Περίληψη
Η μελέτη αυτή, μέσα από πηγές που δεν είναι διαθέσιμες στο κοινό ή προσβάσιμες για την συγκεκριμένη περίοδο (ληξιαρχικές πράξεις και δημοτολόγιο αλλά και εμπορικά λογιστικά βιβλία), έχει την ίδια φιλοδοξία με μια μονογραφία χωριού της εποχής του Παλαιού Συστήματος ή με μια σύγχρονη μονογραφία αγροτικής κοινωνιολογίας . Οι μεθοδολογίες που δανείστηκε αυτή η μελέτη στηρίζονται τόσο στο έργο του Pierre Goubert, που ξανάδωσε ζωή στους αγρότες του Beauvaisis αναβιώνοντας "νεκρές" πηγές , όσο και στο έργο του Le Play που αποκατέστησε εισοδήματα και τύπους οικογενειών ή κοινοτήτων, και του Henri Mendras και των κοινωνιολόγων του αγροτικού χώρου . Το δάνειο από όλες αυτές τις μεθοδολογίες, η συνέχεια της ιστορικής διαδικασίας και η συνολική θεώρηση, η προσέγγιση της κοινότητας μέσω του ατόμου, συγκροτούν για μένα την αξία μιας μονογραφίας που θέλησα να πραγματοποιήσω για τη Ραψάνη .Η επιβίωση και ο μετασχηματισμός της τοπικής κοινωνίας μέσα σε ένα σύνολο που αλλάζει ήταν η διαδικασία που ήθε ...
Η μελέτη αυτή, μέσα από πηγές που δεν είναι διαθέσιμες στο κοινό ή προσβάσιμες για την συγκεκριμένη περίοδο (ληξιαρχικές πράξεις και δημοτολόγιο αλλά και εμπορικά λογιστικά βιβλία), έχει την ίδια φιλοδοξία με μια μονογραφία χωριού της εποχής του Παλαιού Συστήματος ή με μια σύγχρονη μονογραφία αγροτικής κοινωνιολογίας . Οι μεθοδολογίες που δανείστηκε αυτή η μελέτη στηρίζονται τόσο στο έργο του Pierre Goubert, που ξανάδωσε ζωή στους αγρότες του Beauvaisis αναβιώνοντας "νεκρές" πηγές , όσο και στο έργο του Le Play που αποκατέστησε εισοδήματα και τύπους οικογενειών ή κοινοτήτων, και του Henri Mendras και των κοινωνιολόγων του αγροτικού χώρου . Το δάνειο από όλες αυτές τις μεθοδολογίες, η συνέχεια της ιστορικής διαδικασίας και η συνολική θεώρηση, η προσέγγιση της κοινότητας μέσω του ατόμου, συγκροτούν για μένα την αξία μιας μονογραφίας που θέλησα να πραγματοποιήσω για τη Ραψάνη .Η επιβίωση και ο μετασχηματισμός της τοπικής κοινωνίας μέσα σε ένα σύνολο που αλλάζει ήταν η διαδικασία που ήθελα να αναδείξω. Βασιζόμενος κανείς σε γεγονότα ή σε λεπτομερείς αναλύσεις της καθημερινής πραγματικότητας, μπορεί να οδηγηθεί τόσο στην επιβεβαίωση όσο και στην αμφισβήτηση πιο ιδεολογικών συμπερασμάτων. Όταν όμως οι σύγχρονοι συγγραφείς μιλούν για ελλειμματικές αγροτικές οικογενειακές εκμεταλλεύσεις κατά τη διάρκεια της υπό μελέτη περιόδου, το πρόβλημα της επιβίωσης αυτών των εκμεταλλεύσεων απαιτεί ερμηνευτικές υποθέσεις. Όταν η δημογραφική συμπεριφορά δίδεται μόνο από τις εθνικές στατιστικές, απαιτείται λεπτομερειακή ανάλυση των ανθρώπων στον ίδιο τους τον τόπο. Πράγματι, παρά τις αβεβαιότητες και τα κενά στις πηγές που απαιτούν να προσεγγίζουμε τα προβλήματα με μεγάλη προσοχή, μπορούμε να επισημάνουμε ορισμένες πτυχές της καθημερινότητας της κοινότητας.Καταρχάς, διαπιστώσαμε μια μεταβαλλόμενη δημογραφική συμπεριφορά που δεν είχε καταγραφεί στη συλλογική μνήμη. Ο πληθυσμός αυτός που ταξιδεύει στην ιστορία αντιδρά δυναμικά στις αλλαγές της συνολικής κοινωνίας: η ηλικία κατά τον γάμο αυξάνεται, αλλά η σημαντική διαφορά ηλικίας μεταξύ των συζύγων, χαρακτηριστικό της μεσογειακής κοινωνίας, παραμένει. Ο γεωγραφικός χώρος επιλογής συζύγου επεκτείνεται και το ποσοστό των γεννήσεων μειώνεται αργά. Επιπλέον, η γεωγραφική κινητικότητα και η συνύπαρξη των τριών γενεών, τα πολλαπλά νοικοκυριά και οι γαμήλιες στρατηγικές είναι άριστοι αμυντικοί μηχανισμοί. Αυτή η κοινωνία ενσωματώνει τα αποτελέσματα του εκσυγχρονισμού. Οι μεταφορές με το τρένο και το αυτοκίνητο και η πιο συχνή χρήση της γραφής, εξασφαλίζουν τις σχέσεις και τις συναντήσεις μεταξύ εκείνων που έφυγαν και αυτών που παραμένουν και κρατούν συνδεδεμένα τα άτομα με τον τόπο τους.Αυτή η προσκόλληση στη γη αυτή εκφράζεται τόσο με την κοινωνική ενδογαμία όσο και με την συνέχιση των γεωργικών δραστηριοτήτων από τους απογόνους. Διότι, αν η κοινωνία είναι αρκετά κινητική στο χώρο, είναι μάλλον παγιωμένη κοινωνικά. Όταν ο γιος του οινοπαραγωγού φεύγει να εργαστεί αλλού, το κάνει για να βοηθήσει την οικογένειά του, μέχρι να γίνει κι αυτός οινοπαραγωγός. Δεν αλλάζει τομέα δραστηριότητας. Έτσι, οι τεχνίτες αναπαράγονται από πατέρα σε γιο και φαίνεται ότι αυτή η ομάδα παραμένει κλειστή στον εαυτό της. Με λίγα λόγια, πρόκειται για μια κοινωνία προσκολλημένη στον τόπο της. Όταν άλλα χωριά ερημώθηκαν κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1940 και του 1950, η Ραψάνη διατηρεί ακόμα το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού της.Το στοιχείο που φαίνεται σημαντικό για να αποφευχθεί η ερημοποίηση και προσφέρει μια ικανοποιητική εξήγηση είναι ο τρόπος εκμετάλλευσης. Οι μικρές εκμεταλλεύσεις εγγυώνται το εισόδημα των αγροτών μέσω των εμπορευματοποιημένων προϊόντων, δηλαδή το κρασί και τα κουκούλια, μέχρι τον πόλεμο. Ιδιοκτήτες της γης τους που επιτρέπει αυτά τα χρηματικά έσοδα, οι ραψανιώτες γίνονται επίσης ιδιοκτήτες γης στην πεδιάδα τη δεκαετία του 1920. Η μέση ιδιοκτησία όσο μικρή και αν ήταν, αυξήθηκε και, στη συνέχεια, προμήθευε με σιτηρά που πριν οι χωρικοί αγόραζαν . Η ύπαρξη αυτής της ιδιοκτησίας με τα δύο είδη των καλλιεργειών μπορεί να είναι επαρκής λόγος για να μείνει κανείς στο χωριό, στο σπίτι του, αντί να πάει να εργαστεί ως εργάτης στην πόλη και να ζήσει στο ενοίκιο.Τέλος, η άποψη της ύπαρξης μιας μίζερης αγροτιάς δεν ταιριάζει με την πραγματικότητα στην Ραψάνη: καμιά ένδειξη αλλοτρίωσης της κατακερματισμένης ιδιοκτησίας και προλεταριοποίησης των αγροτών. Η εξήγηση δίνεται από τους ίδιους τους αγρότες, μετά τον πόλεμο. Δεν επιστρέφει κανείς σε ένα μέρος που δεν είναι σε θέση να συντηρήσει τον πληθυσμό του και δεν επιμένει να καλλιεργεί μια "φτωχή καλλιέργεια". Το βιοτικό επίπεδο στη Ραψάνη μας παραπέμπει σε έναν πληθυσμό «μη φτωχό». Βεβαίως τα σπίτια έχουν πολύ λίγα έπιπλα και κοιμούνται με το στρώμα στο δάπεδο πριν από το 1940, αλλά και μετά το ίδιο συμβαίνει. Αγόραζαν τα πάντα με πίστωση, αλλά τα χρήματα δεν έλειπαν, ο έμπορος χρησίμευε ως ενδιάμεσος μεταξύ των εισροών και εκροών των μετρητών και η πρακτική αυτή εξακολουθεί να υφίσταται. Η αγορά του λαδιού σε μικρές ποσότητες, σχεδόν κάθε εβδομάδα, δεν είναι ένα σημάδι φτώχειας, αφού είναι ασήμαντο σε σχέση με τα υφάσματα που αγοράζονται. Με λίγα λόγια, από τη μία πλευρά ένας τρόπος ζωής, μια κατανάλωση και μια εκπαίδευση σύγχρονη, και από την άλλη η διατήρηση των κοινωνικών διαφορών και η ανικανότητα εκσυγχρονισμού της παραγωγής και της οικονομίας.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Using sources that are, for the particular time period, either publicly unavailable or inaccessible (civil register records, the population register, as well as commercial accounting records), this study has the same ambition as an Old Regime village monograph or a contemporary rural sociology monograph. The methodologies used herein are based on the work of Pierre Goubert, who gave new life to Beauvaisis’ farmers by reviving “dead” sources; Le Play, who analysed income and identified different types of family and community; and Henri Mendras and the rural sociologists. Borrowing from these methodologies, the continuity of the historical process and the broad overview, and approaching the community through the individual are, for me, the very value of the monograph that I wished to write on Rapsani.The issue that I wanted to address was the survival and transformation of the local society within a changing environment. Based on facts and on detailed analyses of everyday life, it is pos ...
Using sources that are, for the particular time period, either publicly unavailable or inaccessible (civil register records, the population register, as well as commercial accounting records), this study has the same ambition as an Old Regime village monograph or a contemporary rural sociology monograph. The methodologies used herein are based on the work of Pierre Goubert, who gave new life to Beauvaisis’ farmers by reviving “dead” sources; Le Play, who analysed income and identified different types of family and community; and Henri Mendras and the rural sociologists. Borrowing from these methodologies, the continuity of the historical process and the broad overview, and approaching the community through the individual are, for me, the very value of the monograph that I wished to write on Rapsani.The issue that I wanted to address was the survival and transformation of the local society within a changing environment. Based on facts and on detailed analyses of everyday life, it is possible to arrive at both an affirmation and a questioning of more ideological conclusions. When contemporary authors speak of rural family farms running losses during the period examined, the fact that these survived calls for interpretative hypotheses. When demographic behaviour is given only through national statistics, it calls for an analysis of the people in their own locale.Despite uncertainties and gaps in the sources, which require that problems be approached with great care, we can highlight certain aspects of the community’s everyday life.Firstly, we observed a changing demographic behaviour that had not been incorporated into the collective memory. This population, on its journey through history, exhibited a dynamic response to changes in wider society: age at first marriage increased—but the considerable age difference between spouses, characteristic of Mediterranean society, persisted; the geographical area from which spouses were drawn expanded; and the birth rate slowly declined. Furthermore, geographical mobility and the coexistence of three generations, extended family households, and matrimonial strategies were excellent defence mechanisms. This society assimilated the effects of modernisation. Train and automobile travel and the increased use of writing ensured the continuation of relationships and meetings between those who left and those who remained behind and allowed individuals to maintain their attachment to their homeland.This attachment to the land was expressed as much in the social endogamy as in the continuation of agricultural activities by descendant generations. That is because, if the society is quite geographically mobile, it is likely to also be socially consolidated. When a winemaker’s son moved away in search of work, he did so in order to help support his family until he too could become a winemaker; he did not change to a different occupational sector. Thus too, amongst craftsmen, skills were handed down from father to son, and it appears that this was a closed group. In short, this was a society that was profoundly attached to its territory. Whereas other villages were deserted during the 1940s and 1950s, Rapsani retained the majority of its population.What appears to be crucial in the avoidance of desertion, and also offers a satisfactory explanation, is the operational approach. Until the war, farmers with smaller properties secured their income through commodities like wine and cocoons. Owners of their lands, which afforded them these monetary incomes, the inhabitants of Rapsani also became owners of land in the plains during the 1920s. Regardless of size, the average property grew and went on to supply grains that the farmers had heretofore had to purchase. The existence of such properties with two types of crops was sufficient reason for people to remain in the village rather than move to the city to find work and live in rented accommodation.Lastly, the notion of a miserable peasantry does not correspond to the reality in Rapsani, where there is no evidence of alienation of the fragmented properties and of proletarianisation of the peasants. The explanation is provided by the farmers themselves after the war.No one returns to a place that cannot sustain its population and no one persists in cultivating a “poor crop”. Indeed, living standards in Rapsani indicate that the population was “non-poor”. Admittedly, houses were sparsely furnished and sleeping arrangements prior to 1940 consisted of a mattress on the floor, but this continued after 1940 as well. Everything was bought on credit, but not due to a lack of funds—merchants served as intermediaries between inflows and outflows of cash, and this is a practice continues to this day. The purchase of olive oil in small quantities, on an almost weekly basis, is not a sign of poverty, as it is negligible compared to the fabrics that are purchased. In short, on the one side there is a way of life, with contemporary-style consumption and education, and on the other there is the preservation of social differences and the inability to modernise production and the economy.
περισσότερα