Περίληψη
Οκτώ δρομείς αντοχής (βάρους 65.6±6.9 kg, ύψους 173±0.8 cm, ηλικίας 26.1±8.6 yr και προπονητικής ηλικίας 10.3±2.1 yr) υποβλήθηκαν σε ένα έντονο πρόγραμμα προπόνησης με στόχο την παρακολούθηση των μεταβολικών, ορμονικών, μυϊκών, ψυχολογικών και ενζυμικών αντιδράσεων. Η συνολική επιβάρυνση ήταν 150 km (φυσιολογικής προπόνησης) στον 1° μήνα, 325 km (έντονης προπόνησης) στον 2° μήνα, 565 km (υπερπροπόνησης) στον 3° και 190km (ενεργητικής αποκατάστασης) στον 4° μήνα. Αρχικά μετρήθηκε η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO2max) και στη συνέχεια έγινε μια δοκιμασία 45λεπτών στο δαπεδοεργόμετρο με σταθερή ένταση (75% της VO2max) την οποία μετά από αποκατάσταση 5λεπτών ακολουθούσε μέγιστη προσπάθεια 3km (time trial). Η παραπάνω δοκιμασία πραγματοποιήθηκε 4 φορές συνολικά μετά την ολοκλήρωση κάθε περιόδου. Για τη μέτρηση των βιοχημικών παραμέτρων έγινε αιμοληψία σε κατάσταση ηρεμίας και κατά το 15°, 30° και 45° λεπτό της άσκησης καθώς και αμέσως μετά τη μέγιστη προσπάθεια των 3km (time trial). Επιπλέον ...
Οκτώ δρομείς αντοχής (βάρους 65.6±6.9 kg, ύψους 173±0.8 cm, ηλικίας 26.1±8.6 yr και προπονητικής ηλικίας 10.3±2.1 yr) υποβλήθηκαν σε ένα έντονο πρόγραμμα προπόνησης με στόχο την παρακολούθηση των μεταβολικών, ορμονικών, μυϊκών, ψυχολογικών και ενζυμικών αντιδράσεων. Η συνολική επιβάρυνση ήταν 150 km (φυσιολογικής προπόνησης) στον 1° μήνα, 325 km (έντονης προπόνησης) στον 2° μήνα, 565 km (υπερπροπόνησης) στον 3° και 190km (ενεργητικής αποκατάστασης) στον 4° μήνα. Αρχικά μετρήθηκε η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO2max) και στη συνέχεια έγινε μια δοκιμασία 45λεπτών στο δαπεδοεργόμετρο με σταθερή ένταση (75% της VO2max) την οποία μετά από αποκατάσταση 5λεπτών ακολουθούσε μέγιστη προσπάθεια 3km (time trial). Η παραπάνω δοκιμασία πραγματοποιήθηκε 4 φορές συνολικά μετά την ολοκλήρωση κάθε περιόδου. Για τη μέτρηση των βιοχημικών παραμέτρων έγινε αιμοληψία σε κατάσταση ηρεμίας και κατά το 15°, 30° και 45° λεπτό της άσκησης καθώς και αμέσως μετά τη μέγιστη προσπάθεια των 3km (time trial). Επιπλέον, έγινε αξιολόγηση του μυϊκού συστήματος σε όλες τις μορφές δύναμης (μέγιστη ισομετρική δύναμη, αντοχή στη δύναμη και μυϊκή ισχύ). Τα αποτελέσματα των μετρήσεων έδειξαν ότι η μείωση της προπόνησης κατά την 4η περίοδο επέτρεψε τη βελτίωση (p<0.05) της μέγιστης προσπάθειας των 3km (time trial), ενώ η μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου αυξήθηκε σημαντικά (από 55,45 σε 59,96 ml/kg/min) μεταξύ των περιόδων (φυσιολογικής προπόνησης και υπερπροπόνησης). Ανάλογη σημαντική βελτίωση παρουσιάστηκε και στη δρομική οικονομία των αθλητών παρόλη την αύξηση του όγκου προπόνησης, ενώ σημαντική μείωση παρουσιάστηκε στην κατανάλωση οξυγόνου κατά τη διάρκεια του σταθερού τρεξίματος των 45 λεπτών στη φυσιολογική περίοδο προπόνησης σε σχέση με την περίοδο της υπερπροπόνησης. Αντίθετα, η οξείδωση των υδατανθράκων και των λιπών δεν παρουσίασε καμία σημαντική διαφοροποίηση σε σχέση με την προπονητική επιβάρυνση. Η αιμοσφαιρίνη μειώθηκε σημαντικά με την αύξηση της προπονητικής επιβάρυνσης (2η & 3η περίοδος) (p<0.05), ενώ αυξήθηκε ο αιματοκρίτης στην κατάσταση ηρεμίας μετά την 4η περίοδο (p<0.05). Τα ζωτικά χαρακτηριστικά (θερμοκρασία σώματος και αρτηριακή πίεση) των αθλητών παρέμειναν αμετάβλητα σε όλες τις προπονητικές περιόδους των μετρήσεων, ενώ αντίθετα η υποκειμενική αντίληψη κόπωσης σε συνδυασμό με τις τιμές του γαλακτικού οξέος παρουσίασαν σημαντικές διαφοροποιήσεις (p<0.05), μεταξύ της περιόδου φυσιολογικής προπόνησης και της περιόδου υπερπροπόνησης. Ο μεταβολικός έλεγχος της γλυκόζης, του γαλακτικού οξέος και των ελεύθερων λιπαρών οξέων, παρουσίασε σημαντικές διαφοροποιήσεις μόνο ως προς τις τιμές του γαλακτικού το οποίο μειώθηκε σημαντικά στην περίοδο της υπερπροπόνησης σε σχέση με τη φυσιολογική προπονητική περίοδο (p<0.05). Η υψηλή προπονητική επιβάρυνση κατά την 3η περίοδο (υπερπροπόνηση) αύξησε τα επίπεδα της κρεατίνης κινάσης (CK), σε σχέση με τις υπόλοιπες προπονητικές περιόδους (p<0.05). Αντίθετα, μειώθηκε η συγκέντρωση της τεστοστερόνης στην κατάσταση της ηρεμίας, ενώ αυξήθηκαν τα επίπεδα της κορτιζόλης, στην περίοδο της υπερπροπόνησης, χωρίς ωστόσο να παρουσιαστούν σημαντικές διαφορές. Κάτι ανάλογο παρουσιάστηκε και στον λόγο της T/C, όπου δεν παρουσιάστηκαν σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των επαναλαμβανόμενων μετρήσεων (p>0.05). Αμετάβλητες παρέμειναν και οι τιμές της μέγιστης δύναμης, ενώ η αντοχή στη δύναμη παρουσίασε σημαντική πτώση, όπως και η μυϊκή ισχύς μεταξύ της φυσιολογικής προπονητικής περιόδου και της περιόδου υπερπροπόνησης (p<0.05). Συμπερασματικά, η ελάττωση της προπονητικής επιβάρυνσης μετά από έντονη προπόνηση βελτιώνει τη μέγιστη απόδοση (3km time trial), βελτιώνει τη δρομική οικονομία και προκαλεί μείωση του γαλακτικού και της γλυκόζης κατά την υπομέγιστη προσπάθεια. Επιπλέον, η CK αποτελεί έναν ευαίσθητο δείκτη για τη διαπίστωση της κόπωσης των αθλητών συγκριτικά με τις ορμόνες κορτιζόλη και τεστοστερόνη, ενώ το μυϊκό σύστημα μπορεί να αποδειχθεί ένας αξιόλογος δείκτης της προπονητικής επιβάρυνσης. Τέλος, ο λόγος του γαλακτικού οξέος προς την υποκειμενική αντίληψη κόπωσης μπορεί να αποτελέσει έναν αξιόπιστο και γρήγορο τρόπο για τον καθορισμό της προπονητικής επιβάρυνσης σε αθλητές αντοχής.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Eight long distance runners (weight: 65.6±6.9, height: 1.73±6.9, age: 26.1±8.6 and training age: 10.4±2.1) were taken place in the intensive training program, with purpose to look forward on the metabolic, hormonal, muscular, psychological, and enzymatic effects. The total volumes of the (km) on the 1st month was 150 (normal training), on the 2st month 325 (above normal training), on the 3rd month 565 (overtraining), and the 4th month 190 (recovery periods). First of all, runners’ maximal oxygen consumption (VO2max) was measured and they ran on the treadmill for the 45min, on the (75% of VO2max). After 5min rest, the runners performed on the 3km (time trial) until exhaustion. For the biochemical analyses the researchers took blood at the rest, at the 15min, 30min, 45min (during exercise), 5min recovery and pre-post exercise at the 3km time trial. Additionally, an estimation of the muscular system, was done for the muscular isometric strength, endurance and muscular power. The results s ...
Eight long distance runners (weight: 65.6±6.9, height: 1.73±6.9, age: 26.1±8.6 and training age: 10.4±2.1) were taken place in the intensive training program, with purpose to look forward on the metabolic, hormonal, muscular, psychological, and enzymatic effects. The total volumes of the (km) on the 1st month was 150 (normal training), on the 2st month 325 (above normal training), on the 3rd month 565 (overtraining), and the 4th month 190 (recovery periods). First of all, runners’ maximal oxygen consumption (VO2max) was measured and they ran on the treadmill for the 45min, on the (75% of VO2max). After 5min rest, the runners performed on the 3km (time trial) until exhaustion. For the biochemical analyses the researchers took blood at the rest, at the 15min, 30min, 45min (during exercise), 5min recovery and pre-post exercise at the 3km time trial. Additionally, an estimation of the muscular system, was done for the muscular isometric strength, endurance and muscular power. The results showed that the effects of reduced training during the (recovery periods), improved the 3km time trial with significant differences (p<0.05), and the maximum oxygen consumption (VO2max) increased significant between normal training and overtraining (p<0.05). Additionally, significant increased we found for the running economy, despite the increase of the quantity (volume) of the training program, and significant reduced of the oxygen consumption during the 45min of the steady state run on the normal periods compared with overtraining. On the other hand, the oxidation of the carbohydrate and the fat, didn’t have any significant differences between the training periods. The hemoglobin reduced significant during the recovery periods, and the hemoglobin), increased in the same periods (p<0.05). The temperature and the blood pressure didn’t show any significant differences (p>0.05), but the (Borg Scale) compared with the volumes of lactate presented significant differences (p<0.05) between normal and overtraining periods. The analyses of the metabolism showed that, glucose, lactic acid, and free fatty acids didn’t give significant differences between normal and overtraining periods (p>0.05). The high volume of the training during the overtraining periods was increased the level of creatine kinase, compared with the other three different training periods (p<0.05). On the other hand, the volume of testosterone was reduced at the overtraining periods, and at the same periods cortizol was increased, with any significant different (p>0.05). Additionally, the volume of testosterone via cortizol didn’t show any significant differences during the training periods. Same results, we’re found at the volume of the maximum strength, but the endurance strength was reduced also with the muscular power, between normal and overtraining periods (p<0.05). In conclusion, the effects of reduced training volume showed improvement of time trial on the 3km, improvement on the running economy and reduction the volume of lactic acid and glucose during the steady state run. Additionally, the enzyme of creatine kinase provided important information for the muscular fatigues of the runners in correlation with the hormonal level of testosterone and cortizol. Finally, the lactic acid via Borg Scale can give important information and very fast accurate results on the prognosis of the overtraining syndrome of the endurance runners.
περισσότερα