συναλλαγών σε άυλους τίτλους. Καταρχήν, παρουσιάσθηκαν οι απόψεις σχετικά με τη νομική φύση των άυλων τίτλων και τονίσθηκε η ανάγκη για αναγνώριση δικαιωμάτων εμπράγματης φύσης στους επενδυτές. Στη συνέχεια, με βάση τη νομική φύση των άυλων τίτλων, εξετάσθηκαν οι διάφοροι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου, που έχουν προταθεί από τη νομική θεωρία, με εκτενή ανάλυση της lex situs και του κανόνα PRIMA. Ακολούθως μελετήθηκαν οι κανόνες που έχουν θεσπισθεί από το κοινοτικό δίκαιο και το διεθνές δίκαιο. Ειδικότερα, σχολιάσθηκαν οι κανόνες ιδιωτικού διεθνούς δικαίου που περιέχονται σε μια σειρά ευρωπαϊκών οδηγιών, και υπογραμμίσθηκε, ιδιαίτερα, η αποσπασματικότητα της ρύθμισης του συγκεκριμένου θέματος στο κοινοτικό δίκαιο λόγω της έλλειψης ενιαίου νομοθετικού κειμένου. Ακόμη, σημαντικό μέρος της διατριβής αφιερώθηκε στη λεπτομερή εξέταση της Διεθνούς Σύμβασης της Χάγης για το εφαρμοστέο δίκαιο σε ορισμένα δικαιώματα επί τίτλων που κατέχονται από διαμεσολαβητές, η οποία ρυθμίζει ακριβώς το υπό εξέταση θέμα. Η ενλόγω Σύμβαση καθιερώνει ως εφαρμοστέο δίκαιο το δίκαιο της συμφωνίας λογαριασμού μεταξύ του επενδυτή και του ενδιαμέσου προσώπου, με το οποίο αυτός συμβάλλεται. Προϋπόθεση για την εφαρμογή αυτού του δικαίου είναι η ύπαρξη εγκατάστασης του ενδιαμέσου προσώπου στον τόπο, το δίκαιο του οποίου επιλέγεται ως εφαρμοστέο. Παρά τη δυσμενή κριτική που δέχθηκε η Σύμβαση από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, παρατηρήθηκε ότι η Σύμβαση καθιερώνει έναν κανόνα συγκρούσεως προσαρμοσμένο στις ανάγκες και στην πρακτική των σύγχρονων χρηματοπιστωτικών αγορών. Τέλος, για την πληρότητα της παρουσίασης του θέματος, εκτέθηκε εν συντομία η Διεθνής Σύμβαση της Γενεύης για τους κανόνες ουσιαστικού δικαίου που διέπουν τους έμμεσα κατεχόμενους τίτλους. Εντούτοις, διαπιστώθηκε ότι η Σύμβαση αυτή δεν επιτυγχάνει την επιθυμητή ενοποίηση του ουσιαστικού δικαίου, καθώς αφήνει στις εθνικές νομοθεσίες ευρύ περιθώριο απόκλισης από τις ρυθμίσεις της. Αποτέλεσμα όλων των παραπάνω είναι η ελλιπής, ακόμα, ενιαία ρύθμιση του θέματος σε διεθνές επίπεδο και η εφαρμογή των κανόνων ιδιωτικού διεθνούς δικαίου των εθνικών εννόμων τάξεων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The aim of the present thesis was the study of the conflict of laws rule which determinates the applicable law in clearing and settlement of cross-border transactions in dematerialized securities. The above issue was examined under the uniform private international law perspective, whereas, at the same time, we underlined the need for adopting uniform rules in substantive law, in order to achieve legal certainty in this issue. The research took place in the light of the uniformity of law, which is forced by the globalisation of economy, the internationalization and privatization of the markets and the development of electronic transactions. The analysis was focused on the indirect holding system of securities, which is a consequence of immobilization and dematerialization of securities. Its main characteristic is the existence of intermediaries between the issuer of the securities and the final investor. In the above described context, we proceeded to the extensive analysis of the sugg ...
The aim of the present thesis was the study of the conflict of laws rule which determinates the applicable law in clearing and settlement of cross-border transactions in dematerialized securities. The above issue was examined under the uniform private international law perspective, whereas, at the same time, we underlined the need for adopting uniform rules in substantive law, in order to achieve legal certainty in this issue. The research took place in the light of the uniformity of law, which is forced by the globalisation of economy, the internationalization and privatization of the markets and the development of electronic transactions. The analysis was focused on the indirect holding system of securities, which is a consequence of immobilization and dematerialization of securities. Its main characteristic is the existence of intermediaries between the issuer of the securities and the final investor. In the above described context, we proceeded to the extensive analysis of the suggestions pointed out by legal theory concerning the conflict of laws rule which will determine the applicable law in the clearing and settlement of cross-border transactions in dematerialized securities. At first place, we presented the different views concerning the legal nature of dematerialized securities and we underlined the need for recognition of erga omnes property rights to investors. Consequently, on the basis of the legal nature of dematerialized securities, we studied the conflict of laws rules which were proposed by the legal theory in order to find the applicable law, making a detailed analysis of lex situs and of the rule PRIMA. Next followed the examination of the rules established by the European and international law. Particularly, we commented on the conflict of laws rules which are contained in a series of European directives and we underlined the partial regulation of the issue in European law due to the absence of a unique legal act. A significant part of the thesis was dedicated to the exhaustive study of the ad hoc International Hague Convention on the applicable law to certain rights in respect of securities held with intermediaries. This Convention establishes as applicable law the law of the account agreement between the investor and the intermediary with whom he signs the agreement. The necessary qualification for the implementation of the so determined law is the existence of an establishment of the relevant intermediary in the state the law of which is being chosen. Despite the unfavorable criticism made to the Convention, mainly by the European Central Bank, it was admitted that it adopts a conflict of laws rule suitable for the needs and practice of modern financial markets. In the end, for a complete presentation of the issue, we briefly reviewed the Geneva Convention on substantive rules for intermediated securities. This Convention, however, does not succeed the desirable uniformisation of substantive law, as it allows national laws to differentiate from its rules. The result of the above study is the lack of a uniform regulation in practice and the implementation of national conflict of laws rules.
περισσότερα