Περίληψη
Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία έχει θεμελιώδη σημασία για τον άνθρωπο και την ευδαιμονία του. Στο Διεθνές Δίκαιο παρατηρείται ποικιλομορφία των ορισμών. Σύμφωνα με την UNESCO, η κληρονομιά είναι η παρακαταθήκη μας από το παρελθόν, ό,τι ζούμε σήμερα και αυτό που μεταφέρουμε στις μελλοντικές γενιές. Η πολιτιστική και φυσική κληρονομιά συνιστούν αναντικατάστατες πηγές ζωής και έμπνευσης.Η διατριβή αναπτύσσεται σε τρία κεφάλαια: Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται η σημασία και το περιεχόμενο της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και η προστασία της σε όλες τις μορφές. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται τα δικαιώματα στα μνημεία και η διακίνησή τους με έμφαση στην απαγόρευση της παράνομης διακίνησης. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται ο επαναπατρισμός των μνημείων, ως ανθρώπινο δικαίωμα, ενώ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην απομάκρυνση των πολιτιστικών αγαθών από τον τόπο προέλευσής τους, ως «πολιτισμική γενοκτονία» και μορφή εθνοκάθαρσης. Εξετάζονται ε ...
Η παρούσα διατριβή πραγματεύεται τη διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς, η οποία έχει θεμελιώδη σημασία για τον άνθρωπο και την ευδαιμονία του. Στο Διεθνές Δίκαιο παρατηρείται ποικιλομορφία των ορισμών. Σύμφωνα με την UNESCO, η κληρονομιά είναι η παρακαταθήκη μας από το παρελθόν, ό,τι ζούμε σήμερα και αυτό που μεταφέρουμε στις μελλοντικές γενιές. Η πολιτιστική και φυσική κληρονομιά συνιστούν αναντικατάστατες πηγές ζωής και έμπνευσης.Η διατριβή αναπτύσσεται σε τρία κεφάλαια: Στο πρώτο κεφάλαιο εξετάζονται η σημασία και το περιεχόμενο της πολιτιστικής κληρονομιάς, καθώς και η προστασία της σε όλες τις μορφές. Στο δεύτερο κεφάλαιο εξετάζονται τα δικαιώματα στα μνημεία και η διακίνησή τους με έμφαση στην απαγόρευση της παράνομης διακίνησης. Στο τρίτο κεφάλαιο εξετάζεται ο επαναπατρισμός των μνημείων, ως ανθρώπινο δικαίωμα, ενώ γίνεται ιδιαίτερη αναφορά στην απομάκρυνση των πολιτιστικών αγαθών από τον τόπο προέλευσής τους, ως «πολιτισμική γενοκτονία» και μορφή εθνοκάθαρσης. Εξετάζονται επίσης η διαδικασία του επαναπατρισμού καθώς και οι ειδικότερες περιπτώσεις της αφαίρεσης μνημείων σε συνθήκες ένοπλης σύρραξης και της επανένωσης διαμελισμένων μνημείων. Η πολιτιστική κληρονομιά έχει διαχρονικά υποστεί καταστροφές. Ήδη από τον 2ο αι. π.Χ. η λεηλασία πολιτιστικών αγαθών κατά τη διάρκεια της ρωμαϊκής κατάκτησης προκάλεσε την αντίδραση του ιστορικού Πολυβίου, που χαρακτήρισε πράξη τρέλας την λεηλασία μνημείων στον πόλεμο. Τα μνημεία της Ακρόπολης των Αθηνών και της Παλμύρας της Συρίας συνιστούν τους τελευταίους αιώνες (19ο και 20ο) παραδείγματα βίας και λεηλασίας εις βάρος μνημείων. Στη σημερινή εποχή η παράνομη διακίνηση των πολιτιστικών αγαθών παγκοσμίως, μέσω αγορών, όπως οι δημοπρασίες, αλλά και μέσω του διαδικτύου, εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την πολιτιστική κληρονομιά. Η παράνομη εμπορία μνημείων συνιστά, σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της UNESCO, μαζί με το λαθρεμπόριο ναρκωτικών και όπλων, μία από τις πλέον σταθερές παράνομες εμπορικές δραστηριότητες παγκοσμίως, με υψηλότατο τζίρο και τεράστιο οικονομικό διακύβευμα. Η προστασία των πολιτιστικών αγαθών διαρθρώνεται και εξειδικεύεται από τα διεθνή νομικά κείμενα σε: -απαγόρευση βλάβης, καταστροφής, λεηλασίας και λαθρανασκαφής, -υποχρέωση διατήρησης, -απαγόρευση παράνομης διακίνησης, -υποχρέωση επαναπατρισμού, ενώ, παράλληλα, καθιερώνεται -υποχρέωση διεθνούς συνεργασίας. Όσον αφορά στην προστασία των μνημείων σε περίπτωση ενόπλων συρράξεων, το σύνολο των κανόνων που ρυθμίζουν τις υποχρεώσεις των μερών, συνιστούν Διεθνές Ανθρωπιστικό Δίκαιο και έχουν ήδη καθιερωθεί ως κανόνες του διεθνούς εθιμικού δικαίου. Κατά το παρόν στάδιο εξέλιξης του διεθνούς εθιμικού δικαίου, εξετάζεται, με τη μεθοδολογία της Επιτροπής Διεθνούς Δικαίου για τη διαμόρφωση εθιμικών κανόνων, η ανάδυση διεθνούς εθιμικού κανόνα προστασίας των πολιτιστικών αγαθών και σε περίοδο ειρήνης. Η παραπάνω κρίση ενισχύεται από τη διαπίστωση της συναρμογής και συνύπαρξης του δικαίου των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και του ανθρωπιστικού δικαίου, η οποία συνεπάγεται την εφαρμογή των διατάξεων που προστατεύουν τα ανθρώπινα δικαιώματα και στις υποθέσεις προστασίας πολιτιστικών αγαθών. Το ισχύον ελληνικό δίκαιο επιφυλάσσει αυξημένη συνταγματική προστασία στο πολιτιστικό περιβάλλον και στα μνημεία, προς όφελος της παρούσας και των μελλοντικών γενεών. Με τον κωδικοποιητικό ν. 4858/2021 προστατεύεται το σύνολο των μνημείων που βρίσκονται εντός της ελληνικής επικράτειας, προβλέπεται δε και προστασία αυτών που συνδέονται με την Ελλάδα, είτε βρίσκονται εντός είτε εκτός συνόρων, οποτεδήποτε κι αν απομακρύνθηκαν. Τα μνημεία και οι αρχαιολογικοί χώροι είναι κοινόχρηστα αγαθά, που ανήκουν στα εκτός συναλλαγής, με δικαίωμα χρήσης, ενώ η απόλαυσή τους αποτελεί έκφανση της προσωπικότητας εκάστου. Τα δικαιώματα στα μνημεία συνιστούν προϋπόθεση της νόμιμης διακίνησής τους, δεδομένου, ότι από την ύπαρξή τους εξαρτάται η νόμιμη προέλευση των μνημείων. Από τη διερεύνηση των διεθνών συμβάσεων προκύπτει ο χαρακτήρας των μνημείων ως δημοσίων αγαθών. Σε επίπεδο διεθνούς δικαίου, οι αρμοδιότητες στα μνημεία καθώς και η νομιμότητα της διακίνησής τους καθορίζονται από τη νομοθεσία του Κράτους προέλευσης. Τα πολιτιστικά δικαιώματα αναγνωρίζονται από τη διεθνή κοινότητα με σκοπό να διασφαλίζουν την προστασία του ανθρώπου, ως πλήρους προσωπικότητας. Η διακίνηση των μνημείων συνδέεται με το ανθρώπινο δικαίωμα συμμετοχής στην πολιτιστική ζωή, υπό τις εκφάνσεις της πρόσβασης σε αυτά και της διατήρησής τους. Βάσει της αρχής της ακεραιότητας των μνημείων, αυτά πρέπει να είναι αδιάσπαστα και ενιαία, προκειμένου να μπορούν να εκπληρώνουν τον προορισμό τους και τον κοινωνικό σκοπό τους, ως στοιχεία πολιτιστικής ταυτότητας και κληρονομιάς, και ιστορικές μαρτυρίες. Τα αποσπασμένα τμήματα από διαμελισμένα μνημεία συνδέονται άρρηκτα με τα μνημεία, από τα οποία αποσπάστηκαν, και δεν μπορούν να γίνουν αντικείμενο χωριστών δικαιωμάτων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα διαμελισμένων μνημείων είναι ο Ποσειδών και η Αθηνά από το δυτικό αέτωμα του Παρθενώνα. Τα αγάλματα αυτά βρίσκονται κατά ένα τμήμα στο Βρετανικό μουσείο και κατά το άλλο στο Μουσείο της Ακρόπολης. Κατά τον ν. 4858/2021, τα δικαιώματα στα μνημεία συνοδεύονται από πληθώρα υποχρεώσεων, αφού αντιμετωπίζονται ως δημόσια αγαθά, που εξυπηρετούν σκοπούς δημοσίου συμφέροντος και έχουν αυταξία. Η κυριότητα και η κατοχή επί των μνημείων αποκτούν ιδιότυπη έννοια, η οποία δικαιολογείται από τον παραπάνω χαρακτήρα τους ως δημοσίων αγαθών, την αναγνώριση ανθρωπίνων δικαιωμάτων, καθώς και την εξ αυτής απορρέουσα θεμελιώδη αρχή της διευκόλυνσης της ισότιμης πρόσβασης των πολιτών στα στοιχεία της πολιτιστικής κληρονομιάς της χώρας. Η κυριότητα, νομή και κατοχή του Κράτους και κατ’ εξαίρεση των ιδιωτών επί των μνημείων ρυθμίστηκε με ιδιαίτερα σύνθετο τρόπο από τον ελληνικό νόμο. Τα μνημεία αποτελούν στοιχείο της προσωπικότητας εκάστου και εφαρμόζονται οι οικείες διατάξεις. Η απαγόρευση της παράνομης διακίνησης πολιτιστικών αγαθών κατά τη διάρκεια ενόπλων συγκρούσεων εντάσσεται στο διεθνές ανθρωπιστικό δίκαιο. Ως προϋπόθεση νόμιμης διακίνησης των μνημείων καθιερώνεται ο προηγούμενος έλεγχος της νόμιμης προέλευσής τους, ενώ εξετάζεται η ανάδυση σχετικού κανόνα διεθνούς εθιμικού δικαίου. Η νομιμότητα της διακίνησης καθορίζεται από τη νομοθεσία του Κράτους προέλευσης. Η Σύμβαση της UNESCO 1970 καθιερώνει την διεθνή υποχρέωση των συμβαλλομένων Κρατών να λάβουν μέτρα κατά της παράνομης εισαγωγής, εξαγωγής και μεταβίβασης πολιτιστικών αγαθών, που βρίσκονται εντός των εδαφών τους. Ο Κώδικας Δεοντολογίας του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων (ICOM) καθιερώνει την υποχρέωση των Μουσείων να διατηρούν στις συλλογές τους μόνον μνημεία, που συνοδεύονται από έγκυρα νομιμοποιητικά έγγραφα. Κατά τη διακίνηση μνημείων εφαρμόζεται η αρχή της δέουσας επιμέλειας, η οποία συνίσταται στον ακριβή και εξονυχιστικό έλεγχο της νομιμότητας κτήσης του κάθε μνημείου που διακινείται. Ως κριτήρια για τον καθορισμό της δέουσας επιμέλειας ορίζονται οι συνθήκες απόκτησης, το τυχόν αντίτιμο, η ύπαρξη πιστοποιητικού εξαγωγής, η διενέργεια ελέγχου στο μητρώο κλεμμένων πολιτιστικών αγαθών κ.ά. Η διακίνηση μνημείου χωρίς νόμιμη προέλευση, και με δημοπρασία, απαγορεύεται και από την ελληνική ρύθμιση. Η από 9.6.2020, απόφαση του Εφετείου Η.Π.Α. συνιστά χαρακτηριστική περίπτωση εφαρμογής των παραπάνω κανόνων από τα Δικαστήρια (υπόθεση του οίκου δημοπρασιών Sotheby’s κατά του Υπουργείου Πολιτισμού της Ελληνικής Δημοκρατίας). Η απόφαση δικαίωσε το αίτημα της Ελληνικής Δημοκρατίας για άμεση απόσυρση του μνημείου από δημοπρασία, αναγνώρισε το κυριαρχικό δικαίωμα του ελληνικού κράτους στο μνημείο καθώς και το προνόμιο της ετεροδικίας. Το ζήτημα του επαναπατρισμού των πολιτιστικών αγαθών συνδέεται με την παραδοχή ότι τα μνημεία είναι τόσο σπουδαία για τον πολιτισμό, ώστε πρέπει να διατηρηθούν στον τόπο καταγωγής τους. Η συγγένεια των μνημείων με άτομα και με ομάδες καθιστά τον επαναπατρισμό τους ζήτημα ανθρωπίνων δικαιωμάτων, που προστατεύονται από πληθώρα νομικών κειμένων, αφού το δικαίωμα πρόσβασης σε αυτά αποτελεί εκδήλωση του δικαιώματος συμμετοχής στην πολιτιστική ζωή. Η απομάκρυνση από τον τόπο προέλευσης (και καταστροφή) των μνημείων, η οποία πραγματοποιείται ιδίως σε περιόδους ενόπλων συρράξεων και κατοχής, εξετάζεται ως «πολιτισμική γενοκτονία» ή μορφή εθνοκάθαρσης. Το Διεθνές Ποινικό Δικαστήριο για την πρώην Γιουγκοσλαβία έκρινε ότι η καταστροφή του πολιτισμού συνιστά σημαντική πτυχή του εγκλήματος της γενοκτονίας. Η καταστροφή των μνημείων ως μορφή εθνοκάθαρσης τέθηκε στην κρίση του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, με την διάταξή του περί προσωρινών μέτρων της 7.12.2021 στην υπόθεση μεταξύ Αρμενίας και Αζερμπαϊτζάν. Με την απόφαση αυτή διαπιστώθηκε η μέθοδος εξάλειψης των πολιτιστικών στοιχείων της Αρμενίας με σκοπό την νομιμοποίηση της κατοχής των Αζέρων και την οριστική αποξένωση των εκτοπισμένων από το κατεχόμενο έδαφος.Ανάλογη τακτική ακολουθεί η Τουρκία, η οποία, μετά την εισβολή στο βόρειο τμήμα της Κύπρου το 1974 και τη συνεχιζόμενη κατοχή της, έχει επιδοθεί στη συστηματική, ευρείας κλίμακας, ανεπανόρθωτη καταστροφή και εξάλειψη της πολιτιστικής κληρονομιάς των περιοχών που βρίσκονται υπό τον στρατιωτικό της έλεγχο, με σκοπό να «τουρκοποιήσει» το κατεχόμενο τμήμα του νησιού και να διατηρήσει μόνιμη παρουσία στην Μεγαλόνησο. Ως περίπτωση παραποίησης μνημείου θεωρείται και η μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τζαμί. Ο επαναπατρισμός μνημείων ρυθμίζεται με ποικίλα νομικά κείμενα. Σύμφωνα με τη Σύμβαση UNESCO 1970, τα Συμβαλλόμενα Κράτη επιφορτίζονται, κατόπιν αιτήματος του Κράτους-Μέλους προέλευσης, με την υποχρέωση να προβούν στις κατάλληλες ενέργειες για την ανάκτηση και την επιστροφή κάθε παρανόμως διακινηθέντος πολιτιστικού αγαθού, που εισάγεται μετά την έναρξη ισχύος της Σύμβασης. Σχετικά με τις περιπτώσεις παράνομης εισαγωγής πριν τη θέση σε ισχύ της Σύμβασης, τα Κράτη καλούνται να συνάψουν συμφωνία σε αρμονία με το πνεύμα και τις αρχές της. Επομένως, η παράνομη εισαγωγή πριν το 1970 δεν συνιστά επιχείρημα για την μη συμμόρφωση των Κρατών με τους κανόνες της Σύμβασης. Ακολούθησε η Σύμβαση UNIDROIT 1995 για τα Κλαπέντα και Παρανόμως Εξαχθέντα Πολιτιστικά Αγαθά. Σε επίπεδο ΕΕ εφαρμόζεται η σχετική Οδηγία. Η παράνομη διακίνηση των μνημείων συνεπάγεται την υποχρέωση επαναπατρισμού. Μετά την τεκμηρίωση της σωρευτικής συνδρομής: α) της προέλευσης του μνημείου από το έδαφος του αιτούντος κράτους και β) της παράνομης διακίνησης και απόκτησής του, η υποβολή του αιτήματος οδηγεί στον επαναπατρισμό. Η διαδικασία τεκμηρίωσης είναι σε πολλές περιπτώσεις μακροχρόνια και επίπονη.Πρόσφατα, στις 22/1/2024, επαναπατρίσθηκαν από το Μουσείο του Πανεπιστημίου της Ατλάντας τρία μνημεία, αφού τεκμηριώθηκε η παράνομη λαθρανασκαφή τους από την Ελλάδα και η παράνομη εξαγωγή και διακίνησή τους. Το δικαίωμα των Ελλήνων πολιτών και η αντίστοιχη υποχρέωση της Ελληνικής Πολιτείας για επαναπατρισμό των μνημείων της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς, ερείδονται στην νομική επιταγή για διατήρηση των πολιτιστικών αγαθών στη χώρα καταγωγής τους, η οποία επιβάλλεται από την ιδιότητά τους να προσδιορίζουν την εθνική ταυτότητα, να καλλιεργούν το ανθρώπινο αίσθημα της κοινωνικότητας και να αποτελούν πηγές γνώσης και σοφίας, ενώ παράλληλα η διατήρηση αυτή διασφαλίζει τα επιστημονικά τεκμήρια, την ακεραιότητα των μνημείων και την πρόσβαση του κοινού σε αυτά. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η λεγόμενη Χιακή Ρήτρα ή Χιακή Στήλη, το αρχαιότερο Σύνταγμα στον κόσμο, χρονολογουμένη τον όγδοο ή έκτο αιώνα π.Χ., η οποία συνδέεται άμεσα με την εξέλιξη του δημοκρατικού πολιτεύματος την Ελλάδα, και με την ελληνική πολιτική και συνταγματική ιστορία, αφού μάλιστα λέγεται, ότι ο Σόλων, εμπνεύστηκε από την Μεγάλη Χιακή Ρήτρα για να διαμορφώσει τους νόμους, που θεμελίωσαν το δημοκρατικό πολίτευμα των Αθηνών. Πρόκειται για επιγραφή, γραμμένη βουστροφηδόν, η οποία βρέθηκε εντοιχισμένη το 1907, στην Χίο, ενώ ήταν υπό οθωμανική κατοχή, κοντά στο χωριό Θολοποτάμι, στο νότιο μέρος του νησιού. Η επιγραφή, γενικώς γνωστή ως «το Σύνταγμα της Χίου», δημοσιεύθηκε το 1909 από τους Dr.Jacobsthal και καθηγητή U. Von Wilamowitz -Moellendorff και, δεδομένου ότι η Χίος ήταν την εποχή εκείνη υπό οθωμανική κυριαρχία, η στήλη μεταφέρθηκε στο Αρχαιολογικό Μουσείο Κωνσταντινούπολης (αρ. 1907), όπου βρίσκεται έως και σήμερα. Τα διεθνή νομικά κείμενα για τον επαναπατρισμό σε περίπτωση ενόπλων συρράξεων είναι πολυπληθή. Επισημαίνεται ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών σε δεσμευτικά Ψηφίσματά του, υπογραμμίζει την υποχρέωση όλων των κρατών μελών να μεριμνούν για την ασφαλή επιστροφή των πολιτιστικών αγαθών που διακινήθηκαν παράνομα. Η παραπάνω υποχρέωση επιβεβαιώνεται από τις αποφάσεις του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης (ICJ), στην υπόθεση του ναού του Preah Vihear (Καμπότζη κατά Ταϊλάνδης), καθώς και του ανώτατου ακυρωτικού της Ιταλίας (Consiglio di Stato) στην υπόθεση επιστροφής της Αφροδίτης της Κυρήνης στη Λιβύη. Η υποχρέωση επανένωσης μνημείων με επαναπατρισμό των αποσπασθέντων αγαλμάτων, τμημάτων ή θραυσμάτων απορρέει από την προαναφερθείσα αρχή της ακεραιότητας των μνημείων: Το μνημείο που έχει αποσυναρμολογηθεί, κατακερματιστεί και διανεμηθεί μεταξύ των διαφόρων κρατών θα πρέπει να αποκατασταθεί στην αρχική του μορφή, ως σύνολο, με τον επαναπατρισμό των θραυσμάτων. Η υποχρέωση του Κράτους που κατέχει τμήματα που αποσπάστηκαν από ενιαίο ακίνητο μνημείο, να τα επιστρέψει στο Κράτος όπου βρίσκεται το ακίνητο μνημείο, έχει κριθεί και από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης (ICJ), με την προαναφερθείσα απόφασή του στην υπόθεση Καμπότζη κατά Ταϊλάνδης. Πληθώρα παραδειγμάτων επανένωσης κατόπιν δικαστικής απόφασης ή διμερών συμφωνιών καταδεικνύουν την ανάδυση σχετικού διεθνούς εθιμικού κανόνα. Τέτοια παραδείγματα επανένωσης μνημείων συνιστούν οι υποθέσεις των ψηφιδωτών της Κανακαριάς, των ψηφιδωτών της Έδεσσας και του Ηρακλή της Πέργης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα υποχρέωσης επανένωσης συνιστούν τα Μνημεία του Ιερού Βράχου της Ακροπόλεως (το 60% των αετωμάτων και των μετοπών του Παρθενώνα, η 6η Καρυάτιδα και ο Κίων του Ερεχθείου, τμήματα από τον Ναό της Απτέρου Νίκης κ.ά.), που βρίσκονται στο Βρετανικό Μουσείο. Τα τμήματα αυτά αποσπάστηκαν από τα μνημεία της Ακρόπολης παρανόμως και με χρήση βίας κατά την περίοδο της Οθωμανικής κατοχής. Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στην Καρυάτιδα που βρίσκεται στο Βρετανικό Μουσείο, για την οποία δεν έχει υποβληθεί επίσημο αίτημα επαναπατρισμού, και η οποία αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα του Ερεχθείου, διότι επέχει θέση κίονα στο μνημείο, μαζί με τις υπόλοιπες πέντε Καρυάτιδες, που βρίσκονται στο Μουσείο της Ακρόπολης. Η διαφύλαξη της πολιτιστικής κληρονομιάς έχει αναχθεί στο διακύβευμα της εποχής μας και το δίκαιό της παρουσιάζει συνεχή εξέλιξη με εμπλουτισμό των διατάξεων στα διαφορετικά νομικά πεδία. Η παρούσα διατριβή τοποθετεί στο επίκεντρο τα ίδια τα μνημεία, επισημαίνοντας την αυταξία τους, τον δημόσιο σκοπό που υπηρετούν, τον χαρακτήρα τους ως δημοσίων αγαθών και ως φορέων πολιτιστικής ταυτότητας και την αρχή της ακεραιότητάς τους. Η συμβολή της έγκειται στην ταυτόχρονη μελέτη, ανάλυση και σύνθεση, και στην παράλληλη εξέταση και συναρμογή των διαφορετικών κλάδων του δικαίου, εσωτερικού και διεθνούς, λαμβάνοντας υπ’ όψιν και τους κανόνες ηπίου δικαίου, με σκοπό την ολιστική προσέγγιση των ολοένα και περισσότερο σύνθετων αναδυομένων νομικών ζητημάτων. Με τα πορίσματα της παρούσας έρευνας διατυπώνονται πρωτότυποι καινοτόμοι προβληματισμοί και ανοίγονται νέοι δρόμοι στη νομική σκέψη σχετικά με την διαφύλαξη των πολιτιστικών αγαθών και τα δικαιώματα σε αυτά, όπως η εξέταση της ανάδυσης διεθνούς εθιμικού κανόνα επανένωσης μνημείων και το ζήτημα του δικαιώματος των Ελλήνων πολιτών στον επαναπατρισμό των πολιτιστικών αγαθών και της σχετικής υποχρέωσης της Ελληνικής Πολιτείας. Η πρωτοτυπία της παρούσας έρευνας συνίσταται επίσης στην εξέταση των ζητημάτων διαφύλαξης της πολιτιστικής κληρονομιάς με τη μεθοδολογία της ολιστικής προσέγγισης. Με την μεθοδολογία αυτή και το πολυσχιδές της αντικείμενο, η παρούσα μελέτη εξετάζει τα ζητήματα που αναδύονται στο εξελισσόμενο δίκαιο της Πολιτιστικής Κληρονομιάς, καθώς οι διεθνείς αρχές επαναπροσδιορίζονται προς την κατεύθυνση της ολοένα και ισχυρότερης Διαφύλαξής της, η οποία, αναμφισβήτητα, συνιστά κοινό συμφέρον της Ανθρωπότητας, υπό το φως του ορισμού του Αριστοτέλους για το δίκαιο, κατά τον οποίον δίκαιον είναι το συμφέρον του κοινωνικού συνόλου: «ἔστι δὲ πολιτικὸν ἀγαθὸν τὸ δίκαιον, τοῦτο δ’ ἐστὶ τὸ κοινῇ συμφέρον» (Πολιτικά Γ1282b 16-18), «οἱ νομοθέται στοχάζονται καί δίκαιον φασίν εἶναι τό κοινῇ συμφέρον» (Ηθικά Νικομάχεια Θ 1160a 14-16).
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Abstract This dissertation explores the preservation and safeguarding of cultural heritage, a matter of fundamental significance to human beings and their well-being. International law presents a diversity of definitions in this regard. According to UNESCO, heritage represents our legacy from the past, our experiences in the present, and what we pass on to future generations. Cultural and natural heritage are considered irreplaceable sources of life and inspiration. The dissertation is structured into three chapters: The first chapter examines the significance and content of cultural heritage, as well as its protection in all its forms. The second chapter investigates the legal rights over monuments and their circulation, with particular emphasis on the prohibition of illicit trafficking. The third chapter focuses on the repatriation of monuments as a human right, highlighting the removal of cultural property from its place of origin as a form of "cultural genocide" and ethnic cleansin ...
Abstract This dissertation explores the preservation and safeguarding of cultural heritage, a matter of fundamental significance to human beings and their well-being. International law presents a diversity of definitions in this regard. According to UNESCO, heritage represents our legacy from the past, our experiences in the present, and what we pass on to future generations. Cultural and natural heritage are considered irreplaceable sources of life and inspiration. The dissertation is structured into three chapters: The first chapter examines the significance and content of cultural heritage, as well as its protection in all its forms. The second chapter investigates the legal rights over monuments and their circulation, with particular emphasis on the prohibition of illicit trafficking. The third chapter focuses on the repatriation of monuments as a human right, highlighting the removal of cultural property from its place of origin as a form of "cultural genocide" and ethnic cleansing. It also addresses the process of repatriation, as well as specific cases involving the removal of monuments in armed conflict and the reunification of fragmented monuments. Cultural heritage has suffered destruction throughout history. As early as the 2nd century B.C., the historian Polybius condemned the looting of cultural property during Roman conquests, calling it an act of madness. The monuments of the Acropolis of Athens and Palmyra in Syria stand as prominent examples of violence and looting during the 19th and 20th centuries. In contemporary times, the illegal trade of cultural objects—through auctions and increasingly via the internet—poses significant threats to heritage. UNESCO has identified this illicit trafficking as one of the most persistent illegal activities worldwide, alongside drug and arms trafficking, due to its high financial stakes. The protection of cultural property in international legal texts is articulated through prohibitions on damage, destruction, looting, and illicit excavation; obligations for preservation; bans on illegal trafficking; and duties of restitution. Additionally, states are required to cooperate internationally. In the context of armed conflict, the body of legal norms regulating the obligations of parties falls under International Humanitarian Law and is recognized as customary international law. Current developments also consider the emergence of a customary rule on the protection of cultural property in times of peace, following the methodology of the International Law Commission. The convergence of human rights law and humanitarian law further supports the application of human rights provisions in cultural heritage protection cases. Hellenic law grants heightened constitutional protection to the cultural environment and monuments, benefiting both current and future generations. Law 4858/2021 codifies the protection of all monuments within Greek territory and extends it to those linked to Greece, regardless of location or time of removal. Monuments and archaeological sites are classified as inalienable public goods with use rights, and public enjoyment thereof constitutes an expression of individual personality. Legal rights over monuments are a prerequisite for lawful circulation, as legitimacy of origin is contingent upon these rights. International treaties portray monuments as public goods. At the international level, legal authority over monuments and their circulation is determined by the laws of the State of origin. Cultural rights, as recognized by the international community, aim to ensure the protection of individuals as fully developed personalities. Monument circulation relates to the human right to participate in cultural life through access and preservation. The principle of monument integrity requires that monuments remain undivided and whole to fulfill their purpose and social function as cultural identity markers and historical testimonies. Separated parts are inherently linked to the original monuments and cannot be treated as independent legal entities. A key example is the statues of Poseidon and Athena from the west pediment of the Parthenon, divided between the British Museum and the Acropolis Museum. According to Law 4858/2021, rights over monuments are accompanied by numerous obligations, as they serve the public interest and possess intrinsic value. Ownership and possession acquire a distinct meaning based on their status as public goods, the recognition of human rights, and the principle of equal access to national heritage. Illegal trafficking of cultural property during armed conflict is prohibited under international humanitarian law. Legal circulation requires prior verification of lawful provenance, an emerging norm in customary international law. UNESCO’s 1970 Convention imposes an obligation on States Parties to act against illegal import, export, and transfer of cultural goods. The ICOM Code of Ethics mandates that museums retain only those artifacts accompanied by valid legal documentation. The due diligence principle requires meticulous scrutiny of provenance in all transactions, evaluating acquisition conditions, compensation, export certificates, and checks against stolen art registries. Unauthorized circulation of artifacts—particularly through auctions—is prohibited under Hellenic law. A landmark decision on June 9, 2020, by a U.S. Court of Appeals in Sotheby’s v. Hellenic Ministry of Culture upheld Greece’s sovereign right to demand the withdrawal of an artifact from auction and confirmed the state's sovereign immunity. The issue of repatriation is rooted in the understanding that cultural property must remain in its place of origin due to its cultural significance. The emotional and identity-related bond between people and their monuments frames repatriation as a matter of human rights, enshrined in numerous legal instruments, as the right of access to heritage constitutes participation in cultural life. The removal or destruction of monuments, particularly in armed conflict and occupation, is interpreted as "cultural genocide" or ethnic cleansing. The International Criminal Tribunal for the former Yugoslavia recognized cultural destruction as a key aspect of genocide. Similarly, the International Court of Justice acknowledged the elimination of Armenian cultural elements by Azerbaijan in its December 7, 2021 ruling, describing it as an effort to legitimize occupation and permanently estrange displaced persons. Turkey has pursued similar tactics since the 1974 invasion and continued occupation of northern part of Cyprus, engaging in systematic destruction and erasure of the region's cultural heritage to "Turkify" the occupied territory and assert permanent presence. The conversion of Hagia Sophia into a mosque is also viewed as an act of monument distortion. Various legal instruments govern the repatriation of cultural property. Under the 1970 UNESCO Convention, States Parties are obliged, upon request by the State of origin, to take necessary actions for the recovery and return of illegally exported artifacts. Even for illicit imports predating the Convention, States are encouraged to reach agreements aligned with its principles. Hence, pre-1970 imports are not legitimate grounds for non-compliance. The 1995 UNIDROIT Convention further addresses the return of stolen and illegally exported cultural objects. At the EU level, relevant Directives apply. Illegal trafficking necessitates restitution. Once both the origin and unlawful acquisition of an object are substantiated, repatriation must follow. This documentation process is often protracted and complex. On January 22, 2024, three artifacts were repatriated from the University of Atlanta Museum after evidence confirmed their illegal excavation and export from Greece. Greek citizens’ right—and the corresponding obligation of the Hellenic State—to pursue repatriation of national heritage is grounded in the legal imperative to preserve cultural property, which shapes national identity, nurtures social cohesion, and serves as a source of knowledge. A notable case is the "Chian Decree" or "Chian Column"—the world's earliest constitution, dating from the 8th or 6th century B.C. Allegedly, Solon drew inspiration from it to draft laws that laid the foundation for Athenian democracy. Discovered embedded in a wall in Ottoman-occupied Chios in 1907, the artifact was published in 1909 and remains in the Istanbul Archaeological Museum. Numerous international instruments mandate repatriation during armed conflict. Binding UN Security Council Resolutions stress all member states' obligation to ensure the safe return of unlawfully trafficked cultural property. This duty has been upheld by the ICJ in the Preah Vihear Temple case (Cambodia v. Thailand) and by Italy’s Supreme Administrative Court regarding the return of the Aphrodite of Cyrene to Libya. The obligation to reunite fragmented monuments derives from the principle of integrity. When monuments are disassembled and scattered, they must be restored to their original form. The ICJ affirmed this obligation in the Cambodia v. Thailand decision. Judicial rulings and bilateral agreements supporting reunification reflect the emergence of a customary international norm. Notable cases include the mosaics of Kanakaria and Edessa, and the Heracles of Perge. A quintessential case is the Acropolis Monuments (e.g., 60% of the Parthenon’s pediments and metopes, the 6th Caryatid, Erechtheion column segments), now housed in the British Museum. These elements were illicitly removed under Ottoman occupation. Particularly noteworthy is the Caryatid from the Erechtheion, which remains in London despite no formal repatriation request—though it structurally completes the set of six columns held at the Acropolis Museum. Safeguarding cultural heritage has become a defining challenge of our era. Legal regimes continue to evolve through ongoing enrichment of provisions across multiple fields of law. This dissertation centers monuments themselves, highlighting their intrinsic value, public function, status as public goods and cultural identity symbols, and the principle of their integrity. Its contribution lies in the simultaneous study, analysis, and synthesis of legal branches—domestic and international—considering also soft law instruments, aiming at a holistic treatment of increasingly complex legal challenges. The findings of this research raise original, innovative issues and open new paths in legal thought regarding cultural heritage protection and rights thereto, such as the potential emergence of a customary rule on monument reunification and the entitlement of Greek citizens to demand repatriation. Its originality further lies in adopting a holistic methodology for examining cultural heritage protection, enabling a multidimensional approach to the evolving legal framework. As international principles increasingly shift toward more robust protection of heritage, such safeguarding clearly constitutes a common interest of humanity, in line with Aristotle’s definition of justice: “Justice is the political good, and this is the common interest.”(Politics III 1282b16–18; Nicomachean Ethics IX 1160a14–16).
περισσότερα