Περίληψη
Η αποσαφήνιση της περί ενσάρκου Θεού Λόγου και ιερών εικόνων εκκλησιαστικής πίστεως επιχειρείται ως απώτερος ερευνητικός στόχος της παρούσας διατριβής, με άξονα τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικης Συνόδου και λαμβανομένου υπόψη του ιδιαίτερου πολιτισμικού περιβάλλοντος των μέσων βυζαντινών χρόνων. Έτσι δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός θέσει σώμα Θεού αναφορικά με τις ιερές εικόνες. Η αντιπαραβολή με το ανθολόγιο και την επιχειρηματολογία των εικονομάχων της Ιέρειας είναι δεδομένη, ώστε να αναδειχθεί ο αντιμανιχαϊστικός, αντιμονοφυσιτικός και αντιηθικιστικός λόγος της Εκκλησίας, όπως κατασταλάζει στη Νίκαια. Αποδεικνύεται ότι το εικονομαχικό πρόβλημα οφείλεται πρωτογενώς στην πίστη για την απώλεια της περιγραπτής σαρκός του Χριστού μετά την Ανάσταση, ανάγεται δηλ. στο ίδιο το ενσημαινόμενο των ιερών εικόνων και δευτερευόντως στο χειροποίητό τους, σύμφωνα με μια μανιχαΐζουσα ή μονοφυσιτίζουσα χριστολογία που μάλλον ασύνειδα καταλαμβάνει τη σκέψη των εικονομάχων. Τα κύρια αυτά συμπεράσματα, που ...
Η αποσαφήνιση της περί ενσάρκου Θεού Λόγου και ιερών εικόνων εκκλησιαστικής πίστεως επιχειρείται ως απώτερος ερευνητικός στόχος της παρούσας διατριβής, με άξονα τα Πρακτικά της Ζ΄ Οικουμενικης Συνόδου και λαμβανομένου υπόψη του ιδιαίτερου πολιτισμικού περιβάλλοντος των μέσων βυζαντινών χρόνων. Έτσι δικαιολογείται ο χαρακτηρισμός θέσει σώμα Θεού αναφορικά με τις ιερές εικόνες. Η αντιπαραβολή με το ανθολόγιο και την επιχειρηματολογία των εικονομάχων της Ιέρειας είναι δεδομένη, ώστε να αναδειχθεί ο αντιμανιχαϊστικός, αντιμονοφυσιτικός και αντιηθικιστικός λόγος της Εκκλησίας, όπως κατασταλάζει στη Νίκαια. Αποδεικνύεται ότι το εικονομαχικό πρόβλημα οφείλεται πρωτογενώς στην πίστη για την απώλεια της περιγραπτής σαρκός του Χριστού μετά την Ανάσταση, ανάγεται δηλ. στο ίδιο το ενσημαινόμενο των ιερών εικόνων και δευτερευόντως στο χειροποίητό τους, σύμφωνα με μια μανιχαΐζουσα ή μονοφυσιτίζουσα χριστολογία που μάλλον ασύνειδα καταλαμβάνει τη σκέψη των εικονομάχων. Τα κύρια αυτά συμπεράσματα, που έχουν ήδη τεκμηριωθεί κατά τον ορθό λόγο και την πίστη των πατέρων της Νίκαιας, επαναβεβαιώνονται μέσα από την παρούσα ερευνητική και ερμηνευτική προσπάθεια, που άλλοτε αποδομεί και άλλοτε ανασυνθέτει τη σύγχρονη βιβλιογραφία ακολουθώντας την πάγια μεθοδολογία των πατέρων και των συνόδων κατά το συναμφότερο της φιλολογικής ακρίβειας και της δογματικής ορθότητας. Εκ των προτέρων έχει τεκμηριωθεί η υψηλή στάθμη παιδείας του Η? αιώνα στο Βυζάντιο, η αρχαιότητα και οικουμενικότητα των ιερών εικόνων καθώς και το ετεροπολιτισμικό σε σχέση με την ελληνική σκέψη μανιχαϊστικό ιδεολογικό υπόβαθρο των εικονομάχων. Παράλληλα, έχει αναδειχθεί η σύνδεση μεταξύ των ελλήνων και λατίνων πατέρων του Η΄ αιώνα κατά την ανταλλαγή εικονόφιλων πατερικών χρήσεων και σχετικής επιχειρηματολογίας, έχει απαντηθεί το ερώτημα γιατί το έργο του Δαμασκηνού δεν χρησιμοποιήθηκε επίσημα στη Νίκαια, και έχει εξευρεθεί το κριτήριο με το οποίο απαξιώνεται το εικονομαχικό πατερικό ανθολόγιο της Ιέρειας συγκριτικά με τα αντίστοιχα ανθολόγια της Νίκαιας. Επιπλέον έχουν εξακριβωθεί τα ιστορικά αίτια και οι αφορμές της εικονομαχικής πολιτικής των Ισαύρων, σε μια προσπάθεια αιτιολόγησης της εικονομαχίας όπου τα στεγανά μεταξύ γνωστικισμού-μανιχαϊσμού, αρειανισμού, μονοφυσιτισμού και εικονομαχίας αποδεικνύονται περισσότερο εύθραστα απ? ότι η σύγχρονη έρευνα πιστεύει, με κοινό σημείο συνάντησής τους την κατά το μάλλον ή ήττον υποτίμηση της ανθρωπίνης σαρκός του Χριστού.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The ultimate investigatory purpose of the present thesis has been the clarification of the ecclesiastical Christology and iconology and of the doctrines concerning the Divine Logos and his holy icons on the basis of the Records of the Seventh Ecumenical Synod. In the research, the distinctive cultural context of the middle byzantine ages was certainly taken into consideration. On a first level, the comparison of the florilegia and the argumentation of the iconoclast council of Hiereia to the dogmas of the Holy Father of Nicaea leads to the anti-Manichean, anti-Monophysite and anti-moralistic interpretation of the Church. On the basis of concrete evidence, it has been proved that the roots of the iconoclastic issue are primarily found in the Christological malevolence which contends that the describable human nature of Christ is erased after the Ressurection and only his indescribable divine nature remains in existence. In particular, the inherent Manicheanism and Monophysitism being su ...
The ultimate investigatory purpose of the present thesis has been the clarification of the ecclesiastical Christology and iconology and of the doctrines concerning the Divine Logos and his holy icons on the basis of the Records of the Seventh Ecumenical Synod. In the research, the distinctive cultural context of the middle byzantine ages was certainly taken into consideration. On a first level, the comparison of the florilegia and the argumentation of the iconoclast council of Hiereia to the dogmas of the Holy Father of Nicaea leads to the anti-Manichean, anti-Monophysite and anti-moralistic interpretation of the Church. On the basis of concrete evidence, it has been proved that the roots of the iconoclastic issue are primarily found in the Christological malevolence which contends that the describable human nature of Christ is erased after the Ressurection and only his indescribable divine nature remains in existence. In particular, the inherent Manicheanism and Monophysitism being subconsciously of the iconoclasts shows that their problem is basically concerned with the idea of the holy icons prototype, of the portrayed Christ, and less with the materiality of the mediums of worship of God. The above mentioned conclusions, which had already been argued by the Holy Fathers of Nicaea by means of the double patristic and synodical methodology and through the combination of philological accuracy and dogmatic correctness, are confirmed by the present scientific research, which at times recomposes and at times deconstructs the modern bibliography. Prior attention has been drawn to the high level of education in the byzantine community of the 8th century so as to reject the Dark Ages theory. Moreover, antiquity and the inter-cultural element of the ecclesiastical tradition of the holy icons are also put in dialectic in order to show that the iconoclastic problem originates from the diarchic and superstitious mysticism of the East and not from the Greco-Roman world. Furthermore, I have tried to associate the patristic anthologies and argumentation of the Greek and Latin Fathers of the 8th century and answer the question why the iconophile work of John Damascene was not utilized in the forefront of the discussions during Nicaea. As a result, although the theology and iconology is being diapproved by the iconoclast hierarchs of Hiereia, in reality it is proven true. Finally, I have tried to find out the historical causes and reasons of the anti-ecclesiastical policy of the Isaurians emperors. As I have argued in this attempt, the boundaries between the heresies of gnosticism-manichaesm, arianism, monophysitism and iconoclasm are more fragile than modern science believes. The point of the identification is either the complete or the incomplete devaluation of the human body of Christ.
περισσότερα