Ολοκληρωμένη αξιολόγηση, οικονομική αποτίμηση και χαρτογράφηση οικοσυστημικών υπηρεσιών σε θαλάσσια και παράκτια περιβάλλοντα
Περίληψη
Οι οικοσυστημικές υπηρεσίες έχουν πλέον καθιερωθεί ως βασικό εργαλείο στην περιβαλλοντική διαχείριση, τη χάραξη πολιτικής και την επιστημονική έρευνα. Η ικανότητά τους να αποτυπώνουν και να μεταφράζουν τις λειτουργίες του φυσικού περιβάλλοντος σε κοινωνικοοικονομικά οφέλη συμβάλλει καθοριστικά στην ενοποίηση των τριών πυλώνων της βιωσιμότητας: περιβάλλον, κοινωνία και οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικοί θαλάσσιοι και παράκτιοι οικότοποι, όπως τα μαγκρόβια δάση, τα λιβάδια Ποσειδωνίας και οι κοραλλιογενείς ύφαλοι, μελετώνται ως προς τις υπηρεσίες που παρέχουν, την οικονομική τους αξία και τη χωρική τους κατανομή. Αν και στο παρελθόν τα οικοσυστήματα αυτά συχνά παραμελούνταν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, η υιοθέτηση μεθόδων αποτίμησης έχει πλέον διευκολύνει την ενσωμάτωσή τους σε διαχειριστικά και πολιτικά πλαίσια, παρέχοντας χρήσιμα εργαλεία για την ανάπτυξη πιο τεκμηριωμένων και αποτελεσματικών στρατηγικών διατήρησης και προστασίας του περιβάλλοντος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αναγ ...
Οι οικοσυστημικές υπηρεσίες έχουν πλέον καθιερωθεί ως βασικό εργαλείο στην περιβαλλοντική διαχείριση, τη χάραξη πολιτικής και την επιστημονική έρευνα. Η ικανότητά τους να αποτυπώνουν και να μεταφράζουν τις λειτουργίες του φυσικού περιβάλλοντος σε κοινωνικοοικονομικά οφέλη συμβάλλει καθοριστικά στην ενοποίηση των τριών πυλώνων της βιωσιμότητας: περιβάλλον, κοινωνία και οικονομία. Στο πλαίσιο αυτό, σημαντικοί θαλάσσιοι και παράκτιοι οικότοποι, όπως τα μαγκρόβια δάση, τα λιβάδια Ποσειδωνίας και οι κοραλλιογενείς ύφαλοι, μελετώνται ως προς τις υπηρεσίες που παρέχουν, την οικονομική τους αξία και τη χωρική τους κατανομή. Αν και στο παρελθόν τα οικοσυστήματα αυτά συχνά παραμελούνταν στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων, η υιοθέτηση μεθόδων αποτίμησης έχει πλέον διευκολύνει την ενσωμάτωσή τους σε διαχειριστικά και πολιτικά πλαίσια, παρέχοντας χρήσιμα εργαλεία για την ανάπτυξη πιο τεκμηριωμένων και αποτελεσματικών στρατηγικών διατήρησης και προστασίας του περιβάλλοντος. Η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) αναγνωρίζει τη σημασία των οικοσυστημικών υπηρεσιών και τις ενσωματώνει στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων μέσω πρωτοβουλιών όπως η Στρατηγική για τη Βιοποικιλότητα. Ένα σημαντικό βήμα προς την εδραίωση των μεθόδων αποτίμησης αποτέλεσε η υιοθέτηση του Συστήματος Περιβαλλοντικής-Οικονομικής Λογιστικής (SEEA), το οποίο τυποποιεί τις διαδικασίες οικονομικής αποτίμησης, τις συνδέει με την οικονομία και αξιολογεί τις ανθρωπογενείς επιπτώσεις στα οικοσυστήματα, συμβάλλοντας έτσι στη βιώσιμη διαχείριση των φυσικών πόρων. Παράλληλα, τα κράτη-μέλη της ΕΕ καταβάλλουν προσπάθειες για τη χαρτογράφηση των οικοσυστημικών υπηρεσιών. Ωστόσο, η πρώτη σχετική αξιολόγηση το 2020 δεν περιέλαβε τις θαλάσσιες και παράκτιες υπηρεσίες. Η επόμενη έκθεση, που αναμένεται το 2026, στοχεύει να καλύψει αυτό το κενό, επεκτείνοντας το εύρος των αξιολογούμενων οικοσυστημάτων και ενισχύοντας τη συμμετοχή των κρατών-μελών. Οι οικοσυστημικές υπηρεσίες είναι δυναμικές και επηρεάζονται τόσο από φυσικές όσο και από ανθρωπογενείς πιέσεις. Η κλιματική αλλαγή, η υποβάθμιση των οικοτόπων και οι βιολογικές εισβολές μπορούν να οδηγήσουν σε σημαντικές μεταβολές, συχνά προκαλώντας την υποβάθμισή τους. Τα ξενικά χωροκατακτητικά είδη αποτελούν έναν από τους βασικότερους παράγοντες μεταβολής στα οικοσυστήματα, καθώς διαταράσσουν την αυτόχθονη βιοποικιλότητα, αλλοιώνουν τη δομή των οικοτόπων και επηρεάζουν οικονομικούς τομείς όπως η αλιεία και ο τουρισμός. Ωστόσο, σε ορισμένες περιπτώσεις, τα ξενικά είδη μπορούν να συνεισφέρουν θετικά, είτε δημιουργώντας νέες οικονομικές δραστηριότητες, είτε ενισχύοντας οικοσυστημικές λειτουργίες, είτε ακόμη και υποστηρίζοντας τη βιοποικιλότητα υπό συγκεκριμένες συνθήκες. Η εις βάθος κατανόηση των πολύπλοκων αλληλεπιδράσεων μεταξύ ξενικών ειδών και οικοσυστημικών υπηρεσιών είναι απαραίτητη για την ανάπτυξη στοχευμένων στρατηγικών διαχείρισης και τη διασφάλιση της αειφόρου αξιοποίησης των θαλάσσιων και παράκτιων πόρων. Σε απάντηση της αυξανόμενης υποβάθμισης των θαλάσσιων οικοσυστημάτων και των υπηρεσιών τους, πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των κρατών-μελών της ΕΕ, προωθούν τη δημιουργία και την επέκταση θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών στο πλαίσιο του θαλάσσιου χωροταξικού σχεδιασμού. Η Στρατηγική της ΕΕ για τη Βιοποικιλότητα θέτει ως στόχο την προστασία του 30% των θαλάσσιων περιοχών έως το 2030, εκ των οποίων το 10% θα τελεί υπό καθεστώς αυστηρής προστασίας. Η επιλογή και η διαχείριση αυτών των περιοχών απαιτούν την εξισορρόπηση περιβαλλοντικών, οικονομικών και κοινωνικών παραμέτρων. Η οικονομική αποτίμηση και η χωρική χαρτογράφηση των οικοσυστημικών υπηρεσιών παρέχουν κρίσιμες πληροφορίες για αναλύσεις κόστους–οφέλους και χωρικό σχεδιασμό, διευκολύνοντας τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων για τη βιώσιμη διαχείριση των θαλάσσιων πόρων. Πέρα από την περιβαλλοντική διατήρηση, οι οικοσυστημικές υπηρεσίες μπορούν να αποτελέσουν εργαλείο ενίσχυσης της συμμετοχής των ενδιαφερόμενων φορέων στη διαμόρφωση πολιτικών και στον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό. Η αποτελεσματική διαχείριση των θαλάσσιων περιοχών προϋποθέτει τη συνεκτίμηση των αναγκών όλων των εμπλεκόμενων μερών. Ωστόσο, κοινωνικές ανισότητες συχνά ανακύπτουν λόγω της ανεπαρκούς εκπροσώπησης ορισμένων ομάδων, γεγονός που οδηγεί στην παράβλεψη κρίσιμων ζητημάτων, όπως η προσβασιμότητα των ατόμων με κινητικές δυσκολίες στις ακτές. Οι νέες τεχνολογίες, όπως η συλλογή δεδομένων από διαδικτυακές πλατφόρμες, οι διαδικτυακές έρευνες και οι ανοιχτές βάσεις δεδομένων, παρέχουν δυνατότητες για την ουσιαστική συμπερίληψη όλων των ενδιαφερομένων. Οι μέθοδοι αυτές επιτρέπουν τη συλλογή δεδομένων είτε άμεσα, μέσω συμμετοχικών διαδικασιών, είτε έμμεσα, μέσω της ανάλυσης συμπεριφορικών προτύπων, συμβάλλοντας έτσι σε πιο δίκαιη, προσαρμοστική και αποτελεσματική διαχείριση. Η παρούσα διατριβή εξετάζει την οικονομική αποτίμηση και τη χωρική χαρτογράφηση των οικοσυστημικών υπηρεσιών, με ιδιαίτερη έμφαση στην ενσωμάτωσή τους στη διαδικασία λήψης περιβαλλοντικών αποφάσεων και στον σχεδιασμό διαχειριστικών στρατηγικών. Παράλληλα, διερευνά τις πολύπλοκες επιπτώσεις των θαλάσσιων ξενικών χωροκατακτητικών ειδών στις οικοσυστημικές υπηρεσίες, αξιολογώντας τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές τους επιρροές. Οι κύριοι άξονες της έρευνας διαμορφώνονται ως εξής: (a) Η ολοκληρωμένη οικονομική αποτίμηση και χωρική ανάλυση των καταδύσεων αναψυχής στο Αιγαίο Πέλαγος ως πολιτιστικής οικοσυστημικής υπηρεσίας. Η ανάλυση περιέλαβε την εκτίμηση των ετήσιων δαπανών των δυτών αναψυχής, των εσόδων των καταδυτικών κέντρων και της προθυμίας πληρωμής για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας μέσω της επέκτασης των θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών. Επιπλέον, εξετάστηκαν οι προτιμήσεις των δυτών σχετικά με τα χαρακτηριστικά που καθιστούν ελκυστική μια καταδυτική τοποθεσία (π.χ. είδη, οικοτόποι κ.ά.). (b) Η οικονομική αποτίμηση των μεσογειακών λιβαδιών θαλάσσιας βλάστησης, όπως η Posidonia oceanica, μέσω μετα-ανάλυσης οκτώ βασικών οικοσυστημικών υπηρεσιών. Εκτιμήθηκαν η συνολική και ανά εκτάριο αξία τους, καθώς και η γεωγραφική τους κατανομή στη Μεσόγειο. Παράλληλα, εντοπίστηκαν βιβλιογραφικά κενά και αξιολογήθηκε ο ρόλος της μεταφοράς οφελών στη διαμόρφωση πολιτικών. (c) Η οικονομική αποτίμηση και χωρική ανάλυση της αξίας της παράκτιας αναψυχής στις ελληνικές ακτές ως πολιτιστικής οικοσυστημικής υπηρεσίας. Πραγματοποιήθηκε εκτίμηση της οικονομικής αξίας της υπηρεσίας με τη χρήση πολλαπλών μεθοδολογιών, όπως η Contingent Valuation Method (CVM), ενώ η χαρτογράφησή της βασίστηκε σε δεδομένα από ηλεκτρονικές πλατφόρμες και εφαρμογές. Επιπλέον, αναλύθηκαν οι οικονομικές διακυμάνσεις, οι χωρικές διαφοροποιήσεις της αξίας, καθώς και οι προτιμήσεις των επισκεπτών για τα χαρακτηριστικά των παραλιών, με στόχο τη βελτίωση της παράκτιας διαχείρισης και τη διαμόρφωση τεκμηριωμένων πολιτικών. (d) Η οικονομική αποτίμηση και χωρική ανάλυση της αξίας της παράκτιας αναψυχής για άτομα με κινητικές δυσκολίες στην Ελλάδα, μέσω του συνδυασμού οικονομικής αποτίμησης και ανάλυσης προσβασιμότητας. Ποσοτικοποιήθηκαν οι οικονομικές απώλειες λόγω ανεπαρκών υποδομών πρόσβασης, εκτιμήθηκε η συνολική αξία της οικοσυστημικής υπηρεσίας και αξιολογήθηκε η επάρκεια των υφιστάμενων δομών, με στόχο τη διαμόρφωση δίκαιης και συμπεριληπτικής παράκτιας διαχείρισης. (e) Η ανάπτυξη πλαισίου ανάλυσης κόστους–οφέλους για την ενσωμάτωση της οικονομικής αξίας των οικοσυστημικών υπηρεσιών στις διαδικασίες Θαλάσσιας Χωροταξίας. Το πλαίσιο αυτό εφαρμόστηκε για την αξιολόγηση της επέκτασης των ζωνών αυστηρής προστασίας στην Ελλάδα, σε ευθυγράμμιση με τον στόχο της Στρατηγικής για τη Βιοποικιλότητα της ΕΕ που προβλέπει την αυστηρή προστασία του 10% των Αποκλειστικών Οικονομικών Ζωνών έως το 2030. Η ανάλυση περιέλαβε την αποτίμηση των οικοσυστημικών υπηρεσιών που παρέχονται από βασικούς οικοτόπους σε ρηχά νερά (0–50 μ), την εκτίμηση του διαχειριστικού και ευκαιριακού κόστους, καθώς και την αξιολόγηση τριών εναλλακτικών σεναρίων χωρικής επέκτασης της ελληνικής ΑΟΖ, καθένα εκ των οποίων αντανακλά διαφορετική στρατηγική προτεραιοτήτων. (f) Η ανάπτυξη ενιαίου πλαισίου αξιολόγησης των σωρευτικών επιπτώσεων των θαλάσσιων ξενικών χωροκατακτητικών ειδών στις οικοσυστημικές υπηρεσίες. Στο πλαίσιο αυτό δημιουργήθηκε ο δείκτης CIMPAL-ES, ο οποίος ποσοτικοποιεί και χαρτογραφεί χωρικά τις επιδράσεις των ξενικών ειδών, ενσωματώνοντας τις κατανομές τους, την ένταση των επιρροών και την αξιοπιστία των διαθέσιμων στοιχείων. Η μεθοδολογική προσέγγιση εφαρμόστηκε στη Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος, εντοπίζοντας κρίσιμες περιοχές με θετικές ή αρνητικές επιρροές. Τα αποτελέσματα και η προτεινόμενη μεθοδολογία παρέχουν χρήσιμα εργαλεία για στρατηγικές διαχείρισης, χάραξη πολιτικής και ενίσχυση του διαλόγου γύρω από τον ρόλο των ξενικών ειδών, εντάσσοντας τόσο τις θετικές όσο και τις αρνητικές τους επιδράσεις στο πλαίσιο των οικοσυστημικών υπηρεσιών. Για την διερεύνηση των παραπάνω, στο πλαίσιο της παρούσας διατριβής πραγματοποιήθηκαν τα εξής: (a) Διεξήχθη μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της οικονομικής αξίας των καταδύσεων αναψυχής στο Αιγαίο Πέλαγος, με τη χρήση ποικίλων μεθοδολογιών και βάσεων δεδομένων. Αναπτύχθηκε επίσης μεθοδολογική προσέγγιση για τον συνδυασμό οικονομικών και χωρικών πληροφοριών (Κεφάλαιο 2). Πραγματοποιήθηκε πρωτογενής συλλογή δεδομένων για τον καταδυτικό τουρισμό στην Ελλάδα μέσω διαδικτυακών ερωτηματολογίων, τα οποία διανεμήθηκαν σε Έλληνες δύτες αναψυχής (n=315) και καταδυτικά κέντρα (n=42). Η ανάλυση έδειξε ότι, κατά μέσο όρο, ένας δύτης αναψυχής δαπανούσε 1.692 € ετησίως για καταδυτικές δραστηριότητες (72 καταδύσεις ετησίως), με το 58 % των καταδύσεων να πραγματοποιείται σε περιοχές υφάλων, το 25 % σε λιβάδια Posidonia oceanica και το 17 % σε μαλακό υπόστρωμα. Η μέθοδος CVM κατέδειξε μέση προθυμία πληρωμής 54 € ανά δύτη ετησίως για την επέκταση θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών με στόχο τη διατήρηση της βιοποικιλότητας. Τα καταδυτικά κέντρα παρείχαν σημαντική στήριξη στον ευρύτερο τουριστικό τομέα, με μέσο ετήσιο εισόδημα 68.312 € ανά επιχείρηση (226 συνολικά στο Αιγαίο). Τα πιο δημοφιλή καταδυτικά αξιοθέατα, ως προς το ποσοστό των ετήσιων καταδύσεων, περιλάμβαναν περιοχές με υψηλή βιοποικιλότητα ψαριών (20%), ναυάγια (17%), σφουγγάρια (14%), σπηλιές (13%), φώκιες (10%), γοργονίες και κοράλλια (10%), και ιππόκαμπους (9%). Παράλληλα, το 7% των ερωτηθέντων ανέφεραν ότι δεν είχαν συγκεκριμένες προτιμήσεις. Επιπλέον, διεξήχθη μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της συνολικής οικονομικής αξίας της καταδυτικής αναψυχής συνδυάζοντας τόσο οικονομικά όσο και συμπεριφορικά προφίλ, οδηγώντας στην ανάπτυξη μιας εξίσωσης που ενσωματώνει τις αξίες χρήσης και μη χρήσης. Η συνολική οικονομική αξία αυτής της οικοσυστημικής υπηρεσίας των καταδύσεων αναψυχής στο Αιγαίο Πέλαγος εκτιμήθηκε στα 154,3 εκ. € ετησίως. Η αξία χαρτογραφήθηκε χωρικά σύμφωνα με τις προτιμήσεις των δυτών για τους στοχευμένους οικοτόπους, είδη, υποβρύχια αξιοθέατα και την απόσταση από τα καταδυτικά κέντρα. Η υψηλότερη αξία καταγράφηκε στα 1,1 εκ. € ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο ετησίως, ενώ η χαμηλότερη αξία ήταν 127 €/km² ετησίως. Τα ευρήματα υπογραμμίζουν τον κρίσιμο ρόλο του κλάδου των καταδύσεων αναψυχής στην ενίσχυση της οικονομικής ανάπτυξης των παράκτιων κοινοτήτων του Αιγαίου. Η μελέτη υπογραμμίζει τη σημασία της ενσωμάτωσης της οικοσυστημικής υπηρεσίας των καταδύσεων αναψυχής στον θαλάσσιο χωροταξικό σχεδιασμό και στις στρατηγικές διατήρησης, εξασφαλίζοντας έτσι τη βιώσιμη συμβολή τους τόσο στις τοπικές οικονομίες όσο και στην προστασία της θαλάσσιας βιοποικιλότητας. (b) Πραγματοποιήθηκε συστηματική ανασκόπηση της βιβλιογραφίας για την οικονομική αξία των οικοσυστημικών υπηρεσιών των λιβαδιών θαλάσσιας βλάστησης με τη χρήση τριών μηχανών αναζήτησης (Scopus, Google Scholar και Web of Science) και δύο βάσεων δεδομένων (ESVD - Ecosystem Services Valuation Database και TEEB - The Economics of Ecosystems and Biodiversity), με αποτέλεσμα 511 επιστημονικές εργασίες, από τις οποίες επιλέχθηκαν 17 για μετα-ανάλυση (Κεφάλαιο 3). Δημιουργήθηκε μια ολοκληρωμένη βάση δεδομένων από 91 καταγραφές για οκτώ βασικές οικοσυστημικές υπηρεσίες: προστασία των ακτών, καθαρισμός του νερού, παροχή τροφίμων, ρύθμιση του κλίματος, βιοτικά υλικά και βιοκαύσιμα, συντήρηση του κύκλου ζωής, αναψυχή και τουρισμός και γνωστικές επιδράσεις. Όλες οι εγγραφές τυποποιήθηκαν σε διεθνή δολάρια ($Int.) ανά εκτάριο ανά έτος, με έτος αναφοράς το 2020. Η ανάλυση αποκάλυψε ένα εύρος τιμών, με τη μέση τιμή για τις γνωστικές επιδράσεις να είναι. 3,6 $Int/εκτάριο/έτος και τη μέση τιμή για την προστασία των ακτών να είναι 10.894 $Int./εκτάριο/έτος. Η ρύθμιση του κλίματος είχε τις περισσότερες καταγραφές (n=34), ενώ άλλες υπηρεσίες, όπως οι γνωστικές επιδράσεις, είχαν μόλις δύο καταγραφές. Η πλειονότητα των μελετών επικεντρώθηκε στη βορειοδυτική Μεσόγειο. Ένα μοντέλο μετα-παλινδρόμησης εφαρμόστηκε σε υπηρεσίες με περισσότερες από 10 καταγραφές (ρύθμιση του κλίματος, προστασία των ακτών, καθαρισμός του νερού και παροχή τροφής) για να διερευνηθούν οι μεταβλητές που επηρεάζουν την αξία ανά εκτάριο ($/εκτάριο/έτος). Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι το κατά κεφαλήν Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) της χώρας μελέτης ήταν η μόνη στατιστικά σημαντική μεταβλητή που επηρέαζε θετικά την αξία των οικοσυστημικών υπηρεσιών. Για τις υπηρεσίες με λιγότερες καταγραφές, χρησιμοποιήθηκαν οι μέσες τιμές από τη βάση δεδομένων της βιβλιογραφικής ανασκόπησης. Στη συνέχεια, οι τιμές αυτές χαρτογραφήθηκαν χωρικά σε ολόκληρη τη Μεσόγειο, με τη συνολική ετήσια οικονομική αξία των υπηρεσιών αυτών να εκτιμάται σε περίπου 11,6 δισ. $Int. ετησίως, με σημαντικές διακυμάνσεις μεταξύ των χωρών. Η Ιταλία είχε την υψηλότερη αποτίμηση, ενώ η Σλοβενία τη χαμηλότερη. Η μέση αξία ανά εκτάριο για τις οικοσυστημικές υπηρεσίες της Μεσογείου για τα θαλάσσια λιβάδια εκτιμήθηκε σε 8.712 $Int. ανα εκτάριο ετησίως. Η ανάλυση αυτή καταδεικνύει την αξία της μετα-ανάλυσης και της μεταφοράς οφέλους στην ενημέρωση της πολιτικής, ιδίως σε περιοχές με περιορισμένες μελέτες άμεσης αποτίμησης, και υπογραμμίζει την ανάγκη για περαιτέρω έρευνα σε υποεκπροσωπούμενες Μεσογειακές περιοχές και οικοσυστημικές υπηρεσίες. (c) Πραγματοποιήθηκε ολοκληρωμένη αξιολόγηση της οικονομικής αξίας της παράκτιας αναψυχής των ελληνικών ακτών με τη χρήση πολλαπλών μεθοδολογιών, συμπεριλαμβανομένων των εκτιμήσεων του κόστους ταξιδιού, της μεθόδου CVM, δεδομένων από προηγούμενες έρευνες και δεδομένων από την διαδικτυακή πλατφόρμα Flickr (Κεφάλαιο 4). Τα οικονομικά δεδομένα συγκεντρώθηκαν μέσω ηλεκτρονικών ερωτηματολογίων που διανεμήθηκαν στον γενικό πληθυσμό (n=527), τα οποία συμπληρώθηκαν από δεδομένα από προηγούμενη έρευνα που διεξήγαγε η Τράπεζα της Ελλάδος. Τα ευρήματα έδειξαν ότι, κατά μέσο όρο, οι Έλληνες ξοδεύουν 1.055 € ανά άτομο ετησίως για καλοκαιρινές επισκέψεις στις ακτές (n=38), με σημαντικές διαφοροποιήσεις μεταξύ των ηλικιακών ομάδων. Οι ερωτηθέντες εξέφρασαν επίσης την προθυμία να πληρώσουν 121 € ανά άτομο ετησίως για τη διατήρηση των ακτών ως απάντηση στην κλιματική αλλαγή και τις ανθρώπινες πιέσεις. Η τουριστική βιομηχανία, βασικός πυλώνας της ελληνικής οικονομίας, παράγει περίπου 9,9 δισ. € ετησίως από τον Μάιο έως τον Σεπτέμβριο. Ενσωματώνοντας όλα τα οικονομικά δεδομένα σε μια ενιαία εξίσωση, η συνολική αξία της υπηρεσίας οικοσυστήματος αναψυχής εκτιμήθηκε σε 21,4 δισ. € ετησίως. Η μελέτη εξέτασε επίσης τους παράγοντες που επηρεάζουν την επισκεψιμότητα στις ακτές, αποκαλύπτοντας ότι οι αποτρεπτικοί παράγοντες, όπως η παρουσία λιμανιών και ξενοδοχείων, υπερτερούν των φυσικών αξιοθέατων, ενώ η προσβασιμότητα στην παραλία παραμένει το πιο επιθυμητό χαρακτηριστικό. Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από την διαδικτυακή πλατφόρμα Flickr για την ανάπτυξη ενός δείκτη επισκεψιμότητας, επιτρέποντας τη χωρική κατανομή της οικονομικής αξίας αυτής της πολιτιστικής οικοσυστημικής υπηρεσίας σε όλες τις ελληνικές ακτές. Η υψηλότερη καταγεγραμμένη αξία ανά παραλία ήταν 232 εκ. € ετησίως στην παραλία Καλντέρα της Σαντορίνης, μια περιοχή 1 εκταρίου και ένας από τους πιο φημισμένους προορισμούς της Ελλάδας. Η λεπτομερής χωρική χαρτογράφηση αποκάλυψε σημαντικές διακυμάνσεις στη χρηματική αξία της παράκτιας αναψυχής, με μέση αξία 6,7 εκ. € ανά εκτάριο ετησίως. Τα ευρήματα αυτά υπογραμμίζουν την οικονομική σημασία της παράκτιας αναψυχής ως πολιτιστικής οικοσυστημικής υπηρεσίας και προσφέρουν κρίσιμες πληροφορίες για τη διαχείριση των ακτών και την ανάπτυξη πολιτικής. Επιπλέον, με την ενσωμάτωση πρωτογενών δεδομένων με πληροφορίες που προέρχονται από ηλεκτρονικές πλατφόρμες, η μελέτη αντιμετώπισε κενά δεδομένων και αξιοποίησε την εκτεταμένη χρονική κάλυψη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για την παρακολούθηση των ανθρώπινων δραστηριοτήτων. Αυτό το συστηματικό, και προσαρμόσιμο πλαίσιο μπορεί να εφαρμοστεί και σε άλλες περιοχές ή υπηρεσίες πολιτιστικών οικοσυστημάτων, προωθώντας τον βιώσιμο τουρισμό, υποστηρίζοντας τη γαλάζια ανάπτυξη και προωθώντας μια ισορροπημένη σχέση μεταξύ οικονομικής ανάπτυξης και περιβαλλοντικής διατήρησης. (d) Πραγματοποιήθηκε μια ολοκληρωμένη αξιολόγηση της οικονομικής αξίας της παράκτιας αναψυχής για τους χρήστες αναπηρικών αμαξιδίων στην Ελλάδα με την συσχέτιση της οικονομικής αποτίμησης με την ανάλυση προσβασιμότητας (Κεφάλαιο 5). Τα οικονομικά δεδομένα συλλέχθηκαν μέσω διαδικτυακών ερωτηματολογίων (n=91), ενώ οι πληροφορίες για τις υποδομές προσβασιμότητας συλλέχθηκαν από διαδικτυακές πηγές των εταιρειών που παρέχουν τις υποδομές προσβασιμότητας (όπως οι ειδικές ράμπες). Επιπλέον, χρησιμοποιήθηκαν δεδομένων από την διαδικτυακή πλατφόρμα Flickr για τη δημιουργία ενός δείκτη επισκεψιμότητας. Τα ευρήματα κατέδειξαν ότι η αναψυχή στις ελληνικές παραλίες για τους χρήστες αναπηρικών αμαξιδίων αποτιμάται στα 237 εκ. € ετησίως. Ωστόσο, οι δυσκολίες στην προσβασιμότητα περιορίζουν τα άτομα, οδηγώντας σε μια εκτιμώμενη οικονομική απώλεια ύψους 57 εκ. € ετησίως. Η προθυμία πληρωμής για την βελτίωση των υποδομών ανέρχεται κατά μέσο όρο σε 73 € ανά άτομο ετησίως, αν και μόνο το 46% των ερωτηθέντων εξέφρασε την προθυμία να συνεισφέρει οικονομικά, γεγονός που υποδηλώνει την εκτεταμένη δυσαρέσκεια για την τρέχουσα κατάσταση της προσβασιμότητας στις ελληνικές ακτές. Η προσβασιμότητα χαρακτηρίστηκε ως κρίσιμος παράγοντας για την ζωή των ατόμων, με το 83% των ερωτηθέντων να την αξιολογεί ως "πολύ σημαντική", ενώ το 82% πιστεύει ότι η βελτίωση της πρόσβασης θα επηρέαζε θετικά τη ζωή τους. Παρόλα αυτά, το 63,5% αξιολόγησε την προσβασιμότητα στις ελληνικές ακτές ως "πολύ κακή" ή "κακή". Η ανάλυση των υφιστάμενων υποδομών αποκάλυψε ότι μόνο το 11% των ραμπών πρόσβασης (n=322) πληρούσε όλα τα απαραίτητα κριτήρια προσβασιμότητας, συμπεριλαμβανομένων των καθορισμένων χώρων στάθμευσης για άτομα με ειδικές ανάγκες, των προσβάσιμων τουαλετών, των προσαρμοσμένων αποδυτηρίων, σκιερών χώρων και των προσβάσιμων ντους. Η χωρική κατανομή της οικονομικής αξίας έδειξε ότι οι παραλίες με επαρκή υποδομή πρόσβασης είχαν μέση αξία 92.611 € ανά παραλία ετησίως, σε σύγκριση με 42.374 € για εκείνες που δεν είχαν τέτοια υποδομή. Μια ανάλυση κόστους-οφέλους που αξιολόγησε το κόστος εγκατάστασης υποδομών προσβασιμότητας σε σύγκριση με τα οφέλη των προσβάσιμων ακτών ανέδειξε μια σημαντικά υψηλή αναλογία οφέλους προς κόστος, υποστηρίζοντας την εκτίμηση χρηματοδότησης για την κατασκευή τουλάχιστον 234 επιπλέον ραμπών. Τα ευρήματα αυτά ανέδειξαν την ανάγκη για στοχευμένες επενδύσεις σε υποδομές προσβασιμότητας, προσφέροντας στους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής πολύτιμες πληροφορίες για την προώθηση ενός τουριστικού μοντέλου χωρίς αποκλεισμούς, τη μεγιστοποίηση των κοινωνικών και οικονομικών οφελών και τη διασφάλιση μιας πιο δίκαιης και βιώσιμης διαχείρισης των ακτών. (e) Αναπτύχθηκε ένα χωρικά ρητό πλαίσιο ανάλυσης κόστους-οφέλους για τις ανάγκες του Θαλάσσιου Χωροταξικού Σχεδιασμού (ΘΧΣ) με σκοπό την ενσωμάτωση της οικονομικής αξίας των οικοσυστημικών υπηρεσιών στις διαδικασίες λήψης αποφάσεων (Κεφάλαιο 6). Το πλαίσιο αποτελείται από τρία διακριτά στάδια και ενσωματώνει τη μεθοδολογία στόχευσης S.M.A.R.T. (Συγκεκριμένος, Μετρήσιμος, Εφικτός, Σχετικός, Χρονικά προσδιορισμένος στόχος) στο πλαίσιο του ΘΧΣ. Προτείνει εργαλεία και μεθόδους ανάλυσης για την αποτίμηση τόσο των οφελών όσο και των κοστών που σχετίζονται με τη θαλάσσια χωροταξική διαχείριση, καθώς και προσεγγίσεις για την αξιολόγηση εναλλακτικών σεναρίων διαχείρισης. Η Ελλάδα επιλέχθηκε ως μελέτη περίπτωσης για την εφαρμογή του προτεινόμενου μεθοδολογικού πλαισίου, με στόχο τη διερεύνηση του τρόπου με τον οποίο η χώρα μπορεί να επεκτείνει τις περιοχές αυστηρής προστασίας ώστε να καλύπτουν το 10% των θαλάσσιων υδάτων της και να εντοπίσει κατάλληλες περιοχές για αποκατάσταση οικοτόπων. Η ανάλυση επικεντρώθηκε σε ρηχές παράκτιες ζώνες (0-50 μέτρα βάθος), περιοχές με υψηλή οικολογική αξία και έντονες ανθρωπογενείς πιέσεις. Πραγματοποιήθηκαν τρεις μετα-αναλύσεις για την εκτίμηση της οικονομικής αξίας των οικοσυστημικών υπηρεσιών που παρέχονται από τους τρεις βασικούς τύπους οικοτόπων της περιοχής: θαλάσσια λιβάδια, σκληρά υποστρώματα και μαλακά υποστρώματα. Παράλληλα, υπολογίστηκαν τόσο τα λειτουργικά όσο και τα έμμεσα (ευκαιριακά) κόστη για την αλιεία, βάσει τύπου που προέρχεται από προηγούμενη μετα-ανάλυση και χωρικό μοντέλο της αλιευτικής προσπάθειας. Αξιολογήθηκαν τρία εναλλακτικά σενάρια διαχείρισης, το καθένα εκφράζοντας διαφορετική προτεραιότητα: (i) προτεραιότητα στη διατήρηση και προστασία του περιβάλλοντος, (ii) προτεραιότητα στην ελαχιστοποίηση των συγκρούσεων, και (iii) ένα ενδιάμεσο σενάριο που συνδυάζει τα στοιχεία των δύο προηγούμενων. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι τα θαλάσσια λιβάδια προσφέρουν τη μεγαλύτερη αξία οικοσυστημικών υπηρεσιών (8.008 × 10² $/km²/έτος), ακολουθούμενα από τα σκληρά υποστρώματα (2.410 × 10² $/km²/έτος) και τα μαλακά υποστρώματα (93 × 10² $/km²/έτος). Τα εκτιμώμενα κόστη κυμαίνονται από 747 $ έως 25.565 $/km²/έτος, με μέσο όρο 1.678 $/km²/έτος. Μεταξύ των σεναρίων, το ενδιάμεσο σενάριο παρουσίασε τον πιο ευνοϊκό λόγο οφέλους-κόστους, επιτυγχάνοντας αποτελεσματική ισορροπία μεταξύ οικολογικών αποδόσεων και κοινωνικοοικονομικής βιωσιμότητας. Η παρούσα μελέτη αποτελεί μία από τις λίγες που ενσωματώνουν άμεσα την αποτίμηση της οικονομικής αξίας των οικοσυστημικών υπηρεσιών στο πλαίσιο του ΘΧΣ. Το προτεινόμενο μεθοδολογικό πλαίσιο προσφέρει ένα ισχυρό και εφαρμόσιμο υπόβαθρο για συμμετοχικό και τεκμηριωμένο σχεδιασμό θαλάσσιας πολιτικής. Διευκολύνει τις αξιολογήσεις των αλληλοεπιδράσεων μεταξύ των διαφόρων θαλάσσιων χρήσεων, και ενισχύει τη συμμετοχική διαμόρφωση στρατηγικών προστασίας ευθυγραμμισμένων με τους πολιτικούς στόχους. (f) Αναπτύχθηκε ενιαίου πλαισίου αξιολόγησης των σωρευτικών επιπτώσεων των θαλάσσιων ξενικών χωροκατακτητικών ειδών στις οικοσυστημικές υπηρεσίες. Σύμφωνα με το αρχικό πλαίσιο CIMPAL (Cumulative Impacts of Invasive ALien species), το οποίο αξιολογεί τις επιπτώσεις των θαλάσσιων ξενικών χωροκατακτητικών ειδών στη βιοποικιλότητα, αναπτύχθηκε ένα νέο σύστημα βαθμολόγησης των επιπτώσεων για την ποσοτικοποίηση τόσο των αρνητικών όσο και των θετικών επιπτώσεων στις οικοσυστημικές υπηρεσίες, ενσωματώνοντας τα μεγέθη των επιρροών και την αξιοπιστία των στοιχείων. Πραγματοποιήθηκε συστηματική βιβλιογραφική ανασκόπηση για την εφαρμογή του νέου συστήματος βαθμολόγησης των επιπτώσεων. Η εφαρμοσιμότητα και η ευαισθησία του προτεινόμενου δείκτη CIMPAL-ES δοκιμάστηκαν μέσω δύο περιπτωσιολογικών μελετών στη Μεσόγειο και το Αιγαίο Πέλαγος με τη χρήση διαφορετικών συνόλων δεδομένων. Στη Μεσόγειο Θάλασσα, μια αξιολόγηση 80 IAS εξέτασε τις επιπτώσεις τους σε 14 οικοσυστημικές υπηρεσίες, χαρτογραφώντας τη χωρική κατανομή τους σε ένα πλέγμα 10 km². Οι περιοχές της Δυτικής Μεσογείου και του Αιγαίου-Λεβαντίνης παρουσίασαν τις υψηλότερες συνολικές αρνητικές επιπτώσεις, ενώ η περιοχή του Αιγαίου-Λεβαντίνης παρουσίασε τις υψηλότερες συνολικές θετικές επιπτώσεις, ακολουθούμενη από το Ιόνιο και την Κεντρική Μεσόγειο. Στο Αιγαίο Πέλαγος, μια παρόμοια προσέγγιση εφαρμόστηκε για 29 ξενικά χωροκατακτητικά είδη με χωρική ανάλυση 1 km². Τα αποτελέσματα και στις δύο περιπτώσεις αποκάλυψαν σημαντική ετερογένεια στις επιπτώσεις των ξενικών ειδών, με ορισμένα να ασκούν αποκλειστικά αρνητικές επιπτώσεις (π.χ. Lagocephalus sceleratus, Rugulopteryx okamurae), άλλα να συνεισφέρουν μόνο θετικές επιπτώσεις (π.χ. Halophila stipulacea, Pterois miles) και ορισμένα, όπως το Caulerpa cylindracea, να εμφανίζουν μικτές επιπτώσεις σε διάφορες οικοσυστημικές υπηρεσίες. Η παροχή τροφής αναδείχθηκε ως η υπηρεσία που επηρεάστηκε περισσότερο, με θετικές και αρνητικές επιδράσεις. Το μεθοδολογικό πλαίσιο που αναπτύχθηκε παρέχει μια ισχυρή βάση για την αξιολόγηση των επιπτώσεων των ξενικών ειδών στις οικοσυστημικές υπηρεσίες. Μέσω του εντοπισμού περιοχών υψηλού αντίκτυπου, της ιεράρχησης κρίσιμων ειδών και οικοσυστημικών υπηρεσιών, καθώς και της ενίσχυσης της συνεργασίας μεταξύ εμπλεκόμενων φορέων, η προσέγγιση αυτή βελτιώνει την κατανόηση των αλληλεπιδράσεων μεταξύ ξενικών ειδών και οικοσυστημικών λειτουργιών. Επιπλέον, υποστηρίζει τη λήψη τεκμηριωμένων αποφάσεων και συμβάλλει στην ουσιαστική ενσωμάτωση οικολογικών και κοινωνικοοικονομικών παραμέτρων στις πολιτικές διατήρησης των θαλάσσιων οικοσυστημάτων. Η παρούσα διατριβή προωθεί την ενσωμάτωση της αποτίμησης των οικοσυστημικών υπηρεσιών στη θαλάσσια και παράκτια διαχείριση με τη διενέργεια ολοκληρωμένων οικονομικών και χωρικών αναλύσεων σε διάφορους κλάδους-δραστηριότητες-τομείς, συμπεριλαμβανομένων των καταδύσεων αναψυχής, των λιβαδιών θαλάσσιας βλάστησης, της παράκτιας αναψυχής και των επιπτώσεων των ξενικών χωροκατακτητικών ειδών. Αντιμετωπίζει κρίσιμα κενά στις τρέχουσες μεθοδολογίες με την ανάπτυξη τυποποιημένων πλαισίων για την αξιολόγηση των σωρευτικών επιπτώσεων και τη βελτιστοποίηση της τοποθέτησης θαλάσσιων προστατευόμενων περιοχών, ενώ δίνει επίσης έμφαση στη συμμετοχή των ενδιαφερομένων μερών μέσω της χρήσης συλλογικών δεδομένων (crowdsourced data) και αναλύσεων προσβασιμότητας. Η έρευνα παρέχει αξιοποιήσιμες γνώσεις για την ερευνητική κοινότητα και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής, καταδεικνύοντας την οικονομική σημασία των θαλάσσιων οικοσυστημικών υπηρεσιών και υποστηρίζοντας στρατηγικές βασισμένες σε στοιχεία που εξισορροπούν την περιβαλλοντική διατήρηση με την κοινωνικοοικονομική ανάπτυξη, συμβάλλοντας τελικά σε μια πιο βιώσιμη και δίκαιη διαχείριση των θαλάσσιων και παράκτιων πόρων.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Ecosystem services have increasingly been recognized as an established framework in environmental management, policy-making, and scientific research. Translating ecological assets into socio-economic benefits provides a powerful tool to align environmental, social, and economic sustainability objectives. Key marine and coastal habitats, such as mangroves, seagrass meadows, and coral reefs, have become central to the assessment of the ecosystem services they provide, the quantification of their economic value, and the mapping of their spatial distribution. Although historically these habitats were often overlooked in policy decisions, the adoption of valuation methodologies has facilitated their integration into current management and policy frameworks, promoting informed and effective conservation strategies. The European Union (EU) has recognized the significance of ecosystem services in environmental management through policies such as the Biodiversity Strategy for 2030. A significan ...
Ecosystem services have increasingly been recognized as an established framework in environmental management, policy-making, and scientific research. Translating ecological assets into socio-economic benefits provides a powerful tool to align environmental, social, and economic sustainability objectives. Key marine and coastal habitats, such as mangroves, seagrass meadows, and coral reefs, have become central to the assessment of the ecosystem services they provide, the quantification of their economic value, and the mapping of their spatial distribution. Although historically these habitats were often overlooked in policy decisions, the adoption of valuation methodologies has facilitated their integration into current management and policy frameworks, promoting informed and effective conservation strategies. The European Union (EU) has recognized the significance of ecosystem services in environmental management through policies such as the Biodiversity Strategy for 2030. A significant milestone toward the economic valuation of ecosystem services was the adoption of the System of Environmental-Economic Accounting (SEEA), a standardized framework designed to quantify the contributions of ecosystems to the economy while simultaneously assessing human-induced impacts. Although EU member states have initiated ecosystem service mapping, the first reporting in 2020 excluded marine and coastal ecosystem services. A more comprehensive assessment, encompassing a broader range of services and enhanced participation by member states, is expected in the 2026 reporting cycle. Ecosystem services are dynamic, continually shaped by environmental and anthropogenic factors, such as climate change, habitat degradation, and biological invasions. Invasive alien species (IAS) represent a major driver of ecological transformation, often disrupting native biodiversity, altering habitat structures, and affecting industries dependent on ecosystem health, such as marine tourism and fishery. While their impacts can often be detrimental, leading to the decline of ecosystem services, certain IAS may occasionally provide beneficial effects, contributing positively to specific services, such as food provision or habitat creation. Understanding these complex and variable impacts is crucial for effective environmental management and informed policymaking, ensuring the sustainable use and resilience of marine and coastal ecosystems. In response to the ongoing degradation of marine ecosystems and the consequent decline in ecosystem services, numerous countries, including EU member states, are prioritizing the expansion of marine protected areas (MPAs). Under the EU Biodiversity Strategy for 2030, member states aim to designate 30% of their marine waters as protected areas, with at least 10% under strict protection. Selecting appropriate areas involves complex trade-offs between ecological conservation, economic development, and stakeholder interests. Economic valuation and spatial mapping of ecosystem services offer essential insights to support comparative analyses, enabling evidence-based decisions that promote sustainable marine management. Beyond environmental conservation, ecosystem services can also enhance inclusivity in marine governance by facilitating broader stakeholder engagement. Traditionally, marine management processes have overlooked diverse stakeholder perspectives, contributing to social disparities. Modern tools such as crowdsourced data, online surveys, and open-source databases now offer improved opportunities for inclusive participation, enabling direct involvement through participatory methods or indirectly via analysis of behavioral data. Leveraging these tools can capture diverse stakeholder perspectives and behavioral patterns, ultimately fostering more inclusive, equitable, and adaptive marine management. This dissertation examines the economic valuation and spatial mapping of ecosystem services, emphasizing their integration into environmental decision-making and policy development. It also examines the complex impacts of invasive alien species on ecosystem services, assessing both their positive and negative effects. The key objectives of this research were to: (a) Conduct a comprehensive economic valuation and spatial analysis of recreational diving in the Aegean Sea as a cultural ecosystem service. This included assessing divers' expenditures, diving center revenues, site preferences, and willingness to pay for biodiversity conservation through Marine Protected Area (MPA) expansion, thereby providing insights to support marine spatial planning. (b) Assess the economic value of Mediterranean seagrass meadows through a meta-analysis of eight key ecosystem services. This included estimating total and per-hectare values, mapping their spatial distribution, identifying knowledge gaps, and examining the effectiveness of benefit transfer in informing policy decisions. (c) Evaluate the economic value of coastal recreation along the Greek coasts using multiple methodologies, including contingent valuation and mapping using crowdsourced data. This involved estimating monetary values, identifying spatial variations, and analyzing visitor preferences to inform coastal management and policy development. (d) Assess the economic value of beach recreation for individuals with ambulatory difficulties in Greece by integrating economic valuation and accessibility analysis. This included estimating total value, quantifying economic losses due to accessibility barriers, and evaluating infrastructure adequacy to support inclusive tourism and equitable coastal management. (e) Develop a cost-benefit analysis framework to integrate the economic value of ecosystem services into Marine Spatial Planning (MSP) processes. The framework was applied to assess the potential expansion of no-take zones in Greece, in line with the EU Biodiversity Strategy’s objective of strictly protecting 10% of the country’s Exclusive Economic Zone (EEZ) by 2030. The analysis included the valuation of ecosystem services provided by key habitats in shallow waters (0–50 m depth), the estimation of both management and opportunity costs, and the evaluation of three alternative spatial expansion scenarios within the Greek EEZ, each reflecting a distinct prioritization strategy. (f) Develop a standardized framework to assess the cumulative impacts of marine invasive alien species (IAS) on ecosystem services. This included developing the CIMPAL-ES index to quantify and spatially map IAS impacts by incorporating species distributions, impact magnitudes, and evidence strength. The framework was applied to the Mediterranean and Aegean Seas to identify hotspots of both positive and negative IAS effects, providing insights to refine impact assessments, enhance ecosystem resilience, and inform management strategies through improved stakeholder collaboration. To accomplish the objectives stated, this thesis undertook the following tasks: (a) A comprehensive economic assessment of recreational diving in the Aegean Sea was conducted using multiple methodologies, databases, and a structured approach to integrating economic and spatial information (Chapter 2). Primary data collection included online surveys targeting Greek recreational divers (n=315) and diving centers (n=42), offering valuable insights into the cultural ecosystem service of recreational diving, a sector previously understudied in Greece. The analysis revealed that recreational divers spend an average of €1,692 annually on diving activities, completing an average of 72 dives per year. Habitat preferences indicated that 58% of dives took place in reef areas, 25% in Posidonia oceanica meadows, and 17% on soft bottoms. The Contingent Valuation Method (CVM) was applied to estimate divers’ Willingness to Pay (WTP) for Marine Protected Area (MPA) expansion aimed at marine biodiversity conservation, yielding an average WTP of €54 per diver per year. Diving centers also contribute significantly to the tourism industry, with an average annual revenue of €68,312 per center across the 226 diving centers operating in the Aegean Sea. The most popular diving attractions included high fish biodiversity (20%), shipwrecks (17%), high sponge biodiversity (14%), caves (13%), seals (10%), gorgonians and corals (10%), and seahorses (9%), while 7% of respondents reported no specific preferences. To estimate the total economic value of recreational diving, economic and behavioral profiles were combined into an equation integrating use and non-use values. The total annual economic value of this ecosystem service in the Aegean Sea was estimated at €154.3 million. This value was spatially mapped based on divers’ preferences for habitats, target species, underwater attractions, and proximity to diving centers. The highest recorded economic value reached €1.1 million per km² per year, while the lowest was €127 per km² per year. The findings highlight the significant role of recreational diving in driving economic growth in Aegean coastal communities. This study underscores the need to integrate recreational diving into marine spatial planning and conservation efforts to ensure its sustainable contribution to both local economies and marine biodiversity protection. (b) A systematic literature review on the economic value of Mediterranean seagrass ecosystem services was conducted using three research engines (Scopus, Google Scholar, Web of Science) and two valuation databases (ESVD – Ecosystem Services Valuation Database and TEEB – The Economics of Ecosystems and Biodiversity). This process identified 511 unique studies, with 17 selected for meta-analysis (Chapter 3). A comprehensive database was compiled, incorporating 91 observations across eight key ecosystem services: coastal protection, water purification, food provision, climate regulation, biotic materials and biofuels, life cycle maintenance, recreation and tourism, and cognitive effects. All values were standardized to International dollars ($Int.) per hectare per year, using 2020 as the reference year. The analysis revealed substantial variation in ecosystem service values, ranging from a mean of $3.6/ha/yr for cognitive effects to $10,894/ha/yr for coastal protection. Climate regulation had the most records (n=34), while services like cognitive effects had only two. Most studies focused on the northwestern Mediterranean, highlighting geographical disparities in research coverage. A meta-regression model was applied to ecosystem services with sufficient records (n>10), including climate regulation, coastal protection, water purification, and food provision, to identify factors influencing per-hectare valuation. GDP per capita of the case study country emerged as the only statistically significant variable, positively correlating with ecosystem service values. For services with fewer records, mean values from the review database were used. These valuations (eight ecosystem services) were spatially mapped across the Mediterranean, estimating the total annual economic value of seagrass ecosystem services at approximately $Int.11.6 billion/yr, with notable country-specific variations. Italy had the highest valuation, while Slovenia had the lowest. The average per hectare value for Mediterranean seagrass ecosystem services was $Int. 8,712/ha/yr. This study underscores the utility of meta-analysis and benefit transfer in informing policy, particularly in data deficient regions, while highlighting the need for further valuation research in underrepresented Mediterranean areas and less studied ecosystems. (c) A comprehensive assessment of the economic value of coastal recreation along the Greek coasts was conducted using multiple methodologies, including travel cost estimations, the Contingent Valuation Method (CVM), previous survey data, and crowdsourced information from Flickr (Chapter 4). Economic data were collected through online questionnaires distributed to the Greek population (n=527), supplemented by a prior survey from the Bank of Greece. Findings revealed that Greeks spend an average of €1,055 per person annually on summer coastal visits (n=38), with expenditures varying by age group. Respondents also indicated a willingness to pay €121 per year for coastline conservation in response to climate change and human pressures. The inbound tourism sector, a key driver of the Greek economy, generates approximately €9.9 billion annually from May to September. By integrating all economic data into a unified equation, the total value of this recreational ecosystem service was estimated at €21.4 billion per year. The study also analyzed factors influencing coastal visitation, showing that deterrents such as port and hotel presence outweighed natural attractions, while beach accessibility was the most desirable feature. Additionally, crowdsourced Flickr data were used to develop a visitation index, enabling the spatial mapping of economic values across Greek coastlines. The highest recorded value per beach was €232 million per year at Santorini’s Caldera Beach, a one-hectare area and one of Greece’s most famous destinations. Spatial mapping revealed significant variations in monetary value, with an average of € 6.7 million per hectare per year. These findings underscore the economic significance of coastal recreation as a cultural ecosystem service, providing valuable insights for coastal management and policy development. By integrating primary survey data with crowdsourced information, the study addressed data gaps and leveraged the extensive temporal coverage of social media to track human activities. This transparent and adaptable framework can be applied to other regions and cultural ecosystem services, supporting sustainable tourism, blue growth, and a balanced approach to economic development and environmental conservation. (d) A comprehensive assessment of the economic value of coastal recreation for wheelchair users in Greece was conducted by integrating economic valuation with accessibility analysis (Chapter 5). Economic data were collected through online questionnaires (n=91), while accessibility infrastructure data was sourced from companies responsible for installing beach access facilities. Additionally, crowdsourced data from Flickr were used to develop a visitation index. Findings estimate that coastal recreation for wheelchair users in Greece generates €237 million annually. However, accessibility barriers limit participation, resulting in an estimated economic loss of €57 million per year. The average Willingness to Pay (WTP) for improved infrastructure was €73 per person per year, though only 46% of respondents were willing to contribute financially, reflecting widespread dissatisfaction with current accessibility conditions. Accessibility was recognized as a crucial aspect of life for wheelchair users, with 83% of respondents rating it as "very important," while 82% believed that improved access would significantly enhance their quality of life. Despite this, 63.5% rated beach accessibility as "bad" or "very bad". An analysis of existing infrastructure revealed that only 11% of access ramps (n=322) met all key accessibility criteria, including designated disabled parking, accessible toilets, adapted changing rooms, shaded areas, and accessible showers. The spatial distribution of economic value showed that beaches with adequate infrastructure had an average annual value of €92,611 per beach, compared to €42,374 for those lacking such facilities. A cost-benefit analysis comparing infrastructure installation costs with the economic benefits of improved coastal access for individuals with mobility impairments demonstrated a significantly higher benefit-to-cost ratio, justifying the investment in an estimated 234 additional ramps. These findings underscore the urgent need for targeted infrastructure investments, offering policymakers actionable insights to enhance inclusive tourism, maximize social and economic benefits, and promote more equitable coastal management. Furthermore, this study is among the few to examine inclusivity in ecosystem services from both economic and spatial perspectives, providing methodological recommendations for future research and emphasizing the broader implications of accessible coastal recreation for social well-being and economic sustainability. (e) A spatially explicit cost-benefit framework for Marine Spatial Planning (MSP) was developed to integrate the economic value of ecosystem services into decision-making processes (Chapter 6). The framework consists of three distinct steps and employs the S.M.A.R.T. (Specific, Measurable, Achievable, Relevant, Time-bound) approach to objective setting within the MSP context. It introduces analytical tools and methodologies for evaluating both the benefits and costs associated with marine spatial management and provides structured approaches for assessing alternative management scenarios. Greece was selected as a case study to apply the proposed methodological framework, aiming to explore how the country could expand strict protection to encompass 10% of its marine waters and identify suitable areas for passive habitat restoration. The analysis focused on shallow coastal zones—areas of high ecological significance and intense anthropogenic pressure. Three meta-analyses were conducted to estimate the economic value of ecosystem services provided by the region’s three key habitats: seagrass meadows, hard substrates, and soft substrates. Additionally, both operational and opportunity costs to fisheries were calculated, drawing on a formula derived from previous meta-analyses and a spatial model of fishing effort. Three alternative management scenarios were evaluated, each representing a distinct prioritization strategy: (i) prioritization of environmental conservation and protection, (ii) prioritization of conflict minimization, and (iii) a middle-ground scenario integrating elements of both approaches. Results indicate that seagrass meadows provide the highest ecosystem service value ($8,008 × 10²/km²/year), followed by hard substrates ($2,410 × 10²/km²/year) and soft substrates ($93 × 10²/km²/year). Estimated costs range from $747 to $25,565/km²/year, with an average of $1,678 Int./km²/year. Among the scenarios, the middle-ground option produced the most favorable benefit-cost ratio, effectively balancing ecological outcomes with socio-economic feasibility. This research is among the few studies to incorporate the economic valuation of ecosystem services directly into MSP processes. The proposed framework offers a robust and practical methodological foundation for participatory, evidence-based marine planning. It facilitates transparent trade-off assessments, strengthens stakeholder engagement, and supports the co-creation of balanced protection strategies that align with overarching policy objectives. (f) Develop a standardized framework to assess the cumulative impact of marine invasive alien species (IAS) on ecosystem services (Chapter 7). Building upon the original CIMPAL (Cumulative Impacts of Invasive Alien Species) framework, which evaluated IAS effects on biodiversity, this study developed the CIMPAL-ES framework to quantify both negative and positive impacts on ecosystem services. The new impact scoring system incorporates the magnitude of impact and the strength of supporting evidence. A systematic literature review informed the development of this framework, ensuring a robust and data-driven approach. The CIMPAL-ES index was applied to two case studies in the Mediterranean and Aegean Seas using distinct datasets to test its applicability and sensitivity. In the Mediterranean Sea, an assessment of 80 IAS evaluated their effects on 14 ecosystem services, mapping their spatial distribution on a 10 km² grid. Results revealed that the Western Mediterranean and Aegean-Levantine regions exhibited the highest total negative impacts, while the Aegean-Levantine region also showed the highest total positive impacts, followed by the Ionian and Central Mediterranean. In the Aegean Sea, a finer spatial resolution of 1 km² was applied to 29 IAS, further capturing localized variations in IAS impacts. Findings demonstrated significant spatial heterogeneity, with some species exhibiting exclusively negative effects (e.g., Lagocephalus sceleratus, Rugulopteryx okamurae), others contributing only positive effects (e.g., Halophila stipulacea, Pterois miles), and some, like Caulerpa cylindracea, displaying mixed impacts across different ecosystem services. Food provision emerged as the most affected service, experiencing both positive and negative impacts. The developed framework provides a foundation for a holistic assessment of IAS impacts on ecosystem services, with its accuracy expected to improve as more precise data become available. By identifying high-impact areas, prioritizing key species and ecosystem services, and promoting stakeholder collaboration, this approach enhances ecosystem resilience, supports evidence-based decision-making, and strengthens the integration of ecological and socio-economic considerations in marine conservation policies. This dissertation advances the integration of ecosystem service valuation into marine and coastal management by conducting comprehensive economic and spatial analyses across diverse areas, including recreational diving, seagrass meadows, coastal recreation, and the impacts of IAS. It addresses critical gaps in current methodologies by developing standardized frameworks for assessing cumulative impacts and optimizing MPAs placement. Additionally, it emphasizes stakeholder inclusivity by leveraging crowdsourced data and accessibility analyses. By highlighting the economic value of marine ecosystem services and advocating for evidence-based conservation strategies, this research supports sustainable and equitable marine governance, balancing environmental protection with socio-economic development.
περισσότερα
![]() | Κατεβάστε τη διατριβή σε μορφή PDF (23.02 MB)
(Η υπηρεσία είναι διαθέσιμη μετά από δωρεάν εγγραφή)
|
Όλα τα τεκμήρια στο ΕΑΔΔ προστατεύονται από πνευματικά δικαιώματα.
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
λιγότερα
περισσότερα




