Η αντιμετώπιση της σύγχρονης διεθνούς τρομοκρατίας στην Ευρωπαίκή Ένωση μέσω της καταπολέμησης και της πρόληψης των αιτιών της
Περίληψη
Η τρομοκρατία πλήττει το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα στη ζωή και την ασφάλεια, διαταράσσοντας την κοινωνική και την οικονομική ζωή των ατόμων. Δεν αποτελεί μια σύγχρονη τάση του πολύπλευρου και μεταβαλλόμενου κόσμου αλλά ένα φαινόμενο του οποίου οι απαρχές βρίσκονται στον αρχαίο κόσμο. Βεβαίως στη σύγχρονη εποχή διακρίνουμε πολλές μορφές τρομοκρατίας. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποπειράται μεταξύ άλλων να αναδείξει τα ζητήματα αυτά, αναδεικνύοντας όχι μόνο τις επιδράσεις του φαινομένου αλλά και τους τρόπους αντιμετώπισής του. Η διεπιστημονική αντιμετώπιση του φαινομένου της τρομοκρατίας είναι αναγκαία ώστε οι υπεύθυνοι για την πάταξή της να αντιληφθούν πιθανούς τρόπους αντιμετώπισής της. Η πολύπλευρη προσέγγιση του φαινομένου της τρομοκρατίας αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα της παρούσας ανάλυσης. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αναπτύσσεται σε δύο μέρη, και το κάθε μέρος αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια. Στο Μέρος Α της παρούσας διατριβής (Κεφάλαια 1 έως 4) μελετάται και εξετάζεται τ ...
Η τρομοκρατία πλήττει το αναπαλλοτρίωτο δικαίωμα στη ζωή και την ασφάλεια, διαταράσσοντας την κοινωνική και την οικονομική ζωή των ατόμων. Δεν αποτελεί μια σύγχρονη τάση του πολύπλευρου και μεταβαλλόμενου κόσμου αλλά ένα φαινόμενο του οποίου οι απαρχές βρίσκονται στον αρχαίο κόσμο. Βεβαίως στη σύγχρονη εποχή διακρίνουμε πολλές μορφές τρομοκρατίας. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αποπειράται μεταξύ άλλων να αναδείξει τα ζητήματα αυτά, αναδεικνύοντας όχι μόνο τις επιδράσεις του φαινομένου αλλά και τους τρόπους αντιμετώπισής του. Η διεπιστημονική αντιμετώπιση του φαινομένου της τρομοκρατίας είναι αναγκαία ώστε οι υπεύθυνοι για την πάταξή της να αντιληφθούν πιθανούς τρόπους αντιμετώπισής της. Η πολύπλευρη προσέγγιση του φαινομένου της τρομοκρατίας αποτελεί το συγκριτικό πλεονέκτημα της παρούσας ανάλυσης. Η παρούσα διδακτορική διατριβή αναπτύσσεται σε δύο μέρη, και το κάθε μέρος αποτελείται από τέσσερα κεφάλαια. Στο Μέρος Α της παρούσας διατριβής (Κεφάλαια 1 έως 4) μελετάται και εξετάζεται το φαινόμενο της τρομοκρατίας, τίθεται το ζήτημα του κατά πόσον τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται για την προστασία από την τρομοκρατική απειλή ενδέχεται να έχουν ως αντίτιμο τον περιορισμό των θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών ενώ παραθέτονται και σχολιάζονται οι κοινωνικοοικονομικές επιπτώσεις του φαινομένου της τρομοκρατίας. Στο Μέρος Β (Κεφάλαια 5 έως 8) σχολιάζεται το θεσμικό πλαίσιο για την αντιμετώπισή του φαινομένου σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στις πολιτικές διεθνών και περιφερειακών οργανισμών στην αντιμετώπιση της τρομοκρατίας. Ειδικότερα, το Κεφάλαιο Ι του Μέρους Α με τίτλο «Το Φαινόμενο της Τρομοκρατίας» παρουσιάζει το φαινόμενο της τρομοκρατίας ως ένα διεθνοποιημένο σύνθετο φαινόμενο, το οποίο είναι δύσκολο να οριστεί νομικά, διότι κάθε απόπειρα διατύπωσης ενός νομικού ορισμού ενδέχεται να αλλάζει και το εννοιολογικό περιεχόμενό του. Αρχικά παρουσιάζονται διάφορες προσπάθειες ορισμού της έννοιας της τρομοκρατίας, όπως αυτοί οι οποίοι έχουν καταγραφεί από το Συμβούλιο της Ευρώπης και τον ΟΗΕ. Τα κοινά στοιχεία σε όλες της απόπειρες ορισμού είναι η «μη νομιμοποιούμενη βία», σε αντιδιαστολή με τη δράση αυτοαποκαλούμενων αντιστασιακών ομάδων, η χρήση εγκληματικών μέσων και μεθόδων και η παράνομη εγκληματική παρείσφρηση στην περιουσία και τα συμφέροντα τρίτων, ενώ υπάρχουν κάποιοι οι οποίοι υποστηρίζουν ότι δεν υπάρχει ανάγκη νομικού ορισμού, καθώς πρόκειται για κοινωνική κατασκευή με την οποία μια ομάδα ονομάζει μια άλλη. Επιπλέον, παρουσιάζονται τα συστατικά στοιχεία της τρομοκρατίας αλλά και διάφορες μορφές που έχει λάβει η τρομοκρατία στο παρελθόν αλλά και σύγχρονες μορφές της. Το φαινόμενο της τρομοκρατίας διαφοροποιείται ανάλογα με την εποχή, αλλά πρόδρομες μορφές του βρίσκουμε ήδη στην αρχαία Ελλάδα και στην αρχαία Ρώμη. Στη νεωτερική εποχή παρατηρούνται πέντε κύματα τρομοκρατίας: (α) ο αναρχισμός, (β) το αντιαποικιακό κύμα, (γ) το νεοαριστερό κύμα, (δ) το θρησκευτικό κύμα, και (ε) το ακροδεξιό κύμα. Επιπλέον, στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζονται οι διασυνδέσεις του φαινομένου της τρομοκρατίας με την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Το ζήτημα το οποίο τίθεται εν προκειμένω είναι κατά πόσον τα μέτρα τα οποία λαμβάνονται για την προστασία από την τρομοκρατική απειλή ενδέχεται να έχουν ως αντίτιμο τον περιορισμό των θεμελιωδών ατομικών ελευθεριών, λόγω του ότι η σύγχρονη έννομη τάξη ανάγει συχνά την ασφάλεια σε «υπερδικαίωμα», ενώπιον του οποίου οι λοιπές ελευθερίες παραμερίζονται και με αυτόν τον τρόπο η επιδίωξη της ασφάλειας μπορεί να οδηγήσει σε ανελευθερία, εφόσον «χρυσή τομή» είναι δύσκολο να εξευρεθεί.Το Κεφάλαιο IΙ του Μέρους Α με τίτλο «Κατηγορίες Τρομοκρατίας» παρουσιάζονται ενδελεχώς οι σύγχρονοι τύποι τρομοκρατίας. Η τρομοκρατία και οι τύποι της ποικίλλουν ανάλογα με γεωγραφικούς, πολιτικούς ή πολιτισμικούς παράγοντες. Η τρομοκρατία έχει πολλές εκφάνσεις και μορφές. Κάποιες από αυτές είναι κοινά αποδεκτές ως τέτοιες ενώ άλλες αποτελούν αντικείμενο συζήτησης ανάμεσα στους ειδικούς ως προς το αν ανήκουν στη γενική κατηγορία της τρομοκρατίας. Οι μορφές διαφοροποιούνται σε σχέση με το είδος της βίας, πράγμα το οποίο συνδέεται με τις εκάστοτε συντρέχουσες περιβαλλοντικές και κοινωνικές συνθήκες. Το κεφάλαιο καταγράφει τα βασικά χαρακτηριστικά των διαφόρων κατηγοριών τρομοκρατίας: (α) Η Νέα Τρομοκρατία, αφορά σε μαζικές επιθέσεις, με μεγάλο αριθμό θυμάτων, όπου χρησιμοποιούνται όπλα μαζικής καταστροφής και έχουν ως σκοπό την κοινωνική και ψυχολογική αναταραχή. (β) Η Κρατική Τρομοκρατία αφορά σε πολιτική βία που προέρχεται από το ίδιο το κράτος. Η πιο οργανωμένη μορφή της είναι ο πόλεμος, άλλες είναι η γενοκτονία, οι δολοφονίες ατόμων ή ομάδων και τέλος τα βασανιστήρια. (γ) Η Τρομοκρατία Αντιφρονούντων είναι αυτή που διαπράττεται από μη κρατικά κινήματα και ομάδες εναντίον κυβερνήσεων, εθνικών ομάδων, θρησκευτικών ομάδων και άλλων αντιληπτών εχθρών, οι οποίες θεωρούν τη βία απαραίτητο όπλο για την επιβολή δικαιοσύνης και ελευθερίας και γενικά για την επίτευξη στόχων που είναι «δίκαιοι». (δ) Η Θρησκευτική Τρομοκρατία διεξάγεται συνήθως για την υπεράσπιση αυτού που οι πιστοί θεωρούν ότι είναι η μόνη αληθινή πίστη, ενώ η ανταμοιβή τους θα έρθει στη μεταθανάτια ζωή. (ε) Η Ιδεολογική Τρομοκρατία είναι υποκινούμενη από πολιτικά συστήματα πεποιθήσεων (ιδεολογίες), τα οποία υπερασπίζονται τα εγγενή δικαιώματα μιας συγκεκριμένης ομάδας ή συμφέροντα σε αντίθεση με μια άλλη ομάδα ή συμφέρον. (στ) Η Διεθνής Τρομοκρατία είναι η τρομοκρατία που ξεχύνεται στην παγκόσμια σκηνή. Πρόκειται για επιθέσεις χαμηλού κόστους με βασικό σκοπό την άμεση προσοχή των Μέσων Μαζικής Ενημέρωσης που δίνει την ευκαιρία ασήμαντα χτυπήματα να αποκτούν δημοσιότητα. (ζ) Η Εγκληματική Τρομοκρατία βασίζεται αποκλειστικά στο κέρδος και μπορεί να είναι κάποιος συνδυασμός κέρδους και πολιτικής. Οι παραδοσιακοί οργανωμένοι εγκληματίες συγκεντρώνουν κέρδη για να χρηματοδοτήσουν την εγκληματική τους δραστηριότητα και για προσωπικά συμφέροντα, ενώ οι εγκληματικές-πολιτικές επιχειρήσεις αποκτούν κέρδη για να διατηρήσουν το κίνημά τους. (η) Η Έμφυλη Τρομοκρατία στρέφεται εναντίον ανδρών ή γυναικών ενός εχθρικού πληθυσμού λόγω του φύλου τους. Πρόκειται για μια σκόπιμη εφαρμογή πολιτικής βίας που εμφανίζεται κατά τη διάρκεια συγκρούσεων σε επίπεδο ομάδας και έχει γενοκτονικό χαρακτήρα. Περιλαμβάνει βία από στρατιωτικές ή παραστρατιωτικές ομάδες. Το Κεφάλαιο IΙΙ του Μέρους Α με τίτλο «Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας: Money Laundering» παρουσιάζει την έννοια του ξεπλύματος χρήματος που αποτελεί μια από τις πιο κοινές οικονομικές δραστηριότητες που συνδέονται με παράνομα χρηματοοικονομικά συστήματα, όπως η απάτη, η φοροδιαφυγή, τα ναρκωτικά, το λαθρεμπόριο ανθρώπων, η εταιρική απάτη, η κυβερνητική διαφθορά και η χρηματοδότηση τρομοκρατίας. Πέρα από την παρουσίαση της έννοιας του Money Laundering καταγράφονται επίσης το πως χρησιμοποιείται σε διάφορες διαδικασίες για τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές και τρομοκρατικές δραστηριότητες (AML). Μια σειρά από τραπεζικά σκάνδαλα σε πολλές χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, υπογράμμισαν τις αδυναμίες του καθεστώτος κατά της AML στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Το νομικό πλαίσιο που ισχύει εντός ΕΕ συνδυάζει μια ισχυρή, εκτελεστή ενιαία αγορά με την εθνική εποπτεία AML των τραπεζών και άλλων χρηματοπιστωτικών και μη χρηματοπιστωτικών εταιρειών, στην οποία οι μηχανισμοί μέσω των οποίων διασφαλίζεται η συνολική εποπτική συνοχή δεν έχουν αποδειχθεί ακόμη επαρκείς. Η καθιέρωση υγιών εποπτικών κινήτρων για την καταπολέμηση της παράνομης χρηματοδότησης απαιτεί έναν πιο αποτελεσματικό και υπεύθυνο ρόλο της ΕΕ στην εποπτεία της AML. Επιπλέον, παρουσιάζονται οι επιδράσεις της τεχνολογίας στο ξέπλυμα χρήματος. Ορισμένες από τις τεχνολογικές εξελίξεις, όπως τα κρυπτονομίσματα, βοήθησαν τρομοκράτες να αποφύγουν τα επίσημα χρηματοοικονομικά συστήματα για μεταφορές αξίας, ενώ ήταν σε θέση να πληρώνουν και να λαμβάνουν αγαθά και υπηρεσίες.Το Κεφάλαιο IV του Μέρους Α με τίτλο «Οι Επιδράσεις του Φαινομένου της Τρομοκρατίας» αναφέρεται στις άμεσες και έμμεσες επιδράσεις του φαινομένου για τις οικονομίες και τις κοινωνίες. Η πιο τραγική συνέπεια των τρομοκρατικών χτυπημάτων είναι η απώλεια ανθρώπινων ζωών, το κόστος της οποίας είναι δύσκολο να αποτιμηθεί συνολικά. Εκτός από το άμεσο οικονομικό κόστος της διάθεσης πόρων από κυβερνήσεις, εταιρείες και άτομα για την ασφάλεια, στα έμμεσα οικονομικά κόστη της τρομοκρατίας εντάσσονται οι αρνητικές επιπτώσεις στον όγκο του εμπορίου, στην απόδοση των επενδύσεων, στο εξωτερικό εμπόριο και τελικά στην οικονομική μεγέθυνση και ανάπτυξη. Η τρομοκρατία πλήττει τον τουρισμό, στρεβλώνει τα εθνικά επίπεδα κατανάλωσης, επενδύσεων, κρατικών δαπανών και αποταμιεύσεων, διότι δημιουργεί αβεβαιότητα. Η αβεβαιότητα με τη σειρά της οδηγεί σε αναβολή μακροπρόθεσμων επενδύσεων ή σε αυξημένες κρατικές δαπάνες για την ασφάλεια σε βάρος πιο παραγωγικών δαπανών. Επιπρόσθετα, η τρομοκρατία καταστρέφει τις υποδομές, μειώνει το εξωτερικό εμπόριο, αποτρέπει τις ξένες επενδύσεις, απομειώνει τις εγχώριες αποταμιεύσεις, επιδρά στη συναλλαγματική ισοτιμία, οδηγεί στη διαρροή εγκεφάλων, στη φυγή κεφαλαίων, και αυξάνει το βάρος του χρέους και τις κρατικές δαπάνες. Οι συνέπειες, βέβαια, είναι πιο σοβαρές σε χώρες πιο ευάλωτες, ενώ χώρες με κατάλληλους θεσμούς και υψηλά επίπεδα ανάπτυξης ανακάμπτουν πολύ γρηγορότερα.Το Κεφάλαιο Ι του Μέρους Β με τίτλο «Το Ευρωπαϊκό Θεσμικό Πλαίσιο για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας» περιγράφει το πως οι διάφορες συνθήκες της ΕΕ ενσωματώνουν διαδικασίες καταπολέμησης της τρομοκρατίας. Μπορεί στις ιδρυτικές συνθήκες της ΕΕ (Συνθήκες της Ρώμης) αλλά και στην Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη να μην γινόταν αναφορά σε θέματα τρομοκρατίας όμως αυτό στη συνέχεια άλλαξε. Στη Συνθήκη του Μάαστριχτ τίθεται η βάση της κοινής αντιμετώπισης του ζητήματος της τρομοκρατίας, καθώς το Συμβούλιο της Ε.Ε. δήλωνε ότι η καταπολέμηση της τρομοκρατίας είναι στόχος προτεραιότητας. Σε διάρκεια πέντε ετών μετά την υπογραφή της Συνθήκης, αποφασίστηκε η τήρηση ευρετηρίου αντιτρομοκρατικών ειδικών δεξιοτήτων, ικανοτήτων και γνώσεων προς διευκόλυνση της αντιτρομοκρατικής συνεργασίας μεταξύ των κρατών-μελών και η σύσταση της Eurojust, της Ευρωπαϊκής Μονάδας Δικαστικής Συνεργασίας για την αντιμετώπιση του οργανωμένου εγκλήματος και της τρομοκρατίας. Η Συνθήκη του Άμστερνταμ (1997) προσέφερε μία σχετική νομική ολοκλήρωση στον κοινό ευρωπαϊκό στόχο για τη δημιουργία ενός ασφαλούς περιβάλλοντος για μετακίνηση και οικονομική ανάπτυξη, προσδιορίζοντας την αντικειμενική υπόσταση των ποινικών εγκλημάτων, σε συγκεκριμένους τομείς: οργανωμένο έγκλημα, τρομοκρατία, ναρκωτικά και συνέδραμε στη σύγκλιση των νομοθεσιών των κρατών-μελών και στη συνεργασία σε επίπεδο εθνικών αρχών. Η Συνθήκη της Νίκαιας (2001) οδήγησε στην προοδευτική θέσπιση μέτρων για τον καθορισμό ελάχιστων κανόνων ως προς τα στοιχεία της αντικειμενικής υπόστασης των αξιόποινων πράξεων και ως προς τις ποινές στους τομείς της οργανωμένης εγκληματικότητας, της τρομοκρατίας και της παράνομης διακίνησης ναρκωτικών. Η Συνθήκη της Λισαβόνας (2007) αναφέρει ότι η αντιμετώπιση των εγκλημάτων σε επίπεδο ΕΕ απαιτεί συνεργασία των θεσμικών κοινοτικών οργάνων και των κρατών-μελών, αλλά και συνεργασία μεταξύ των κρατών-μελών, ώστε να διαμορφώνεται σταδιακά ένα πλήρες νομικό πλαίσιο προστασίας τόσο των δικαιωμάτων των υπόπτων/κατηγορουμένων όσο και των θυμάτων. Δημιουργείται Μόνιμη Επιτροπή Εσωτερική Ασφάλεια, η COSI στο Συμβούλιο της Ευρώπης και πραγματοποιούνται μεγάλα βήματα προς την επίτευξη του στόχου της διαμόρφωσης του ενωσιακού ποινικού δικαίου.Το Κεφάλαιο ΙΙ του Μέρους Β με τίτλο «Η Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας σε Διάφορες Χώρες» παρουσιάζει τις διεθνείς πολιτικές για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και της χρηματοδότησής της. Μελετώντας μια σειρά τρομοκρατικών επιθέσεων, μετά τη 9/11, σε Ευρώπη και Αμερική γίνεται αντιληπτό, πως ο στόχος, η μεθοδολογία αλλά και η εφαρμογή ποικίλλουν, όπως ποικίλλει η ηλικία, το θρήσκευμα, ο αριθμός και η εθνικότητα των δραστών. Αυτό ενισχύει την άποψη ότι το ένστικτο της βίας είναι συναφές με την ανθρώπινη φύση. Για αυτό το λόγο οι κοινωνίες έχουν αφιερώσει πολύ χρόνο, ενέργεια και πόρους στη θέσπιση νόμων και οδηγιών που έχουν στόχο την καταστολή της βίας. Η Διακήρυξη της La Gomera (1995) ήταν η μόνη περίσταση, πριν από το 2001, όπου το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο συζήτησε σοβαρά το θέμα της τρομοκρατίας. Όμως, μόνο μετά την Μαδρίτη (2004) η αντιτρομοκρατία έγινε πραγματικά διαφοροποιημένος χώρος πολιτικής και, ως εκ τούτου, οι βομβιστικές επιθέσεις της Μαδρίτης είχαν μεγαλύτερο αντίκτυπο στην χάραξη αντιτρομοκρατικής πολιτικής για την ΕΕ από την ίδια την 9/11. Η Διακήρυξη του Μαρτίου 2004 έθεσε σαφείς κατευθυντήριες γραμμές για δράση και συνοδεύτηκε από την δέσμευση των κρατών της ΕΕ να συνδράμουν οποιοδήποτε μέλος πέφτει θύμα τρομοκρατικής επίθεσης. Επιπλέον, στο κεφάλαιο αυτό παρουσιάζεται η περίπτωση της Ελλάδας η οποία αντιμετωπίζει ένα από τα πιο σοβαρά προβλήματα πολιτικής τρομοκρατίας στον κόσμο. Η Ελλάδα με την εφαρμογή του νόμου 2928/2001, εκπλήρωσε τη συμβατική υποχρέωση που ανέλαβε με την υπογραφή της Σύμβασης του Παλέρμο και έχει γίνει ισχυρός υποστηρικτής της παγκόσμιας προσπάθειας για την καταπολέμηση του οργανωμένου εγκλήματος. Το Κεφάλαιο ΙΙΙ του Μέρους Β με τίτλο «Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας από τον ΟΗΕ» εστιάζει στην πάταξη της τρομοκρατίας όπως αυτή αποπειράται από τον ΟΗΕ. Το όραμα της ειρηνικής διαβίωσης, της κοινωνικής και οικονομικής προόδου και ο σεβασμός στα θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα και στην ύπαρξη και λειτουργία των θεσμών (όπως ορίστηκαν από τον Χάρτη του ΟΗΕ (1945)), ήταν εν πολλοίς πραγματικότητα στις δυτικές κοινωνίες. Το τρομοκρατικό χτύπημα της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 αποτέλεσε ορόσημο για την αλλαγή πολιτικής αντιμετώπισης της τρομοκρατίας. Τα γεγονότα αυτά επέφεραν ένα ισχυρό πλήγμα στη διεθνή κοινότητα, προκαλώντας τρόμο, ανασφάλεια και θυμό στους πολίτες της Δύσης. Από τότε η τρομοκρατία θεωρήθηκε ως ένα είδος πολέμου κατά του δυτικού πολιτισμού και του δυτικού τρόπου ζωής και ο ΟΗΕ ανέλαβε το ρόλο να αναπτύξει και να προωθήσει μια παγκόσμια αντιτρομοκρατική στρατηγική για την αντιμετώπιση του βίαιου εξτρεμισμού μέσω ψήφισης διεθνών συμβάσεων και σχετικών ψηφισμάτων του Συμβουλίου Ασφαλείας, μέσω της οργάνωσης δράσεων ανάπτυξης ικανοτήτων για να βοηθηθούν οι χώρες και μέσω κυρώσεων κατά των κρατικών χορηγών της τρομοκρατίας. Η δεσμευτικότητα των αποφάσεων του Συμβουλίου, καθιστούν τους κανόνες που τίθενται από τον Ο.Η.Ε μέρος του διεθνούς δικαίου, αναγνωρισμένα δεσμευτικούς μεταξύ των μελών του. Η Ε.Ε. εφαρμόζει τις αποφάσεις του Συμβουλίου του Ο.Η.Ε., ενσωματώνοντάς τις κυρίως με την μορφή Κανονισμών, όμως η Ε.Ε. δεν αποτελεί μέλος του ΟΗΕ και, ως εκ τούτου, ανακύπτουν ερωτήματα νομιμότητας ως προς τη θέσπιση Κανονισμών που καθορίζουν τα μέσα εφαρμογής των αποφάσεων του Συμβουλίου Ασφαλείας. Το Κεφάλαιο ΙV του Μέρους Β με τίτλο «Η καταπολέμηση της τρομοκρατίας σε περιφερειακό επίπεδο» εστιάζει σε μια σειρά από οργανισμούς που σε περιφερειακό επίπεδο συμμετέχουν στον αγώνα για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας. Το Συμβούλιο της Ευρώπης, το 1977, υπέγραψε την Ευρωπαϊκή Σύμβαση για την Καταστολή της Τρομοκρατίας. Το 1990 υπογράφηκε η Σύμβαση για το ξέπλυμα, την έρευνα, την κατάσχεση, και τη δήμευση των προϊόντων που προέρχονται από εγκληματικές δραστηριότητες και το 2005 η Σύμβαση διευρύνθηκε με βάση το επιχείρημα ότι η παρεμπόδιση της χρηματοδότησης της τρομοκρατίας αποτελεί σημαντικό μέσο παρεμπόδισής της. Το 2018, δημοσιεύτηκε η Στρατηγική Καταπολέμησης της Τρομοκρατίας 2018-2022, η οποία αφορά στην πρόληψη τη διαχείρισή της από τη δικαιοσύνη και την προστασία των θυμάτων. Ο Οργανισμός Οικονομικής Συνεργασίας της Μαύρης Θάλασσας υπέγραψε πρωτόκολλο για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας (2004) ενώ η Κοινοπολιτεία Ανεξάρτητων Κρατών ίδρυσε το Αντιτρομοκρατικό Κέντρο των κρατών-μελών της (ATC CIS) για τη διασφάλιση του συντονισμού μεταξύ των αρμόδιων αρχών των κρατών-μελών στον τομέα της καταπολέμησης της τρομοκρατίας και άλλων βίαιων εκδηλώσεων εξτρεμισμού. Ο Οργανισμός Αμερικανικών Κρατών (OAS), υπέγραψε το 2002 τη Διαμερικανική Σύμβαση Ενάντια στην Τρομοκρατία ενώ ένας άλλος οργανισμός που δραστηριοποιείται σε περιφερειακό επίπεδο, η Ένωση Περιφερειακής Συνεργασίας Νότιας Ασίας είχε υπογράψει από το 1987 Σύμβαση για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας και το 2004 ποινικοποίησε τη διάθεση κεφαλαίων σε τρομοκρατικές ενέργειες. Η Ένωση των Χωρών της Νοτιοανατολικής Ασίας συνήψε το 2007 τη Σύμβαση για την καταπολέμηση της τρομοκρατίας, ενώ ο Οργανισμός Συνεργασίας της Σαγκάης υπέγραψε τη Σύμβαση της Σαγκάης κατά της τρομοκρατίας (20010) και το 2005 δημιούργησε τη λίστα «τρομοκρατικών οργανώσεων». Η Λίγκα των Αραβικών Κρατών υπέγραψε το 1988 την Αραβική Σύμβαση για την Καταστολή της Τρομοκρατίας και Συμβούλιο Συνεργασίας των Αραβικών Κρατών του Κόλπου υπέγραψε σύμβαση ενάντια στην τρομοκρατία και συνέστησε διαρκή επιτροπή για την τρομοκρατία. Τέλος, ο Οργανισμός Ισλαμικής Συνεργασίας υπέγραψε το 1999 Σύμβαση για την Καταπολέμηση της Διεθνούς Τρομοκρατίας και τα μέλη του δεσμεύτηκαν να λάβουν προληπτικά και κατασταλτικά μέτρα. Συνολικά, είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι τα περιφερειακά όργανα έχουν υποστηρικτικό ρόλο και ενίοτε καθοριστικό ως προς τη διαχείριση και την αποτροπή τρομοκρατικών χτυπημάτων, αποπειρώνται να καλύψουν το κενό και να ανταποκριθούν στις προκλήσεις που συνεπάγεται η συνεργασία σε πιο περιορισμένο γεωγραφικό πλάτος.
περισσότερα
Περίληψη σε άλλη γλώσσα
Terrorism affects the inalienable right to life and security, disrupting the social and economic life of individuals. It is not a modern trend in a diverse and changing world but a phenomenon with origins in the ancient world. Of course, in modern times, we can distinguish many forms of terrorism. This dissertation attempts, among other things, to highlight these issues by highlighting not only the phenomenon's effects but also the ways of dealing with it. An interdisciplinary approach to terrorism is necessary for those combating it to understand possible ways of dealing with it. The multifaceted approach to terrorism is the comparative advantage of this analysis. This thesis is developed in two parts, each consisting of four chapters. Part A of this dissertation (Chapters 1 to 4) studies and examines the phenomenon of terrorism, raises the question of whether measures taken to protect against the terrorist threat may have the potential to have the effect of restricting fundamental ci ...
Terrorism affects the inalienable right to life and security, disrupting the social and economic life of individuals. It is not a modern trend in a diverse and changing world but a phenomenon with origins in the ancient world. Of course, in modern times, we can distinguish many forms of terrorism. This dissertation attempts, among other things, to highlight these issues by highlighting not only the phenomenon's effects but also the ways of dealing with it. An interdisciplinary approach to terrorism is necessary for those combating it to understand possible ways of dealing with it. The multifaceted approach to terrorism is the comparative advantage of this analysis. This thesis is developed in two parts, each consisting of four chapters. Part A of this dissertation (Chapters 1 to 4) studies and examines the phenomenon of terrorism, raises the question of whether measures taken to protect against the terrorist threat may have the potential to have the effect of restricting fundamental civil liberties, and lists and comments on the socio-economic implications of the phenomenon of terrorism. Part B (Chapters 5 to comments on the institutional framework for dealing with the phenomenon at the international and regional levels, with particular emphasis on the policies of global and regional organizations in dealing with terrorism. In particular, Chapter I of Part A, entitled 'The Phenomenon of Terrorism,' presents the phenomenon of terrorism as an internationalized complex phenomenon, which is difficult to define in legal terms because any attempt to formulate a legal definition may change its conceptual content. To begin with, various attempts to define the concept of terrorism are presented, such as those recorded by the Council of Europe and the UN. The common elements in all attempts at definition are 'non-legitimate violence,' as opposed to the action of self-styled resistance groups, the use of criminal means and methods, and unlawful criminal intrusion into the property and interests of others, while there are some who argue that there is no need for a legal definition, as it is a social construction by which one group names another. In addition, the components of terrorism and various forms that terrorism has taken in the past and modern forms. The phenomenon of terrorism varies according to the era, but its precursors can already be found in ancient Greece and ancient Rome. In modern times, five waves of terrorism can be observed: (a) anarchism, (b) the anti-colonial wave, (c) the neo-left wave, (d) the religious wave, and (e) the far-right wave. In addition, this chapter presents the links between the phenomenon of terrorism and the protection of human rights. The question that arises here is whether the measures taken to protect against the terrorist threat may restrict fundamental individual freedoms, given that the modern legal order often reduces security to a 'super-right', in the face of which other freedoms are set aside. Pursuing security may lead to unfreedom since a 'happy medium' is challenging to find. Chapter II of Part A, entitled 'Categories of Terrorism', presents in detail the modern types of terrorism. Terrorism and its types vary according to geographical, political, or cultural factors. Terrorism has many manifestations and forms. Some of them are commonly accepted as such, while others are the subject of debate among experts on whether they belong to the general category of terrorism. The forms vary according to the type of violence linked to the prevailing environmental and social conditions. The chapter lists the main characteristics of the different categories of terrorism: (a) New Terrorism, which refers to mass attacks with many victims, using weapons of mass destruction and intended to cause social and psychological upheaval. (b) State Terrorism refers to political violence originating from the state itself. The most organized form is war; others are genocide, assassination of individuals or groups, and finally, torture. (c) Dissident Terrorism is that committed by non-state movements and groups against governments, ethnic groups, religious groups, and other perceived enemies, which consider violence to be a necessary weapon for the imposition of justice and freedom and generally for the achievement of goals that are "just.” (d) Religious Terrorism is usually carried out in defense of what believers believe is the only true faith, and their reward will come in the afterlife. (e) Ideological Terrorism is motivated by political belief systems (ideologies) that defend the inherent rights of a particular group or interest in opposition to another group or interest. (f) International Terrorism is terrorism that spills over onto the world stage. These are low-cost attacks with the primary purpose of attracting immediate media attention, which allows trivial attacks to gain publicity. (g) Criminal Terrorism is based solely on profit and can be some combination of profit and politics. Traditional organized criminals accumulate profits to finance their criminal activity and for personal interests, while criminal-political enterprises acquire profits to sustain their movement. (h) Gender-based terrorism is directed against men or women of a hostile population because of their gender. It is a deliberate application of political violence that occurs during group-level conflicts and is genocidal. It includes violence by military or paramilitary groups. Chapter III of Part A, "Financing Terrorism: Money Laundering," introduces the concept of money laundering, which is one of the most common economic activities associated with illicit financial systems, including fraud, tax evasion, drugs, human smuggling, corporate fraud, government corruption, and terrorist financing. In addition to presenting the concept of money laundering, the paper also documents how it is used in various money laundering (AML) processes. A series of banking scandals in several European Union countries have highlighted the weaknesses of the anti-money laundering regime in the European Union. The legal framework within the EU combines a strong, enforceable single market with national AML supervision of banks and other financial and non-financial companies, in which the mechanisms through which overall supervisory consistency is ensured have yet to prove adequate. Establishing sound supervisory incentives to combat illicit finance requires a more effective and accountable EU role in AML supervision. In addition, the impact of technology on money laundering is presented. Some technological developments, such as cryptocurrencies, have helped terrorists circumvent formal financial systems for transfers of value while being able to pay for and receive goods and services. Chapter IV of Part A, entitled "The Impact of the Terrorism Phenomenon," discusses the direct and indirect effects of the phenomenon on economies and societies. The most tragic consequence of terrorist attacks is the loss of human lives, the cost of which is difficult to estimate in total. In addition to the direct economic costs of governments, companies, and individuals allocating resources to security, the indirect economic costs of terrorism include negative effects on trade volumes, return on investment, foreign trade, and ultimately economic growth and development. Terrorism hurts tourism, distorts national levels of consumption, investment, government spending and savings because it creates uncertainty. Uncertainty in turn leads to postponement of long-term investments or increased government spending on security at the expense of more productive spending. In addition, terrorism destroys infrastructure, reduces foreign trade, discourages foreign investment, depletes domestic savings, affects the exchange rate, leads to brain drain, capital flight, and increases the debt burden and government spending. The consequences, of course, are more severe in more vulnerable countries, while countries with appropriate institutions and high levels of growth recover much faster. Chapter I of Part B, 'The European Institutional Framework for Combating Terrorism', describes how the various EU treaties incorporate counter-terrorism procedures. The founding treaties of the EU (the Treaties of Rome) and the Single European Act may not have mentioned terrorism issues, but this has subsequently changed. The Maastricht Treaty laid the basis for a common approach to the issue of terrorism, as the EU Council stated that the fight against terrorism was a priority objective. Within five years of the signing of the Treaty, it was decided to maintain an index of counter-terrorism specific skills, competences and knowledge to facilitate counter-terrorism cooperation between Member States and to establish Eurojust, the European Judicial Cooperation Unit for the fight against organized crime and terrorism. The Treaty of Amsterdam (1997) provided a certain legal integration to the common European objective of creating a secure environment for movement and economic development by defining the objective of criminal offences in specific areas: organized crime, terrorism, drugs and contributed to the convergence of Member States' legislation and cooperation at the level of national authorities. The Nice Treaty (2001) led to the progressive adoption of measures laying down minimum rules on the constituent elements of criminal acts and penalties in the fields of organized crime, terrorism and drug trafficking. The Lisbon Treaty (2007) states that dealing with crime at EU level requires cooperation between the Community institutions and the Member States, but also cooperation between the Member States, to gradually establish a comprehensive legal framework for the protection of the rights of both suspects/defendants and victims. A Standing Committee on Internal Security, the COSI in the Council of Europe, is being set up and major steps are being taken towards achieving the objective of developing EU criminal law.Chapter II of Part B, entitled "Combating Terrorism in Various Countries", presents international policies to combat terrorism and its financing. By studying a series of terrorist attacks, since 9/11, in Europe and America, it becomes clear that the target, methodology and implementation vary, as do the age, religion, number and nationality of the perpetrators. This reinforces the view that the instinct for violence is relevant to human nature. This is why societies have devoted much time, energy and resources to enacting laws and guidelines aimed at suppressing violence. The La Gomera Declaration (1995) was the only occasion, before 2001, when the European Council seriously discussed the issue of terrorism. However, it was only after Madrid (2004) that counterterrorism became a truly nuanced policy area and, as such, the Madrid bombings had a greater impact on counter-terrorism policy-making for the EU than 9/11 itself. The March 2004 Declaration set clear guidelines for action and was accompanied by a commitment by EU states to assist any member state that falls victim to a terrorist attack. In addition, this chapter presents the case of Greece, which faces one of the most serious problems of political terrorism in the world. By implementing Law 2928/2001, Greece has fulfilled the contractual obligation it undertook by signing the Palermo Convention and has become a strong supporter of the global effort to combat organized crime. Chapter III of Part B, entitled "The UN's fight against terrorism", focuses on the fight against terrorism as attempted by the UN. The vision of peaceful living, social and economic progress and respect for fundamental human rights and the existence and functioning of institutions (as defined by the UN Charter (1945)) was largely a reality in Western societies. The terrorist attack of 11 September 2001 was a milestone in the change of policy in dealing with terrorism. These events dealt a powerful blow to the international community, causing terror, insecurity and anger among Western citizens. Since then, terrorism has been seen as a kind of war against Western civilization and the Western way of life, and the UN has taken on the role of developing and promoting a global counter-terrorism strategy to counter violent extremism through the adoption of international conventions and relevant Security Council resolutions, through the organization of capacity-building activities to assist countries and through sanctions against state sponsors of terrorism. The binding nature of the Council's resolutions makes the rules set by the UN part of international law, recognized as binding among its members. The EU implements UN Council resolutions, incorporating them mainly in the form of Regulations, but the EU is not a member of the UN and, therefore, questions of legality arise as to the adoption of Regulations defining the means of implementing Security Council resolutions. Chapter IV of Part B, entitled 'Fighting terrorism at the regional level', focuses on several organizations that are involved in the fight against terrorism at the regional level. The Council of Europe, in 1977, signed the European Convention on the Suppression of Terrorism. In 1990, the Convention on Laundering, Search, Seizure and Confiscation of the Proceeds from Crime was signed, and in 2005 the Convention was broadened based on the argument that preventing the financing of terrorism is an important means of preventing terrorism. In 2018, the Counter-Terrorism Strategy 2018-2022 was published, which deals with prevention, management of terrorism by the judiciary and protection of victims. The Organization of the Black Sea Economic Cooperation signed a Protocol on Combating Terrorism (2004) and the Commonwealth of Independent States established the Anti-Terrorism Centre of its member states (ATC CIS) to ensure coordination between the competent authorities of member states in the field of combating terrorism and other violent manifestations of extremism. The Organization of American States (OAS) signed the Inter-American Convention Against Terrorism in 2002, while another organization active at the regional level, the South Asian Association for Regional Cooperation, had signed a Convention on Combating Terrorism since 1987 and in 2004 criminalized the allocation of funds to terrorist activities. The Association of Southeast Asian Nations concluded the Convention on Combating Terrorism in 2007, while the Shanghai Cooperation Organization signed the Shanghai Convention on Terrorism (20010) and created the list of 'terrorist organizations’ in 2005. The League of Arab States signed the Arab Convention for the Suppression of Terrorism in 1988, and the Cooperation Council of the Arab States of the Gulf signed a convention against terrorism and established a standing committee on terrorism. Finally, the Organization of Islamic Cooperation signed the 1999 Convention for the Suppression of International Terrorism, and its members committed themselves to preventive and repressive measures. Overall, it is important to note that regional bodies have a supporting and sometimes decisive role in managing and preventing terrorist attacks, attempting to fill the gap and respond to the challenges of working together in a more limited geographic area.
περισσότερα
Η διατριβή είναι δεσμευμένη από τον συγγραφέα
(μέχρι και: 9/2026)
|
|
Στατιστικά χρήσης
ΠΡΟΒΟΛΕΣ
Αφορά στις μοναδικές επισκέψεις της διδακτορικής διατριβής για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΞΕΦΥΛΛΙΣΜΑΤΑ
Αφορά στο άνοιγμα του online αναγνώστη για την χρονική περίοδο 07/2018 - 07/2023.
Πηγή: Google Analytics.
Πηγή: Google Analytics.
ΜΕΤΑΦΟΡΤΩΣΕΙΣ
Αφορά στο σύνολο των μεταφορτώσων του αρχείου της διδακτορικής διατριβής.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
ΧΡΗΣΤΕΣ
Αφορά στους συνδεδεμένους στο σύστημα χρήστες οι οποίοι έχουν αλληλεπιδράσει με τη διδακτορική διατριβή. Ως επί το πλείστον, αφορά τις μεταφορτώσεις.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
Πηγή: Εθνικό Αρχείο Διδακτορικών Διατριβών.
λιγότερα
περισσότερα