Περίληψη
Αντικείμενο της εργασίας που ακολουθεί είναι η έρευνα της εισόδου ψυχολογικών γνώσεων στην Ελλάδα από τον 19° αιώνα, ο τρόπος πρόσληψής τους μέσα από εκπαιδευτικούς θεσμούς και οι δυνατότητες πρακτικής αξιοποίησής τους κατά διάφορα χρονολογικά στάδια, η αρχική και παρατεταμένη για τη χώρα μας ένταξη των θεωριών αυτών στα γνωστικά πεδία της φιλοσοφίας, παιδαγωγικής και ιατρικής με την συνακόλουθη καθυστέρηση της αυτονόμησης της επιστήμης της ψυχολογίας και της ανεύρεσης της επιστημονικής της ταυτότητας. Διερευνάται βεβαίως η συλλογική μέσω θεσμών αλλά και η ατομική δράση προσώπων που συνέβαλλαν στη διάδοση θεωρητικών αρχικά και εφαρμοσμένων στη συνέχεια ψυχολογικών γνώσεων σε συνάρτηση με εξωεπιστημονικούς κοινωνικοοικονομικούς και ιδεολογικούς παράγοντες που διευκόλυναν ή παρεμπόδισαν την ανάπτυξη της επιστημονικής ψυχολογίας στον ελληνικό χώρο. Η αναγκαιότητα μελέτης της εξέλιξης της ψυχολογίας σε βάθος χρόνου ώστε να αναδειχθούν οι αιτίες της επί μακρόν για την Ελλάδα πρόσδεσής της σ ...
Αντικείμενο της εργασίας που ακολουθεί είναι η έρευνα της εισόδου ψυχολογικών γνώσεων στην Ελλάδα από τον 19° αιώνα, ο τρόπος πρόσληψής τους μέσα από εκπαιδευτικούς θεσμούς και οι δυνατότητες πρακτικής αξιοποίησής τους κατά διάφορα χρονολογικά στάδια, η αρχική και παρατεταμένη για τη χώρα μας ένταξη των θεωριών αυτών στα γνωστικά πεδία της φιλοσοφίας, παιδαγωγικής και ιατρικής με την συνακόλουθη καθυστέρηση της αυτονόμησης της επιστήμης της ψυχολογίας και της ανεύρεσης της επιστημονικής της ταυτότητας. Διερευνάται βεβαίως η συλλογική μέσω θεσμών αλλά και η ατομική δράση προσώπων που συνέβαλλαν στη διάδοση θεωρητικών αρχικά και εφαρμοσμένων στη συνέχεια ψυχολογικών γνώσεων σε συνάρτηση με εξωεπιστημονικούς κοινωνικοοικονομικούς και ιδεολογικούς παράγοντες που διευκόλυναν ή παρεμπόδισαν την ανάπτυξη της επιστημονικής ψυχολογίας στον ελληνικό χώρο. Η αναγκαιότητα μελέτης της εξέλιξης της ψυχολογίας σε βάθος χρόνου ώστε να αναδειχθούν οι αιτίες της επί μακρόν για την Ελλάδα πρόσδεσής της στο άρμα της φιλοσοφίας, έφερε σε φως πολυάριθμα έργα από τις αρχές του 19ου αιώνα και εντεύθεν συχνά αγνοημένα από την έρευνα. Η έρευνα του αιώνα που προηγήθηκε κατέδειξε ότι μετατοπίζεται η αρχή της προϊστορίας της ψυχολογίας κατά έναν περίπου αιώνα. Αντίθετα τα λίγα σχετικά με την ιστορία της ψυχολογίας στη χώρα μας μελετήματα (Georgas 1995, Χουσιάδας 1997) τοποθετούν την έναρξη της ανάπτυξης της ψυχολογίας στις αρχές του 20ου αιώνα μη αναφερόμενα στη συμβολή του προηγούμενου αιώνα και στερώντας την έρευνα από τα ερμηνευτικά εργαλεία που θα βοηθούσαν στην κατανόηση του φαινομένου της καθυστερημένης αυτονόμησης της ψυχολογίας ως επιστήμης στην Ελλάδα. Έτσι η αρχική υπόθεση ότι η ψυχολογία στην νεώτερη Ελλάδα δεν αρχίζει με τον Θ. Βορέα και το ψυχολογικό εργαστήριο που ίδρυσε από την δεκαετία του 1920 (Χουσιάδας 1997), ούτε αρχικά ταυτίζεται με το θετικιστικό επιστημολογικό πρότυπο της κυριαρχίας του πειράματος, οδήγησε στην μελέτη του 19ου αιώνα και στη συμβολή του Νεοελληνικού Διαφωτισμού (1750-1821), στην διδασκαλία της φιλοσοφικής ψυχολογίας στα νεωτερικά σχολεία. Φορείς δυτικοευρωπαϊκής παιδείας με τις σπουδές τους σε ευρωπαϊκά Πανεπιστήμια αλλά και εμποτισμένοι από την αρχαιοελληνική φιλοσοφική παράδοση και βυζαντινές χριστιανικές καταβολές, Έλληνες λόγιοι της προεπαναστατικής Ελλάδας επιχειρούν την μετακένωση νέων επιστημονικών ιδεών σε κέντρα παιδείας του παροικιακού κυρίως ελληνισμού, συγγράφουν, μεταφράζουν και διδάσκουν. Διερευνάται η διδασκαλία μέσα από το πρόταγμα της «Παιδείας του Γένους» μίας ψυχολογίας συχνά ηθικολογίζουσας και παιδαγωγικής για τον φωτισμό του απαίδευτου Ελληνισμού καθώς επίσης και η συμβολή άλλων εκπαιδευτικών θεσμών αλλά και μεμονωμένων διανοητών στην διάδοση ψυχολογικών γνώσεων. Οι ίδιοι ερευνητικοί άξονες που επικεντρώνονται σε ερωτήματα όπως ποιοι, πότε, με ποιο τρόπο και γιατί δίδαξαν αρχικά και εφάρμοσαν στη συνέχεια την ψυχολογία στην Ελλάδα ακολουθούνται και για τον 20° αιώνα. Η μεγάλη χρονολογική έκταση της έρευνας αυτής ήταν αναπόφευκτο να επικεντρωθεί στα κυριότερα και καθοριστικότερα κατά την άποψή μας, για την εδραίωση της ψυχολογίας γεγονότα, ενώ βεβαίως μελλοντικές μελέτες καλούνται να συμπληρώσουν τα υπάρχοντα κενά. Η ίδια αυτή έκταση άλλωστε θέτει οξύ το μείζον για κάθε ιστορική έρευνα πρόβλημα της περιοδολόγησης της εξεταζομένης περιόδου και των κριτηρίων της. Επιχειρήθηκε, όπως είναι ευνόητο, να αποφευχθεί η εφαρμογή κριτηρίων περιοδολόγησης της σημερινής επιστημονικής ψυχολογίας για γεγονότα του παρελθόντος που θα κατέληγε να αγνοήσει την συμπλέουσα με ανάλογες ευρωπαϊκές εξελίξεις φιλοσοφική ψυχολογία του 19ου αιώνα, πρόγονο της σύγχρονης αυτόνομης επιστήμης, ενώ ως μεθοδολογία θα κινδύνευε να αποτελέσει επιστημονικό ατόπημα. Έτσι επειδή δεν είναι θεμιτό να αναγνώσουμε το ιστορικό παρελθόν με σύγχρονους όρους και επειδή η φιλοσοφική ψυχολογία του περασμένου αιώνα αλλά και των αρχών του 20ου ήταν η ψυχολογία της εποχής, σχετικά παρατεταμένη για την Ελλάδα, προκρίθηκε ως κριτήριο περιοδολόγησης για την δομή των κεφαλαίων της εργασίας αυτής ένα σύνολο γεγονότων της εκπαιδευτικής μας Ιστορίας που συμπλέοντας με γενικότερες ιστορικές εξελίξεις επηρέασε την ανάπτυξη της επιστήμης της ψυχολογίας στη χώρα μας και την ιδιαιτερότητά της. Γεγονότα όπως η λειτουργία των προεπαναστατικών νεωτερικών σχολείων σε ελληνόφωνες περιοχές, της Ιονίου Ακαδημίας, του πρώτου στα Βαλκάνια Πανεπιστημίου Αθηνών και άλλων αργότερα, η δημιουργία ψυχολογικών εργαστηρίων για την πειραματική επιστημονική έρευνα στην ψυχολογία και η διδασκαλία της ως μαθήματος, η λειτουργία Εταιρειών, η θέσπιση των πρώτων εδρών ψυχολογίας και το κορυφαίο σε σημασία γεγονός της ίδρυσης ανεξάρτητου Τμήματος Ψυχολογίας το 1987 αποτέλεσαν την βάση για τη διαμόρφωση χρονολογικών περιόδων αντιστοίχων προς κεφάλαια της έρευνας αυτής. Με βάση μια τέτοια συμβατική περιοδολόγηση η εργασία διαιρείται σε Εισαγωγή στην Ιστορία της Ψυχολογίας, Κεφάλαιο Πρώτο (19ος αιώνας) που περιλαμβάνει την φιλοσοφική ψυχολογία, Κεφάλαιο Δεύτερο (1900-1964) που διερευνά τις εξελίξεις στην ψυχολογία και τα πρώτα εργαστήρια έως το 1964 όταν δημιουργούνται οι πρώτες έδρες ψυχολογίας, Κεφάλαιο Τρίτο (1964- 1987) που διερευνά την επόμενη περίοδο έως το 1987, έτος δημιουργίας του πρώτου τμήματος ψυχολογίας στην Ελλάδα. Η έρευνα υπερβαίνει το χρονολογικό όριο του 1987 όταν κρίνεται κατά περίπτωση αναγκαίο για να μην διακόπτεται η ιστορική συνέχεια και η ολιστική αντιμετώπιση του θέματος. Έτσι μόνο σποραδικές αναφορές γίνονται για την ιστορία της ψυχολογίας στην Ελλάδα την δεκαετία του 1990, περίοδος η οποία χρήζει περαιτέρω έρευνας. Η αναφορά στην επιστημονική δραστηριότητα προσώπων και ειδικότερα όσων δίδαξαν ψυχολογία γίνεται κυρίως σε επίπεδο καθηγητών των Πανεπιστημίων ενώ η έμφαση που δίνεται σε επιστημονικά δρώμενα των Αθηνών δεν αντανακλά αξιολογικές προθέσεις αλλά ευχερέστερη πρόσβαση σε πηγές. Στο θεμελιώδες μεθοδολογικό ερώτημα που αφορά τον καταλληλότερο τρόπο γραφής μιας ιστορίας της ψυχολογίας στην Ελλάδα λήφθηκαν υπ' όψιν διάφορες προσεγγίσεις Ιστορικών της Ψυχολογίας όπως οι προτεινόμενες από τον Wertheimer (1970) χρονολογική, κατά σχολές, κατά θέματα έρευνας, κατά βιογραφική αναφορά στους συντελεστές της ανάπτυξης της ψυχολογίας ή οι περισσότερο σύγχρονες των (Sraumann και (Sergen (1996) που δίνουν έμφαση σε ιστορικές-πολιτισμικές συνιστώσες της διαμόρφωσης θεωριών για την ανθρώπινη συμπεριφορά. Η περιγραφική μέθοδος επιλέχθηκε ως προσφορότερη, που επικεντρώνεται στην κατά χρονολογική σειρά διερεύνηση της δράσης ατόμων μέσω θεσμών στο μέτρο που προάγουν την ψυχολογία στην Ελλάδα. Η ακολουθούμενη στην εργασία αυτή περιγραφική μεθοδολογία κρίθηκε προσφορότερη για την διαπραγμάτευση ενός συνόλου πραγματολογικών δεδομένων που επιχειρούν να δώσουν απαντήσεις σε θεμελιώδη για την εξέλιξη μιας επιστήμης σε συγκεκριμένο εθνοπολιτισμικό περιβάλλον ερωτήματα. Προσπάθεια καταβλήθηκε επίσης να περιοριστούν ερμηνευτικές παρεμβάσεις και αξιολογικές κρίσεις ώστε τα συμπεράσματα από την έρευνα να προκύπτουν από τα ίδια τα εκτιθέμενα γεγονότα και να μειώνεται ο κίνδυνος υπερτίμησης ή υποτίμησης της εθνικής επιστημονικής μας ιστορίας, ο κίνδυνος συγγραφής μιας επινοημένης ιστορίας. Αψευδείς μάρτυρες της ιστορίας αυτής κατά συνέπεια είναι τα έργα των ίδιων των συντελεστών της με όσες δυσκολίες, συχνά ανυπέρβλητες, συνεπάγεται ο εντοπισμός τους σε Βιβλιοθήκες, σε μορφή χειρογράφου είτε σε έντυπη μορφή. Έτσι ως πηγές για την άντληση πληροφοριών χρησιμοποιούνται κατ' αρχήν έργα Ελλήνων επιστημόνων ενώ τα παρατιθέμενα αποσπάσματα επιλέγονται από διάφορα σημεία του έργου ως δηλωτικά χαρακτηριστικών τάσεων και συλλογικών νοοτροπιών της εποχής σχετικών με την ψυχολογία και τον τρόπο πρόσληψής της. Η γλώσσα η αναφερόμενη σε ψυχικά φαινόμενα διατηρείται αυτούσια από το πρωτότυπο γεγονός που αναδεικνύει το πρόβλημα της διαφοράς σημασιοδότησης των επιστημονικών όρων ανά τις εποχές. Επίσης πρωτογενές αρχειακό υλικό κατά περίπτωση, μαγνητοταινίες χειρογράφων της Βιβλιοθήκης της Βουλής κυρίως, προσωπικές συνεντεύξεις, έρευνα ποικίλων εγγράφων αλλά και δημοσιευμάτων του Τύπου ή επιστημονικών περιοδικών αποτελούν επί πλέον πηγές της έρευνας που αποβλέπει στο να ανασύρει από την λήθη και να δώσει οντότητα στο έργο αγνοημένων εργατών της επιστημονικής γνώσης και να μελετήσει την συμβολή τους στην εισαγωγή και τον τρόπο πρόσληψης από τους Έλληνες της επιστήμης της ψυχολογίας. […]
περισσότερα