
Υστερορωμαϊκοί / πρωτοβυζαντινοί αμφορείς από την Αλάσαρνα της Κω: παραγωγή και διακίνηση: η συμβολή των αμφορέων από την Αγία Κορυφή στο Σινά
Περίληψη
Κύριος σκοπός αυτής της διατριβής ήταν η μελέτη του πλουσίου υλικού εμπορικών αμφορέων που ήρθαν στο φως από την ανασκαφή του Πανεπιστήμιου Αθηνών σε τμήμα του παράκτιου πρωτοβυζαντινού οικισμού της Αλάσαρνας (σημερινής Καρδάμαινας) στη νήσο Κω. Ο μεγάλος όγκος του υλικού, χιλιάδες θραυσμάτων αμφορέων επέβαλε τη σχεδίαση μιας κατάλληλης βάσης δεδομένων όπου καταγράφηκαν λεπτομερώς πάνω από 5000 παραδείγματα ενώ παράλληλα φωτογράφηκαν και σχεδιάστηκαν (αυτό δε το εποπτικό υλικό ψηφιοποιήθηκε ηλεκτρονικά). Εν συνέχεια έγινε οργάνωση του υλικού κατά γενικό σχήμα (λήφθηκαν υπόψη και τα όποια δημοσιευμένα παράλληλα) και κατά σύσταση πηλού που οδήγησε και στη διάκριση των εισηγμένων έναντι των εγχωρίων αμφορέων. Τέλος και αφού είχε ολοκληρωθεί η τυπολογία των εισηγμένων και εγχωρίων αμφορέων πραγματοποιήθηκε ενδεικτική πετρογραφική εξέταση και χημική ανάλυση σε δείγματα πηλού κάθε ομάδας σε συνεργασία με το Κέντρο Λίθου του υπουργείου Πολιτισμού. Η χρονολόγηση των αμφορέων έγινε βάσει της στρωματογραφίας της ανασκαφής και τη συνεξέταση των άλλων χρονολογήσιμων κεραμεικών συνευρημάτων. Τέλος μελετήθηκε η κεραμεική από την επιφανειακή έρευνα του Πανεπιστήμιου Αθηνών στην ευρύτερη περιοχή της Καρδάμαινας που συνέβαλε στην απόκτηση μιας σφαιρικότερης άποψης για την κεραμεική του οικισμού. Η έρευνα αυτή τελικά οδήγησε στη σύνταξη μιας χρονολογημένης τυπολογίας αφ’ ενός εισηγμένων και αφ’ έτερου κωακών αμφορέων από την οποία μπορεί να αντλήσει κάνεις πληροφορίες για τις εμπορικές δραστηριότητες της Αλάσαρνας από τα τέλη του 5ου έως τα μέσα του 7ου αι. Τα πιο σημαντικά αποτελέσματα της παρούσας μελέτης που συμβάλλουν στην οικονομική ιστορία της πρωτοβυζαντινής Αλάσαρνας συνοψίζονται ως έξης: Εισήγε αμφορείς και αντίστοιχα γεωργικά αγαθά από άλλα κέντρα του Αιγαίου, τη Μικρά Ασία, την Κύπρο και την Παλαιστίνη. Η ίδια η Αλάσαρνα αναδεικνύεται ως ένα σημαντικό κέντρο παράγωγης κωακών αμφορέων (τύπου LRA 1 και LRA 13) που εξυπηρετούσαν την αποθήκευση και μεταφορά των δικών της αγροτικών αγαθών για εμπορικούς η δημοσιονομικούς λόγους (φόρος προς το κράτος σε είδος). Αρκετοί από τους αμφορείς που διαπιστώθηκε ότι ανήκουν στην τοπική κωακή παράγωγη είναι ενσφράγιστοι Η εξαιρετικά σπάνια ως σήμερα στην βιβλιογραφία ύπαρξη ενσφράγιστων υστερορωμαΪκών/πρωτοβυζαντινών αμφορέων παρέχει νέες πληροφορίες και ανοίγει νέους δρόμους για την κατανόηση της κρατικής οργάνωσης του πρωτοβυζαντινού εμπορίου. Η πλειονότητα των αμφορέων χρονολογείται στο δεύτερο μισό του 6ου με αρχές 7ου αι. Το παράδειγμα της Αλάσαρνας και γενικότερα της Κω ως γεωγραφικού και εμπορικού κόμβου πάνω σε θαλάσσιους δρόμους που οδηγούσαν προς / από την Κωνσταντινούπολη είναι μια χαρακτηριστική περίπτωση ακμάζοντος παραθαλάσσιου οικισμού άλλα και αγροτικής κώμης με εισαγωγές αμφορέων από άλλα κέντρα της Ανατολικής Μεσογείου άλλα και με εντόπια παράγωγη. Οι αμφορείς όμως των μεγάλων κέντρων παραγωγής της Μεσογείου συγκεντρώνονταν και σε θέσεις στρατιωτικού και εκκλησιαστικού ενδιαφέροντος και διασπείρονταν σε μεγάλες γεωγραφικές αποστάσεις. Στην επιβεβαίωση αυτού του γεγονότος συμβάλλει η συγκριτική ένταξη του αδημοσίευτου υλικού από τις ανασκαφές της Ελληνικής Αρχαιολογικής Αποστόλης στην Αγία Κορυφή του Ιερού Όρους Σινά όπου διαπιστώθηκε η εισαγωγή αμφορέων του ίδιου τύπου και της ίδιας σύστασης πηλού με αμφορείς που εισάγονταν και στην Αλάσαρνα κατά την ίδια χρονική περίοδο.
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The main aim of this thesis was the study of the rich material consisting of commercial amphoras that came to light from the excavation of the University of Athens in part of the coastal Early Byzantine settlement of Halasarna (current Kardamaina) in the island of Kos. The big volume of the material, thousands of fragments of amphoras imposed the designing of a suitable data base where above 5000 examples were recorded in detail while at the same time they were photographed and drawn (this supervisory material was also digitalized electronically). Following that the material was organized according to the general form (any parallel publications were also taken into consideration) and according to the consistency of the clay that led also to the discrimination of the imported against the local amphoras. Finally after the completion of the typology for the imported and local amphoras there was an indicative petrographic examination and chemical analysis in samples of the clay of each tea ...
περισσότερα
![]() | |
![]() | Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (183.42 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|