Περίληψη
Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η αξιολόγηση της ποσοτικής και ποιοτικής παραγωγής ξύλου από φυσικά δάση υβριδογενούς ελάτης (Abies borisii regis M.) και δασικής οξιάς (Fagus sylvatica L.), σε σχέση με την ποιότητα τόπου, που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που επιδρούν στην ανάπτυξη των δέντρων, στην ποσοτική και ποιοτική παραγωγή ξύλου των παραπάνω ειδών. Υλικό της παρούσας έρευνας αποτέλεσαν 268 δέντρα υβριδογενούς ελάτης και 228 δέντρα οξιάς, που αναπτύσσονταν σε διαφορετικές ποιότητες τόπου (ΙΙ, ΙΙΙ, και IV για την ελάτη και ΙΙ και ΙΙΙ για την οξιά), στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου (για την ελάτη) και στο δασικό σύμπλεγμα Ασπροποτάμου και στο δημοτικό δάσος Καστανιάς (για την οξιά), του Ν. Τρικάλων. Η ποιοτική αξιολόγηση βασίσθηκε στον αριθμό, την ένταση και την κατανομή των διαφόρων αυξητικών και άλλων σφαλμάτων από υλοχρηστική άποψη κατά μήκος των κορμών και κορμοτεμαχίων είτε στα ιστάμενα δέντρα είτε στα παραχθέντα από αυτά κορμοτεμάχια. Για την ποιοτική ...
Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η αξιολόγηση της ποσοτικής και ποιοτικής παραγωγής ξύλου από φυσικά δάση υβριδογενούς ελάτης (Abies borisii regis M.) και δασικής οξιάς (Fagus sylvatica L.), σε σχέση με την ποιότητα τόπου, που αποτελεί έναν από τους σημαντικότερους παράγοντες που επιδρούν στην ανάπτυξη των δέντρων, στην ποσοτική και ποιοτική παραγωγή ξύλου των παραπάνω ειδών. Υλικό της παρούσας έρευνας αποτέλεσαν 268 δέντρα υβριδογενούς ελάτης και 228 δέντρα οξιάς, που αναπτύσσονταν σε διαφορετικές ποιότητες τόπου (ΙΙ, ΙΙΙ, και IV για την ελάτη και ΙΙ και ΙΙΙ για την οξιά), στο πανεπιστημιακό δάσος Περτουλίου (για την ελάτη) και στο δασικό σύμπλεγμα Ασπροποτάμου και στο δημοτικό δάσος Καστανιάς (για την οξιά), του Ν. Τρικάλων. Η ποιοτική αξιολόγηση βασίσθηκε στον αριθμό, την ένταση και την κατανομή των διαφόρων αυξητικών και άλλων σφαλμάτων από υλοχρηστική άποψη κατά μήκος των κορμών και κορμοτεμαχίων είτε στα ιστάμενα δέντρα είτε στα παραχθέντα από αυτά κορμοτεμάχια. Για την ποιοτική αξιολόγηση των 559 (ελάτη) και 787 (οξιά) παραχθέντων κορμοτεμαχίων στρογγύλης ξυλείας, εφαρμόστηκαν τα ευρωπαϊκά πρότυπα ΕΝ 1927-1:2008 και ΕΝ 1316-1:1997, αντίστοιχα. Διαπιστώθηκε ότι τα δασοπονικά είδη ελάτης και οξιάς παρουσιάζουν μεγαλύτερη παραγωγική ικανότητα στις καλύτερες ποιότητες τόπου, καθώς ο μέσος συνολικός όγκος των παραγόμενων προϊόντων των δέντρων ελάτης και οξιάς, ανά κλάση διαμέτρου, παρουσιάζεται υψηλότερος στην καλύτερη ποιότητα τόπου ΙΙ. Παρατηρήθηκε ότι τα δέντρα ελάτης και οξιάς που αναπτύσσονται στην καλύτερη ποιότητα τόπου ΙΙ παρουσιάζουν μεγαλύτερες μέσες τιμές ύψους, ύψους έναρξης της κόμης και πλάτους αυξητικών δακτυλίων και μικρότερη μέση τιμή ηλικίας, σε σχέση με τις κατώτερες ποιότητες τόπου, αλλά δεν βρέθηκαν στατιστικά σημαντικές διαφορές. Διαπιστώθηκε, επίσης, ότι υπάρχει αρκετά υψηλή και θετική συσχέτιση, μεταξύ των μέσων τιμών όγκου στρογγύλης ξυλείας, ύψους, ηλικίας και πλάτους αυξητικών δακτυλίων των δέντρων ελάτης και οξιάς με τις κλάσεις διαμέτρου (στηθιαία διάμετρο), ανά ποιότητα τόπου. Στα δέντρα ελάτης που αναπτύσσονταν στην ΙΙ ποιότητα τόπου παρατηρήθηκε μικρότερος βαθμός έντασης των σφαλμάτων σε σχέση με αυτά που αναπτύσσονταν στις ποιότητες τόπου ΙΙΙ και ΙV, ενώ σχετικά με τα δέντρα οξιάς, βρέθηκε ότι οι διαφορές μεταξύ των δύο ποιοτήτων τόπου ΙΙ και ΙΙΙ ήταν πολύ μικρές, και υπέρ της ΙΙ για τα περισσότερα σφάλματα. Προέκυψε ότι τα κορμοτεμάχια ελάτης και οξιάς της ανώτερης ποιότητας τόπου ΙΙ παρουσίαζαν μικρότερο αριθμό, ένταση και κατανομή των διαφόρων σφαλμάτων, σε σχέση με τα κορμοτεμάχια των κατώτερων ποιοτήτων τόπου, ενώ βρέθηκε, επίσης, ότι τα κυριότερα ελαττώματα που προκαλούν υποβάθμιση της στρογγύλης ξυλείας ελάτης ήταν η παρουσία των ρόζων, η στρεψοΐνια και το θλιψιγενές ξύλο, και για την στρογγύλη ξυλεία οξιάς ήταν η παρουσία ρόζων και το ερυθρό εγκάρδιο. Επιπλέον, διαπιστώθηκε ότι οι καλύτερες ποιότητες τόπου σχετίζονται με την παραγωγή μεγαλύτερων ποσοστών ξυλείας ανώτερης ποιοτικής κατάστασης, σε σχέση με κατώτερες ποιότητες τόπου, καθώς το μεγαλύτερο ποσοστό παραγωγής ανώτερης ποιότητας ξυλείας (ποιοτικές κλάσεις Α και Β) εμφανίστηκε στη ανώτερη ποιότητα τόπου ΙΙ, ενώ μεγαλύτερο ποσοστό ξυλείας κατώτερων ποιοτικών κλάσεων (ποιοτικές κλάσεις Γ και Δ) εμφανίστηκε στις κατώτερες ποιότητες τόπου.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In the present PhD Thesis, the wood production of fir (Abies borisii regis Matff.) and beech (Fagus sylvatica L.) natural forests on quantitative and qualitative basis was investigated in relation to site quality, which is one of the most important factors affecting tree growth, wood production and wood quality of these two species. In this investigation, 268 hybrid fir and 228 beech trees growing under different site qualities (II, III, IV for fir and II, III for beech), were selected at the University forest of Pertouli (for fir) and at the Aspropotamos forest district and at the Kastania forest (for beech), Trikala, western-central Greece. The qualitative evaluation was based on the number, the intensity and the distribution of different growth and quality characteristics and defects, appeared on the trunk of standing trees and on the produced roundwood timber. For the grading of 559 (fir) and 787 (beech) produced logs, the EN 1927-1:2008 and EN 1316-1:1997 CEN standards were employ ...
In the present PhD Thesis, the wood production of fir (Abies borisii regis Matff.) and beech (Fagus sylvatica L.) natural forests on quantitative and qualitative basis was investigated in relation to site quality, which is one of the most important factors affecting tree growth, wood production and wood quality of these two species. In this investigation, 268 hybrid fir and 228 beech trees growing under different site qualities (II, III, IV for fir and II, III for beech), were selected at the University forest of Pertouli (for fir) and at the Aspropotamos forest district and at the Kastania forest (for beech), Trikala, western-central Greece. The qualitative evaluation was based on the number, the intensity and the distribution of different growth and quality characteristics and defects, appeared on the trunk of standing trees and on the produced roundwood timber. For the grading of 559 (fir) and 787 (beech) produced logs, the EN 1927-1:2008 and EN 1316-1:1997 CEN standards were employed, respectively. The results showed that the better site quality was directly related to the higher mean annual volume production of fir and beech trees and therefore to the site productivity, than in the poorer site qualities. It turned out that fir and beech tree species growing under the rich site quality II attained the highest mean tree height, the highest mean tree crown height, the lowest mean tree age and the highest mean tree ring width. The research concluded that the growth characteristics of the trees (roundwood volume, tree height, tree crown height, tree age and tree ring width) did not show any significant statistical effect between the different site qualities (II, III, and IV for fir and II and III for beech) at a significant level (p<0.05). The correlation between the growth characteristics of the trees and the diameter classes showed that the mean roundwood production, the mean tree height, the mean tree age and the mean tree ring width, were highly correlated to the diameter of the tree, in each site quality. It was observed that fir trees grown under the site quality II, have attained lower degree of defects when compared with the inferior site qualities III and IV, while on beech the differences between the site qualities II and III were very small. It was recorded that fir and beech logs produced in the superior site quality II, exhibited lower number, intensity and distribution of the various defects, when compared with the produced logs of the inferior site qualities. Moreover, it was revealed that the main defects that cause most downgrading of roundwood were knot, spiral grain and compression wood in fir, and knots and red heart in beech. The natural fir and beech forests exhibit a potential to produce more timber of higher wood qualities (quality classes A and B) in the better site quality II than in the inferior site qualities (III and IV for fir, and III for beech). The roundwood production of inferior quality (quality classes C and D) was increased from the better site quality (II) to inferior site qualities (III and IV) for both species.
περισσότερα