Περίληψη
Ο Platanus orientalis αποτελεί ένα άριστο πρόσκοπο είδος που καταλαμβάνει αλλουβιακά εδάφη και κυριαρχεί σε σχηματισμούς της παρόχθιας βλάστησης. Είναι είδος αυτοφυές στην Ελλάδα, όπου εμφανίζει και το δυτικότερο όριο της εξάπλωσής του. Ανθρώπινες επεμβάσεις, οι οποίες άλλαξαν τη φυσική ροή των ποταμών, οι υλοτομίες και οι εκχερσώσεις για την δημιουργία γεωργικών εκτάσεων περιόρισαν την έκταση αυτών των παραποτάμιων δασών. Οι εκτάσεις που καταλαμβάνει, περιορίζονται σήμερα κατά μήκος της κοίτης των ρευμάτων και σε κώνους απόθεσης, των οποίων το έδαφος είναι ακατάλληλο για γεωργική καλλιέργεια. Μέχρι σήμερα οι γνώσεις μας για τα παραποτάμια δάση του Platanus orientalis στην Ελλάδα είναι πολύ περιορισμένες. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της δομής των δασών αυτών, των παραγόντων του σταθμού που την καθορίζουν καθώς και η εκτίμηση της ποικιλότητας, ως προς την αύξηση σε ύψος, μεταξύ φυσικών πληθυσμών που φύονται σε διαφορετικό περιβάλλον. Ως περιοχή έρευνας επιλέχθηκαν οι πλα ...
Ο Platanus orientalis αποτελεί ένα άριστο πρόσκοπο είδος που καταλαμβάνει αλλουβιακά εδάφη και κυριαρχεί σε σχηματισμούς της παρόχθιας βλάστησης. Είναι είδος αυτοφυές στην Ελλάδα, όπου εμφανίζει και το δυτικότερο όριο της εξάπλωσής του. Ανθρώπινες επεμβάσεις, οι οποίες άλλαξαν τη φυσική ροή των ποταμών, οι υλοτομίες και οι εκχερσώσεις για την δημιουργία γεωργικών εκτάσεων περιόρισαν την έκταση αυτών των παραποτάμιων δασών. Οι εκτάσεις που καταλαμβάνει, περιορίζονται σήμερα κατά μήκος της κοίτης των ρευμάτων και σε κώνους απόθεσης, των οποίων το έδαφος είναι ακατάλληλο για γεωργική καλλιέργεια. Μέχρι σήμερα οι γνώσεις μας για τα παραποτάμια δάση του Platanus orientalis στην Ελλάδα είναι πολύ περιορισμένες. Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η μελέτη της δομής των δασών αυτών, των παραγόντων του σταθμού που την καθορίζουν καθώς και η εκτίμηση της ποικιλότητας, ως προς την αύξηση σε ύψος, μεταξύ φυσικών πληθυσμών που φύονται σε διαφορετικό περιβάλλον. Ως περιοχή έρευνας επιλέχθηκαν οι πλατανεώνες των νομών Καρδίτσας και Τρικάλων. Διακρίθηκαν 6 σταθμικοί τύποι ανάλογα με τις διαστάσεις των φερτών υλικών που αποτίθενται και το ύψος της υπόγειας στάθμης του νερού. Μέσα στους σταθμικούς τύπους έγινε δυνατή η διάκριση διαφορετικών καταστάσεων δάσους με κριτήριο την απόστασή τους από την κοίτη, τη συχνότητα κατάκλισής τους και την υψομετρική διαφορά τους από τη στάθμη του νερού της κοίτης. Επίσης, όπου ήταν δυνατό, σε κάποιες καταστάσεις έγινε διάκριση και σταδίων εξέλιξης. Για τη μελέτη της δομής των συστάδων πάρθηκαν συνολικά 105 δειγματοληπτικές επιφάνειες, οι οποίες τοποθετήθηκαν ως προς τη μεγαλύτερη διάστασή τους παράλληλα με την κοίτη του ποταμού. Σε κάθε μία παχυμετρήθηκαν και υψομετρήθηκαν όλα τα δέντρα με διάμετρο πάνω από 4cm. Επίσης, μετρήθηκε η έναρξη κόμης και έγινε η κατάταξη αυτών σύμφωνα με την κλίμακα IUFRO. Για τη καλύτερη απεικόνιση της οριζόντιας και κατακόρυφης διάρθρωσης του δάσους πάρθηκε ένα αντιπροσωπευτικό προφίλ βλάστησης για κάθε κατάσταση. Σε καταστάσεις που διακρίθηκαν στάδια εξέλιξης πάρθηκε από ένα προφίλ σε κάθε στάδιο. Συνολικά έγιναν 23 προφίλ βλάστησης. Για τον καθορισμό της ηλικίας των καταστάσεων και των σταδίων εξέλιξης πάρθηκαν τρυπανίδια από κάθε ομάδα διαμέτρων. Επίσης, στην αντιπροσωπευτική επιφάνεια κάθε καταστάσεως υλοτομήθηκε 1 κυρίαρχο δέντρο το οποίο είχε ή πλησίαζε το μέσο ανώτερο ύψος της επιφάνειας. Για την ανάλυση κορμού προτιμήθηκε η υλοτομία κυριαρχούντων δέντρων με τη λογική ότι εκφράζουν καλύτερα τις συνθήκες του σταθμού. Συνολικά υλοτομήθηκαν 17 δέντρα. Για την πληρέστερη οικολογική ερμηνεία των σταθμικών τύπων και των καταστάσεων έγιναν συνολικά 21 εδαφοτομές. Σε κάθε εδαφοτομή έγινε περιγραφή των χαρακτηριστικών της και πάρθηκε εδαφικό δείγμα από κάθε στρώση, στο οποίο έγινε προσδιορισμός της οξύτητας του εδάφους (pH), της περιεκτικότητάς του σε υδατοδιαλυτά άλατα, του ανθρακικού ασβεστίου, της οργανικής ουσίας, του αζώτου, του εκχυλίσιμου φωσφόρου, των εναλλακτικών κατιόντων (Ca, Mg, K, Na) και της μηχανικής σύστασης. Επίσης, στις ήδη υπάρχουσες εδαφοτομές και για επί δύο συνεχόμενα έτη πραγματοποιήθηκαν μετρήσεις για τη στάθμη του υπόγειου νερού.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Platanus orientalis is an excellent pioneer species that occupies alluvial soils and dominates formations of riparian vegetation. It is a native species in Greece and is dispersed mainly in the western borders. Human interventions that change the natural flow of rivers and logging, in order to create agricultural areas, decrease the extension of riparian forests. Today the areas that Platanus orientalis forests occupy are confined along the channel of the stream and in alluvial fan, where the soil is considered unsuitable for agriculture. To this day the knowledge about the riparian forests in Greece was very limited. The purpose of this research was to study the structure of these forests, the factors of the site that determine and moreover the evaluation of genetic variation between natural populations which grow in different environments. The study was carried out in central Greece and especially in the regions of Karditsa and Trikala. Six site types were distinguished according to ...
Platanus orientalis is an excellent pioneer species that occupies alluvial soils and dominates formations of riparian vegetation. It is a native species in Greece and is dispersed mainly in the western borders. Human interventions that change the natural flow of rivers and logging, in order to create agricultural areas, decrease the extension of riparian forests. Today the areas that Platanus orientalis forests occupy are confined along the channel of the stream and in alluvial fan, where the soil is considered unsuitable for agriculture. To this day the knowledge about the riparian forests in Greece was very limited. The purpose of this research was to study the structure of these forests, the factors of the site that determine and moreover the evaluation of genetic variation between natural populations which grow in different environments. The study was carried out in central Greece and especially in the regions of Karditsa and Trikala. Six site types were distinguished according to the size of the sediments and the level of ground water. In the site types we could distinguish different types of forests using as a criterion the distance from the channel, the frequency of flooding and the elevation above the channel. Moreover in particular forest types different development stages were distinguished. In order to study stand structure, 105 sample plots were taken, which were installed with the large size parallel to the channel. In each plot the diameter, height, and crown length of all trees with diameter above the 4cm were measured and classified according to the IUFRO classification system. Moreover in total 23 profiles of vegetation were taken, one in every type of forest and development stage. To determine the age, tree cores were taken. Furthermore, in the representative plot of every type of forest a dominant tree having height approximately the average superior height of plot was cut. For the stem analysis, dominant trees were preferred because they reflect better the conditions of the site. In total, 17 trees were cut. For the ecological interpretation of the site and the types of forest 21 soil profile were done. In every soil profile description was done and soil sample was taken from every soil layer, in which a thorough analysis concerning the pH, soluble salts, calcium carbonate, organic matter, nitrogen, phosphor, soil nutrients Ca, Mg, K, Na and soil texture was conducted. Also, for a period of 2 years the level of ground water was monitored in the soil profiles. For the evaluation of the variation, concerning the growth in height, seeds were collected from 5 natural populations of species. The 5 populations could be classified in 3 classes: lowland, submountainous and mountainous. The submountainous and mountainous were represented by 1 population for each. The lowlands were represented by 3 populations, which occur in sites having different conditions, concerning the hydrological regime and the texture of the sediments. Every population consisted of 10 open-pollinated families. The trial was established in the Forest Nursery, in N. Chalkidona, Thessaloniki. Seeding was done in the spring of 1999 in plastic containers containing 24 compartments. At the end of the first growing season a sample of 48 seedlings was taken from each family. In each seedling of the sample the shoot height was recorded before its transplanting in the field. The experimental design was randomised complete blocks with 3 replications. Each population was randomised within the block and families were randomised in the population. For the research of the soil of the experimental surface, soil samples were taken and analysed from each block.
περισσότερα