Η διδακτορική εργασία εξετάζει τους κανόνες και τις διατάξεις της Εκκλησίας σε σχέση με την ηθική τελείωση των πιστών. Ειδικότερα ερευνά τις προϋποθέσεις της εφαρμογής τους και την επιτυχία του θεμελιώδους στόχου τους, που είναι η σωτηρία των ανθρώπων και η κατά χάριν θέωση. Τονίζεται ότι το αίτιο που οδήγησε στην αποτυχία του Νόμου της Π. Διαθήκης, δεν ήταν η φύση τους, αλλά η ψυχοσωματική αδυναμία των ανθρώπων, για να τους τηρήσουν. Με αυτόν τον τρόπο ο αγαθός νόμος που δόθηκε από το Θεό μεταβλήθηκε σε κατάρα. Ειδικότερα τονίζεται ότι ο σκοπός των ηθικών εντολών της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι ο ίδιος, δηλαδή η συγκράτηση των πιστών από οποιαδήποτε ηθική παρεκτροπή. Ωστόσο ο σκοπός αυτός απεδείχθη ότι μπορεί να επιτελεσθεί μόνον με την ενίσχυση της εξαγιαστικής Χάριτος του Θεού, η οποία ενισχύει τον πνευματικό αγώνα του ανθρώπου, του οποίου οι ψυχοσωματικές τους δυνάμεις είναι ανεπαρκείς. Επίσης εξετάζεται ο θεραπευτικός χαρακτήρας των ιερών μυστηρίων, συζητείται η κατ᾿ ακρ ...
Η διδακτορική εργασία εξετάζει τους κανόνες και τις διατάξεις της Εκκλησίας σε σχέση με την ηθική τελείωση των πιστών. Ειδικότερα ερευνά τις προϋποθέσεις της εφαρμογής τους και την επιτυχία του θεμελιώδους στόχου τους, που είναι η σωτηρία των ανθρώπων και η κατά χάριν θέωση. Τονίζεται ότι το αίτιο που οδήγησε στην αποτυχία του Νόμου της Π. Διαθήκης, δεν ήταν η φύση τους, αλλά η ψυχοσωματική αδυναμία των ανθρώπων, για να τους τηρήσουν. Με αυτόν τον τρόπο ο αγαθός νόμος που δόθηκε από το Θεό μεταβλήθηκε σε κατάρα. Ειδικότερα τονίζεται ότι ο σκοπός των ηθικών εντολών της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης είναι ο ίδιος, δηλαδή η συγκράτηση των πιστών από οποιαδήποτε ηθική παρεκτροπή. Ωστόσο ο σκοπός αυτός απεδείχθη ότι μπορεί να επιτελεσθεί μόνον με την ενίσχυση της εξαγιαστικής Χάριτος του Θεού, η οποία ενισχύει τον πνευματικό αγώνα του ανθρώπου, του οποίου οι ψυχοσωματικές τους δυνάμεις είναι ανεπαρκείς. Επίσης εξετάζεται ο θεραπευτικός χαρακτήρας των ιερών μυστηρίων, συζητείται η κατ᾿ ακρίβειαν ή κατ᾿ οικονομίαν εφαρμογή των κανόνων στη ζωή της Εκκλησίας, όπως επίσης και η ισχύς τους σε συνάρτηση με τις ανάγκες της εποχής στην οποία θεσπίστηκαν. Η διαπραγμάτευση του θέματος στα δύο πρώτα κεφάλαια της εργασίας (Α’ «Ο Νόμος στην Παλαιά Διαθήκη» και Β’ «Ο Ιησούς το πλήρωμα του Νόμου») βασίστηκε στην πατερική ερμηνευτική παράδοση των βιβλικών κειμένων και στη σχετική νεώτερη βιβλιογραφία. Το τρίτο («Εκκλησία της Χάριτος, η νομοθεσία της και το πνεύμα των κανόνων της») εδράζεται στην κανονική παράδοση της Εκκλησίας μέχρι τον 9ο αιώνα, στους ερμηνευτές των κανόνων και στη σύγχρονη νομοκανονική έρευνα, ενώ το τέταρτο («Η δια των ιερών μυστηρίων προσφερόμενη θεία Χάρις και οι κανονικές και οι ηθικές προϋποθέσεις μετοχής των πιστών») στηρίχθηκε στη Πατερική Παράδοση, στη νομοκανονική παράδοση της Εκκλησίας και στις νεώτερες μελέτες γύρω από τη χριστιανική ηθική. Η μεθοδολογία της έρευνάς μας ανέδειξε τον άρρηκτο δεσμό Κανονικού Δικαίου και Ηθικής, όπως επίσης και τον σωτηριώδη ρόλο της χάριτος του Θεού μέσα στο μυστήριο της Εκκλησίας, όπου η σωτηρία προσφέρεται δωρεάν και οι ανθρώπινες αδυναμίες δεν αποτελούν πλέον εμπόδιο για την ηθική τελείωση.