Περίληψη
Η λεϊσµανίωση του σκύλου είναι συχνότατο νόσηµα στην Ελλάδα. Οι πρώτες αναφορές του νοσήµατος στο σκύλο, στις αρχές του 20ου αιώνα, αφορούσαν σκύλους που ζούσαν στην περιοχή της Αθήνας και αργότερα σε διάφορες περιοχές της Νοτίου Ελλάδας. Έκτοτε, τα περισσότερα επιζωοτιολογικά στοιχεία αφορούν τις δύο µεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, Αθήνα και Θεσσαλονίκη και τις γύρω από αυτές περιοχές. Αντικείµενο του πρώτου µέρους της παρούσας διατριβής ήταν η ανίχνευση αντισώµατων κατά της L. infantum σε κλινικά υγιείς σκύλους από 7 διαφορετικούς νοµούς της Ελλάδας. Συλλέχθηκαν δείγµατα αίµατος από ασυµπτωµατικούς σκύλους περιοχών της Αττικής (1.006 δείγµατα), του Έβρου (416), της Εύβοιας (140), της Eυρυτανίας (200), των Iωαννίνων (233), των Σερρών (479) και της Φλώρινας (146). Το µέγεθος του δείγµατος ήταν αντιπροσωπευτικό του εκτιµούµενου αριθµού των σκύλων κάθε περιοχής (>2%) και η κατανοµή των δειγµάτων µέσα στο νοµό τυχαία. Σε κάθε σκύλο καταγραφόταν η χρησιµότητα, το γένος, η ηλικία και ο τύπο ...
Η λεϊσµανίωση του σκύλου είναι συχνότατο νόσηµα στην Ελλάδα. Οι πρώτες αναφορές του νοσήµατος στο σκύλο, στις αρχές του 20ου αιώνα, αφορούσαν σκύλους που ζούσαν στην περιοχή της Αθήνας και αργότερα σε διάφορες περιοχές της Νοτίου Ελλάδας. Έκτοτε, τα περισσότερα επιζωοτιολογικά στοιχεία αφορούν τις δύο µεγαλύτερες πόλεις της Ελλάδας, Αθήνα και Θεσσαλονίκη και τις γύρω από αυτές περιοχές. Αντικείµενο του πρώτου µέρους της παρούσας διατριβής ήταν η ανίχνευση αντισώµατων κατά της L. infantum σε κλινικά υγιείς σκύλους από 7 διαφορετικούς νοµούς της Ελλάδας. Συλλέχθηκαν δείγµατα αίµατος από ασυµπτωµατικούς σκύλους περιοχών της Αττικής (1.006 δείγµατα), του Έβρου (416), της Εύβοιας (140), της Eυρυτανίας (200), των Iωαννίνων (233), των Σερρών (479) και της Φλώρινας (146). Το µέγεθος του δείγµατος ήταν αντιπροσωπευτικό του εκτιµούµενου αριθµού των σκύλων κάθε περιοχής (>2%) και η κατανοµή των δειγµάτων µέσα στο νοµό τυχαία. Σε κάθε σκύλο καταγραφόταν η χρησιµότητα, το γένος, η ηλικία και ο τύπος του τριχώµατος. Ο έλεγχος της σηµαντικότητας (P<0,005) των διαφορών των ποσοστών οροθετικών σκύλων ανάλογα µε το γένος, τη χρησιµότητα, την ηλικία, τον τύπο του τριχώµατος και το νοµό διαµονής έγινε µε το χ2 Pearson test. Σύµφωνα µε τα αποτελέσµατα της διατριβής, στην Ελλάδα ανιχνεύονται αντισώµατα-L. infantum στο 2% (Ν. Φλώρινας) έως το 30,11% (Ν. Αττικής) από το συνολικό αριθµό των σκύλων που εξετάσθηκαν. Το γένος, ο τύπος του τριχώµατος και η απασχόληση των σκύλων, δεν φαίνεται να επηρεάζουν το ποσοστό οροθετικότητας των ζώων. Αντιθέτως η ηλικία φαίνεται να επηρεάζει το ποσοστό οροθετικότητας καθώς σε ζώα µεγαλύτερης ηλικίας υπάρχει µεγαλύτερη πιθανότητα µόλυνσης αλλά και λόγω του µεγάλου χρόνου επώασης. Οι κλιµατολογικές συνθήκες, µεταξύ των άλλων παραγόντων, φαίνεται ότι θα µπορούσαν να εξηγήσουν τα διαφορετικά ποσοστά οροθετικών σκύλων, καθώς επιδρούν στο βιολογικό κύκλο των µεταδοτών (Phlebotomus spp.). Αντιθέτως, παρόλο που οι συνθήκες στον Έβρο είναι κατάλληλες για τους µεταδότες, το ποσοστό των οροθετικών σκύλων είναι χαµηλό. Στον Έβρο το χαµηλό αυτό ποσοστό, θα µπορούσε να αποδοθεί στους συχνούς και συνεχιζόµενους αεροψεκασµούς µε εντοµοκτόνα για την καταπολέµηση παρασίτων της ελιάς. Οι ορολογικές δοκιµασίες (ΙFAT και ΕLISA) δεν διαφέρουν µεταξύ τους, όσον αφορά την ευαισθησία και ειδικότητα στην ανίχνευση αντισωµάτων, τουλάχιστον για το όριο διαχωρισµού (cut off) που επιλέχθηκε στην παρούσα µελέτη. Τα αποτελέσµατα της παρούσας µελέτης κάνουν αναγκαία τη λήψη µέτρων για τον περιοσρισµό των υψηλών αυτών ποσοστών. Η περίπτωση του Έβρου στηρίζει την άποψη ότι η πρόληψη του νοσήµατος µπορεί να στηριχθεί στην καταπολέµηση των µεταδοτών. 21 συνεχείς ηµέρες παρατηρήθηκε υψηλή βιοδιαθεσιµότητα και µη εµφάνιση τοξικότητας. Μετά την εφαρµογή της αγωγής διαπιστώθηκε βελτίωση της κλινικής εικόνας των ζώων µε υποχώρηση ή εξαφάνιση των συµπτωµάτων. Οµοίως, παρατηρήθηκε αποκατάσταση των φυσιολογικών τιµών των αιµατολογικών και βιοχηµικών παραµέτρων που ελέχθηκαν και µείωση του τίτλου των αντισωµάτων. Διαπιστώθηκε ακόµα µείωση του παρασιτικού φορτίου σε επιχρίσµατα οπού λεµφογαγγλίου και µυελού των οστών. Η παρουσία όµως του παρασίτου διαπιστώθηκε µε PCR και µετά το πέρας της αγωγής.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Canine leishmaniasis is a frequently diagnosed disease in Greece. The earliest available records on canine leishmaniasis go back to the beginning of the 20th century concerning dogs living in the area of Athens and later in several other areas in southern Greece. Since then, most of the available epidemiological data mainly concern the two biggest cities Athens and Thessaloniki and the surrounding areas. The objective of the first part of this study was to assess the regional exposure of dogs to Leishmania in Greece by determining its seroprevalence simultaneously in 7 geographical areas in clinically healthy dogs. Blood was collected from dogs living in the following areas: Attiki (1006), Evros (416), Evia (140), Evritania (200), Ioannina (233), Serres (479), Florina (146). A representative sample, regarding the size (more than 2% of the roughly estimated canine population) and the distribution of dogs within the region was randomly selected. The following data were recorded for each ...
Canine leishmaniasis is a frequently diagnosed disease in Greece. The earliest available records on canine leishmaniasis go back to the beginning of the 20th century concerning dogs living in the area of Athens and later in several other areas in southern Greece. Since then, most of the available epidemiological data mainly concern the two biggest cities Athens and Thessaloniki and the surrounding areas. The objective of the first part of this study was to assess the regional exposure of dogs to Leishmania in Greece by determining its seroprevalence simultaneously in 7 geographical areas in clinically healthy dogs. Blood was collected from dogs living in the following areas: Attiki (1006), Evros (416), Evia (140), Evritania (200), Ioannina (233), Serres (479), Florina (146). A representative sample, regarding the size (more than 2% of the roughly estimated canine population) and the distribution of dogs within the region was randomly selected. The following data were recorded for each dog using a standard questionnaire: the utility, the gender, the age and the length of haircoat. Differences in the distributions of seropositivity between genders, utilities, ages, type of haircoat and geographical regions in Greece were tested for significance (P<0.05) using the Pearson’s χ2 test. The results of this study support the assumption that canine leishmaniosis is currently endemic in Greece. The highest seroprevalence was detected in dogs living in Attiki 30,11% and the lowest in Florina 2%. Analysis of the results showed no difference in seroprevalence of the disease among groups formed according to the utility of dogs, gender and length of haircoat. On the contrary, a difference in seroprevalence among age groups was observed, which can probably be attributed to the increasing probability of a dog being exposed to Leishmania with time, and mainly to the long incubation period, rather than to a greater susceptibility among the adult dogs. Differences in seroprevalence among dogs living in different geographical regions could be explained by differences in climate, which favorises or not the survival of vectors of Leishmania. On the contrary, although Evros could be a habitat for sandflies, the seroprevalence is low. The wide use of insecticides as part of the programs for the control of olive parasites in the area could explain this result. Regarding the two different methods for antibody detection, no statistically significant differences were observed. The observed serological evidence of exposure to Leishmania of dogs in Greece as in other countries warrants scientists to take measures to reduce it. Evros is an indication that the control of such a disease could be based on the elimination of vectors. The second part of the study was carried out in order to evaluate safety and efficacy of aminosidine in the treatment of canine leishmaniosis in terms of pharmacokinetic behavior, clinical remission, restoration of clinicopathological abnormalities, serological tests, lymph node and bone marrow parasitological
περισσότερα