Περίληψη
Στα πλαίσια του παγκόσμιου ανταγωνισμού, αλλά και της διαρκούς μεταβαλλόμενης φύσης της καινοτομίας, η δημιουργικότητα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην αύξηση της αξίας των επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτό, καθίσταται δυνατή η δημιουργία, η μεταφορά νέων αξιών και η ανακάλυψη νέων διαστάσεων, οι οποίες προστίθενται στις ήδη υπάρχουσες. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, απαιτεί ολική μεταβολή της υπάρχουσας δομής, αντίληψης και προσέγγισης στο management, αλλά και στην οργανωτική ατμόσφαιρα. Αρωγός στην μεταβολή αυτή, βέβαια, αποτελεί η απόκτηση του Πνευματικού Κεφαλαίου (Muammer Zerenler, Selcuk Burak Hasiloglu ,Mete Sezgin, 2008) H επιτυχία του ανταγωνισμού, πλέον, βασίζεται κυρίως στη στρατηγική κατανομή της γνώσης, θέτοντας, παράλληλα, σε λιγότερο σημαντική θέση τη στρατηγική κατανομή των φυσικών και χρηματοοικονομικών πόρων της επιχείρησης (Bontis, 1996). Σύμφωνα με τη θεωρία των πόρων (Resource Based View-RBV) οι επιχειρήσεις κατακτούν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μέσω της απόκτησης, δια ...
Στα πλαίσια του παγκόσμιου ανταγωνισμού, αλλά και της διαρκούς μεταβαλλόμενης φύσης της καινοτομίας, η δημιουργικότητα αποτελεί καθοριστικό παράγοντα στην αύξηση της αξίας των επιχειρήσεων. Με τον τρόπο αυτό, καθίσταται δυνατή η δημιουργία, η μεταφορά νέων αξιών και η ανακάλυψη νέων διαστάσεων, οι οποίες προστίθενται στις ήδη υπάρχουσες. Το γεγονός αυτό, ωστόσο, απαιτεί ολική μεταβολή της υπάρχουσας δομής, αντίληψης και προσέγγισης στο management, αλλά και στην οργανωτική ατμόσφαιρα. Αρωγός στην μεταβολή αυτή, βέβαια, αποτελεί η απόκτηση του Πνευματικού Κεφαλαίου (Muammer Zerenler, Selcuk Burak Hasiloglu ,Mete Sezgin, 2008) H επιτυχία του ανταγωνισμού, πλέον, βασίζεται κυρίως στη στρατηγική κατανομή της γνώσης, θέτοντας, παράλληλα, σε λιγότερο σημαντική θέση τη στρατηγική κατανομή των φυσικών και χρηματοοικονομικών πόρων της επιχείρησης (Bontis, 1996). Σύμφωνα με τη θεωρία των πόρων (Resource Based View-RBV) οι επιχειρήσεις κατακτούν το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα μέσω της απόκτησης, διατήρησης και διαρκούς χρήσης (subsequent use) των στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων. Τα στοιχεία αυτά αποτελούν μείζονος σημασίας για τα ανταγωνιστικά πλεονεκτήματα και την ισχυρή οικονομική απόδοση (Wernerfelt, 1984; Lev,1987). Τα υλικά καθώς και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία εκλαμβάνονται ως εν δυνάμει στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία. Το γεγονός ότι λαμβάνονται υπόψη και τα άυλα περιουσιακά στοιχεία απορρέει από την ικανότητα που παρουσιάζουν να κατέχουν όλα τα χαρακτηριστικά των στρατηγικών περιουσιακών στοιχείων (Barney,1991;Godfrey & Hill, 1995; McGrath, MacMillan & Venkatramman, 1995). Παρότι, η πλειονότητα των άυλων παγίων δεν κρίνονται ικανά , ώστε να χαρακτηρισθούν ως στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία το Πνευματικό Κεφάλαιο αποτελεί απαραίτητο περιουσιακό στοιχείο (Mouritsen, 1998; Michalisin, Smith and Kline, 1997, Griliches, 1990; Reed and DeFillippi,1990). Παρά το γεγονός ότι υπάρχουν διάφοροι τύποι άυλων, τα οποία θα ήταν πιθανό να χαρακτηρισθούν ως στρατηγικά περιουσιακά στοιχεία, η αυστηρή εφαρμογή κριτηρίων της σπανιότητας, της μη δυνατότητας αντιγραφής ή υποκατάστασής τους, περιορίζουν τον αριθμό και συγκεκριμένα καταλήγουν στο Πνευματικό Κεφάλαιο (Hall, 1992, 1993). Η γνώση είναι μη ορατή και άυλη. Συνεπώς, όλα τα παραδοσιακά μέσα, όπως η λογιστική κ.α. ,τα οποία κατέχουν οι επιχειρήσεις, ώστε να προβαίνουν σε μετρήσεις, δεν επαρκούν για μια ακριβή αξιολόγηση της γνώσης που υπάρχει στην επιχείρηση. Επομένως, ελλοχεύει ο κίνδυνος της παράβλεψης ή της αγνόησης του στοιχείου της γνώσης , ή ακόμα και της υποτίμησης της συμβολής και της αξίας που έχει μέσα στην επιχείρηση. Κατά συνέπεια, ενδέχεται να ληφθούν αποφάσεις, οι οποίες μακροπρόθεσμα να αποβούν ζημιογόνες, διότι θα έχουν βλάψει το κεφάλαιο των άυλων περιουσιακών στοιχείων της οντότητας. Ακόμα μία πιθανότητα αποτελεί και το σενάριο της στροφής της επιχείρησης προς τη βελτίωση της αποδοτικότητας μόνο των υλικών παγίων στοιχείων , καθότι αποτελούν τα μόνα μετρήσιμα μεγέθη που δύνανται να αξιολογηθούν από τους ανώτερους διευθυντές (senior managers) (Hauser and Katz, 1998)Οι χρήστες των λογιστικών πληροφοριών δύναται να είναι ιδιοκτήτες επιχειρήσεων, διευθυντές, πελάτες, πιστωτές, οικονομικοί αναλυτές, εργατικές ενώσεις ή εργαζόμενοι σε επιχειρήσεις. Η Διοικητική Λογιστική αποτελεί τον κλάδο εκείνο της Λογιστικής, ο οποίος επικεντρώνεται στην εξασφάλιση συγκεκριμένων πληροφοριών. Οι ίδιες, βέβαια, κρίνονται πολύτιμες για τους εσωτερικούς χρήστες, καθώς απευθύνονται στις διάφορες βαθμίδες της διοίκησης της επιχείρησης. Μάλιστα, ένα από τα θέματα με τα οποία ασχολείται η Διοικητική Λογιστική είναι και ο προσδιορισμός του κόστους των προϊόντων και των υπηρεσιών. Παράλληλα, στη Διοικητική Λογιστική γίνεται χρήση μεγεθών τα οποία αφορούν το μέλλον, όπως οι προβλέψεις. Συνεπώς, τα μεγέθη αυτά βασίζονται σε υποκειμενικά δεδομένα. Επιπλέον, κάθε οικονομική μονάδα δύναται να προσδιορίσει ποιοί παράγοντες θα συνυπολογίζονται για την πρόβλεψη και τον προσδιορισμό της αποδοτικότητας, της κερδοφορίας και όποια άλλα μεγέθη βρίσκονται στο πεδίο ενδιαφέροντος της διοίκησης. Η επιχείρηση επιθυμεί ανάπτυξη και ανταγωνιστικότητα. Επομένως, κρίνεται ως επιτακτική ανάγκη ο σχεδιασμός νέων προϊόντων, η βελτίωση της παραγωγικής διαδικασίας, αλλά και η ελαχιστοποίηση του κόστους των παραγόμενων προϊόντων και υπηρεσιών της. Ένας οργανισμός οφείλει να προβαίνει στις απαραίτητες διαδικασίες, ώστε να ανακαλύπτει τα προβλήματα εκείνα από τα οποία ενδέχεται να προκληθεί μείωση των εσόδων της στο μέλλον. Πιο συγκεκριμένα, χρήζει αναγκαία η σύνταξη εκθέσεων από τις οποίες προκύπτει ο βαθμός ικανοποίησης των εργαζομένων, αρνητικά ζητήματα τα οποία παρουσιάζονται από τον ανταγωνισμό, καθώς και ο βαθμός ικανοποίησης των πελατών από τα προϊόντα και της υπηρεσίες της επιχείρησης (Διοικητική Λογιστική: Κοστολόγηση και Αποφάσεις, Α. Καραγιώργος, Γ. Δρογαλάς, Μ. Παζάρσκης). Με την πάροδο του χρόνου οι managers ενημερώνονται περισσότερο για το ρόλο που διαδραματίζουν τα άυλα στην κερδοφορία της επιχείρησης, καθώς δημιουργούνται νέες απαιτήσεις αναφορικά με τη διοικητική λογιστική, ώστε μέσω αυτής να προσιοριστεί και να μετρηθεί και να καταγραφεί η αξία και η απόδοση του πνευματικού κεφαλαίου (Marr and Chatzkel, 2004) Η διοίκηση πρέπει να βρίσκεται σε θέση να αναγνωρίσει, να μετρήσει και να επικοινωνήσει τους δείκτες αξίας που απαιτούνται, ώστε να βελτιώσει τα πληροφοριακά συστήματα, την απόδοση και την κατανομή των πόρων με σκοπό την ενημέρωση των επενδυτών (Ittner and Larcker, 1998). Συνεπώς, οι επιχειρήσεις με υψηλό επίπεδο πνευματικού κεφαλαίου πρέπει να αναπτύξουν συστήματα διοικητικής λογιστικής, αλλά και ελέγχου, ώστε να υποστηριχθούν οι εν λόγω προσπάθειες. (Tayles Mike, 2007, σ. 523).Συμπέρασμα είναι η αύξηση του πνευματικού κεφαλαίου και η θετική επίδρασή του στην κοστολόγηση και στη διοικητική λογιστική, υπογραμμίζοντας την αξία του, όντας μετρήσιμο σε κοστολογικούς όρους. Οι επιχειρήσεις χρειάζονται μετρήσεις σε χρηματικές μονάδες, όπως και απεικόνιση αυτών σε λογιστικές καταστάσεις. Επιβεβαιώνεται, λοιπόν, η ανάγκη προσδιορισμού μιας μεθόδου που θα μεταφράσει την αξία παρουσιάζοντάς τη στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
In the context of global competition and the constantly changing nature of innovation, creativity is a determining factor in increasing businesse value. Therefore, it becomes possible to create, transfer new values, and discover new dimensions that are added to the already existing ones. However, this fact requires a complete transformation of the existing structure, perception, and approach to management, as well as the organizational atmosphere. In order for this transformation to happen, is required the acquisition of Intellectual Capital (Muammer Zerenler, Selcuk Burak Hasiloglu, Mete Sezgin, 2008). The market edge is now primarily based on the strategic distribution of knowledge, while enterprises place less emphasis on the strategic distribution of their physical and financial resources (Bontis, 1996). According to the Resource-Based View (RBV), businesses strive to compete through the acquisition, maintenance, and continuous use of strategic assets. These elements are of major i ...
In the context of global competition and the constantly changing nature of innovation, creativity is a determining factor in increasing businesse value. Therefore, it becomes possible to create, transfer new values, and discover new dimensions that are added to the already existing ones. However, this fact requires a complete transformation of the existing structure, perception, and approach to management, as well as the organizational atmosphere. In order for this transformation to happen, is required the acquisition of Intellectual Capital (Muammer Zerenler, Selcuk Burak Hasiloglu, Mete Sezgin, 2008). The market edge is now primarily based on the strategic distribution of knowledge, while enterprises place less emphasis on the strategic distribution of their physical and financial resources (Bontis, 1996). According to the Resource-Based View (RBV), businesses strive to compete through the acquisition, maintenance, and continuous use of strategic assets. These elements are of major importance for superiority and strong financial performance (Wernerfelt, 1984; Lev, 1987). Tangible and intangible assets are considered potential strategic assets. The fact that intangible assets are also taken into account arises from their ability to exhibit all the characteristics of strategic assets (Barney, 1991; Godfrey & Hill, 1995; McGrath, MacMillan & Venkatramman, 1995). Although the majority of intangible assets are not deemed capable of being classified as strategic assets, Intellectual Capital is an essential asset (Mouritsen, 1998; Michalisin, Smith, and Kline, 1997; Griliches, 1990; Reed and DeFillippi, 1990). Despite the existence of various types of intangibles that could potentially be classified as strategic assets, the strict application of criteria such as rarity, non-imitability, or substitutability limits the number and specifically leads to Intellectual Capital (Hall, 1992, 1993). Knowledge is invisible and intangible. Therefore, all traditional means, such as accounting, that businesses have to conduct measurements are insufficient for an accurate evaluation of the knowledge present within the business. Consequently, there is a risk of overlooking or ignoring the element of knowledge, or even underestimating its contribution and value within the business. As a result, decisions may be made that could be detrimental in the long term, as they may harm the capital of intangible assets of the entity. Another possibility is the scenario of the business turning towards improving the efficiency only of tangible fixed assets, as they are the only measurable figures that can be assessed by senior managers (Hauser and Katz, 1998). The users of accounting information can be business owners, managers, customers, creditors, financial analysts, labor unions, or employees in businesses. Management Accounting is the branch of Accounting that focuses on providing specific information. This information is deemed very valuable for internal users, as it addresses various levels of management in the business. In fact, one of the issues that Management Accounting deals with is the determination of the cost of products and services. At the same time, Management Accounting utilizes figures that pertain to the future, such as forecasts. Therefore, these figures are based on subjective data. Additionally, each economic unit can determine which factors will be considered for forecasting and determining performance, profitability, and any other metrics in the management's area of interest. The business seeks growth and competitiveness. Therefore, it is deemed imperative to design new products, improve the production process, and minimize the costs of its produced products and services. An organization must undertake necessary procedures to uncover those problems that may lead to a reduction in its future revenues. More specifically, it is necessary to prepare reports that indicate the degree of employee satisfaction, negative issues arising from competition, as well as the level of customer satisfaction with the business's products and services (Management Accounting: Costing and Decisions, A. Karagiorgos, G. Drogalas, M. Pazarskis). Gradually, managers are becoming increasingly informed about the significance of the intangibles in the profitability of the business, as new demands arise regarding management accounting, so that through it, the value and performance of intellectual capital can be defined, measured, and recorded (Marr and Chatzkel, 2004). Management should be able to recognize, measure, and communicate the value indicators required to improve information systems, performance, and resource allocation to inform investors (Ittner and Larcker, 1998). Thus, businesses with a high level of intellectual capital must develop management accounting and control systems to support these efforts (Tayles Mike, 2007, p. 523). The conclusion is the increase in intellectual capital and its positive impact on costing and managerial accounting, highlighting its value as it becomes measurable in cost terms. Businesses require measurements in monetary units, as well as their representation in financial statements. Therefore, the need for determining a method that will translate this value into financial statements is confirmed.
περισσότερα