Περίληψη
Η παρούσα διατριβή εξετάζει την τηλεργασία στα ελληνικά πανεπιστήμια. Το θεωρητικό πλαίσιο της αφορά ένα σύνολο οργανωσιακών, ψυχολογικών καικοινωνιολογικών θεωριών, οι οποίες αξιοποιούνται για να ερμηνεύσουν την εμπειρία της τηλεργασίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κεντρική θέση καταλαμβάνει η Θεωρία του Αυτοπροσδιορισμού (Self-Determination Theory –SDT). Στην οργανωσιακή διάσταση, αξιοποιείται η Θεωρία των Κοινωνικο-Τεχνικών Συστημάτων, σύμφωνα με την οποία η αποτελεσματικότητα ενός οργανισμού εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ της τεχνολογικής υποδομής και της ανθρώπινης διάστασης. Η διατριβή περιλαμβάνει καικοινωνιολογικές θεωρήσεις της τηλεργασίας, με πιο χαρακτηριστική την ανάλυση που γίνεται μέσα από τη Θεωρία της Δραματουργίας του Erving Goffman. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζεται το πώς η απουσία φυσικής παρουσίας στην τηλεργασία αναδιαμορφώνει τη «σκηνική παρουσία» του εργαζόμενου και τον τρόπο που αυτός παρουσιάζει τον εαυτό του στις αλληλεπιδράσεις. Η διατριβή αναδεικνύει ότι η ε ...
Η παρούσα διατριβή εξετάζει την τηλεργασία στα ελληνικά πανεπιστήμια. Το θεωρητικό πλαίσιο της αφορά ένα σύνολο οργανωσιακών, ψυχολογικών καικοινωνιολογικών θεωριών, οι οποίες αξιοποιούνται για να ερμηνεύσουν την εμπειρία της τηλεργασίας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Κεντρική θέση καταλαμβάνει η Θεωρία του Αυτοπροσδιορισμού (Self-Determination Theory –SDT). Στην οργανωσιακή διάσταση, αξιοποιείται η Θεωρία των Κοινωνικο-Τεχνικών Συστημάτων, σύμφωνα με την οποία η αποτελεσματικότητα ενός οργανισμού εξαρτάται από την ισορροπία μεταξύ της τεχνολογικής υποδομής και της ανθρώπινης διάστασης. Η διατριβή περιλαμβάνει καικοινωνιολογικές θεωρήσεις της τηλεργασίας, με πιο χαρακτηριστική την ανάλυση που γίνεται μέσα από τη Θεωρία της Δραματουργίας του Erving Goffman. Στο πλαίσιο αυτό, εξετάζεται το πώς η απουσία φυσικής παρουσίας στην τηλεργασία αναδιαμορφώνει τη «σκηνική παρουσία» του εργαζόμενου και τον τρόπο που αυτός παρουσιάζει τον εαυτό του στις αλληλεπιδράσεις. Η διατριβή αναδεικνύει ότι η εξ αποστάσεως εργασία, ειδικά στην πανεπιστημιακή διδασκαλία, μετασχηματίζει τους ρόλους και τις κοινωνικές προσδοκίες, δημιουργώντας ενίοτε αίσθηση αποπροσωποποίησης. Παράλληλα,γίνεται αναφορά στη Θεωρία της Κοινωνικής Ανταλλαγής του Blau, η οποία εξηγεί τη σημασία της αμοιβαιότητας και της εμπιστοσύνης στην εργασιακή σχέση – στοιχεία που γίνονται περισσότερο εμφανή (ή επισφαλή) όταν η διαμεσολάβηση γίνεται μέσω τεχνολογίας. Τέλος, η διατριβή συζητά τη Θεωρία της Ευελιξίας του Atkinson, η οποία αφορά στη διαχείριση ανθρώπινου δυναμικού μέσω ευέλικτων μορφών απασχόλησης, και πώς αυτή εφαρμόζεται στο πανεπιστημιακό περιβάλλον. Ο συγγραφέας αναδεικνύει πώς η τηλεργασία μπορεί να λειτουργήσει ως εργαλείο ευελιξίας για τον οργανισμό, αλλά και ως πεδίο ενίσχυσης των ανισοτήτων, όταν δεν συνοδεύεται από σαφή πλαίσια, υποδομές και δίκαιες πρακτικές. Συνολικά, το θεωρητικό πλαίσιο της διατριβής δεν περιορίζεται σε μια μόνο σκοπιά, αλλά επιχειρεί μια ολιστική κατανόηση της τηλεργασίας ως σύνθετου κοινωνικού, τεχνολογικού και ψυχολογικού φαινομένου, ιδιαίτερα μέσα στο περιβάλλον των ελληνικών πανεπιστημίων, το οποίο διακρίνεται για τις ιδιαιτερότητες και τις προκλήσεις του. Η εμπειρική έρευνα πραγματοποιήθηκε με στόχο να εξετάσει τις επιπτώσεις της τηλεργασίας στην οργάνωση της εργασίας στα ελληνικά πανεπιστήμια, καθώς και τη στάση και εμπειρία του προσωπικού απέναντι σε αυτή τη μορφή απασχόλησης. Η ερευνητική διαδικασία βασίστηκε σε ποσοτική μεθοδολογία και διενεργήθηκε μέσω ερωτηματολογίου, το οποίο παρέμεινε αναρτημένο στην πλατφόρμα Google Forms για περίπου 30 εβδομάδες, από τις 6 Μαρτίου έως τις 29 Νοεμβρίου 2024. Συνολικά συγκεντρώθηκαν 1.205 έγκυρα ερωτηματολόγια, από 533 άνδρες (44,2%) και 672 γυναίκες (55,8%), προερχόμενους από 18 διαφορετικά Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα της χώρας. Τα ερευνητικά ερωτήματα της μελέτης εστίαζαν στη διερεύνηση της επίδρασης της τηλεργασίας στην επαγγελματική ζωή, την ισορροπία μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής, τη συνεργατικότητα, την τεχνολογική επάρκεια, την επαγγελματική εξουθένωση και την προθυμία διατήρησης υβριδικών μορφών εργασίας. Οι στατιστικές αναλύσεις πραγματοποιήθηκαν με το λογισμικό Jamovi και περιλάμβαναν περιγραφικά στατιστικά, τεστ ανεξαρτησίας χ² και συσχετίσεις Pearson. Ανάμεσα στα βασικά ευρήματα, το 66,4% των ερωτώμενων δήλωσε ότι θα επιθυμούσε να συνεχιστεί η τηλεργασία ή ένα υβριδικό μοντέλο στο μέλλον, ενώ το 31,7% προτιμά τη φυσική παρουσία. Υψηλό ποσοστό (72,8%) αισθάνθηκε ότι η τηλεργασία βελτίωσε τη διαχείριση του προσωπικού χρόνου. Ωστόσο, πάνω από το 57% δήλωσε ότι τα όρια μεταξύ επαγγελματικής και προσωπικής ζωής «θόλωσαν» σημαντικά. Παρατηρήθηκαν στατιστικά σημαντικές συσχετίσεις (r = 0,42, p < 0,01) ανάμεσα στην ανεπαρκή τεχνολογική υποστήριξη και την εμφάνιση άγχους ή εξουθένωσης. Οι γυναίκες ανέφεραν μεγαλύτερη επιβάρυνση από την ταυτόχρονη διαχείριση επαγγελματικών και οικογενειακών υποχρεώσεων (p < 0,05), ενώ η ηλικιακή ομάδα 41–60 εμφάνισε τη μεγαλύτερη σταθερότητα στην προτίμηση για υβριδική εργασία. Ενδιαφέρον παρουσιάζει το εύρημα ότι η αυξημένη χρήση κάμερας στις τηλεδιασκέψεις συνδέθηκε θετικά με την αντιληπτή αλληλεπίδραση και συνεργασία (r = 0,37,p < 0,01), αλλά αρνητικά με την ιδιωτικότητα και την άνεση των συμμετεχόντων. Συνολικά, τα ευρήματα υπογραμμίζουν την ανάγκη για θεσμική υποστήριξη της τηλεργασίας μέσω επαρκούς τεχνολογικής υποδομής, θεσμοθέτησης «δικαιώματος αποσύνδεσης» και προγραμμάτων ψυχολογικής ενίσχυσης. Η παρούσα έρευνα συμβάλλει εμπειρικά στην τεκμηρίωση των μετασχηματισμών στον εργασιακό πολιτισμό των ελληνικών πανεπιστημίων και παρέχει τεκμηριωμένες βάσεις για χάραξη πολιτικής.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
This dissertation examines telework in Greek universities. Its theoretical framework draws on a set of organizational, psychological, and sociological theories, which are used to interpret the experience of telework in higher education. At the center of this framework lies the Self-Determination Theory (SDT). On the organizational level, the study employs the Socio-Technical Systems Theory, which holds that an organization’s effectiveness depends on the balance between technological infrastructure and the human dimension. The dissertation also incorporates sociological perspectives, most notably through Erving Goffman's dramaturgical theory. Within this context, it explores how the absence of physical presence in telework reshapes the “onstage” behaviour of employees and the ways in which they present themselves in interactions. The analysis highlights that remote work, particularly in university teaching, transforms social roles and expectations, often creating a sense of depersonaliz ...
This dissertation examines telework in Greek universities. Its theoretical framework draws on a set of organizational, psychological, and sociological theories, which are used to interpret the experience of telework in higher education. At the center of this framework lies the Self-Determination Theory (SDT). On the organizational level, the study employs the Socio-Technical Systems Theory, which holds that an organization’s effectiveness depends on the balance between technological infrastructure and the human dimension. The dissertation also incorporates sociological perspectives, most notably through Erving Goffman's dramaturgical theory. Within this context, it explores how the absence of physical presence in telework reshapes the “onstage” behaviour of employees and the ways in which they present themselves in interactions. The analysis highlights that remote work, particularly in university teaching, transforms social roles and expectations, often creating a sense of depersonalization. Additionally, reference is made to Blau's Social Exchange Theory, which explains the importance of reciprocity and trust in workplace relationships—elements that become more pronounced (or precarious) when communication is mediated through technology. The dissertation also discusses Atkinson's Flexibility Theory, which concerns human resource management through flexible forms of employment, and how this applies to the university context. The author demonstrates that telework can function both as a tool of organizational adaptability and as a field that reinforces inequalities, especially when not accompanied by clear frameworks, infrastructure, and equitable practices. Overall, the theoretical framework does not adopt a single perspective but seeks a holistic understanding of telework as a complex social, technological, and psychological phenomenon—particularly within the environment of Greek universities, which are characterized by their own specific challenges and structural features. The empirical research was conducted with the aim of examining the impact of telework on work organization in Greek universities, as well as the attitudes and experiences of staff toward this mode of employment. There search followed a quantitative methodology and was carried out through a questionnaire, which remained available on the Google Forms platform for approximately 30 weeks, from March 6 to November 29, 2024. A total of1,205 valid responses were collected—533 men (44.2%) and 672 women(55.8%)—from 18 different higher education institutions across the country. The research questions focused on the effects of telework on professional life, work-life balance, collaboration, technological adequacy, occupational burnout, and willingness to maintain hybrid work models. Statistical analyses were conducted using Jamovi software, including descriptive statistics, chi-square independence tests, and Pearson correlations. Among the key findings, 66.4% of respondents stated that they would like to see telework or a hybrid model continue in the future, while 31.7%preferred on-site presence. A high proportion (72.8%) felt that telework improved their time management. However, more than 57% reported that the boundaries between personal and professional life had become significantly blurred. Statistically significant correlations (r = 0.42, p < 0.01) were found between insufficient technological support and the presence of stress or burnout. Women reported greater strain from the simultaneous management of professional and domestic responsibilities (p < 0.05), while the 41–60 age group showed the highest stability in favoring hybrid work. One particularly interesting finding is that increased use of cameras in virtual meetings was positively associated with perceived interaction and collaboration (r = 0.37, p < 0.01), but negatively associated with participants’ sense of privacy and comfort. Overall, the findings highlight the need for institutional support for telework, including sufficient technological infrastructure, formalization of the "right to disconnect," and the development of psychological support programs. This study offers empirical evidence of the transformations occurring in the work culture of Greek universities and provides a strong foundation for informed policy-making.
περισσότερα