Περίληψη
Η αποπληρωμή του χρέους από όλους τους οικονομικούς φορείς – νοικοκυριά και επιχειρήσεις – παραμένει ένας θεμελιώδης προσδιοριστικός παράγοντας της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος διαχρονικά. Ο παράγοντας αυτός αποδείχθηκε ακόμη πιο κρίσιμος από την έναρξη της Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Κρίσης (GFC) το 2008, όταν ο λόγος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) προς το σύνολο των ακαθάριστων δανείων έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα. Η απότομη αύξηση των ΜΕΔ δεν απείλησε μόνο τη βιωσιμότητα πολυάριθμων τραπεζικών ιδρυμάτων, αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, έθεσε σε κίνδυνο τη σταθερότητα ολόκληρων χρηματοπιστωτικών συστημάτων, με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα. Οι χρηματοπιστωτικές αναταράξεις που προκλήθηκαν από την GFC ανέδειξαν μια σειρά σημαντικών ερευνητικών ερωτημάτων σχετικά με τους προσδιοριστικούς παράγοντες της εξέλιξης των ΜΕΔ και τη μακροχρόνια σχέση τους με τις στρατηγικές διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών. Συγκεκριμένα, έχει ιδιαίτερη σημασί ...
Η αποπληρωμή του χρέους από όλους τους οικονομικούς φορείς – νοικοκυριά και επιχειρήσεις – παραμένει ένας θεμελιώδης προσδιοριστικός παράγοντας της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος διαχρονικά. Ο παράγοντας αυτός αποδείχθηκε ακόμη πιο κρίσιμος από την έναρξη της Παγκόσμιας Χρηματοπιστωτικής Κρίσης (GFC) το 2008, όταν ο λόγος των Μη Εξυπηρετούμενων Δανείων (ΜΕΔ) προς το σύνολο των ακαθάριστων δανείων έφτασε σε πρωτοφανή επίπεδα. Η απότομη αύξηση των ΜΕΔ δεν απείλησε μόνο τη βιωσιμότητα πολυάριθμων τραπεζικών ιδρυμάτων, αλλά, σε ορισμένες περιπτώσεις, έθεσε σε κίνδυνο τη σταθερότητα ολόκληρων χρηματοπιστωτικών συστημάτων, με το ελληνικό τραπεζικό σύστημα να αποτελεί ενδεικτικό παράδειγμα. Οι χρηματοπιστωτικές αναταράξεις που προκλήθηκαν από την GFC ανέδειξαν μια σειρά σημαντικών ερευνητικών ερωτημάτων σχετικά με τους προσδιοριστικούς παράγοντες της εξέλιξης των ΜΕΔ και τη μακροχρόνια σχέση τους με τις στρατηγικές διαχείρισης κινδύνων των τραπεζών. Συγκεκριμένα, έχει ιδιαίτερη σημασία να κατανοηθεί πώς η διοίκηση κάθε χρηματοπιστωτικού ιδρύματος προσεγγίζει τον πιστωτικό κίνδυνο, κάτι που πλέον αποτελεί βασικό πεδίο έρευνας. Επιπλέον, το κατά πόσο η Αβεβαιότητα Οικονομικής Πολιτικής (Economic Policy Uncertainty - EPU) και οι επιμέρους συωιστώσες της επηρεάζουν τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα μακροπρόθεσμα, παραμένει ένα κρίσιμο ερώτημα για την ακαδημαϊκή κοινότητα και τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής. Παράλληλα, οι επιδράσεις της διαφθοράς (ή της διαφάνειας) στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα – όπως αυτή προσεγγίζεται μέσω των ΜΕΔ – πέραν της τεκμηριωμένης επίδρασής της στην οικονομική ανάπτυξη, απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση, με τον ρωσικό τραπεζικό τομέα να αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Στο πλαίσιο της προσπάθειάς μας να διερευνήσουμε τα παραπάνω ερευνητικά ερωτήματα, επιλέξαμε την Ελλάδα και τη Ρωσία ως χώρες αναφοράς. Η Ελλάδα χρησιμοποιείται ως χώρα αναφοράς για τα δύο πρώτα ερωτήματα, ενώ η Ρωσία για το τρίτο. Όσον αφορά το πρώτο ερώτημα, το οποίο εξετάζει τη στάση των διοικήσεων των τραπεζών απέναντι στον κίνδυνο σε επίπεδο ιδρύματος, χρησιμοποιήσαμε τριμηνιαία δεδομένα για την περίοδο από το Α’ τρίμηνο 2005 έως το Δ’ τρίμηνο 2014 για τις τέσσερις συστημικά σημαντικές ελληνικές τράπεζες: Eurobank, Alpha Bank, Τράπεζα Πειραιώς και Εθνική Τράπεζα. Οι τράπεζες αυτές καλύπτουν το πλήρες φάσμα τραπεζικών δραστηριοτήτων. Για την ανάλυση της μακροχρόνιας σχέσης μεταξύ των ΜΕΔ και του δείκτη EPU μαζί με τα επιμέρους συστατικά του, αντλήσαμε δεδομένα από την Τράπεζα της Ελλάδος για την περίοδο από το Δ’ τρίμηνο 2002 έως το Α’ τρίμηνο 2020. Για τα δύο πρώτα ερευνητικά ερωτήματα εφαρμόζουμε ανάλυση χρονοσειρών. Επιπλέον, για την εκτίμηση της επίδρασης της διαφάνειας (ή διαφθοράς) στο ποσοστό των ΜΕΔ, χρησιμοποιήσαμε ετήσια panel δεδομένα για το ρωσικό τραπεζικό σύστημα κατά την περίοδο 2008–2014. Χρησιμοποιώντας ανάλυση συγχώνευσης (cointegration analysis) και το Υποδειγμα Διόρθωσης Σφαλμάτων (Vector Error Correction Model - VECM), διερευνούμε την ύπαρξη μακροχρόνιας σχέσης μεταξύ της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας (με προσεγγιστικό δείκτη τα ΜΕΔ), της κεφαλαιακής επάρκειας, της ρευστότητας και της ανεργίας. Επίσης, εφαρμόζουμε ανάλυση διάσπασης διακύμανσης (variance decomposition) για να εντοπίσουμε ενδεχόμενες αμφίδρομες σχέσεις μεταξύ αυτών των μεταβλητών. Τα ευρήματά μας παρέχουν ενδείξεις ύπαρξης μακροχρόνιας σχέσης μεταξύ των υπό εξέταση μεταβλητών. Όλες οι ελληνικές συστημικές τράπεζες συγκλίνουν προς μια μακροχρόνια ισορροπία, αν και ο ρυθμός σύγκλισης διαφέρει μεταξύ των ιδρυμάτων. Από τη μία πλευρά, η διακύμανση των ΜΕΔ εξηγείται όχι μόνο από την ανεργία αλλά και από τον δείκτη κεφαλαιακής επάρκειας – παράγοντας που βρίσκεται υπό την διακριτική ευχέρεια της διοίκησης των τραπεζών. Από την άλλη, η διακύμανση τόσο της κεφαλαιακής επάρκειας όσο και της ρευστότητας επηρεάζεται σημαντικά από τα ΜΕΔ σε περίπου τις μισές τράπεζες του δείγματός μας. Τα αποτελέσματα αυτά προσφέρουν κρίσιμες προτάσεις πολιτικής για τις νομισματικές αρχές και τις εποπτικές αρχές του τραπεζικού συστήματος. Οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις διαφορετικές στρατηγικές διαχείρισης κινδύνου που εφαρμόζουν οι τράπεζες, καθώς και τις διαφοροποιήσεις στη φιλοσοφία σύνθεσης των δανειακών τους χαρτοφυλακίων. Τέτοιες προσεγγίσεις είναι ουσιώδεις για τον σχεδιασμό πιο στοχευμένων και αποτελεσματικών εποπτικών πλαισίων, προσαρμοσμένων στα χαρακτηριστικά κάθε ιδρύματος. Χρησιμοποιώντας την ανάλυση συγχώνευσης και το VECM, ελέγχουμε για ύπαρξη μακροχρόνιας ισορροπίας, με τα αποτελέσματα να δείχνουν ότι: (1) Υπάρχει αρνητική, μακροχρόνια συγχωνευμένη σχέση μεταξύ της EPU και των συνιστωσών της με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα. (2) Η ανεργία και η κεφαλαιακή επάρκεια συνδέονται επίσης αρνητικά με τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα μακροπρόθεσμα. (3) Τα αποτελέσματά μας παραμένουν έγκυρα ακόμη και μετά τη διάσπαση του συνολικού ποσοστού ΜΕΔ σε στεγαστικά, καταναλωτικά και επιχειρηματικά δάνεια. (4) Τα καταναλωτικά δάνεια εμφανίζουν τη βραδύτερη προσαρμογή στη μακροχρόνια ισορροπία μεταξύ των υποκατηγοριών ΜΕΔ, ενώ τα στεγαστικά δάνεια επιστρέφουν ταχύτερα στην ισορροπία. Τα ευρήματα μας υποδεικνύουν σημαντικές προτάσεις πολιτικής: πρωτοβουλίες που στοχεύουν στη μείωση της αβεβαιότητας σχετικά με τη δημοσιονομική και τραπεζική πολιτική και στην ενίσχυση ενός σταθερού περιβάλλοντος για επιχειρήσεις και νοικοκυριά μπορούν να οδηγήσουν σε πιο αποτελεσματική διαχείριση των ΜΕΔ, καθώς η αβεβαιότητα επηρεάζει τα ΜΕΔ όχι μόνο βραχυπρόθεσμα αλλά και μακροπρόθεσμα. Τα αποτελέσματα με τη χρήση panel διανυσματικής αυτοπαλινδρόμησης (panel VAR) αναδεικνύουν τις επιπτώσεις των μεταβολών της διαφθοράς στην ποιότητα διαχείρισης των τραπεζών και στη χρονική επιμονή των ΜΕΔ, καθώς και την αρνητική της επίδραση στην οικονομική ανάπτυξη. Ένα σοκ στα ΜΕΔ μειώνει την κερδοφορία, την πιστωτική επέκταση και το ΑΕΠ. Σε περιβάλλον αυξανόμενης διαφθοράς, αυτές οι επιπτώσεις είναι ισχυρότερες και πιο επίμονες χρονικά, επιβεβαιώνοντας τις στρεβλωτικές επιδράσεις της διαφθοράς τόσο στη χρηματοπιστωτική σταθερότητα όσο και στην ανάπτυξη. Αντιθέτως, τα ΜΕΔ μειώνονται έπειτα από θετικά σοκ στην κερδοφορία, την μόχλευση και το ΑΕΠ.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
The repayment of debt by all economic agents, households, and corporations remains a fundamental determinant of the banking system's stability over time. This factor has proved to be even more critical since the onset of the Global Financial Crisis (GFC) in 2008, when the ratio of Non-Performing Loans (NPLs) to total gross loans reached unprecedented levels. The sharp increase in NPLs not only threatened the viability of numerous banking institutions but, in some cases, also jeopardized the stability of entire financial systems, with the Greek banking system representing an indicative example. The financial disruptions triggered by the GFC have raised several important research questions regarding the determinants of NPL’s evolution and their long-term relationship with banks' risk management strategies. Specifically, it is worth understanding how the management team of individual financial institutions approaches credit risk, and thus, it has become a key area of research. Furthermore ...
The repayment of debt by all economic agents, households, and corporations remains a fundamental determinant of the banking system's stability over time. This factor has proved to be even more critical since the onset of the Global Financial Crisis (GFC) in 2008, when the ratio of Non-Performing Loans (NPLs) to total gross loans reached unprecedented levels. The sharp increase in NPLs not only threatened the viability of numerous banking institutions but, in some cases, also jeopardized the stability of entire financial systems, with the Greek banking system representing an indicative example. The financial disruptions triggered by the GFC have raised several important research questions regarding the determinants of NPL’s evolution and their long-term relationship with banks' risk management strategies. Specifically, it is worth understanding how the management team of individual financial institutions approaches credit risk, and thus, it has become a key area of research. Furthermore, the extent to which Economic Policy Uncertainty (EPU) and its components influence financial stability over the long run remains an important question for both academics and policymakers. Additionally, the effects of corruption (or transparency) on financial stability (proxied by NPLs)—apart from its well-documented impact on economic growth—need further investigation, with the Russian banking sector being an explicit example. Since our effort is to investigate the aforementioned research questions, we selected Greece and Russia as reference countries. Greece is used as the reference country for the first two research questions, while Russia is the reference country for the third one. Regarding the first research question, it examines the attitude towards risk of bank management teams at the institutional level, and for this purpose, we utilized quarterly data covering the period from Q1 2005 to Q4 2014 for the four systemically important Greek banks: EFG Eurobank, Alpha Bank, Piraeus Bank, and National Bank of Greece (NBG). These banks execute a full range of banking activities. To analyze the long-run relationship between non-performing loans (NPLs) and the Economic Policy Uncertainty (EPU) index along with its components, we retrieved data from the Bank of Greece spanning the period from Q4 2002 to Q1 2020. For the two research questions above, we perform a time-series analysis. Furthermore, to assess the impact of changes in transparency (or corruption) on the NPL ratio, we employed annual panel data for the Russian banking system over the period from 2008 to 2014.By employing cointegration analysis and the Vector Error Correction Model (VECM), we investigate the existence of a long-run relationship among financial stability (proxied by NPLs), capital adequacy, liquidity, and unemployment. Additionally, we employ variance decomposition analysis to investigate potential bi-directional interactions among these variables of interest. Our findings provide evidence of the existence of a long-run relationship among the variables of interest. All the Greek systemic banks converge towards a long-term equilibrium, although the rate of convergence differs across institutions. On the one hand, the variability of NPLs is explained not only by unemployment but also by the capital adequacy ratio, a factor under the discretionary control of bank management. On the other hand, the variance of both capital adequacy and liquidity is significantly influenced by NPLs in approximately half of the banks in our study. These results provide us with some important policy implications for both monetary authorities and banking supervisors. Policymakers should take into account the variant risk management strategies implemented by different banks, as well as the different philosophies regarding the composition of their loan portfolios. Such views are essential for designing more targeted and effective regulatory frameworks based on each institution's characteristics. By utilizing cointegration analysis and the Vector Error Correction Model (VECM), we test for a long-run equilibrium with the results obtained providing evidence for the following: (1) There exists a negative, long-term co-integrating relationship between EPU and its components with financial stability. (2) Unemployment and capital adequacy are also negatively related to financial stability in the long term. (3) Our results hold even after decomposing the total NPL ratio into mortgage, consumer, and business NPLs. (4) Consumer NPLs exhibit the slowest adjustment to long-run equilibrium among the NPL subcategories, while mortgages return to the equilibrium at the fastest rate. Our findings provide us with some very important policy implications: initiatives aimed at reducing fiscal and banking policy uncertainties and fostering a stable environment for businesses and households could effectively manage NPLs more efficiently, as uncertainty influences NPLs not only in the short run but also in the long run. The results with the use of panel vector autoregression underline the effects of changes in corruption on banks’ management quality and on the time persistence of NPLs, along with the negative impact on economic growth. A shock to NPLs reduces profitability, loan growth, and GDP. In a worsening corruption environment, these effects are stronger and more time-persistent, confirming the distorting effects of corruption on both financial stability and growth. In contrast, NPLs decline due to a shock to profitability, leverage, and GDP.
περισσότερα